Παρασκευή 18 Φλεβάρη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
Δεν ξέρει τίποτα ο ΣΥΡΙΖΑ για τον «φόνο»...

Σαν να μη γνωρίζουν τίποτα για τον «φόνο» των διαρκών ανατιμήσεων στα τιμολόγια ηλεκτρισμού εμφανίζονται τις τελευταίες μέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, με πρώτο και καλύτερο τον πρόεδρό του, Αλ. Τσίπρα, ο οποίος σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ προσπάθησε να εμφανιστεί «αθώος του αίματος». Σε κάθε δημόσια τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα των ανατιμήσεων στην Ενέργεια είναι εμφανής η... αγωνία να αποσιωπηθεί η πραγματική αιτία, που είναι φυσικά η στρατηγική της «απελευθέρωσης» και της «πράσινης μετάβασης», την οποία με συνέπεια υπηρέτησε και ο ίδιος, ως κυβέρνηση, και συνεχίζει να υπηρετεί και ως αντιπολίτευση.

Από εκεί προκύπτει και όλη η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στο μετοχολόγιο της ΔΕΗ, λες και όλα τα προηγούμενα χρόνια η κρατική ΔΕΗ δεν λειτουργούσε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δεν προχώρησε σε τεράστιες ανατιμήσεις τιμολογίων, αποκοπές παροχής σε φτωχά λαϊκά νοικοκυριά, άγριο κυνήγι και απειλές στους οφειλέτες, πώληση των οφειλών σε κερδοσκοπικά funds. Είναι αστείο και εξοργιστικό ταυτόχρονα να ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ότι επί των ημερών του η ΔΕΗ λειτουργούσε με «κοινωνικό πρόσωπο», όταν η ενεργειακή φτώχεια έπληττε εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά και οι διακοπές ηλεκτροδότησης γίνονταν η μία μετά την άλλη.

Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να ξεχαστεί ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που υλοποιώντας τη στρατηγική της ΕΕ για την «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας απέσπασε τον ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ και υλοποίησε την ιδιωτικοποίησή του, παραχώρησε το 34% των μετοχών της ΔΕΗ στο Υπερταμείο, αποδέχτηκε την τεχνητή και διά της βίας μείωση του ποσοστού της ΔΕΗ κάτω από το 50% της εγχώριας αγοράς;

Γενικότερα, η συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην «απελευθέρωση» υπήρξε κάτι περισσότερο από κρίσιμη, αφού ήταν αυτός προώθησε και ψήφισε τον νόμο 4425/2016 που προσάρμοσε την εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού στις απαιτήσεις του «μοντέλου στόχου» της ΕΕ (target model), δηλαδή του ενιαίου μοντέλου χονδρεμπορικής αγοράς που εφαρμόζεται στις χώρες της ΕΕ. Επί της ουσίας επρόκειτο για την ίδρυση και λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, με το οποίο προωθήθηκε η περαιτέρω εμπορευματοποίηση του αγαθού της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ, όπως περιγράφονται στην Οδηγία 2009/72/ΕΚ. Εκεί δηλαδή που σήμερα οι μεγάλοι όμιλοι, προμηθευτές ηλεκτρισμού ή σκέτοι έμποροι «τζογάρουν» καθημερινά και αποκομίζουν αμύθητα κέρδη στις πλάτες των εργαζομένων οι οποίοι αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους ή αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος.

Ακόμη περισσότερο καταντάει κυριολεκτικά γελοίο να προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει την ουρά του απέξω, από τη φοβερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στην εγχώρια αγορά Ενέργειας, όταν και ο ίδιος «έπαιξε ρέστα» για τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης», ώστε να βρουν κερδοφόρες διεξόδους τα συσσωρευμένα κεφάλαια. Στο όνομα της οποίας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ενισχύθηκε κατακόρυφα το μερίδιο του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως καύσιμου ηλεκτροπαραγωγής, όταν και ο ίδιος «έβγαλε στο σφυρί» της απολιγνιτοποίησης τις μονάδες της Δ. Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης αυξάνοντας κατακόρυφα την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, χαράτσωσε άγρια τον λαό για να πριμοδοτήσει τις πανάκριβες - αλλά κερδοφόρες για τους ομίλους - Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Αποτελούν εμπαιγμό και τα όσα υποστηρίζει ο Αλ. Τσίπρας ότι με νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «η ΔΕΗ θα ανακτήσει το Δ στην λειτουργία της» ή ότι εάν ήταν σήμερα κυβέρνηση «θα υπήρχε εντολή να ''παγώσουν'' τα τιμολόγια».

Γιατί πολύ απλά στο έδαφος της «απελευθερωμένης» αγοράς ηλεκτρισμού, του «Πράσινου New Deal» που έχουν για «ευαγγέλιο», του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και βέβαια της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας της επιχείρησης, ακόμη και αν δεν είχε μειωθεί το μετοχικό ποσοστό του Δημοσίου στη ΔΕΗ, η επιχείρηση δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει όλους τους παράγοντες που εκτινάσσουν το κόστος του ρεύματος.

Και φυσικά το «πάγωμα» τιμών δεν λέει απολύτως τίποτα, αφού με όρους αγοράς θα συνέχιζε να λειτουργεί η ΔΕΗ κι επομένως ακόμη κι αν απορροφούσε τις αυξήσεις από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και από το «εμπόριο ρύπων» για κάποιο χρονικό διάστημα, αργότερα είτε θα αναγκαζόταν να αυξήσει τα τιμολόγια είτε θα επιδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό για να καλύψει τα ελλείμματα, δηλαδή πάλι τα λαϊκά στρώματα θα πλήρωναν το μάρμαρο. Αν πάλι δεν γινόταν τίποτα από τα δύο η επιχείρηση θα πτώχευε και ξανά θα πωλούνταν κοψοχρονιά, όπως τόσες και τόσες άλλες πρώην κρατικές επιχειρήσεις...

Με λίγα λόγια, καταντάει φαιδρότητα να καβγαδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ σήμερα για τις εξελίξεις στον τομέα του ηλεκτρισμού και της Ενέργειας γενικότερα, όταν και οι δύο είναι συνυπεύθυνοι ως υπέρμαχοι της «απελευθέρωσης» των αγορών και της «πράσινης ανάπτυξης» που διαμορφώνει το ενεργειακό μείγμα με κριτήριο τα κέρδη των μονοπωλίων και όχι βέβαια τις ανάγκες του λαού για φτηνή Ενέργεια, για καλή ποιότητα ζωής και καθαρό περιβάλλον.

ΑΠΟΛΙΓΝΙΤΟΠΟΙΗΣΗ
«Συμβόλαιο θανάτου» για τους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας

Eurokinissi

Οι σαρωτικές συνέπειες του σχεδιασμού της απολιγνιτοποίησης ως τμήματος της πολιτικής της «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας και της «πράσινης μετάβασης» βιώνονται ήδη από τους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτικής Μακεδονίας, με την εργολαβοποίηση και την εντατικοποίηση της εργασίας στα ορυχεία και στους σταθμούς της ΔΕΗ, τις αυξήσεις στα τιμολόγια της τηλεθέρμανσης, την εκτόξευση της ανεργίας κ.λπ. Παράλληλα η πολιτική αυτή, που προωθήθηκε από όλες τις αστικές κυβερνήσεις με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, ροκανίζει το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών, που καλούνται να πληρώσουν το μάρμαρο της «πράσινης μετάβασης» με «πράσινα» χαράτσια και τεράστιες ανατιμήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο μετατρέπεται σε όλο και πιο ακριβό εμπόρευμα, για τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.

Πλευρές των σαρωτικών συνεπειών που επιφέρει ο οδοστρωτήρας του σχεδιασμού της απολιγνιτοποίησης για τους εργαζόμενους και τον λαό της Δυτ. Μακεδονίας αποτυπώνει σε μελέτη του το Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.

Η νέα αυτή μελέτη αποτελεί αναθεώρηση προγενέστερης, που πραγματοποιήθηκε το 2012 με σκοπό τις εκτιμήσεις των επιπτώσεων της απολιγνιτοποίησης με χρονικό ορίζοντα το 2040, μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού τον Γενάρη του 2020 για καθολική απολιγνιτοποίηση του εθνικού ηλεκτροπαραγωγικού μείγματος μέχρι το 2028.

Με βάση τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, εκτιμάται ότι η πτωτική πορεία της οικονομίας της Δυτικής Μακεδονίας τείνει να επιβεβαιώσει «το πλέον αρνητικό σενάριο για την περιοχή».

Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας εκτιμάται ότι θα έχει συρρικνωθεί κατά 26% μέχρι το 2028, με ετήσια απώλεια εισοδημάτων ύψους 1,2 δισ. ευρώ (συνολικά 9 δισ. ευρώ για την περίοδο 2013 - 2028), ενώ θα υπάρξει συνολική απώλεια 21.000 θέσεων εργασίας, δηλαδή μείωση της απασχόλησης κατά 24%.

Ούτε κατά διάνοια δηλαδή, ακόμα και με τα πιο «αισιόδοξα» σενάρια του «master plan» της απολιγνιτοποίησης που παρουσιάζει η κυβέρνηση (προβλέποντας με «υπολογισμούς Χουντίνι» 6 χιλιάδες θέσεις εργασίας και 5 χιλιάδες κατά τη λειτουργία των μελλοντικών επενδύσεων), δεν καλύπτονται οι τεράστιες απώλειες σε θέσεις εργασίας και η μαζική ανεργία στην οποία καταδικάζει τον λαό της περιοχής η πολιτική της «απελευθέρωσης».

Μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος μέχρι και 54%

Προκειμένου να γίνουν πιο κατανοητές οι επιπτώσεις, οι συντελεστές της μελέτης δημιούργησαν έναν δείκτη που ονομάστηκε Ατομική Απώλεια Απολιγνιτοποίησης (3Α). Ο δείκτης αυτός περιγράφει τη μέση απώλεια εισοδήματος του κάθε πολίτη της Περιφέρειας για κάθε έτος σε σχέση με το έτος αναφοράς, που θεωρείται το 2013.

Με όλη τη σχετικότητα που έχει ένας τέτοιος δείκτης, αποτυπώνοντας «μέσους όρους», σε κάθε περίπτωση καταδεικνύει το ολοένα και μεγαλύτερο βύθισμα του λαού της περιοχής στη φτώχεια, παράλληλα με το «τρέξιμο» του σχεδιασμού της «απελευθέρωσης». Ετσι, ο δείκτης αυτός παρουσιάζεται σταθερά αυξανόμενος με όλες τις κυβερνήσεις - ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ξανά ΝΔ - που έτρεξαν με «σκυταλοδρομία» τα σχέδια για την «απελευθέρωση» της Ενέργειας, για τα κέρδη των ομίλων.

Μόνο για το 2019 - οπότε υπάρχουν τα τελευταία στοιχεία - οι κατά κεφαλήν απώλειες για το λαϊκό εισόδημα φτάνουν τα 4.449 ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ όταν η παραγωγή λιγνίτη θα μηδενιστεί εκτιμάται ότι η απώλεια εισοδήματος θα φτάσει στα 8.500 ευρώ. Με βάση το επίσημο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας για το 2013, που βρισκόταν στα 15.707 ευρώ, με την ολοκλήρωση της απολιγνιτοποίησης ο πολίτης της Δυτικής Μακεδονίας θα έχει απολέσει το 54% του εισοδήματός του.

Μάλιστα, οι παραπάνω επιπτώσεις αφορούν το σενάριο που δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της απώλειας οικονομικά ενεργού πληθυσμού λόγω εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης. Ωστόσο, η δημογραφική συρρίκνωση της Δυτικής Μακεδονίας την περίοδο 2015 - 2020 υπήρξε η μεγαλύτερη πανελλαδικά, με τον πληθυσμό της Περιφέρειας να μειώνεται κατά 11.750 κατοίκους.

Καταρρίπτεται η «φάκα» της κυβέρνησης

Περαιτέρω, η μελέτη αναφέρει ότι προκειμένου να ανακτηθούν οι ήδη χαμένες θέσεις εργασίας που έχει επιφέρει η απολιγνιτοποίηση από το 2013 έως και σήμερα, θα απαιτηθεί μια αύξηση του τοπικού ΑΕΠ κατά 23% πάνω από τα επίπεδα του 2013, εκφράζοντας τις αμφιβολίες της ότι επαρκούν για κάτι τέτοιο τα κονδύλια από το λεγόμενο «ταμείο δίκαιης μετάβασης».

Αλλωστε, περισσότερα ή λιγότερα, τα περίπου 7 δισ. του «ταμείου δίκαιης μετάβασης» δίκαια έχουν χαρακτηριστεί «συμβόλαιο θανάτου» για τον λαό και τους εργαζόμενους της Δυτικής Μακεδονίας, που ήδη βιώνουν τις συνέπειες της απολιγνιτοποίησης, με αύξηση της ενεργειακής φτώχειας, της ανεργίας και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Από τη μία αφορούν ψίχουλα, με τη γνωστή συνταγή αναδιανομής της φτώχειας μέσω επιδομάτων πείνας και προγραμμάτων κατάρτισης, όπως και με προγράμματα τσάμπα εργασίας για την εργοδοσία. Από την άλλη διαμορφώνουν έναν «παράδεισο» κρατικής στήριξης των μονοπωλίων της «πράσινης ανάπτυξης» και άλλων επιχειρηματικών ομίλων, μια τεράστια «ειδική οικονομική ζώνη» φοροαπαλλαγών και άλλων προνομίων, και βέβαια άγριας εκμετάλλευσης, για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρηματιών.

Μαθήματα «Σύγχρονης, Επιχειρηματικής Ανώτατης Εκπαίδευσης»

Με αφορμή την απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια

Από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών στη Βρετανία τον περασμένο Δεκέμβρη
Από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών στη Βρετανία τον περασμένο Δεκέμβρη
Οι νέες απεργιακές κινητοποιήσεις στα βρετανικά πανεπιστήμια, σε συνέχεια των προηγούμενων1, φέρνουν στο προσκήνιο τις επιπτώσεις της επιχειρηματικής τους λειτουργίας και της αστικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης και της πανδημίας σε «πρότυπα» σύγχρονα αστικά πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Αναδεικνύουν, δε, με χαρακτηριστικό τρόπο τη ζοφερή πραγματικότητα της «αξιολόγησης» και του «αυτοδιοίκητου», που αποτελούν διαχρονικά πυλώνες των παρεμβάσεων και της ρητορικής όλων των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων στην Ελλάδα.

Το πλαίσιο λειτουργίας της βρετανικής αγοράς Ανώτατης Εκπαίδευσης

Τα βρετανικά πανεπιστήμια αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αλλά θεωρούνται «δημόσιοι» οργανισμοί που χρηματοδοτούνται από το κράτος για να παρέχουν το «δημόσιο αγαθό» της Ανώτατης Εκπαίδευσης ως εμπόρευμα, με όρους αγοράς.

Η πλήρης εμπορευματοποίηση επιβλήθηκε σχεδιασμένα από το αστικό κράτος, με παρεμβάσεις που υλοποίησαν με συνέχεια και συνέπεια οι διαδοχικές κυβερνήσεις Συντηρητικών και Εργατικών.

Το σύστημα των διδάκτρων και των κρατικά εγγυημένων φοιτητικών δανείων αποτέλεσε το όχημα για την «οικονομική αυτονομία» των πανεπιστημίων, με το κράτος να «επιδοτεί» τον «αγοραστή» που κατευθύνει τα χρήματά του σε κάποιον «πάροχο». Η πορεία απελευθέρωσης και ρύθμισης αυτής της «αγοράς» κατέληξε στην εμβληματική νομοθετική παρέμβαση του 2017, με σκοπό τη διασφάλιση του ανταγωνισμού μεταξύ των «παρόχων» και της ανταποδοτικότητας των δημόσιων επενδύσεων σε εκπαίδευση και έρευνα, με κριτήρια «διασφάλισης ποιότητας» και «παραγόμενου αποτελέσματος». Οσα, δηλαδή, είναι γνωστά και στην Ελλάδα, μέσα από τα κείμενα του ΟΟΣΑ και της ΕΕ και στις πολιτικές που διαχρονικά προωθούν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.

Το αστικό κράτος από «διαχειριστής» της Ανώτατης Εκπαίδευσης σταδιακά μετατράπηκε σε «ρυθμιστή» μιας αγοράς, όπου τα πανεπιστήμια χαράσσουν πολιτική με όρους ανταγωνισμού, επιχειρηματικών μοντέλων, οικονομικής βιωσιμότητας κ.ο.κ. Το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό δεν μισθοδοτείται ούτε ασφαλίζεται από το κράτος (πέραν της πενιχρής κρατικής σύνταξης), αλλά από ιδίους πόρους των ιδρυμάτων, στη βάση συμβάσεων που υπογράφουν οι εργαζόμενοι με αυτά.

Εποπτικό ρόλο έχουν δύο ρυθμιστικές αρχές, η υπηρεσία Office for Students (OfS), με αρμοδιότητα στα θέματα εκπαίδευσης, και ο φορέας UK Research and Innovation (UKRI), με αρμοδιότητα στην κατανομή των ερευνητικών κονδυλίων. Η πρώτη λειτουργεί με χαρακτηριστικά «αρχής προστασίας καταναλωτή»: Τα πανεπιστήμια οφείλουν να δίνουν ακριβείς πληροφορίες στους φοιτητές για την επιλογή σπουδών και επαφίεται στην αγορά η «αξιολόγηση» για την αξία και βιωσιμότητα κάθε προγράμματος και ιδρύματος, που μπορεί και να κλείσουν. Το κράτος εγγυάται την ομαλή λειτουργία του συστήματος, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του φοιτητή για μεταφορά σε άλλα προγράμματα, χωρίς υποχρέωση διάσωσης οποιουδήποτε παρόχου! Για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης και τη ροή διδάκτρων/φοιτητικών δανείων στα ιδρύματα, τίθενται κριτήρια «ποιότητας» και «απόδοσης». Ο νόμος προβλέπει τη σταδιακή άρση και των τελευταίων περιορισμών στον αριθμό των εισακτέων και στο ύψος των διδάκτρων, ώστε οι «χρεώσεις» των υπηρεσιών να έχουν αντίκρισμα στην «παρεχόμενη ποιότητα», ενώ ετοιμάζονται κυρώσεις για περιπτώσεις «παρόχων» που δεν πιάνουν τα ελάχιστα κριτήρια.

Βάση της αξιολόγησης των πανεπιστημίων είναι τα δύο «πλαίσια αριστείας»: Το Teaching Excellence Framework (TEF) χρησιμοποιεί ως βασικούς δείκτες την «ικανοποίηση» των φοιτητών - πελατών, όπως καταγράφεται στην ετήσια πανεθνική έρευνα τελειόφοιτων (NSS) και τα στοιχεία απασχόλησης αποφοίτων 6 μήνες μετά την αποφοίτηση. Το Research Excellence Framework (REF) είναι μια μέτρηση σε πενταετή βάση του όγκου και της ποιότητας του ερευνητικού έργου.

Με κίνδυνο να... σοκάρουμε τους λάτρεις των κατατάξεων αξιολόγησης, σημειώνουμε ότι η «δημιουργική λογιστική» είναι οργανικό μέρος της όλης διαδικασίας. Π.χ. τα πανεπιστήμια καταθέτουν στοιχεία μόνο για όσους έχουν «σημαντική ανάθεση ερευνητικού έργου» και όχι για όλους, ενώ για να μεγιστοποιήσουν τη βαθμολογία τους συχνά κάνουν «στρατηγικές μετεγγραφές» από άλλα πανεπιστήμια το τελευταίο έτος πριν την υποβολή του REF!

Το ανεξίτηλο στίγμα της αγοράς στην «αξιολόγηση» και το «αυτοδιοίκητο» του πανεπιστημίου - επιχείρηση

Η λειτουργία των πανεπιστήμιων με όρους καπιταλιστικής επιχείρησης μπορεί να μην εκφράζεται π.χ. στη διανομή κερδών σε μετόχους, αλλά η αξιοποίηση των εργαλείων της ανταγωνιστικής αγοράς τα διατρέχει οριζόντια και κάθετα: Εχουν επιχειρηματικό πλάνο με στόχους διεύρυνσης στους οποίους και επενδύουν τα κέρδη τους, τακτικές μείωσης λειτουργικού και μισθολογικού κόστους και εντατικοποίησης της εργασίας κ.λπ.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η αιτία για τα οξυμένα προβλήματα που πυροδοτούν τις απεργιακές κινητοποιήσεις στα βρετανικά πανεπιστήμια, όπως:

-- Απώλεια εισοδήματος 20% από το 2009,

-- Περαιτέρω προώθηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, με 68% των ερευνητών σε συμβόλαια ορισμένου χρόνου και 41% των διδασκόντων σε ωρομίσθια,

-- Μεγάλη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που αποδίδουν οι πανεπιστημιακοί στο ταμείο USS (ο μεγαλύτερος ιδιωτικός ασφαλιστικός φορέας στη Βρετανία), ενώ δρομολογείται η μείωση των εργοδοτικών εισφορών και η πλήρης απαλλαγή των πανεπιστημίων - εργοδοτών από τις εγγυήσεις για τη βιωσιμότητά του, ώστε να εξοικονομηθούν πόροι για επενδύσεις και να βελτιωθεί το «αξιόχρεο» των ιδρυμάτων.

Η πανδημία έδωσε αφορμή για νέες αναδιαρθρώσεις και αξιολόγηση προγραμμάτων σπουδών με όρους οικονομικής βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας, μια εμπειρία ενδεικτική για την προοπτική της - πλέον συσχετισμένης με την κρατική χρηματοδότηση - αξιολόγησης των πανεπιστημίων από την αναβαθμισμένη ΕΘΑΕΕ στην Ελλάδα.

Στην πλέον χαρακτηριστική περίπτωση του πανεπιστημίου Goldsmiths - University of London, ένα από τα πιο παλιά κι ονομαστά ιδρύματα της χώρας που εμφανίζει έλλειμμα 10 εκατ. λιρών, η συμφωνία διάσωσης και νέου δανεισμού από τις τράπεζες περιλαμβάνει «σχέδιο εξυγίανσης» από εταιρεία επενδυτικών συμβούλων, με περικοπές εξόδων και δεκάδες απολύσεις από τα τμήματα κλασικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Αλλα πανεπιστήμια προαναγγέλλουν περικοπές, παρά τα υγιή ταμειακά αποθέματα, γιατί οι όροι των συμβάσεων δανεισμού και ο μελλοντικός προγραμματισμός απαγορεύουν την εμφάνιση ελλειμμάτων!

Αλλα αποκαλυπτικά παραδείγματα αναδιαρθρώσεων περιλαμβάνουν:

α) Συρρίκνωση υποδομών σχολών Υγείας και Βιολογίας - σε περίοδο πανδημίας! - γιατί δεν προσελκύουν αρκετούς φοιτητές, ενώ έχουν μεγάλο λειτουργικό κόστος,

β) Απόλυση ακαδημαϊκών (και από σχολές Υγείας) από πανεπιστήμια με έμφαση στην έρευνα, για χαμηλή παραγωγικότητα ερευνητικών αποτελεσμάτων, καθώς ήταν και χρονιά υποβολής του REF,

γ) Σε πανεπιστήμιο με έμφαση στη διδασκαλία, καθηγητές πρώτης βαθμίδας με ερευνητική δραστηριότητα απολύθηκαν σε χρονιά REF, αφού το πανεπιστήμιο χρησιμοποίησε το έργο τους για να αντικατασταθούν με φτηνότερους ακαδημαϊκούς χαμηλότερης βαθμίδας,

δ) Σε αρκετές περιπτώσεις, στο στόχαστρο των διοικήσεων μπήκαν και εκλεγμένοι συνδικαλιστές πανεπιστημιακοί.

Το μέλλον των φοιτητών σε «υποθήκη»

Η πελατοκεντρική αντίληψη του συστήματος θέλει τους φοιτητές να σκέφτονται ως «ατομικοί επενδυτές» και να αξιολογούν διαρκώς αν τα χρήματά τους «πιάνουν τόπο», με τις διαμαρτυρίες τους να αποτυπώνονται σαν «παράπονα καταναλωτή», λες και οι εξελίξεις δεν έχουν επιπτώσεις στην επιστημονική τους μόρφωση και την επαγγελματική τους προοπτική.

Παρά τις τυμπανοκρουσίες για υψηλή «απασχολησιμότητα», για προγράμματα συνδεδεμένα και πιστοποιημένα από την αγορά, η πλειοψηφία των αποφοίτων καταλήγουν με μια κακοπληρωμένη εργασία και ένα δάνειο δεκάδων χιλιάδων λιρών, το οποίο αυξάνει το υπέρογκο φοιτητικό χρέος των 160 δισ. λιρών, με ρυθμούς 18 δισ. λίρες το χρόνο2.

Μεγάλο ποσοστό φοιτητών εργάζεται για να ανταπεξέλθει στο αυξημένο κόστος ζωής και σπουδών, ενώ πληθαίνουν οι αναφορές για φοιτητές και φοιτήτριες που πέφτουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, με το 3% του φοιτητικού πληθυσμού να εκτιμάται ότι καταφεύγει στην πορνεία3. Η πανδημία όξυνε περαιτέρω την κατάσταση της ανέχειας, καθώς περιορίστηκαν πηγές ευκαιριακής απασχόλησης φοιτητών, όπως η εστίαση.

Ας σημειωθεί ότι σε παρόμοια μοίρα βρίσκονται και οι χαμηλόμισθοι και επισφαλώς εργαζόμενοι διδάσκοντες και ερευνητές, που φτάνουν να κοιμούνται σε σκηνές ή βιβλιοθήκες πανεπιστημίων, με τον Τύπο να καταγράφει τέτοια περιστατικά πριν την απεργία του Δεκέμβρη.

Πρώτα συμπεράσματα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις και την παρέμβαση των δυνάμεων του ΚΚΕ

Η πανδημία βοήθησε να πέσουν οι μάσκες του πανεπιστήμιου - επιχείρησης. Η συμμετοχή στην πρώτη φάση των απεργιών τον Δεκέμβρη φανέρωσε ότι ενισχύονται ο προβληματισμός και οι διαθέσεις για αλλαγή της κατάστασης, ενώ οι κινητοποιήσεις συνέβαλαν αποφασιστικά να ανοίξει πιο έντονα στη Βρετανία η συζήτηση για τις συνέπειες της εμπορευματοποίησης.

Οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τη γραμμή του UCU, του σωματείου των διδασκόντων και ερευνητών στα βρετανικά πανεπιστήμια, βάζουν εμπόδιο στην περαιτέρω ουσιαστική ενίσχυση της πάλης. Παρά το αγωνιστικό τους προφίλ, στην πράξη προτάσσουν πλαίσια πάλης μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, αφήνοντας συστηματικά εκτός κάδρου τον πραγματικό ένοχο: Τη λειτουργία των πανεπιστημίων στα πλαίσια της αγοράς και με τους όρους της, την ίδια την ύπαρξη της καπιταλιστικής αγοράς που αναπόφευκτα εγκλωβίζει και τα ίδια τα πανεπιστήμια και τις τύχες όσων δουλεύουν και σπουδάζουν σε αυτά στα δίχτυα της. Επιδιώκουν έτσι να ενσωματώσουν τη δυσαρέσκεια και τις αγωνιστικές διαθέσεις σε διεκδικήσεις για μια εναλλακτική, πιο «προοδευτική», «δίκαιη» και «κοινωνικά ευαίσθητη» επιχειρηματική λειτουργία, σε συνθήκες που εμφανίζονται τριγμοί στη σταθερότητα της κυβέρνησης των Συντηρητικών και διαφαινόμενης ενίσχυσης των Εργατικών.

Την περίοδο αυτή, οι δυνάμεις του ΚΚΕ στα βρετανικά πανεπιστήμια έχουν αναβαθμίσει την παρέμβασή τους μέσα στα σωματεία για το ανέβασμα της συσπείρωσης γύρω από αιτήματα που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες εργαζομένων και φοιτητών. Η πείρα και του τελευταίου διαστήματος επιβεβαιώνει ότι αυτή η παρέμβαση μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα στον αρνητικό συσχετισμό, να αναβαθμίσει το επίπεδο της διεκδίκησης, να συμβάλει ώστε να ωριμάσει η πολιτική συνείδηση περισσότερων εργαζομένων, κάτι που αποτελεί και το πιο ουσιαστικό μέτρο αποτελεσματικότητας των αγώνων και της παρέμβασης. Εκεί που οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπήκαν μπροστά στην οργάνωση της πάλης και ενίσχυσαν τη διαπάλη τόσο με την πολιτική της κυβέρνησης και των πανεπιστημίων - εργοδοτών, όσο και με τη λογική των σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, οι κινητοποιήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη δυναμική και βάθος.

Η δουλειά με τις θέσεις του ΚΚΕ για τα πανεπιστήμια, η συζήτηση στις ΚΟΒ, μπροστά και κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, έδωσαν τη δυνατότητα καλύτερης παρακολούθησης των εξελίξεων και της διαπάλης, άρα και σχεδιασμού και οργάνωσης της παρέμβασης. Η αναγνώριση που έχουν κατακτήσει τα μέλη του ΚΚΕ με την πρωτοπόρα δράση τους και μέσα στο σωματείο τους, η καλή προετοιμασία των παρεμβάσεων στις συνελεύσεις, το γεγονός ότι οι εκλεγμένοι συνδικαλιστές μας πρωτοστάτησαν στην προετοιμασία και κατά τη διάρκεια της απεργίας στα πανεπιστήμια που δουλεύουν και η συστηματική δουλειά με τον περίγυρο αποτέλεσαν τη βάση για τη διεύρυνση της επιρροής μας στις εν εξελίξει διεργασίες στο κίνημα. Η επεξεργασία και ζύμωση αιτημάτων που απαντούν στην καρδιά των προβλημάτων, φωτίζοντας την ανάγκη να δυναμώσει ο αγώνας για ένα πανεπιστήμιο που δεν λειτουργεί στη βάση του κέρδους, αλλά με γνώμονα τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και δυνατότητες της εποχής, αποδείχτηκε κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία της παρέμβασης.

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για τη συνέχεια.

Παραπομπές:

1. Βλ. «Η απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια», «Ριζοσπάστης», 14-15/3/2020, σελ. 28 και «Πανδημία αντεργατικών εξελίξεων στα βρετανικά πανεπιστήμια», «Ριζοσπάστης», 27/5/2020, σελ. 14.

2. https://commonslibrary.parliament.uk/research-briefings/sn01079/

3. https://thetab.com/uk/2021/09/20/thousands-of-students-are-sex-workers-universities-need-to-do-more-to-protect-them-222364


Παναγιώτης ΚΛΟΥΚΙΝΑΣ
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Greenwich, μέλος της ΤΕ Δυτικής Ευρώπης του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ