Σάββατο 18 Μάρτη 2023 - Κυριακή 19 Μάρτη 2023
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑ
«Δεν επιτρέπεται η λήθη για τα αδικοχαμένα παιδιά»

Η Γιώτα Νέγκα μπορεί να είναι μία από τις σπουδαιότερες λαϊκές φωνές της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, όμως η συνέντευξη αυτή δεν περιστρέφεται γύρω από αυτό. Εγινε και γιατί είναι άξιες θαυμασμού τρεις ακόμη πολύτιμες αρετές της, η επιμονή, η αγωνιστικότητα και η υπομονή. Συν ένα εντυπωσιακό επίτευγμά της: Κατόρθωσε στα δύσκολα να φυτέψει μόνη της «δυο άσπρα μεγάλα φτερά, ως το φως ανοιχτά» στην πλάτη της και να πετάξει ψηλά έως τους στόχους και τα όνειρά της. Διαλέγω αυτόν τον στίχο, από το νέο τραγούδι «Οριστικά» σε στίχους Νίκου Μωραΐτη και μουσική Papercut, και γιατί το ερμηνεύει μοναδικά και γιατί τα δικά της «φτερά» μού υπενθύμισαν μια κουβέντα του Γκαίτε: «Στο βασίλειο των ιδεών, όλα εξαρτώνται από τον ενθουσιασμό. Στον πραγματικό κόσμο, όλα στηρίζονται στην επιμονή».

Η Νέγκα, όπου δεν υπήρχαν δρόμοι, τους έφτιαχνε μόνη της και προχωρούσε.

Κι αυτό είναι σημαντικό. Συναντηθήκαμε εν μέσω των προετοιμασιών της για την καλοκαιρινή της περιοδεία και η συζήτησή μας ξεκίνησε με μια απορία μου.

***

-- Πόσο χρειάστηκε να περιμένεις γι' αυτό, πόσο αγωνίστηκες, πόσα υπέμεινες και πώς το διαχειρίστηκες όταν επιτέλους συνέβη;

-- Τραγουδούσα επαγγελματικά 15 χρόνια πριν ηχογραφήσω το πρώτο μου τραγούδι. Με αυτό το δεδομένο, αρκετοί μου είπαν πως άργησα να «βγω». Μέχρι πριν λίγα χρόνια έτσι το σκεφτόμουν κι εγώ. Σήμερα νιώθω πως κάποιος λόγος υπήρχε. Ετσι έπρεπε προφανώς να γίνει. Το έχω δεχτεί και μάλιστα το χαίρομαι πια. Μετά από τόσα χρόνια χαίρομαι για την επιμονή και την υπομονή μου. Χαίρομαι που ξανασηκωνόμουν μετά από κάθε πτώση, κάθε ματαίωση. Χαμογελάω όταν με θυμάμαι να λέω «τέρμα, αυτό ήταν μέχρι εδώ. Τα παρατάω» και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο γελούσα με τον εαυτό μου, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει.


-- Γιατί;

-- Γιατί δεν τραγουδούσα για πλάκα, δεν τραγουδούσα για να με προσέξουν, δεν τραγουδούσα για να με θαυμάσουν. Ηταν και είναι ανάγκη μου να τραγουδώ.

«Αναπνέω μέσα από το τραγούδι»

-- Τι σημαίνει για σένα το ρήμα «τραγουδάω»;

-- Το να τραγουδάω είναι δομικό στοιχείο της ύπαρξής μου και ήταν εξαρχής μονόδρομος για μένα. Μέσα από αυτό ανέπνεα, υπήρχα, εκφραζόμουν. Μου δόθηκε κι αυτό όπως το χρώμα των ματιών μου, ας πούμε, ή των μαλλιών μου... Οσο για τη διαχείριση που με ρωτάς, δεν χρειάστηκε να κάνω κάποια σπουδαία διαχείριση και οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι πως τα πράγματα συνέβησαν σιγά σιγά, βήμα βήμα, χωρίς εκρήξεις, οπότε προλάβαινα να τα παρακολουθήσω. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ήμουν σε μια ώριμη ηλικία και ήταν ξεκάθαρο μέσα μου πως ό,τι και να συμβαίνει, όσο σπουδαίο και λαμπερό κι αν φαίνεται, χωρίς τάξιμο και σκληρή δουλειά πολύ εύκολα χάνεται.

-- Αν επρόκειτο - με έναν μαγικό τρόπο - να φτιάξεις μια νέα οικογένεια και να ζήσεις μια άλλη ζωή, ποιους θα επέλεγες;

-- Μπαμπάς μου θα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Μητέρα μου η Κική Δημουλά. Σύζυγός μου ο Ρίτσαρντ Γκιρ. Και παιδί μου ο Σταμάτης Κραουνάκης.

-- «Να μάθεις να πετάς. Αύριο, ίσως μας πάρουν και τους δρόμους» έλεγε ο Ναζίμ Χικμέτ. Εσύ από πότε έμαθες να πετάς μόνη σου και ποιους «δρόμους» σου πήραν;


-- Δεν είχα δρόμους ποτέ, οπότε για να βρίσκομαι ακόμα εδώ, μάλλον πετούσα πάντα αλλά δεν το ήξερα. Τώρα που το σκέφτομαι, υποπτεύθηκα το τραμπάλισμα μιας μικρής πτήσης πριν από περίπου δέκα χρόνια και από τότε όλο και μαθαίνω να ...πιλοτάρω!

-- Ερωτας για σένα το τραγούδι, αλλά και το θέατρο και ο χορός. Προστίθενται και άλλες αγάπες τα τελευταία χρόνια;

-- Εκτός από τις σταθερές αγάπες, που είναι οι άνθρωποί μου, φαγητό και κρασάκι με φίλους και ατέλειωτες συζητήσεις, διάβασμα (εμμονικό αλλά κατά περιόδους), νυχτερινές βόλτες με το αυτοκίνητο και ταξίδια, κυρίως οδικώς, προστέθηκε τον τελευταίο καιρό άλλη μια αγάπη, που είναι η διδασκαλία. Είναι μαγική η στιγμή που ο μαθητής καταφέρνει να ακούσει τον εαυτό του να τραγουδά, έτσι όπως δεν πίστευε ότι ποτέ θα καταφέρει.

-- Μεγάλωσες σε γειτονιές της Δυτικής Αθήνας, από το Αιγάλεω, την Αγία Βαρβάρα, τον Κορυδαλλό, μέχρι τον Κολωνό. Τι υπήρχε τότε εκεί που σε έχει συγκινήσει και δεν υπάρχει σήμερα;

-- Χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης του παρελθόντος, πιστεύω πως τότε ήταν πιο ισχυρός ο κοινωνικός ιστός. Η γειτονιά, οι σχέσεις των ανθρώπων. Θυμάμαι πως τα βράδια του καλοκαιριού μαζευόταν έξω όλη η γειτονιά και μιλούσαν οι μεγάλοι, εμείς τα παιδιά παίζαμε. Καμιά φορά παίζαμε και παιχνίδια λόγου, όλοι μαζί. Χαμογελάω κάθε φορά που το θυμάμαι...

«Ζούμε τη φτωχοποίηση των πολλών»

-- Οι γονείς σου δεν ήταν πλούσιοι, αλλά με πολλή δουλειά κατάφεραν να αποκτήσουν ένα εξοχικό. Στη σημερινή εποχή θα μπορούσαν λες να τα καταφέρουν; Θα μπορούσατε, έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας;

-- Η μητέρα μου ήταν εργάτρια και ο πατέρας μου τεχνίτης. Δεν νομίζω πως σήμερα είναι εφικτό ένα ζευγάρι εργατών με παιδί να αντεπεξέλθει καν στην καθημερινότητα, πόσο μάλλον να καταφέρει να κάνει και ένα μικρό εξοχικό... Δυστυχώς η φτωχοποίηση των πολλών κινείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Συμβάλλει σε αυτό και ο σύγχρονος τρόπος ζωής που έχει επιβληθεί, και μας έχει πείσει ότι χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα από αυτά που όντως μας είναι απαραίτητα.

-- Κάποτε έστησες κι ένα δικό σου μαγαζί στο Μοσχάτο, το «Εμμετρο», ύστερα τραγούδησες σε ρεμπετάδικα, ώσπου συναντήθηκες με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και το πρώτο σου τραγούδι. Ποια ήταν η Γιώτα εκείνης της περιόδου και τι ονειρευόταν;

-- Ακριβώς η ίδια Γιώτα ήταν και τότε και τώρα. Τα ίδια ονειρευόταν, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια αθωότητα, με το ίδιο τάξιμο, την ίδια αγάπη, την ίδια σκληρή δουλειά. Η μόνη διαφορά είναι - μετά από αρκετή ψυχοθεραπεία - πως σήμερα, μέσα σ' όλα αυτά, διαχειρίζομαι καλύτερα τον φόβο και μπορώ να παίρνω και τη χαρά, που δεν ήξερα τον τρόπο να την πάρω τότε.

-- Μέχρι να βρεις τη δική σου θέση στο τραγούδι, ποιες μεγάλες ερμηνεύτριες μελετούσες και καθοδηγούσαν - με κάποιο τρόπο - τα βήματά σου; Ποιοι τραγουδιστές σε ενέπνεαν;

-- Αρχικά μελετούσα και με ενέπνεαν οι τραγουδιστές που ακούγονταν στο σπίτι. Μοσχολιού, Αλεξίου, Νίνου, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Νταλάρας, Διονυσίου, Μαρινέλλα, Βάνου... Αργότερα, μεγαλώνοντας, η Γαλάνη, η Τσανακλίδου, η Νταντωνάκη. Ολοι και όλες τους έχουν μια ζεστή γωνιά μέσα μου, και πού και πού τους ακούω να ξεπετάγονται και να μου κλείνουν τα μάτι την ώρα που τραγουδάω...

-- Αληθεύει πως κάποτε πολύ γνωστός συνθέτης σού είπε «Δεν έχεις άστρο, πάρτο απόφαση»; Αν ναι, πώς αντέδρασες;

-- Ναι, αληθεύει. Μα σκέψου, δεν είχε και άδικο ο άνθρωπος. Οταν με άκουσε του άρεσε πολύ ο τρόπος που τραγούδησα και όταν του είπα πως είμαι ήδη 18 χρόνια επαγγελματίας τραγουδίστρια, εξεπλάγη που δεν με γνώριζε ήδη και είπε «ε τότε δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Δεν έχεις άστρο». Του χαμογέλασα και του είπα «Ισως. Ομως εγώ να τραγουδώ θέλω και αυτό θα κάνω, με ή χωρίς άστρο».

«Δεν είμαστε οι γελωτοποιοί του βασιλιά»

-- Το κακό με τη γενιά σου είναι πως δεν έζησε τις χρυσές εποχές της δισκογραφίας, όλα ήταν πολύ δύσκολα για σας. Τελικά οι απανωτές οικονομικές κρίσεις που βιώνουμε πάγωσαν την παραγωγή στο τραγούδι και θεωρήθηκε είδος πολυτελείας, ενώ οι άνθρωποι της Τέχνης απαξιωθήκατε, υποβιβαστήκατε, σχεδόν εξευτελιστήκατε. Ποια θεωρείς πως πρέπει να είναι η στάση σας στην επίθεση που σας γίνεται;

-- Νομίζω πως με τη στάση μας πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο πως οι καλλιτέχνες δεν είμαστε οι γελωτοποιοί του βασιλιά, ούτε είδος πολυτελείας. Είμαστε αναγκαίοι, όπως κάθε παράγοντας εξέλιξης που κάνει το καράβι να πηγαίνει μπροστά. Ισάξια μέρη μιας αλυσίδας που κρατάει ακέραιη τη σύνδεση. Μπορεί να βολεύει ίσως κάποιους να μας παρουσιάζουν σαν μια αλλόκοτη «φυλή» που απλά διασκεδάζει και περνάει ωραία τον καιρό της, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Είμαστε σκληρά εργαζόμενοι σε ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο αστάθμητους παράγοντες, χωρίς καμία σταθερότητα. Αυτό είναι δική μας ευθύνη να το κάνουμε κατανοητό σε όλους. Πρόσφατα φάγαμε ένα μεγάλο χαστούκι υποβάθμισης των πτυχίων μας. Ενα πρωί μάθαμε ότι μπορεί να σπουδάσαμε, αλλά τελικά δεν σπουδάσαμε. Σκεφτείτε ένα οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα με σπουδές, τους αρχιτέκτονες, τους δικηγόρους, τους δασκάλους κ.λπ., σε μια νύχτα να μάθουν πως είναι απλοί απόφοιτοι Λυκείου! Αδιανόητο; Πιστεύω, λοιπόν, πως πρέπει να υποστηρίξουμε την Τέχνη μας, τις σπουδές μας, τις ζωές μας. Να μη σταματήσουμε, να μη σιωπήσουμε, να μην πάψουμε να υπενθυμίζουμε σε όλους πως όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, πρέπει να τρέξεις να βοηθήσεις να το σβήσεις, γιατί η φωτιά θα πάει και στο δικό σου. Αν περάσουν η υποβάθμιση και η απαξίωση των καλλιτεχνών, ίσως κάποια μέρα έρθει η υποβάθμιση και για άλλες δουλειές, και για άλλες σπουδές. Τις δουλειές και τις σπουδές των παιδιών μας.

-- Υπάρχει άραγε ισοτιμία για τη γυναίκα στον χώρο σου;

-- Ισοτιμία δεν υπάρχει γενικώς. Βέβαια στον χώρο μου υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Είναι μοναχικό επάγγελμα. Η αναγνωρισιμότητα και η επιτυχία ορίζουν τα πράγματα περισσότερο από το φύλο.

-- Πάντα αναρωτιόμουν, τι μπορεί να είναι αυτό που σε εσάς τους τραγουδιστές λέει πότε πρέπει να σταματήσετε να τραγουδάτε;

-- Εμάς τους τραγουδιστές μάς «συνταξιοδοτεί» η σκηνή. Οταν η βιολογία μας δεν μας επιτρέπει πια να την πατάμε με σταθερό βήμα, παίρνουμε το πρώτο σήμα. Το πώς θα το διαχειριστεί ο καθένας είναι θέμα προσωπικό. Θέμα χαρακτήρα. Εξάλλου, πάντα η οντότητα χρωματίζει την ιδιότητα.

-- Πες μου την άποψή σου για τις πρόσφατες μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις, με αφορμή το πρωτοφανές έγκλημα στα Τέμπη.

-- Δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος σ' αυτήν τη χώρα που δεν ράγισε, δεν θύμωσε, δεν ένιωσε ενοχές όταν σκέφτηκε «ευτυχώς που δεν ήμουν εγώ μέσα ή το παιδί μου σ' αυτό το τρένο». Που δεν ένιωσε ότι από τύχη ζει. Ας μη σταματήσουμε εκεί.

Ας κοιταχτούμε κατάματα και ας αναρωτηθούμε: Εχουμε ευθύνη για τις ζωές μας και τις ζωές των παιδιών μας;

Ας την πάρουμε επιτέλους.

Ας μη σταματήσουμε να το δηλώνουμε.

Ας μη σιωπήσουμε.

Ας μην επιτρέψουμε η λήθη να σκεπάσει αυτά τα αδικοχαμένα παιδιά. Τα παιδιά μας.


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ

«Αυτός είναι ο μόνος δρόμος... »

Η Δανάη Κατσαμένη μιλάει στον «Ριζοσπάστη» για την παράσταση «Η νύχτα των δολοφόνων»

Κούβα. Δεκαετία του '50. Λίγο προτού ξεσπάσει η Κουβανική Επανάσταση. Μια οικογένεια, μικρογραφία της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται σε σήψη. Οι τρεις ήρωες του Χοσέ Τριάνα μέσα από ένα άγριο παιχνίδι εναλλαγής ρόλων, ρισκάρουν, οργανώνουν, δοκιμάζουν τις αντοχές και τα όριά τους με σκοπό τη σύγκρουση και το γκρέμισμα του αναχρονιστικού κατεστημένου. Είναι σωστή η επιλογή τους; Εχουν το δικαίωμα να προβούν σε μια τέτοια πράξη; Τη στιγμή που το «παλιό» - μάταια - προσπαθεί να επιβάλει με κάθε τρόπο «όλα να παραμείνουν ακίνητα» έχουν ήδη αρχίσει να κυοφορούνται οι νέες ιδέες. Οι ιδέες της ανατροπής.

Το έργο που χάρισε διεθνή αναγνώριση στον Κουβανό συγγραφέα Χοσέ Τριάνα ανεβαίνει στο θέατρο 104 από την ομάδα α-silen(θ)io σε σκηνοθεσία Δανάης Κατσαμένη. Παίζουν οι Γιώργος Δρίβας, Βίκυ Λέκκα και Αριάδνη Μιχαηλάρη.

Λίγο μετά την επίσημη πρεμιέρα και αφού το άγχος και η γλυκιά προσμονή έδωσαν τη θέση τους στη χαρά με το έργο να βρίσκει, ήδη, τη θέση του στην καρδιά και το μυαλό των θεατών, είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε με την Δανάη Κατσαμένη που υπογράφει τη σκηνοθεσία. Μας μίλησε για το έργο και την αλληγορία του, για το πώς δούλεψε το έργο συλλογικά με την ομάδα, για τον «μόνο δρόμο» που ανοίγεται μπροστά μας, αλλά και για τον ρόλο του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης στις σημερινές συνθήκες.

***


-- Λίγο μετά την επίσημη πρεμιέρα του νέου σου σκηνοθετικού εγχειρήματος «Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα. Τι συναισθήματα σου έχει αφήσει αυτή η προσπάθεια και η ανταπόκριση, μέχρι στιγμής, του κόσμου;

-- Το συγκεκριμένο έργο, από γραφής, είναι ένα κείμενο ιδιαίτερα σύνθετο και απαιτητικό, με πολλούς συμβολισμούς, πολλά επίπεδα και πολυδιάστατες σημειολογικές αναφορές. Στη ροή του, υπάρχουν διαρκείς και πολύ γρήγορες εναλλαγές ρόλων. Ενας ηθοποιός, για παράδειγμα, καλείται μέσα σε μία σκηνή να διανύσει την απόσταση από την ερμηνεία του βασικού του χαρακτήρα στον ρόλο του αυταρχικού πατέρα, στη συνέχεια της χειριστικής μάνας, ενός δικηγόρου, των ενοχλητικών γειτόνων κ.τ.λ. Αυτό όμως, για να μπορέσει να συμβεί με επιτυχία, χρειάζεται τον κατάλληλο συντονισμό των ηθοποιών, γιατί τα πάντα είναι μετρημένα.

Νομίζω πως η επιτυχία μας είναι ότι καταφέραμε να σπάσουμε το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του έργου και να δώσουμε προτεραιότητα και έμφαση στην αλληγορία για την κοινωνία. Δηλαδή την πραγματική διάσταση του ίδιου του κειμένου και μάλιστα στο συγκεκριμένο ιστορικό της πλαίσιο. Πως το παλιό - δηλαδή η καπιταλιστική κοινωνία της Κούβας την εποχή του Μπατίστα και της αμερικάνικης παρέμβασης - πρέπει να πεθάνει από το καινούργιο, δηλαδή την Κουβανική Επανάσταση με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο. Παράλληλα, αναδεικνύουμε στην παράσταση στοιχεία αυτής της σήψης στην προεπαναστατική Κούβα και το πώς αντανακλώνται και στην οικογένεια.


Αυτή η προσπάθεια έχει αγκαλιαστεί από τον κόσμο και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμάς, για τον κόπο και τις δυσκολίες που συναντήσαμε σε όλη αυτήν τη διαδρομή.

-- Το έργο φωτίζει μια κατάσταση, όπου το «παλιό» - μάταια - προσπαθεί να επιβάλει με κάθε τρόπο «όλα να παραμείνουν ακίνητα...». Τελικά, το γκρέμισμα και η ανατροπή είναι η λύση;

-- Η απάντηση δίνεται από τους ίδιους τους ήρωες, καθώς όπως λένε «αυτός είναι ο μόνος δρόμος». Το έργο όμως φωτίζει κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Οι ήρωες δεν περιμένουν απλά να γίνει η ανατροπή, να έρθει δηλαδή μια «μεγάλη μέρα». Παλεύουν για να φτάσουν αυτό το σημείο. Παλεύουν με τους εαυτούς τους για να ξεπεράσουν αναστολές, κατάλοιπα και αμφιβολίες. Παλεύουν με έναν κόσμο σάπιο και γερασμένο, με εμπόδια που συναντούν στην πορεία και αναρωτιούνται αν κάνουν το σωστό. Ο θεατής παρακολουθεί αυτήν τη διαρκή τους προσπάθεια με πολλά πισωγυρίσματα και αμφιταλαντεύσεις για να φτάσουμε, όπως λένε οι ίδιοι οι ήρωες, «μέχρι το τέλος».

-- Πρόκειται για μια απαιτητική παράσταση. Ουσιαστικά, ο θεατής παρακολουθεί θέατρο μέσα στο θέατρο. Πώς το δουλέψατε με την ομάδα;

-- Μεγάλο κομμάτι της προετοιμασίας του έργου, εκτός φυσικά από τη σκληρή προσωπική δουλειά κάθε ηθοποιού ξεχωριστά, ήταν να πετύχουμε τις μεταβάσεις από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο με μια μεγάλη πλαστικότητα στις μεταμορφώσεις. Αυτό απαιτούσε τη «μουσική» αντιμετώπιση του κειμένου, κατά την οποία το έργο ρέει και μεταπλάθεται ανάμεσα στις διαφορετικές καταστάσεις και σκηνές, δίνοντας ταυτόχρονα και τον χρόνο στον θεατή να μπορέσει να επεξεργαστεί τις πολλαπλές αυτές εναλλαγές. Και όλα αυτά, χωρίς να μετατραπεί σε ένα αδιέξοδο έργο μιας εσωτερικής αναζήτησης αλλά να αναδειχθούν τα κωμικά και πολύ σουρεαλιστικά του στοιχεία.


Για τους ηθοποιούς, την Βίκυ Λέκκα, την Αριάδνη Μιχαηλάρη και τον Γιώργο Δρίβα, όλο αυτό αποτέλεσε μια πρόκληση, ένα μεγάλο στοίχημα, γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσουν το κείμενο σαν μια «παρτιτούρα» κινησιολογική, ρυθμική, μια «παρτιτούρα» χαρακτήρων και ρόλων. Και για να γίνει αυτό έπρεπε να συνδυάσουν πολλά εργαλεία ταυτόχρονα, απαιτήθηκε σκληρή δουλειά μηνών, στην οποία όχι απλώς ανταποκρίθηκαν με το παραπάνω όπως θα δει ο θεατής και από το αποτέλεσμα, αλλά κατάφεραν να κατακτήσουν το έργο και να του δώσουν αυτήν την πιο μεγάλη διάσταση.

-- Είναι η επόμενη σκηνοθεσία σου μετά το «Χορεύετε». Και τα δύο έργα πιάνουν το νήμα ιστορικών και ταραγμένων εποχών, στηλιτεύουν την καταπίεση... Δεν καταπιάνεσαι με θέματα ανώδυνα. Αυτό είναι το θέατρο που θέλεις να υπηρετείς;

-- «Το σαλόνι δεν είναι σαλόνι. Το σαλόνι είναι κουζίνα». Είναι μια φράση που ακούγεται σε όλη τη διάρκεια του έργου και θεωρώ ότι είναι το βαθύτερο ζήτημα που πρέπει να μας προβληματίσει. Οτι ο κόσμος γύρω μας δεν είναι αυτός που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι κι ότι φυσικά ο κόσμος που έχουμε πραγματικά ανάγκη, δεν είναι ο σημερινός κόσμος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, του αδιεξόδου κ.τ.λ. Το θέατρο κατά τη γνώμη μου και η τέχνη συνολικά χρειάζεται να προβληματίζει τον θεατή πάνω σ' αυτά τα ζητήματα. Να συμβάλει στην καλλιέργεια αμφισβήτησης, για να μη θεωρείται ο σημερινός κόσμος του καπιταλισμού ως μονόδρομος, να βοηθά στην κατανόηση της βαθύτερης ουσίας σημαντικών ιστορικών στιγμών και έτσι να αναδεικνύει το πώς είναι ο κόσμος σήμερα, γιατί υπάρχει εκμετάλλευση, τι πρέπει να αλλάξει. Και στο τι πρέπει να αλλάξει, ο συγγραφέας δίνει σαφή κατεύθυνση στον θεατή, γιατί όπως λέει και μία από τις ηρωίδες του έργου η Μπέμπα, «θα το γκρεμίσουμε αυτό το σπίτι».

-- Ο καλλιτεχνικός κόσμος βρίσκεται ξανά σε κίνηση... Ποια πιστεύεις ότι πρέπει να είναι τα κέρδη αυτού του αγώνα την επόμενη μέρα;

-- Οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες γενικότερα βρέθηκαν στον δρόμο τους προηγούμενους μήνες με αφορμή το ΠΔ υποβάθμισης των σπουδών τους και των πτυχίων τους. Ομως αυτό ήταν μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Είμαστε αναγκασμένοι να δημιουργούμε μέσα σε μια ασφυκτική κατάσταση, οικονομική, υποδομών και με επιβολή άμεσα ή έμμεσα στο περιεχόμενο του έργου μας. Αυτό είναι που δημιουργεί οργή, αγανάκτηση και διάθεση για αγώνα. Οι τελευταίες μέρες μετά το προμελετημένο έγκλημα στα Τέμπη και η μεγάλη αντίδραση του κόσμου, έδειξαν πιο ξεκάθαρα ότι το σημερινό αδιέξοδο - που τα κέρδη ως κριτήριο της ανάπτυξης βάζουν μια μεγάλη θηλιά στην τέχνη μας, στην καθημερινότητά μας - θέτουν σε κίνδυνο τις ίδιες μας τις ζωές. Το μεγάλο κέρδος αυτού του αγώνα θα είναι ακόμα περισσότεροι συνάδελφοι να βγάλουν συμπεράσματα για τον πραγματικό ένοχο αυτής της κατάστασης και να μην οδηγηθούν στην απογοήτευση αλλά να βρουν την ελπίδα τους, στην κοινή πάλη με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, για τη ζωή που πραγματικά έχουμε ανάγκη σήμερα.


Α. Π.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ
Ο Καραγκιόζης είναι ένας ιδιότυπος επαναστάτης, η σκιά των καταπιεσμένων

Ο Μιχάλης Χατζάκης υπηρέτησε ως καθηγητής στη δημόσια Εκπαίδευση και συγχρόνως διετέλεσε καραγκιοζοπαίχτης. Δίδαξε επί σειρά ετών στο ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κ.α.

Σήμερα ζει στη Λαμία μαζί με την σύζυγό του, Χριστίνα, συνεργάτιδά του πίσω από τον φωτισμένο μπερντέ. Εκεί ίδρυσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το πρώτο χειμερινό Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα και συνεχίζει να μελετά, να γράφει και να δημιουργεί.

Διαθέτει ένα τεράστιο και πολύτιμο αρχειακό υλικό από φιγούρες, αφίσες, προγράμματα κ.ο.κ. από την Ιστορία του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, ένα υλικό από παραστάσεις των μεγάλων καραγκιοζοπαιχτών, Δημήτρη Μόλλα και Γιώργου Χαρίδημου, και του δικού του, Θεάτρου Σκιών Λαμίας. Ενα υλικό ικανό να εμπλουτίσει ένα σύγχρονο Μουσείο Θεάτρου Σκιών στη Λαμία, μοναδικό στην Ελλάδα, που πρέπει κατεπειγόντως να ιδρυθεί και να λειτουργήσει, για ιστορικούς, πολιτισμικούς και παιδαγωγικούς λόγους.

Το τελευταίο, ενδιαφέρον αλλά και αξιόλογο πόνημά του κυκλοφόρησε πρόσφατα και είναι το βιβλίο «Πορεία και σταθμοί του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών», από τις εκδόσεις «Κ&Μ Σταμούλη». Ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στον Θανάση Ν. Καραγιάννη ο θαυμάσιος καραγκιοζοπαίχτης και σημαντικός ερευνητής, μελετητής και ιστορικός του ελληνικού Θεάτρου Σκιών.

* * *

Μουσικοί στο Θέατρο Σκιών Λαμίας
Μουσικοί στο Θέατρο Σκιών Λαμίας
-- Ποιες είναι οι καταβολές σας στο Θέατρο Σκιών;

-- Γεννήθηκα στο Δουργούτι, έναν από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς μαχαλάδες, που περισσότερο έθαψαν παρά στέγασαν τα κομμάτια και θρύψαλα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Λίγα στενά παραπάνω, στην οδό Ιππώνακτος της συνοικίας του Νέου Κόσμου, υπήρχε η «Οαση», ένα μαντράκι πνιγμένο στις περικοκλάδες, στις μαντζουράνες και στα γιασεμιά, όπου ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης Γιώργος Κουτσούρης είχε στήσει τον καλοκαιρινό μπερντέ του.

Φτηνό το εισιτήριο και σχεδόν κάθε Κυριακή απολαμβάναμε οικογενειακά τα τερτίπια του ξυπόλυτου που περιέπαιζε πασάδες, δερβισάδες και τη λεβεντιά του Μπαρμπαγιώργου, που τιμωρούσε πάντοτε τον άτεγκτο ραβδούχο του σαραγιού, Βελή Δερβέναγα. Κάθε σφαλισμένη πόρτα, που αποφάσιζε για μας χωρίς εμάς, συνταυτιζόταν με το σαράι, και κάθε ιεροφάντης, που δήθεν κοπτόταν για τα μελλούμενα και τα συμφέροντά μας, με τον δόλιο βεζίρη.

Στο ίδιο θεατράκι παρήλαυναν και καραγκιοζοπαίχτες από άλλες πιάτσες. Ετσι, δινόταν η ευκαιρία να εμπλουτίζουμε την εμπειρία μας στο ρεπερτόριο και στην πολυποίκιλη τεχνική του Θεάτρου Σκιών. Περιττό βεβαίως να αναφερθώ στα κλεμμένα ασπροσέντονα και στο ξύλο που επακολουθούσε, για την παιδική μας εμμονή να παραστήσουμε τους καραγκιοζοπαίχτες.

Ιστορικό Αρχείο Λαμίας
Ιστορικό Αρχείο Λαμίας
Η παιδική ζωή διάβηκε και χάθηκε σαν το νερό μέσα απ' τις χούφτες, οι αναμνήσεις όμως είχαν κατακάτσει αθόρυβα σαν ίσκιοι στο βάθος του μυαλού μου...

-- Ποιοι υπήρξαν οι καθαυτό δάσκαλοί σας;

-- Δύο ογκόλιθοι της λαϊκής μας τέχνης, ο Γιώργος Χαρίδημος και ο Δημήτρης Μόλλας.

Ο Γιώργος Χαρίδημος, λαϊκός καραγκιοζοπαίχτης και γιος του επίσης καραγκιοζοπαίχτη Χρήστου Χαρίδημου, διακρίθηκε κυρίως για τον σεβασμό και την ιερή προσήλωσή του στη θεατρική οντότητα του ξυπόλυτου ήρωά του. Δεν έκανε ποτέ άλλη δουλειά, δεν επιθύμησε ποτέ μια άλλη πλεύση. Σκοπός και μέλημά του ήτανε πάντοτε η βραδινή παράσταση.

Δεν υπήρξε ποτέ περιπλανώμενος. Πάντοτε έπαιζε σε μόνιμα θέατρα με μέσο όρο καθημερινής προσέλευσης τα 700 άτομα τη βραδιά. Στις μεγάλες ηρωικές παραστάσεις («Κατσαντώνης», «Διάκος», «Μπότσαρης» κ.ά.) επιστράτευε φίλους του, παλαιστές, στην είσοδο για να σταματήσουν την κοσμοσυρροή.

Διωγμένος το 1970 από τον Πειραιά, επειδή αρνήθηκε να συμμετάσχει στα «ταρατατζούμ» του τότε χουντικού δημάρχου Σκυλίτση, φώλιασε στην Αθήνα...

Ο Δημήτρης Μόλλας, γιος του Αντώνη Μόλλα, υπήρξε ανεπιφύλακτα ο πιο ολοκληρωμένος καραγκιοζοπαίχτης. Λογοτέχνης, σκηνογράφος, σεναριογράφος και παράλληλα καραγκιοζοπαίχτης, ανέπλασε και απογείωσε τον λόγο και την τεχνική του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Συγκλονιστικός στα ηρωικά του έργα και άφταστος στη σκωπτικότητα του ξυπόλυτου ήρωά του. Ηταν ένας λόγιος που κατόρθωσε να καταστήσει τα διανοήματά του κατανοητά και στους αγράμματους, αλλά όχι αμόρφωτους λαϊκούς ανθρώπους.

Εξωτερική άποψη του Θεάτρου Σκιών Λαμίας
Εξωτερική άποψη του Θεάτρου Σκιών Λαμίας
Ενταγμένος από τους πρώτους στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, τραυματίστηκε βαρύτατα στη συμπλοκή του με τους ταγματασφαλίτες του Γκύζη και στη συνέχεια ως Μακρονησιώτης συνετέλεσε στον συνασπισμό των αριστερών και προοδευτικών καλλιτεχνών και λογίων.

-- Πώς αποτυπώνεται στη δραματουργία σας και στον μπερντέ σας ο κοινωνικός χαρακτήρας της τέχνης του ελληνικού Θεάτρου Σκιών;

-- Η κοινωνική διαπάλη πλούσιων και φτωχών, και κατ' επέκταση πατρικίων και πληβείων, υποδηλώνεται ξεκάθαρα στο Θέατρο Σκιών με την έναρξη κάθε παράστασης. Η παράγκα και το σαράι αντικριστά, ή το διώροφο αρχοντικό στη θέση του σαραγιού, απεικονίζουν χωρίς λόγια την πάγια κοινωνική διαφορά. Επίσης, όμως, και χωρίς λόγια, την αναμενόμενη σύγκρουση. Και στο σημείο αυτό πλέον δοκιμάζεται η αξία του καραγκιοζοπαίχτη.

Οι αιωνίως συγκρουόμενοι γαλαζοαίματοι και κοινοί θνητοί, αφεντάδες και δούλοι, ελέω Θεού προνομιούχοι και απόκληροι, πρέπει να αποδοθούν αλληγορικά στη θεατρική ιδιότυπη κοινωνία.

Ετσι, λοιπόν, στο ελληνικό Θέατρο Σκιών η πλευρά των ευνοουμένων εκπροσωπείται από τον βεζίρη ή τον όποιο μπέη, και η πλευρά των καταδικασμένων από τον τριπλομπαλωμένο Καραγκιόζη. Οι πρώτοι εύκολα μπορούν να αποδοθούν στον μπερντέ, με τους ξυλοδαρμούς τους και την άλογη απανθρωπιά τους. Ο Καραγκιόζης όμως; Εκεί ακριβώς έγκειται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των καραγκιοζοπαιχτών.

Με την σύζυγό του Χριστίνα πίσω από τον μπερντέ
Με την σύζυγό του Χριστίνα πίσω από τον μπερντέ
Σας προτάσσω λοιπόν τη δική μου άποψη και θεατρική ερμηνεία: Ο Καραγκιόζης είναι ένας συνειδητός λάτρης της αντινομίας. Ενώ φαντάζει άσχημος, εκπέμπει ομορφιά με τη θυμοσοφία του. Δηλώνει αδύναμος και διακονιάρης, στην πορεία όμως των γεγονότων αποδεικνύεται ανυποχώρητος και δότης. Αρνείται ότι είναι τίμιος, αλλά οι κατεργαριές και οι κλοπές του αποβλέπουν στην επιστροφή των όσων βίαια του έχουν αρπάξει. Διατείνεται ότι φοβάται, όμως σε κάθε λαϊκή αντίσταση βρίσκεται πάντοτε παρών και από τους πρώτους.

Η αγραμματοσύνη και η άγνοιά του αποδεικνύονται πολύ πιο ώριμες και περιεκτικές από τις σοφίες των χρυσοκάνθαρων ταγών, που θέλουν να ποδηγετούν τα πλήθη. Με λίγα λόγια, είναι ένας ιδιότυπος επαναστάτης που δεν φοβίζει με τη δύναμή του, αλλά με την ανυπόταχτη αδυναμία του.

Ο Καραγκιόζης Καραγκιοζόπουλος δεν είναι μια απλή φιγούρα ή ένας κλόουν, που προκαλεί το γέλιο. Είναι η σκιά των καταπιεσμένων που αυξομειώνεται στο διάβα των αιώνων. Η ελπίδα και το ανυπότακτο κομμάτι του Αη Λαού.

-- Τι καινούργιο έφερε το έντεχνο Θέατρο Σκιών με το «Παραμυθόδραμα» στον παραδοσιακό Καραγκιόζη;

-- Το έντεχνο Θέατρο Σκιών, σε ό,τι αφορά την τέχνη και την τεχνική, αποτελεί συνέχεια και προέκταση του παραδοσιακού Καραγκιόζη. Διαφοροποιείται, και εμφανώς μάλιστα, στον μύθο και στον λόγο.

Οι θρύλοι, οι μύθοι και τα παραμύθια, που αποτελούν την κύρια πηγή των εμπνεύσεών του, ξεφεύγουν από τη σχεδόν εικονιστική αφήγηση των γεγονότων, στοχεύοντας σε βαθύτερα φιλοσοφικά νοήματα. Η ποιητικότητα του λόγου δεν αποσκοπεί στην απλή καλλιέπεια, αλλά στην ανάγκη να εναρμονιστεί με την ποιητική διάσταση της σκιάς. Επιδιώκεται η αρμονία των μερών και όχι απλά η εντύπωση. Ετσι, το σημείο αναφοράς για να επιτευχθεί το αριστοτελικό «αρμότο» είναι η υπέρβαση που απορρέει από τη δισδιάστατη απεικόνιση.

Μια από τις μεγαλύτερες συνιστώσες του έντεχνου Θεάτρου Σκιών είναι το παραμυθόδραμα. Αν τα επικά δράματα, οι σάτιρες, οι κωμωδίες, οι λογοτεχνικές διασκευές, υλικό επίλεκτο του έντεχνου ρεπερτορίου, απευθύνονται και στα παιδιά, το παραμυθόδραμα απευθύνεται και στους μεγάλους.

Για πρώτη φορά στην αχνόφωτη σκηνή του Καραγκιόζη στοιχειοθετήθηκαν έργα με σημείο αναφοράς το παιδί. Λαϊκά παραμύθια, μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις, μέσα από τη δυναμική της σκιάς αλαργεύουν την αχαλίνωτη φαντασία έξω και πέρα από κάθε μίζερη πραγματικότητα. Στο δημιουργικό ψέμα, όπως υπογραμμίζει ο Πλάτωνας, στη «Χώρα του Ποτέ», όπως μας καθοδηγεί ο δημιουργός του Πίτερ Παν, Τζέιμς Μπάρι, στη Γειτονιά του Ονείρου, όπως αυτή αναπλάθεται μέσα από τις γλυκόπικρες αναμνήσεις του Καραγκιόζη.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ