Φιλμ νουάρ, «μαύρο φιλμ», βάφτισε το 1946 ο Γάλλος κριτικός Νίνο Φρανκ ευρύ φάσμα αμερικάνικων ταινιών που «βγήκαν» μεταπολεμικά στις γαλλικές αίθουσες και διακρίνονται στιλιστικά από τάσεις μαυρίλας, απαισιοδοξίας και κλειστοφοβίας, στοιχεία που αντανακλούν εντάσεις και ανασφάλειες της χρονικής περιόδου παραγωγής τους. Ο πόλεμος φαίνεται ότι έσπρωξε κάτω από το χαλί οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που εγκατέστησε η καπιταλιστική κρίση του '29 - '30 τα οποία τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια. Δίπλα στα παλιά σωρεύονταν καινούργια, ο φόβος ενός ατομικού πολέμου που θα έπληττε τις ΗΠΑ και φυσικά ο κομμουνιστικός κίνδυνος...
Ο προσδιορισμός νουάρ άπτεται περισσότερο του στιλ, της διάθεσης, του σημείου οπτικής και του τόνου μιας ταινίας, παρά του είδους. Το νουάρ συνήθως συνδέεται με διακριτή ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον Πόλεμο, όπως ο γερμανικός εξπρεσιονισμός ή το γαλλικό νέο κύμα. Πολύ συχνά μια ιστορία νουάρ, με αστυνομικούς και ιδιωτικούς ντετέκτιβ, αναπτύσσεται γύρω από έναν κυνικό, σκληρό και χωρίς ψευδαισθήσεις ανδρικό χαρακτήρα που συναντά μια σαγηνευτικά ωραία αλλά διπλοπρόσωπη και ανήθικη, μοιραία γυναίκα που χρησιμοποιεί την πανουργία και σεξουαλικότητά της για να χειραγωγήσει τον ήρωα. Η γραμμή του στόρι συνήθως ελλειπτική, μη γραμμική και περιστροφική. Οι αφηγηματικές στρατηγικές συχνά περίπλοκες, δαιδαλώδεις, με χρήση μουσικής, δομημένες σε πλήθος φλας μπακ. Οι διάλογοι οξείς και πνευματώδεις, με ανακλαστική ή εξομολογητική αφήγηση «voice over» σε πρώτο πρόσωπο... Το φιλμ νουάρ πρωτοεμφανίζεται τη δεκαετία του '40 ως μεταφορικό σύμπτωμα των δεινών της κοινωνίας, με ισχυρό, υπόγειο ρεύμα ηθικής σύγκρουσης και σπάνια ευτυχή ή αισιόδοξη κατάληξη, κορυφώνεται τη δεκαετία του '50 και, αγγίζοντας τη Χρυσή Εποχή, ολοκληρώνεται κοντά στο '60 με το «Ο Αρχων του τρόμου» («Touch of Evil») (1958) του Ορσον Γουέλς.
Από τις σημερινές πρεμιέρες: Κάκιστο το αμερικάνικο «Entourage» («Κουστωδία») (2015) του Νταγκ Ελιν. Κακό το επίσης αμερικάνικο «Καθηγητής με το ζόρι» («The Rewrite») (2014) του Μαρκ Λόρενς και αριστούργημα του Σοβιετικού βωβού κινηματογράφου το «Σβενιγκόρα» (1928) του Ντοβζένκο που συνεχίζεται στο «Στούντιο»...
Με τους: Χαβιέ Γκουτιέρεζ, Ραούλ Αρέβαλο, Μαρία Βαρόντ, κ.ά.
Παραγωγή: «La isla minima», Ισπανία (2014)
Η τεχνική της κάμερας και ο φωτισμός κύρια αποτυπώνουν την ψυχική και διανοητική κατάσταση του ήρωα, ενός ανθρώπου χωρίς στόχους και νόημα στη ζωή του, με συνέπεια να αποποιείται την ευθύνη των πράξεών του και να μην ψάχνει για τα κίνητρα που τον ωθούν. Ο ήρωας θεωρεί φαταλιστική τη σειρά των ατυχών γεγονότων. Δε δρα, ούτε και αντιδρά, ώστε να βγει από τη «μοιραία» πορεία. Οι σκηνικές λύσεις, τόσο στα εσωτερικά όσο και στα εξωτερικά, διέπονται από πνεύμα μινιμαλισμού. Οι αφηγηματικές τεχνικές ακολουθούν τους κώδικες του νουάρ, φλασμπάκ και voice over διήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που σχολιάζει αυτά που συμβαίνουν. Κύριο θέμα τα λεφτά, μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις του ήρωα, γιατί με «το σταυρό στο χέρι» είναι αδύνατο να βρει ικανή ποσότητα απ' αυτό το εμπόρευμα...
Με τους: Τομ Νιλ, Αν Σάβατζ κ.ά.
Παραγωγή: «Detour», ΗΠΑ (1945)
Εκπαιδευμένη μυστική πράκτορας της CIA η Σούζαν, εκτελεί για χρόνια δουλειά γραφείου στα υπόγεια της οργάνωσης, είναι το «περισκόπιο» του γοητευτικού σούπερ πράκτορα Μπράντλεϊ Φάιν που δολοφονείται πάνω στο καθήκον. Μετά το θάνατό του, η Σούζαν αναλαμβάνει να κατασκοπεύει τους κακούς, που διαθέτουν μια φορητή πυρηνική βόμβα που σκοπεύουν να πουλήσουν σε τρομοκράτες και να ενημερώνει την CIA. Από υπερβάλλοντα ζήλο όμως ρίχνεται στη δίνη των γεγονότων και τελικά θα καταφέρει να σώσει την ανθρωπότητα από τον όλεθρο!
Σε περιβάλλον Τζέιμς Μποντ εκτυλίσσεται η, διασκεδαστική στο σύνολό της, παρωδία ταινίας κατασκοπείας που σφύζει από δράση τύπου Χονγκ Κονγκ ή Λικ Μπεσόν. Η Μελίσα Μακ Κάρθι είναι καλή κωμικός και μεταμορφώνει σε - σχεδόν - ολοκληρωμένο χαρακτήρα την καρικατούρα της Σούζαν που υποδύεται. Η ιδέα να ρίξουν την κοντόχοντρη και αδέξια Μακ Κάρθι στον κόσμο της δράσης, με αυτοκινητοκυνηγητά, πυροβολισμούς και βίαια χτυπήματα μέσα σε διεθνή καζίνο, είναι κατά βάση αστεία. Τον πραγματικά ακρογωνιαίο λίθο του χιούμορ στην ταινία όμως συνιστά η παχυσαρκία και κάποιες προβοκατόρικες περούκες... σε αυτά η ταινία ξοδεύει υπερβολική ενέργεια, στο σχολιασμό της εμφάνισης της πρωταγωνίστριας που βέβαια έχει τόσο ουσιαστικό εκτόπισμα που δύσκολα εκλαμβάνεται ως θύμα λεκτικής βίας ...
Οπως ακριβώς όλες οι «μωρές» κωμωδίες έτσι και αυτή, κλωθογυρίζει τα ίδια αστεία - ίσως να είναι λίγο πιο έξυπνα από τα συνήθη των αμερικάνικων κωμωδιών για το πλατύ κοινό - κατά τι παραπάνω... Ετσι ο θεατής βγαίνει μπουχτισμένος από την αίθουσα. Η κωμωδία είναι στα καλύτερά της όταν δίνεται σε μικρές δόσεις, λίγες ταινίες απέδειξαν το αντίθετο...
Με τους: Τζέισον Στέιθαμ, Μελίσα Μακ Κάρθι, Τζουντ Λο, κ.ά.
Παραγωγή: «Spy» ΗΠΑ (2015)