Κυριακή 17 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η άρχουσα τάξη με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό

Απρίλης 1941: Οι Γερμανοί υψώνουν τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη
Απρίλης 1941: Οι Γερμανοί υψώνουν τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη
Η ιστορική περίοδος του 1940-1944, χαρακτηρίζεται από την εισβολή αρχικά της Ιταλίας που ανήκε στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του άξονα με τη Γερμανία (28 Οκτώβρη 1940), ιστορική επέτειος για το λαό μας που λέγοντας το πραγματικό «ΟΧΙ» αντιστάθηκε σύσσωμος στην εισβολή τρέποντας τον ιταλικό στρατό σε φυγή αλλά και επίσημη για την άρχουσα τάξη επέτειος, επειδή η φασιστική της κυβέρνηση αρνήθηκε να παραδώσει την Ελλάδα στην Ιταλία. Στη συνέχεια βεβαίως, τον Απρίλη του 1941 έγινε και εισβολή των Γερμανών ιμπεριαλιστών και η τετράχρονη κατοχή. Γιατί όμως η ταυτόσημων ιδεολογικών απόψεων με τις τότε γερμανική και ιταλική κυβερνήσεις δε συμμάχησε με το συνασπισμό του άξονα;

Το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο που στήριξε τη μεταξική δικτατορία - και κυρίως το ναυτιλιακό - είχε ιστορικά αναπτύξει, αμέσως μετά τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους (μετά την επανάσταση του 1821), άρρηκτες σχέσεις με το αγγλικό κεφάλαιο. Τα συμφέροντά του συνδέονταν κυρίως με το αγγλικό κεφάλαιο και λιγότερο τότε με το γαλλικό και το αμερικανικό. Βεβαίως, στη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας, βελτιώθηκαν οι σχέσεις με το γερμανικό κεφάλαιο αλλά αυτό σε τίποτα δεν άλλαζε τις παραδοσιακές σχέσεις ελληνικού και αγγλικού κεφαλαίου. Η δικτατορία του Μεταξά, που βεβαίως επομένως υπηρετούσε πιστότατα τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, έκανε επιλογές συμμάχων με βάση τα συμφέροντά του, επομένως όχι μόνο δεν αμφισβητούσε τις σχέσεις με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό αλλά τις στήριζε κιόλας. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Μεταξάς στο «Τετράδιο των σκέψεων», που κρατούσε παράλληλα με το ημερολόγιό του, στις 6/5/1940 έγραφε:


«Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Αγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο, γιατί και το Αγγλικό το δρόμο μας θα ακολουθήση. Γι' αυτό είναι τραγική η θέσις της Ιταλίας... Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί» (Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του ημερολόγιο», τόμος Δ', σελ. 467). Ακόμη πιο σαφής ήταν ο Μεταξάς όταν εξηγούσε τη θέση της Ελλάδας απέναντι στην Αγγλία - και σ' ό,τι αφορούσε την περιβόητη ουδετερότητα - μιλώντας στις αρχές Μάη του '40 με τον Βρετανό δημοσιογράφο Αρθουρ Μάρτον: «είμεθα ουδέτεροι - εκμυστηρευόταν ο Ελληνας δικτάτορας στο συνομιλητή του - εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης». («Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», εκδόσεις «Πάπυρος», σελ. 76).

Επομένως η άρχουσα τάξη τασσόταν στον πόλεμο με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και όχι με το γερμανικό, γι' αυτό εμφανίστηκε στην ιστορία ότι αντιστάθηκε στην εισβολή. Εδώ τα συμφέροντά της την ανάγκαζαν να εμφανιστεί με το «ΟΧΙ». Ταυτόχρονα υπήρχε και ο φόβος της λαϊκής δράσης, που έτσι κι αλλιώς σε μια διαφορετική ενδεχομένως στάση θα στρεφόταν και εναντίον της, ενάντια στην εξουσία της.

Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο

Τμήμα του Συντάγματος του ΕΛΑΣ Αρκαδίας
Τμήμα του Συντάγματος του ΕΛΑΣ Αρκαδίας
Η ιστορική περίοδος 1941 - 1944 είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της την απελευθερωτική πάλη του λαού μας από το γερμανικό ιμπεριαλισμό και τη διά των όπλων κατοχή και υποδούλωσή του. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί, η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο.

Αλλωστε, ο λαός μας την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να τη διατηρήσει για πολύ. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κυβέρνησης που συγκροτήθηκε λίγο πριν από την απελευθέρωση, στηριζόμενη στον κρατικό μηχανισμό, (αστυνομία, τάγματα ασφαλείας κλπ.), που στήριξε τη γερμανική κατοχή και στις δικές της ένοπλες οργανώσεις, η πλειοψηφία των οποίων σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα συμπαρατάχτηκαν με τους κατακτητές, όπως π.χ. η «Χ», αλλά και στους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους της επεδίωξε, στην Αθήνα, να τσακίσει με τα όπλα το οργανωμένο λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα και την εμπροσθοφυλακή του, τον καθοδηγητή του, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, αλλά και το λαϊκό στρατό του που απελευθέρωσε την Ελλάδα, τον ΕΛΑΣ.

Η Απελευθέρωση της Αθήνας. Ο λαός γιορτάζει τη λευτεριά του στις 12 Οκτώβρη 1944
Η Απελευθέρωση της Αθήνας. Ο λαός γιορτάζει τη λευτεριά του στις 12 Οκτώβρη 1944
Οι πολιτικοί σκοποί βεβαίως συγκεκριμένοι. Η αποτροπή μιας λαϊκής εξουσίας και η εγκαθίδρυση αστικού κράτους. Γι' αυτό όμως χρειάστηκε ένοπλη σύγκρουση; Μα γιατί ακριβώς το ζήτημα της εξουσίας δεν ήταν λυμένο. Ο συσχετισμός ήταν σε βάρος της άρχουσας τάξης για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Και δεν μπορούσε να λυθεί διαφορετικά, αφού η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήθελε δική του εξουσία, αλλά και η άρχουσα τάξη τη δική της. Με τα συμφέροντά της ταυτίζονταν και τα συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου. Ετσι, κάλεσε τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και με το δικό του στρατό, για να καταλάβει αυτήν την εξουσία.

Τι, όμως, είχε προηγηθεί στη διάρκεια της κατοχής και του απελευθερωτικού αγώνα;

Σ' αυτό τον αγώνα ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Ουσιαστικά, σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε, η ταξική πάλη στις ταξικές κοινωνίες ποτέ δε σταματά. Και στη συγκεκριμένη περίοδο, ένοπλες οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ, η ΕΚΚΑ, και ιδιαίτερα η «Χ» του Γρίβα, ο «Ιερός Λόχος», η ΠΑΟ στη Μακεδονία - Θράκη και άλλες, είχαν βασικό τους εχθρό το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, προετοιμαζόταν η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτήν την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους, βεβαίως, πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.

Βεβαίως, και οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Και αυτό αντανακλάται και στις έξωθεν της χώρας συμμαχίες. Ενα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν το εξής: Το τμήμα της, που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους, φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς, να μείνει στην Ελλάδα και να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό, που αποτέλεσε, όπως αποδείχτηκε, μετά την απελευθέρωση έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς εξασφάλισης της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του.

Επίσης, ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ, που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα με τα όργανα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, τα Λαϊκά Δικαστήρια, τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού όπως τη βάφτισε ο λαός, την ΠΕΕΑ. Είχε, ακόμη, το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.

Η λαϊκή εξουσία δεν κατέκτησε την τελική νίκη. Αυτό είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα, για το οποίο η πολιτική πρωτοπορία, η καθοδήγηση και οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του αγώνα, με πρώτη απ' όλες το κόμμα της εργατικής τάξης, μπορούν να εξασφαλίσουν, αν σωστά κατανοούν και να υπολογίζουν τις αντικειμενικές συνθήκες, το συσχετισμό των δυνάμεων, να προβλέπουν και να προνοούν τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης για το καθοριστικό ζήτημα, και ως προς τους ελιγμούς και συμβιβασμούς, αλλά και ως προς το στρατηγικό σκοπό. Ο οποίος, βεβαίως, πρέπει να είναι σωστά καθορισμένος. Και εδώ, βεβαίως, στη σύνδεση του ζητήματος της εξουσίας με το ζήτημα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, έγιναν λάθη στρατηγικής. Η συμμετοχή των Αγγλων και με στρατό για τη διευθέτηση του προβλήματος της εξουσίας στην Ελλάδα, διαμόρφωσε μετά την απελευθέρωση άλλο συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό της χώρας. Και αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός της συμμετοχής της Αγγλίας στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, επέδρασε στα στρατηγικά λάθη, πριν ακόμη την απελευθέρωση, όπως οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Γκαζέρτας για το μεταπελευθερωτικό καθεστώς της Ελλάδας και το ζήτημα της εθνικής ενότητας. Γιατί, ουσιαστικά, οι έχοντες την εξουσία στην Ελλάδα, (ΕΑΜ - ΠΕΕΑ), κατέληξαν να συμφωνήσουν να τη μοιραστούν μετά την απελευθέρωση. Μόνο που στο συγκεκριμένο ζήτημα δε χωράει μοιρασιά.

Σημαντικά γεγονότα της Κατοχής

Ας παρακολουθήσουμε, όμως, τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής, που σημάδεψαν και την περίοδο μετά την απελευθέρωση.

Τον Ιούλη του 1941, συνήλθε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, που αποφασίζει μέτρα για την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την αναγκαιότητα της συσπείρωσης όλων των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που ήταν διατεθειμένες να αγωνιστούν γι' αυτό το σκοπό.

Σε πολλά μέρη της χώρας, ήδη από το Μάη - Ιούνη, ακόμη, του '41 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και άλλων πατριωτών δημιουργήθηκαν πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις: Στη Μακεδονία, η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ηπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο», στην Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» κ.ο.κ. Η πρώτη όμως πανελλαδική εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 28 Μάη του 1941.

Στις 16 Ιούλη του '41 η εργατική τάξη δημιούργησε το Εργατικό ΕΑΜ, που ήταν προπομπός του ΕΑΜ.

Στις 27 Σεπτέμβρη του 1941, πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική σύσκεψη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του Κόμματος της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ).

Στις 16 Φλεβάρη του 1942 ιδρύεται ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ώστε να κατευθύνεται ενιαία η ένοπλη πάλη κατά των Γερμανών κατακτητών και του ντόπιου καθεστώτος της άρχουσας τάξης.

Στις 10 Μάρτη του 1944, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή και ως Κυβέρνηση του Βουνού. Με την ανάπτυξη της ένοπλης πάλης του ΕΛΑΣ δημιουργήθηκαν γρήγορα ελεύθερες περιοχές στην Ελλάδα, οι οποίες εκ των πραγμάτων έπρεπε να διοικηθούν, για να μπορέσουν οι κάτοικοί τους να ζήσουν οργανωμένα, προσφέροντας στον εαυτό τους και στον αγώνα για την Εθνική Απελευθέρωση. Ετσι, άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα όργανα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και Δικαιοσύνης.

Στο διάστημα 17 έως 20 Μάη 1944, συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου». Στο συνέδριο συμμετείχαν το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ, η Κυβέρνηση, δηλαδή, του Βουνού που είχε στα χέρια της πραγματική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα στήριγμα στην Ελλάδα και το λαό της. Ηταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τμήματα της άρχουσας τάξης που είχαν μεταβεί στην περιοχή μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συμμετείχαν και ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, άλλα επίσης χωρίς σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα.

Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, η άρχουσα τάξη της Ελλάδας και οι Αγγλοι επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, τη διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία,

Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο συνέδριο, ευελπιστώντας στην επίτευξη μιας ευρυτάτης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, για την πιο πλατιά συγκέντρωση δυνάμεων για το οριστικό διώξιμο του κατακτητή από την ελληνική γη.

Στο συνέδριο έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής: «Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν... Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση τη μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν... Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας...». Ετσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες.

Η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.

Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944, έναν περίπου μήνα πριν την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου. Πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης αποτελεί το «Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία, η όλη εξέλιξη συνιστούσε μια πολύ σοβαρή υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου, που δεν είχε κάνει το παραμικρό για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά και έναντι της Αγγλίας που κατάφερνε, για άλλη μια φορά, να προωθήσει τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο.

Το ΚΚΕ, ουσιαστικά, αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, περιορίζοντας το όλο πρόβλημα στο ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του που έγινε στις 2 - 3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, όμως, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή»... Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ επικύρωσε και δικαιολόγησε αυτήν την ταχτική.

Ετσι, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν μπει στη δίνη μιας σειράς απαράδεκτων υποχωρήσεων, απέναντι στην ντόπια ολιγαρχία και τους Αγγλους, που συνεχίστηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας της Γκαζέρτας στις 26 Σεπτέμβρη 1944.

Μετά την απελευθέρωση

Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειαζόταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.

Στις 30 Οκτώβρη στις 2 μ.μ. τα τμήματα της ΧΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη μακεδονική πρωτεύουσα.

Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη.

Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες, αίμα και δάκρυα. Μα ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.

Αρχές Οκτώβρη, άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα» στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.

Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».

Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.

Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10ην Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.

Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην Πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηρίζονταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.

Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.

Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα, πένθους δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην Πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.

Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη Βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.

Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσίλογων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας.

Ηδη άναβε το φιτίλι του Εμφυλίου. Που μπορεί να μην άρχισε ολοκληρωτικά αμέσως, αφού ακολούθησε μια προσωρινή ανάπαυλα με την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 που αφόπλισε το λαϊκό κίνημα, αλλά η μονόπλευρη ένοπλη βία από τη μεριά της άρχουσας τάξης συνεχιζόταν και εντεινόταν, ώσπου το 1946 εξανάγκασαν το λαό να ξαναπάρει τα όπλα.


Επιμέλεια:
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Στα 60 χρόνια της απελευθέρωσης της Αθήνας από τη γερμανική κατοχή

«Απελευθέρωση», έργο του Τάσσου
«Απελευθέρωση», έργο του Τάσσου
Η επέτειος των 60 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας από το γερμανικό ιμπεριαλισμό (12 Οκτώβρη) φαίνεται πως για την άρχουσα τάξη και τα επιτελεία της έχει τέτοια και τόση σημασία που είτε την περνούν στα ψιλά γράμματα μικρών ειδήσεων, προκειμένου να εμφανίζεται υποτυπωδώς στα ιστορικά τους ημερολόγια, είτε τη χρησιμοποιούν για παραχάραξη της ιστορίας. Και όμως, αυτή η επέτειος σηματοδοτεί την απελευθέρωση της Ελλάδας και επομένως την κατάκτηση του πρωταρχικού δικαιώματος κάθε λαού να ζει, να δουλεύει και να αναπτύσσεται ελεύθερα με βάση τη δική του θέληση, χωρίς κατακτητές και «προστάτες». Του λαού. Γιατί η άρχουσα τάξη αλλιώς λογαριάζει. Η δική της θέληση που καθορίζεται από τα δικά της συμφέροντα, δηλαδή από τα κέρδη της, δε λογαριάζει λαούς και τύχες πατρίδας. ΄Η τα λογαριάζει μόνο, εφόσον και όταν κινδυνεύουν τα συμφέροντά της. Και την ιστορία τη γράφει στο χαρτί, όχι όπως πραγματικά γράφεται από το λαό, αλλά στα μέτρα της.

Η συγκεκριμένη ιστορική επέτειος, η απελευθέρωση της Αθήνας, «ξύνει» στην ιστορική μνήμη το τεράστιο κατόρθωμα της ασίγαστης πάλης κατά των Γερμανών ιμπεριαλιστών και με τα όπλα κατακτητών, έργο αποκλειστικά των λαϊκών μαζών. Και δε βολεύει την άρχουσα τάξη να ανασκαλεύεται η χόβολη της φωτιάς ενός αγώνα από τη σκοπιά που μπορεί να σμιλεύει στη λαϊκή συνείδηση και την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης και την ανεξάντλητη δύναμη που μπορεί να τη φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας, αφού η πείρα της λαϊκοαπελευθερωτικής πάλης συμβάλλει στην υλική δύναμη για την κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος. Ζήτημα που ήταν στο προσκήνιο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και τότε, στα 1944. Και, επομένως, ως ιστορική επέτειος της απελευθέρωσης της Αθήνας «υποχρεώνει» στην ανάδειξη του λαϊκού έπους, αλλά και της ιστορικής αλήθειας. Ζητήματα που για το κεφάλαιο στις σημερινές συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου, του καπιταλισμού, με ενισχυμένα τα χαρακτηριστικά του και στην Ελλάδα, με την άρχουσα τάξη να είναι οργανικά ενταγμένη στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ενώσεις, να συμμετέχει ενεργά στη βία και τους πολέμους, όχι μόνο πρέπει να σβηστούν οριστικά από την ιστορική μνήμη, ιδιαίτερα της νέας γενιάς και των μελλοντικών, αλλά αν είναι δυνατόν να αντιστραφεί η ίδια η ιστορία. Και πασχίζουν γι' αυτό επιτελεία ολόκληρα, αφού το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού σημαίνει ολοένα και μεγαλύτερη αντίδραση, αλλά και γιατί «ιστορία» σημαίνει κοινωνική εξέλιξη και γεγονότα που τη σημαδεύουν. Γεγονότα που δημιουργεί η ταξική πάλη, η δράση των λαϊκών μαζών. Αυτήν φοβούνται μην πάρει συνειδητό ανατρεπτικό κατά του κοινωνικού τους συστήματος χαρακτήρα. Αυτό πασχίζουν να εμποδίσουν. Και πολύ θα 'θελαν να καταργήσουν την ταξική πάλη, αλλά αυτή αντικειμενικά δεν μπορεί να καταργηθεί, αφού είναι σύμφυτη με τη δράση των νόμων κίνησης των ταξικών κοινωνιών. Το συνειδητό πολιτικό χαρακτήρα της από τη μεριά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της θέλουν να αποτρέψουν. Γι' αυτό σχετικά με την ένοπλη βία κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, κατά του λαϊκού κινήματος, που άσκησε η ελληνική πλουτοκρατία από κοινού με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους τους αμέσως μετά την απελευθέρωση, σήμερα οι διάφοροι αστοί κονδυλοφόροι και δημοσιολόγοι, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, την αποδίδουν στο κίνημα, στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, θέλοντας να ξαναγράψουν την ιστορία. Και απ' αυτή την άποψη, το έργο της απελευθέρωσης της Ελλάδας από το λαό της διδάσκει για το παρόν και το μέλλον. Ας το δούμε.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ