Κυριακή 18 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Της Ναταλίας ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Αντιστασιακή συγγραφέας, διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στο χωριό Αβραμιού - Μεσσήνης. Σπούδασε δασκάλα.

Πήρε δραστήρια μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από την οποία αντλεί και το υλικό για τα βιβλία της. Μεταπελευθερωτικά καταδιώχτηκε για την αντιστασιακή της δράση.

Εγραψε τα βιβλία: «Δε δουλώνω... Δεν υπογράφω!», «Στις μυλόπετρες της βίας», «Λεβεντογενιά», «Γροθιά στο σκοτάδι», «Μη νομιμόφρων», «Μύρα και χοές».

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το διήγημα που δημοσιεύουμε σήμερα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία της «Σύγχρονης Εποχής»: «Το διήγημα της Αντίστασης»

Το μεγάλο μπλόκο

Γρηγοριάδης Κώστας

Το χωριό Κοξαρέ πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικών αγώνα του λαού μας, πολεμώντας από την πρώτη στιγμή τούς φασίστες αλεξιπτωτιστές στο Ρέθυμνο. Οργανωμένο μόνο του, πολύ νωρίς, από το 1941, αντιστάθηκε στον εχθρό και δοκίμασε όλη τη θηριωδία του. Μάχες, μπλόκα, συλλήψεις και εκτελέσεις των παλικαριών του σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής συνθέτουν το ματωμένο χρονικό του και σφραγίζουν την αντιστασιακή του ταυτότητα με ηρωισμούς, αίμα, θυσίες, ερείπια και στάχτη...

Στις 2 του Φλεβάρη του 1944 πέντ' έξι ΕΛΑΣίτες με τον Αλέκο Μαθιουδάκη πήρανε εντολή να κατεβούνε στα χωριά τους, για να στρατολογήσουν αντάρτες και να συγκεντρώσουν τρόφιμα στο χωριό του, την Κοξαρέ. Νυχτώθηκε στο χωριό του ο αντάρτης. Εκείνο το βράδυ η εφεδροΕΛΑΣίτικη ομάδα του χωριού είχε αποφασίσει να κοιμηθούν όλοι στα σπίτια τους. Μα ο Μαθιουδάκης ανηφόρισε για το βουνό και ξοπίσω του ακολούθησαν μερικοί απ' την ομάδα.

Ανεβήκανε ψηλά στου Αλί το σπηλιάδι, στο φαράγγι. Κανονίσανε τις βάρδιες που θα φύλαγαν σκοπιά, ως την αυγή. Μπήκε το πρώτο νούμερο στη θέση του κι οι άλλοι πέσανε για ύπνο.

Σαν ήρθε η σειρά του Μαθιουδάκη να φυλάξει σκοπός, ανέβηκε στο δώμα της σπηλιάς, τέντωσε τ' αυτί του κι αφουγκραζόταν... Με τα μάτια του έτρωγε τον τόπο ολόγυρα, παλεύοντας να ξεδιαλύνει το σκοτάδι. Μόλις που ξεχώριζε κάτω τους δυο δρόμους: Τον κεντρικό αμαξωτό προς τις Μέλαμπες και τον παλιό δρόμο. Στον παλιόδρομο, και σ' απόσταση 500 μέτρα, το μάτι του άρπαξε μια σπίθα τσιγάρου, που ξέφυγε την κάλυψή της. Γερμανοί! σκέφτηκε, μας κύκλωσαν Γερμανοί, κι εμείς κοιμόμαστε... Ή, μην ήταν οι δικοί μας που μετάνιωσαν κι ανέβαιναν; Ομως, αν ήταν αυτοί, έπρεπε να βρίσκονται κοντά του σε 5 λεπτά. Αλλιώς... Περίμενε με αγωνία. Πέρασαν 10 λεπτά και κανείς δε φαινόταν. Ηταν, λοιπόν, Γερμανοί! Πήδηξε, τρύπωσε στη σπηλιά, ξύπνησε τους κοιμισμένους κι όλοι μαζί σκαρφάλωσαν ψηλότερα. Σιγή νεκρική! Ολοι παρακολουθούσαν ολόγυρα κι αφουγκράζονταν με κομμένη την ανάσα. Κατά τα ξημερώματα δύο φωτοβολίδες σκίσανε τον ουρανό και διασταυρώθηκαν πάνω από την Κοξαρέ.

Οσο φώτιζε η αυγή, τόσο πιο φανερή γινόταν η κύκλωση. Με τα κιάλια ξεχώριζαν τους χωριανούς τους, που τους οδηγούσε ο εχθρός σαν κοπάδι πρόβατα προς την εκκλησιά... και το σχολειό... Κατά τις 2 η ώρα φτάσανε κοντά τους δυο ΕΠΟΝίτισσες: η Μαρία κι η Ελένη. Είχανε σπάσει τον ασφυχτικό κλοιό με κίνδυνο μεγάλο, να τους πληροφορήσουν πως οι Γερμανοί ληστέψαν το χωριό, συλλάβανε τους ανθρώπους κι ετοιμάζονταν να τους μεταφέρουν με καμιόνια στο Ρέθυμνο!

«Σύρτε πίσω», είπε ο Μαθιουδάκης, «εξακριβώστε σε ποιο φορτηγό φορτώθηκαν οι όμηροι και στείλτε μας αμέσως είδηση!»

Ροβόλησαν τα κορίτσια τον κατήφορο να εκτελέσουν την εντολή.

Ο Χαρίδημος Μαραγκάκης έτρεξε σύνδεσμος στα κοντινά χωριά να ειδοποιήσει τους συντρόφους του Μαθιουδάκη, να τρέξουν σε βοήθεια της Κοξαρέ! Εκείνοι κάμανε φτερά... Σ' ένα μισάωρο φτάσανε στον προορισμό τους να εκτελέσουν τη διαταγή του καπετάνιου τους:

«Θα χτυπήσουμε τους Γερμανούς και θα λευτερώσουμε τους ομήρους», δήλωσε ο Μαθιουδάκης. Συμφώνησαν όλοι και ξεκίνησαν...

Ξεμάκρυναν απ' το χωριό περί τα τριάμισι χιλιόμετρα και σε ύψος 80-85 μέτρα από το χαλικοστρωμένο δρόμο. Οι 5 αντάρτες πήρανε θέση πάνω από τη γέφυρα. Ψηλότερα απ' αυτούς έμεινε ο Μανωλεσάκης μ' ένα γερμανικό ταχυβόλο. Ο Μαθιουδάκης κατέβηκε χαμηλότερα 7-8 μέτρα από το δρόμο. Κρατούσε ένα εγγλέζικο παλιοντούφεκο με καμιά δεκαπενταριά σφαίρες όλες κι όλες. Τόσες είχε ο κάθε αντάρτης. Πλάι στο δρόμο κύλαγε το ρέμα με αρκετό νερό. Οι αντάρτες καλύφθηκαν πίσω από τα βράχια. Πήρανε θέσεις και περίμεναν.

Η Αργυρώ έτρεχε προς τις θέσεις τους κι οι Γερμανοί την πυροβολούσαν. «Πέσε κάτω, πέσε κάτω», της φώναξαν οι αντάρτες. Ερποντας με την κοιλιά έφτασε τον πρώτο αντάρτη και του 'δωσε το σημείωμα. Αυτός τοποθετούσε τους ομήρους στο τρίτο, κατά σειρά, αυτοκίνητο. Ειδοποιήθηκαν όλοι και περίμεναν με το χέρι στη σκανδάλη.

Κατά τις δέκα και μισή ακούστηκε θόρυβος μοτοσικλέτας. Πρώτα πέρασαν 2 μοτοσικλετιστές. Δεύτερο, φάνηκε το μικρό μαύρο αυτοκίνητο της Γκεστάπο. Τρίτο, ερχόταν ένα φορτηγό με Γερμανούς. Οι αντάρτες το πυροβόλησαν. Τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό, μα ο τραυματισμένος κατάφερε να οδηγήσει το φορτηγό, να περάσει τη στροφή της γέφυρας και να ξεφύγει τ' αντάρτικα πυρά. Το δεύτερο φορτηγό - δηλαδή το τέταρτο όχημα - κουβαλούσε τους ομήρους. Οι έξι αντάρτες πυροβόλησαν, σκότωσαν τον οδηγό και το συνοδηγό, τραυμάτισαν και τον τρίτο συνοδηγό που, αν και τραυματισμένος, άρπαξε το τιμόνι κι οδήγησε τ' αυτοκίνητο αναπτύσσοντας ταχύτατα. Ο αντάρτης Μήτσος Χαρισάκης πήδηξε τότε στο δρόμο, γονάτισε, σημάδεψε και σκότωσε τον ένοπλο Γερμανό, που συνόδευε τους ομήρους και στεκόταν όρθιος στην πόρτα του φορτηγού.

Ενας από τους ομήρους, ο Γιώργης Αλεβιζάκης, άρπαξε, τότε, το όπλο του σκοτωμένου φασίστα, προτρέποντας τους χωριανούς του να πηδήσουν κάτω και να δραπετεύσουν! Μα οι όμηροι είχαν τόσο πανικοβληθεί - ανάμεσά τους ήταν κι ένας τραυματισμένος απ' αντάρτικη σφαίρα - που κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Απομείναν να καρτερούν τη μοίρα τους... Κι ο τραυματισμένος συνοδηγός οδήγησε το φορτηγό και το κάλυψε πίσω απ' τη σωτήρια στροφή... Το τελευταίο φορτηγό που 'κλεινε και τη φάλαγγα ήταν γεμάτο Γερμανούς. Οι αντάρτες τούς πυροβόλησαν με τα λιανοντούφεκα και τις μετρημένες σφαίρες τους, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν 11 και να τραυματίσουν 12 εχθρούς. Το ταχυβόλο του Μανωλεσάκη ούτε που λειτούργησε καθόλου. Αν λειτουργούσε κι εκείνο...

Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν. Δε χρησιμοποίησαν κεραυνοβόλα τον οπλισμό τους. Οταν συνήλθαν, έβαλαν κατά πάνω στους αντάρτες με καταιγιστικά πυρά. Πολλοί, μάλιστα, πήδησαν κάτω στο δρόμο, πιάνοντας θέσεις μάχης! Ενας ναζί πιάστηκε στα χέρια με τον Τσιγαρά, περνώντας κάτω από τη γέφυρα, όταν πυροβόλησε ο Μαθιουδάκης πάνω από τη γέφυρα. Τα λιγοστά πυρομαχικά των ανταρτών είχαν κιόλας εξαντληθεί. Αναγκαστικά, τρέξανε να καλυφθούν πίσω από τα βράχια και ξεμάκρυναν στην πλαγιά. Την ώρα κείνη επέστρεφε από το Ρέθυμνο, καβάλα στο γαϊδουράκι του, ολότελα ξέγνοιαστος ο παπάς του χωριού Γεννάδιος Θεμιστοκλής. Οι φασίστες τον αρπάξανε και τον πετάξαν μέσα στην καρότσα.

Στο Ρέθυμνο έγινε το ξεδιάλεγμα. Τους περισσότερους κρατούμενους τους έστειλαν στα γερμανικά στρατόπεδα και γίνανε στάχτη στα κρεματόρια. Μόνο 6 ζήσανε και ξαναγύρισαν στην Κοξαρέ. Τους άλλους τους φυλακίσανε στις φυλακές Αγιά - Κρήτης. Τις δυο γυναίκες, την ανταρτομάνα Ευαγγελία Δουλγεράκη και τη Στυλιανή Μαθιουδάκη, αδελφή ανταρτών, μαζί με το παιδάκι του αδελφού της Γιάννη Μαθιουδάκη - λαϊκού αγωνιστή - τις κράτησαν στο Ρέθυμνο σε αυστηρή απομόνωση. Τη Στυλιανή την αποφυλάκισαν, αφού σκότωσαν ή δολοφόνησαν, προδομένον, στις 31 Μάρτη 1944, τον αγωνιστή αδελφό της Γιάννη Μαθιουδάκη... Τα τελευταία λόγια του μαχητή ήταν αυτά; «Παιδιά, τώρα που ο φασισμός ψυχομαχεί και η λευτεριά στη χώρα μας γλυκοχαράζει, εμείς πεθαίνουμε. Φτάνει, όμως, που βεβαιωθήκαμε πως τα παιδιά μας θα απαλλαγούν από πολέμους και η ανθρωπότητα θα ζήσει στο μέλλον λεύτερη κι ευτυχισμένη!»


Της
Ναταλίας ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ