Τετάρτη 18 Μάρτη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Εχει ο θεός» για τους ανέργους...

Σε ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε τη Δευτέρα, η αναπλ. υπουργός Εργασίας Ράνια Αντωνοπούλου, είπε για τους ανέργους: «1.250.000 περίπου είναι οι καταγεγραμμένοι, αλλά στην πραγματικότητα είναι και κάποιοι άλλοι τους οποίους δεν υπολογίζουμε και αν συνυπολογίσουμε και αυτούς που υποαπασχολούνται, τα μεγέθη εκτοξεύονται. Σε ό,τι αφορά το θέμα της ανεργίας, για να μπορέσει πραγματικά να δει ο κόσμος κάποια βελτίωση θα εξαρτηθεί από το προς τα πού θα πάει η οικονομία μας. Αν, δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας δεν ανακάμψει, αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν τη ρευστότητα που χρειάζονται θα είναι δύσκολο να πει κανείς ή να υποσχεθεί λόγια, τα οποία δεν μπορούν να υλοποιηθούν, δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Δηλαδή, για να φύγουμε από το 1,5 εκατομμύριο και να πέσουμε στις 300 - 400 χιλιάδες, θα χρειαζόταν ένας ρυθμός ανάπτυξης για 10 χρόνια κάθε χρόνο σταθερά γύρω στα 4%. Αν δεν μπούμε σε αυτήν την τροχιά της ανάπτυξης δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τον κυκεώνα μέσα στον οποίο βρίσκονται χιλιάδες νοικοκυριά».

Ας δούμε τι πραγματικά λέει η αναπληρώτρια υπουργός: Πρώτον, ότι εκτός από την καταγεγραμμένη ανεργία, υπάρχει και εκείνη που δεν δηλώνεται πουθενά και η οποία δεν αφορά μόνο όσους δεν έχουν δουλειά, αλλά και εκείνους που υποαπασχολούνται, ή δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται. Μ' αυτά τα δεδομένα, η πραγματική ανεργία εκτοξεύεται. Αν τώρα αυτά τα νούμερα συγκριθούν με τον έναν στους δέκα καταγεγραμμένους ανέργους που δικαιούνται το επίδομα του ΟΑΕΔ, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αρα, το αίτημα των ταξικών δυνάμεων να καταβάλλεται επίδομα ανεργίας 600 ευρώ σε όλους, για όσο διάστημα δεν έχουν δουλειά και επιπλέον να τους δοθεί έκτακτη ενίσχυση 1.000 ευρώ ενόψει του Πάσχα, είναι πέρα για πέρα δίκαιο και αναγκαίο. Δεύτερο, η αναπλ. υπουργός και η κυβέρνηση συνδέουν άμεσα την απορρόφηση όλων αυτών των ανέργων με την επάνοδο της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, συμπεραίνει κανείς ότι η εργασία στον καπιταλισμό είναι επισφαλής κάθε ώρα και στιγμή, αφού η απασχόληση εξαρτάται από τις επιδόσεις της οικονομίας γενικά και της καθεμιάς επιχείρησης συγκεκριμένα, δηλαδή από το αν είναι κερδοφόρα και ανταγωνιστική.

Συνεπώς, η ανεργία είναι παράγωγο του καπιταλισμού και καμιά κυβέρνηση στο έδαφός του δεν μπορεί να την εξαλείψει. Το μόνο που μπορεί να κάνει, σύμφωνα με την αρμόδια υπουργό, είναι να πάρει μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας, δηλαδή μέτρα για να γίνουν επενδύσεις και έτσι να αυξηθεί κάπως η απασχόληση. Αυτό σημαίνει όμως ότι χρειάζονται μέτρα που στο σύνολό τους θα αυξάνουν το ποσοστό κέρδους για τους επιχειρηματίες, με βασικό την παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, μέσα από διάφορα «κανάλια» (μείωση μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους»). Αρα, αυτό που λέει η κυβέρνηση στους ανέργους είναι να διαλέξουν ανάμεσα στο να δουλεύουν με ακόμα χειρότερους όρους απ' αυτούς που δούλευαν οι γονείς τους, ή οι ίδιοι πριν από την κρίση, και στο να μη δουλεύουν καθόλου. Αλλά και σ' αυτήν την περίπτωση, πάλι δεν μπορεί να εγγυηθεί το δικαίωμα στη δουλειά για όλους, μιας και η θεαματική μείωση της ανεργίας προϋποθέτει ρυθμούς ανάπτυξης που δύσκολα μπορεί να πιάσει το καπιταλιστικό σύστημα στη φάση που βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα, στην ΕΕ και παγκόσμια. Αρα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, όσοι σήμερα ζουν στην ανεργία δεν πρέπει να τρέφουν προσδοκίες μεγαλύτερες από τα όρια που βάζει η καπιταλιστική ανάπτυξη και τα διάφορα προγράμματα διαχείρισης της ανεργίας, που παραδίνουν τους ανέργους βορά στους επιχειρηματικούς ομίλους.

Αυτό ακριβώς είναι ο συμβιβασμός με τη μισοζωή, τον οποίο καλλιεργεί και επιδιώκει το κεφάλαιο, μέσα και από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Μπορεί να ανεχτεί ο άνεργος να τον κοροϊδεύουν έτσι; Μπορεί να δεχτεί το δίλημμα «ανεργία ή τζάμπα εργασία»; Μπορεί να ταυτίζει το μέλλον του με τους ρυθμούς ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, που έχουν για «καύσιμη ύλη» την ένταση της δικής του εκμετάλλευσης; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, το ταξικό κίνημα απαντάει «όχι». Ο άνεργος δεν βρίσκεται με δική του ευθύνη εκτός παραγωγής. Γι' αυτό, μαζί με το σωματείο του έχει δικαίωμα και υποχρέωση να διεκδικεί μέτρα ουσιαστικής προστασίας γι' αυτόν και την οικογένειά του, από αυτούς που τον αφήνουν χωρίς δουλειά: Τους καπιταλιστές και το κράτος τους, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση. Αυτός ο αγώνας θα δυναμώνει όσο συνδέεται με την ανασύνταξη του κινήματος, σε κατεύθυνση ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία του. Οσο ωριμάζει στις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις η ανάγκη της σύγκρουσης για τις σύγχρονες ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων δε χωρά στα όρια του σημερινού συστήματος.


Π.

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ...
Με αφορμή τη νέα αύξηση στα τιμολόγια της ΔΕΗ

Στις 4/3/2015 δημοσιοποιήθηκε η απόφαση (30/12/2014) της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) να αυξήσει το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα του λογαριασμού από τον οποίο ο Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενεργείας (ΛΑΓΗΕ) πληρώνει τους παραγωγούς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Ειδικά για τα οικιακά τιμολόγια, η αύξηση φτάνει στο 4,4%, ενώ στα αγροτικά τιμολόγια χαμηλής τάσης η αύξηση ξεπερνά το 13%. Οι αυξήσεις έχουν αναδρομική ισχύ από 1η Γενάρη 2015. Στο άκουσμά τους, ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Π. Λαφαζάνης, προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Με «συστάσεις» και «προειδοποιήσεις» προς τη ΡΑΕ, ζήτησε να πάρει πίσω τις αυξήσεις, διαφορετικά «η κυβέρνηση θα πάρει πρωτοβουλίες με όλους τους δυνατούς τρόπους, για να ακυρωθούν». Ο ίδιος, μιλώντας στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, παραδέχτηκε ότι η μείωση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος «δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη», εξαιτίας κυρίως των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη ΔΕΗ, που έχουν «εκτιναχθεί στα ύψη». Κατέληξε λέγοντας ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να εξετάσει την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τη ΡΑΕ, με στόχο η τιμολογιακή πολιτική να καθορίζεται από το υπουργείο.

***

Μέχρι εδώ, όλα καλά. Τι δεν είπε, όμως, ο Π. Λαφαζάνης; Οπως αποκαλύφθηκε χτες στον Τύπο, η απόφαση της ΡΑΕ να αυξήσει το συγκεκριμένο τέλος εντάσσεται στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν φθηνότερο ρεύμα στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως τους είχε υποσχεθεί η προηγούμενη κυβέρνηση. Σύμφωνα με χτεσινά δημοσιεύματα, η προηγούμενη κυβέρνηση πήρε τα έσοδα από την πώληση των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων και τα διέθεσε για να μειωθεί το κόστος για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Το συγκεκριμένο κονδύλι προοριζόταν κανονικά για να ενισχυθεί ο Ειδικός Λογαριασμός για τις ΑΠΕ. Η «τρύπα» που προκλήθηκε καλύπτεται τώρα από τις αυξήσεις που αποφάσισε η ΡΑΕ στο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων. Με τον τρόπο αυτό, το κόστος που συνεπάγονται οι απαλλαγές προς τους βιομήχανους, φορτώνεται «αντισταθμιστικά» στα λαϊκά νοικοκυριά! Γιατί, όμως, δεν λέει τίποτα η σημερινή κυβέρνηση γι' αυτό; Επειδή ως αντιπολίτευση στήριξε και η ίδια τη μείωση του κόστους της Ενέργειας για τις βιομηχανίες, που ήταν άλλωστε και μια από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ προς το κεφάλαιο.

***

Τώρα, ο αρμόδιος υπουργός σκαρφαλώνει στα κάγκελα για να καταγγείλει τη ΡΑΕ, αλλά δε λέει κουβέντα για το ποιον πραγματικά εξυπηρετούν αυτές οι αυξήσεις, καθώς επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορεί και οι βιομήχανοι να έχουν φτηνό ρεύμα, και η ΔΕΗ να είναι ανταγωνιστική και κερδοφόρα, και ο λαός να απολαμβάνει φτηνή Ενέργεια. Δεν ξέρουμε αν τελικά η κυβέρνηση θα βρει τρόπο να ακυρώσει ή να αναστείλει προσωρινά αυτές τις αυξήσεις. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι με διάφορες αφορμές, η τιμή του ρεύματος τραβάει την ανηφόρα για τα λαϊκά νοικοκυριά και αυτή η τάση δεν πρόκειται να αντιστραφεί, όσα ...ευχέλαια κι αν κάνει η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο. Σημειώνουμε ότι μόνο το χαράτσι του ΕΤΜΕΑΡ αυξάνεται διαρκώς την τελευταία πενταετία για τους οικιακούς καταναλωτές: Από 0,3 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έχει εκτοξευθεί στα 27,46 ευρώ μετά την τελευταία αύξηση. Μια ακόμα πλευρά προσθέτει ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στον ηλεκτρονικό Τύπο και φιλοξενεί δηλώσεις του εκπροσώπου του επιτρόπου Ενέργειας της Κομισιόν για τις προγραμματικές εξαγγελίες της κυβέρνησης αναφορικά με την ενεργειακή πολιτική.

***

Τι λέει ο τεχνοκράτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής;«Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, πρέπει να σεβαστεί πλήρως και στο σύνολό της την ευρωπαϊκή νομοθεσία (που) προβλέπει ρητά πως όλα τα κράτη - μέλη πρέπει να έχουν μια ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή με εξουσίες και καθήκοντα τα οποία καθορίζονται με σαφήνεια από τις σχετικές οδηγίες (...) Οι αποτελεσματικές και ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία του τομέα της Ενέργειας και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και ως εκ τούτου αποτελούν προτεραιότητα στο πλαίσιο των δράσεων της Επιτροπής (...) Οι ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, αποτελούν μέρος μιας αναγκαίας διαδικασίας, για την ευρύτερη μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών (...) Για τον τομέα της Ενέργειας, αυτό συνεπάγεται τόσο τη δημιουργία και ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ, που θα βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες ανταγωνισμού, αλλά και την πώληση του ΑΔΜΗΕ (...) Πρέπει να διασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση με τη νομοθεσία της ΕΕ: Η ύπαρξη της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ στην ελληνική αγορά προμήθειας έχει επανειλημμένα υπάρξει αντικείμενο ελέγχου της Επιτροπής, η οποία υποστηρίχθηκε στην προσέγγισή της και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

***

Να, λοιπόν, πώς η Κομισιόν ανοίγει όλη τη «βεντάλια»! Η κυβέρνηση κατηγορεί τη ΡΑΕ για τις αυξήσεις, αλλά κρύβει ότι οι λεγόμενες «ανεξάρτητες αρχές» είναι «σάρκα από τη σάρκα» της ΕΕ με στόχο τη διευθέτηση πλευρών που σχετίζονται με τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η κυβέρνηση λέει ότι θα βάλει χέρι στη ΡΑΕ, αλλά η Κομισιόν της θυμίζει ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Της θυμίζει, επίσης, ότι ανεξάρτητα από προθέσεις και τυχόν «εναλλακτικές» λύσεις, θα πρέπει να προχωρήσει η παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και συνολικά η απελευθέρωση του τομέα της Ενέργειας, στη βάση των κατευθύνσεων που έχει αποφασίσει η ΕΕ και τις οποίες δεν αμφισβητεί η ελληνική συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Επιβεβαιώνεται και μ' αυτόν τον τρόπο ότι φιλολαϊκή πολιτική με αποδοχή του αντιλαϊκού πλαισίου της ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει. Ακόμα και το ελάχιστο μέτρο ανακούφισης απαιτεί σύγκρουση με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, αλλιώς ο δρόμος οδηγεί το λαό από το κακό στο χειρότερο.


Π. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ