Κυριακή 18 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
«Εφύρα»

Γρηγοριάδης Κώστας

Το 'λεγε και το ξανάλεγε το πάθημά του ο κυρ Γιάννης ο Κουτσογιάννης. Το 'λεγε και το ξανάλεγε, λες και ήθελε να το ξεφορτωθεί. Με τίποτα δεν μπορούσε να το χωνέψει.

Στο μοναδικό καφενείο του χωριού, στην κεντρική πλατεία, και κάτω από τον τεράστιο πλάτανο, οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Μια ολόκληρη εβδομάδα μετά τις εκλογές, μοναδικό θέμα ήταν τα αποτελέσματα. Πώς και γιατί έχασε το κυβερνών κόμμα; Τι ήταν αυτό που έδωσε τη νίκη στην αντιπολίτευση; Οι συζητήσεις φούντωναν. Τα επιχειρήματα και τις αναλύσεις διαδέχονταν οι έντονες αντιπαραθέσεις και οι καυγάδες. Τον Κουτσογιάννη όμως όλα αυτά δεν τον άγγιζαν, δεν τον ενδιαφέρανε. Ούτε τ' αποτελέσματα, ούτε το ποιο κόμμα κέρδισε, ούτε το ποιοι εκλέχτηκαν τον απασχολούσε. Ενιωθε ταπεινωμένος, προσβεβλημένος, εξαπατημένος. Είχε κάνει το λάθος να εναποθέσει τις ελπίδες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του στο ...πολιτικό χρηματιστήριο κι έχασε. Πριν καν ανακοινωθούν τα εκλογικά αποτελέσματα. Είχε χάσει από τη στιγμή που επισκέφθηκε το συγκεκριμένο πολιτικό γραφείο, στην οδό Σκουφά 104. Είκοσι ολόκληρες μέρες τώρα, δεν μπορούσε να ησυχάσει, αδυνατούσε να κλείσει μάτι. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι ενήργησε κατ' αυτόν τον τρόπο. Οτι υπέκυψε στις δυσκολίες της ζωής. Η αλήθεια είναι ότι ταλαντεύτηκε πολύ να πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση, πριν περάσει την πόρτα του κυρίου υφυπουργού και ξανά υποψηφίου στις επερχόμενες εκλογές. Τα προβλήματα είχαν πράγματι συσσωρευτεί και οξυνθεί στην οικογένειά του. Δυσκολευόταν να τα αντιμετωπίσει. Κι έτσι ο κυρ Γιάννης, αγωνιστής και πρότυπο του χωριού, που είχε περάσει νικηφόρα τις δυσκολίες των βουνών, υπέκυψε στις δυσκολίες των ...πεδιάδων.

Την πόρτα του γραφείου του κυρίου υφυπουργού χτύπησε ένα πρωινό. Τον υποδέχτηκε μ' ένα ζεστό χαμόγελο και μια γλυκιά καλημέρα η νεαρή ξανθιά ιδιαιτέρα. Του πρόσφερε μια αναπαυτική πολυθρόνα, του ετοίμασε καφέ, τον κέρασε γλυκό κι άνοιξε τη συζήτηση.

- Είστε ο κύριος...

- ...Γιάννης Κουτσογιάννης, από την κοινότητα Βαλτοχωρίου του Δήμου Φιλοθέης.

- Σε τι θα μπορούσε να σας φανεί χρήσιμος ο κύριος υφυπουργός;

- Ξέρετε... κι αρχίζει τη λεπτομερή εξιστόρηση των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

Των προβλημάτων, που τον ανάγκασαν να περάσει το κατώφλι του συγκεκριμένου πολιτευτή. Που τον ανάγκασαν ν' αφήσει απ' έξω την αξιοπρέπειά του, την περηφάνια του, την προσωπικότητά του, την ιστορία του και να βρεθεί λυγισμένος, ταπεινωμένος, χειρότερα και από αλυσοδεμένος σ' αυτό το σύγχρονο γραφείο, μπροστά στην ξανθιά υπάλληλο, στην οποία είχε αρχίσει ήδη την ...εξομολόγηση.

Να λέει, δηλαδή, για τις δόσεις του δανείου που τον πνίγουνε, για τη γυναίκα του, που πρόσφατα αναγκάστηκε να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση σε ιδιωτική κλινική και ουσιαστικά ζητιάνεψε για να πληρώσει τα νοσήλια, για τον γιο, που πρόσφατα τελείωσε τις σπουδές του και υπηρετεί τη θητεία του στον Εβρο, και την κόρη του, η οποία στα τριάντα πέντε της είναι ακόμα άνεργη και ανύπαντρη. Επιπλέον, να λέει για τη σοδειά των τελευταίων χρόνων, όπου τη μια μένει απούλητη, την άλλη αρπάζουν οι έμποροι με εξευτελιστικές τιμές ή να φροντίζει ο ...μεγαλοδύναμος για την καταστροφή της με παγετούς, χαλάζι, καύσωνες.

Πάντως, όσο στην αρχή δυσκολεύτηκε ν' αρχίσει την περιγραφή, τόσο στη συνέχεια η γλώσσα έτρεχε και, μάλιστα, όσο προχωρούσε άρχιζε να νιώθει κι ένα είδος ανακούφισης.

Η ιδιαιτέρα, στιγμή δεν τον διέκοψε. Καθισμένη στο γραφείο της, τον άκουγε με μεγάλη προσοχή, έχοντας στο πρόσωπό της καρφωμένο ένα πλατύ χαμόγελο. Τα δάχτυλά της, αθόρυβα και ταχύτατα, κινούνταν στο πληκτρολόγιο που βρισκόταν μπροστά της.

Ο κυρ Γιάννης ούτε κατάλαβε πότε τελείωσε την περιγραφή. Πόσο, αλήθεια, λίγος χρόνος χρειάζεται για να περιγράψει κανείς τόσα πολλά και οξυμένα προβλήματα!

- Τελειώσατε, κύριε Κουτσογιάννη; Αν ναι, μπορείτε να περάσετε στο γραφείο του κυρίου υφυπουργού στον τρίτο όροφο. Σας περιμένει.

Το πώς βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του, ούτε που το θυμάται. Με τίποτα, όμως, δε θα ξεχάσει την υποδοχή του. Τον περίμενε με ανοιχτή την πόρτα και μόλις τον είδε έσπευσε προς το μέρος του.

- Καλή σας ημέρα! Τι κάνετε κύριε Γιάννη; Πώς είστε; Η γυναίκα σας, η κόρη σας, ο γιος σας, είναι όλοι καλά; Καθίστε, καθίστε. Να σας προσφέρω κάτι;

Εκθαμβος ο κυρ Γιάννης κάθεται και αναρωτιέται. Τι ευγένεια; Πόσο ζεστή υποδοχή; Ολόκληρος υφυπουργός υποδέχεται έναν άγνωστο ουσιαστικά, με τόση εγκαρδιότητα και, μάλιστα, γνωρίζοντας τόσο καλά αυτόν, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του.

- Πώς πάει η ανάρρωση της γυναίκας σας; Αντιμετωπίζει μήπως δυσκολίες ο στρατευμένος γιος σας στον Εβρο; Η κόρη σας βρήκε κάποια δουλιά ή συνεχίζει το ψάξιμο; Οι καλλιέργειες αποδίδουν;

Ξερός ο κυρ Γιάννης, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Τον συνέφερε η ερώτηση...

- Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;

- Νααά... ξέρετε, κύριε... υπουργέ...

- Ναι, ναι. Ξέρω πολύ καλά. Τα πάντα. Θα φροντίσω για όλα. ΘΑ κάνω όλες τις απαραίτητες ενέργειες να ρυθμιστούν οι ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου. ΘΑ μεριμνήσω να μετατεθεί ο γιος στην πόλη μας. ΘΑ μεσολαβήσω για μια γερή αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ. ΘΑ πιέσω την επιτροπή του ΟΓΑ για τη χορήγηση αναπηρικής σύνταξης στη σύζυγο.

- Σας είμαι υπόχρεος. Πώς θα μπορέσω να...

- Ωωώ! Μα τι λέτε τώρα... Το καθήκον μου κάνω απέναντι στους ψηφοφόρους μου. Εσείς απλώς την επόμενη Κυριακή θα με στηρίξετε. Οικογενειακώς!

Από τη στιγμή που πέρασε την πόρτα του πολιτικού γραφείου, ο κυρ Γιάννης ένιωσε πρωτόγνωρα συναισθήματα. Νόμιζε ότι «κάποιος είναι», ότι επιτέλους υπάρχουν άνθρωποι που «του δίνουν σημασία», που «ενδιαφέρονται γι' αυτόν», που «προσφέρονται ανιδιοτελώς» να τον βοηθήσουν στα προβλήματα που τον ταλανίζουν. Το σπουδαιότερο; Κοτζάμ υπουργός γνωρίζει λεπτομερώς ΟΛΑ του τα προβλήματα! Δίχως μάλιστα ο ίδιος να ζητήσει το παραμικρό, εκείνος γενναιόδωρα προσφέρθηκε να του βρει λύση για το καθένα χωριστά! Τι όμορφα που ένιωθε! Δεν ήθελε με τίποτα ν' απομακρυνθεί απ' τον συγκεκριμένο χώρο. Ζούσε ένα όνειρο. Με τόση ευκολία λοιπόν θα λύνονταν όλα του σχεδόν τα προβλήματα;

- Κύριε υφυπουργέ, περιμένει ο επόμενος, ακούστηκε η γνωστή φωνή της γραμματέα, που εν τω μεταξύ είχε έρθει στο γραφείο δίχως να γίνει αντιληπτή.

Βγαίνοντας, είδε τον συγχωριανό του, τον Θοδωρή τον Λάκκα, να ανεβαίνει τα σκαλιά. Γνώριζε ότι κι εκείνος είχε πολλά προβλήματα. Στον προθάλαμο, είδε κι άλλους. Πολλούς. Αλλους γνωστούς κι άλλους όχι. Αρχισε να αισθάνεται άσχημα. Δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί μόνος του. Στο σπίτι του, στο δωμάτιό του. Να ηρεμήσει και να σκεφτεί.

Το ίδιο απόγευμα ένιωσε την ανάγκη να τηλεφωνήσει στον γιο του. Τρίτη σήμερα, ευτυχώς. Από τις 6 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. μπορούσε να επικοινωνήσει στη μονάδα του. Του τα είπε όλα, με το νι και με το σίγμα.

- Σ' εξαπάτησαν, πατέρα! Χρόνια κάνουν αυτή τη δουλιά. Ποια κατανόηση και ποια γνώση των προβλημάτων μας. Η τεχνολογία και η γραμματέας του να 'ναι καλά. Ταχτική τους; «Να σε κάψω Γιάννη μου, να σ' αλείψω λάδι»!

- Πανάθεμα, μουρμούρισε. Την πάτησα. Πιάστηκα κορόιδο, εξαπατήθηκα. Ολα είναι μια σύγχρονη, καλοστημένη απάτη.

Εξοργίστηκε ακόμα περισσότερο με τον εαυτό του, όταν στο νου ήρθαν τα λόγια του Περίανδρου, ξεναγού στο Νεκρομαντείο της Εφύρας στη Θεσπρωτία, το οποίο πρόσφατα είχε επισκεφθεί.

Ο Περίανδρος, αφού τους εξήγησε τα πάντα, σχετικά με το περιβάλλον, την αρχιτεκτονική του Νεκρομαντείου και τη σκοπιμότητά της υπογράμμισε: - Προτού εισέλθουν οι χρηστηριαζόμενοι στη Μεγάλη ιερή αίθουσα, μασούσαν σπόρους ή φύλλα αγριοτούτουνου, τα οποία προκαλούσαν ζάλες και οπτασίες. Τους τάιζαν επιπλέον μ' ένα είδος κουκιών, που κι αυτό είχε οραματικές ιδιότητες. Επιπλέον, τους θυμιάτιζαν με καιόμενο θειάφι.

Ολες όμως οι συγκεκριμένες προετοιμασίες δε θα ...απέδιδαν χωρίς τις συγκεκριμένες πληροφορίες για τον κάθε χρηστηριαζόμενο. Για τον κάθε, δηλαδή, επισκέπτη του Νεκρομαντείου.

Βασικός, λοιπόν, κρίκος στη διαδικασία της απάτης ήταν η απόσπαση πληροφοριών. Για το σκοπό αυτό, υπήρχαν έμμισθοι, έφιπποι συνεργάτες. Επιαναν τα δύο αποκλειστικά περάσματα, σε αρκετή απόσταση από το Νεκρομαντείο της Εφύρας, μάθαιναν για την οικογενειακή κατάσταση και το σκοπό της επίσκεψης και φρόντιζαν να φτάσουν οι πληροφορίες, πριν από την άφιξη του ταξιδιώτη.

Ολα αυτά του έφεραν στη μνήμη τη γραμματέα, το πληκτρολόγιο και την ΟΝ-LINE σύνδεση με το γραφείο του υφυπουργού, την αφήγησή του, την έκπληξή του, τη δική του εξαπάτηση, τη διαχρονικότητα της απάτης: 2.300 ολόκληρων χρόνων.

Η οργή του έφτασε στο αποκορύφωμα. Με τίποτα δεν μπορούσε να χωνέψει το πάθημά του. Ιδιαίτερα, όταν, μετά από δύο μέρες, βγήκε στην πλατεία για καφέ και διαπίστωσε, από τις συζητήσεις, ότι γνώριζαν όλοι για την επίσκεψή του στο συγκεκριμένο πολιτικό γραφείο. Φαίνεται ότι μεθοδευμένα είχαν φροντίσει και γι' αυτό.

Τότε ήταν που θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του: «Οσο πιο πολύ λυγίζουν οι λαοί, τόσο πιο τρανοί φαίνονται άρχοντες». Αποφάσισε, λοιπόν, να μη χαραμίσει ούτε μία ψήφο κι επιπλέον να προχωρήσει στην ίδρυση ενός Συλλόγου. Του Συλλόγου Εξαπατηθέντων Πολιτών (ΣΕΠ) με τίτλο «η ΕΦΥΡΑ» και λογότυπο τον Επιτάφιο για τον Μ. του Μπρεχτ:

«Ξέφυγα απ' τους καρχαρίες

και νίκησα τους τίγρεις.

Μ' έφαγαν όμως

οι κοριοί».

Στόχος του, επιθυμία και ελπίδα του, να έρθει όσο το δυνατόν πιο σύντομα η στιγμή της συνάντησής του με τον τελευταίο εξαπατημένο πολίτη.


Του
Βασίλη ΖΙΩΒΑ

Του Βασίλη ΖΙΩΒΑ

Γεννήθηκε το 1954 στην Καλαμιά Αρτας. Σπούδασε Φυσιοθεραπεία στο Πανεπιστήμιο της Σιένα, στην Ιταλία. Ως φοιτητής ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Σήμερα είναι μέλος του Νομαρχιακού Γραφείου της ΝΕ Αρτας του ΚΚΕ.

Εργάζεται ως φυσιοθεραπευτής στο ΚΑΠΗ του Δήμου Αρταίων και είναι μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων στο Δήμο.

Αρθρα του και μελέτες έχουν δημοσιευτεί στις τοπικές εφημερίδες της Αρτας και της Ηπείρου, στα «Εκπαιδευτικά Θέματα» και στον «Ριζοσπάστη».

Από τα διηγήματα που δημοσιεύτηκαν στον «Ριζοσπάστη», «Ο Ρεγκές» - 2.12.01 - διακρίθηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος.

Το συγκεκριμένο διήγημα με τίτλο ΕΦΥΡΑ δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά και είναι από τη συλλογή: «Το τάμα του αδελφού μου».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ