Η αιτιολογική έκθεση του κανονισμού εφαρμογής της αναφέρει ότι πρέπει «να υπάρξει συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών και συντονισμένη διοικητική δράση για τη διαχείριση της ολοένα και πιο ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας». Ταυτόχρονα, αναφέρει ότι οι μετακινούμενοι εργαζόμενοι «είναι ευάλωτοι ή στερούνται τα δικαιώματά τους» και μιλά για «καταπολέμηση της απάτης που συνδέεται με την απόσπαση των εργαζομένων». Αυτά τα περί «δικαιωμάτων» και περί «καταπολέμησης της απάτης» είναι ωστόσο το τυρί στη φάκα εξωραϊσμού της ΕΕ, ως προστάτιδας τάχα των εργαζομένων από την εργοδοσία, όταν ήδη η ίδια η ΕΕ έχει διαμορφώσει ένα βαθιά ταξικό εκμεταλλευτικό εργασιακό καθεστώς, με ευελιξία εφαρμογής του στα κράτη - μέλη της, για ολοένα αυξανόμενη εκμετάλλευση. Εδώ εντάσσονται και η κινητικότητα, η περιπλάνηση στην αναζήτηση μεροκάματου.
Τι προστατεύουν όμως;
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει: «Ο προτεινόμενος κανονισμός θα συμβάλει στην υλοποίηση των αρχών και των δικαιωμάτων που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ιδίως με την προώθηση της ενημέρωσης για ευκαιρίες κατάρτισης και διά βίου μάθησης για τους μετακινούμενους πολίτες, καθώς και με την ενεργή υποστήριξη της απασχόλησης και, γενικότερα, με την αποτελεσματική και αποδοτική ενίσχυση του ενωσιακού δικαίου (...) και τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης».
Αρα, θα εφαρμόσουν τον «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», που δημιουργεί εργαζόμενους με ελάχιστους μισθούς, «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις, τσακισμένα εργασιακά δικαιώματα, κινητικότητα, επανακατάρτιση κ.λπ., εντάσσοντάς τον στο ευρωενωσιακό εργατικό δίκαιο, σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων.
Η ίδια η ΕΕ λέει για τον «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων»:
«Ο πυλώνας θα συμβάλει στη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στους οικονομικούς κλυδωνισμούς (...) θα κατευθύνει πολιτικές σε μια σειρά τομέων κρίσιμων για την εύρυθμη και δίκαιη λειτουργία των αγορών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας (...) θα συμβάλει εν προκειμένω στην (...) οικονομική ανάπτυξη (...) σύμφωνα με τη στρατηγική "Ευρώπη 2020". (...) Οι δαπάνες για τις κοινωνικές πολιτικές (...) (που συμπεριλαμβάνουν και κοινωνική προστασία, εκπαίδευση και υγεία) αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και περισσότερο από το ήμισυ των δημόσιων δαπανών στα περισσότερα κράτη - μέλη, πρέπει να δοθεί ισχυρή έμφαση (...) στη σχέση κόστους - οφέλους και στις προσπάθειες για επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων(...)».
Αρα, ο πυλώνας διαμορφώνει πλαίσιο εργασιακών συνθηκών ζούγκλας, υπηρετώντας τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την ανταγωνιστικότητα, δηλαδή κάνει ολοένα φτηνότερη την εργατική δύναμη για να αυξάνεται το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει «εύρυθμη και δίκαιη λειτουργία των αγορών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας», εύρυθμη για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Ενώ μιλώντας για «σχέση κόστους - οφέλους» στην «κοινωνική πολιτική», θεωρούν «κόστος» για το κεφάλαιο την παροχή κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών για κάλυψη τέτοιων εργατικών - λαϊκών αναγκών και τις τσακίζουν.
Επίσης, ο πυλώνας αποτελεί πλαίσιο αντεργατικής - αντιλαϊκής πολιτικής διαχείρισης, προστατεύοντας τους επιχειρηματικούς ομίλους σε περιόδους επιβράδυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας, καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Αυτό σημαίνει «μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στους οικονομικούς κλυδωνισμούς». Μνημονιακή πολιτική χωρίς μνημόνιο...
Η εφαρμογή του πυλώνα ενισχύει τη διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών και κεφαλαίου.
Αυτό δίνεται στην αιτιολογική έκθεση ως εξής: «Η πρωτοβουλία αυτή συμπληρώνει το συνεχιζόμενο έργο για την επίτευξη των στόχων που καθορίστηκαν στις πολιτικές κατευθύνσεις: Νέο ξεκίνημα για την Ευρώπη (...) Βαθύτερη και δικαιότερη εσωτερική αγορά με ενισχυμένη βιομηχανική βάση, στρατηγική για την εσωτερική αγορά (...) συμπληρώνει επίσης την προτεραιότητα 1 των πολιτικών κατευθύνσεων ("Νέα ώθηση στην απασχόληση, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις"), με τη δημιουργία ευνοϊκότερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος, που υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Επομένως, με την «Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας» ενισχύουν την εσωτερική αγορά της ΕΕ, δηλαδή τους επιχειρηματικούς ομίλους (επιχειρηματικότητα), παρέχοντάς τους φτηνό, «ευέλικτο» και συνεχώς περιπλανώμενο εργατικό δυναμικό, ενισχύουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, τις επενδύσεις, αφού διαμορφώνουν εργασιακές συνθήκες - κόλαση, που αντανακλούν σε αύξηση του ποσοστού κέρδους, τόσο με την «ευελιξία» στην εργασία όσο και με τους μειούμενους μισθούς, τις συντάξεις και κοινωνικές υπηρεσίες.
Επίσης, για να προστατεύεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων, ο κανονισμός αναφέρει: «Η Αρχή θα πρέπει να αναπτύξει ικανότητα εκτίμησης κινδύνου (...) σχετικά με την αγορά εργασίας (...) να παρακολουθεί τις πιθανές ανισορροπίες όσον αφορά τις δεξιότητες και τις διασυνοριακές ροές εργαζομένων».
Φαίνεται ξεκάθαρα λοιπόν ότι η «Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας» θα έχει καθήκον να προστατεύει τους επιχειρηματικούς ομίλους από κινδύνους, αφενός παρέχοντάς τους έτοιμο εργατικό δυναμικό σε προσόντα για αυτόματη προσαρμογή στις ανάγκες τους και αφετέρου παρέχοντας εργατικό δυναμικό σε ποσότητα όση χρειάζονται. Θα έχει δηλαδή ρόλο ασφαλιστικής δικλίδας ως προς αυτά.
Σχετικά με τους κινδύνους για τους επιχειρηματικούς ομίλους, σε άλλο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης αναφέρονται τα εξής: «Για να διευκολύνεται η διαχείριση των προσαρμογών της αγοράς εργασίας, η Αρχή θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων, ώστε να αντιμετωπίζονται οι διαταράξεις της αγοράς εργασίας που επηρεάζουν περισσότερα του ενός κράτη - μέλη, όπως περιπτώσεις αναδιάρθρωσης ή μεγάλα έργα που έχουν αντίκτυπο στην απασχόληση στις παραμεθόριες περιοχές (...) Η Αρχή θα ωφελήσει, επίσης, τις εταιρείες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, π.χ. για σκοπούς πρόσληψης (...) Θα παράσχει, επίσης, διαφάνεια για τις επιχειρήσεις σχετικά με τα τοπικά εργασιακά πρότυπα σε όλη την εσωτερική αγορά».
Εδώ γίνεται ολοφάνερος ο σκοπός της «Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας», η προστασία των επιχειρηματικών ομίλων. Η «αναδιάρθρωση επιχειρήσεων» φέρνει απολύσεις, αύξηση της ανεργίας, άρα διαταράξεις στην αγορά εργασίας. Αρα, η Αρχή θα συμβάλλει στην εκτόνωση της όξυνσης αυτής, προτείνοντας στα κράτη - μέλη πολιτική διαχείρισης της μείωσης εργατικού δυναμικού με βάση τα ευρωενωσιακά προγράμματα ενεργού απασχόλησης που ωφελούν τους εργοδότες. Καθώς επίσης θα αναλαμβάνει ρόλο προστασίας των επιχειρήσεων που παίρνουν μεγάλα έργα σε παραμεθόριες περιοχές, ώστε να τους παρέχει φτηνό εργατικό δυναμικό, επιλέγοντας με βάση τα εργασιακά πρότυπα σε κράτη της ΕΕ που συνορεύουν μεταξύ τους, π.χ. έργα διεθνικών ευρωενωσιακών ομίλων στη μεθόριο της Ελλάδας, με τους πιο φτηνούς εργαζόμενους (μισθοί Βουλγαρίας).
Σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, φαίνεται ότι η Αρχή ανοίγει δρόμο, ώστε τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, όπως και όλα τα άλλα δικαιώματα, με δεδομένο ότι προσαρμόζονται στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάθος χρόνου να ενιαιοποιηθούν προς την ενίσχυση των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, με εξατομίκευση της Ασφάλισης, συστήματα τριών πυλώνων, με διασφάλιση μιας ελάχιστης σύνταξης που δεν ικανοποιεί ούτε στοιχειώδεις ανάγκες, με μια ανταποδοτική με κεφαλαιοποιητικά συστήματα, π.χ. επαγγελματικά ταμεία, και την ιδιωτική ασφάλιση που ανοίγει ενιαία σε όλη την ΕΕ με το «ατομικό ευρωπαϊκό συνταξιοδοτικό προϊόν», που και αυτό εφαρμόζεται με κανονισμό, δηλαδή υποχρεωτικά σε όλα τα κράτη - μέλη. Στοχεύουν να διασφαλίζεται μόνο μια σύνταξη πείνας, ενώ με την ώθηση των εργαζομένων να αποταμιεύουν τζογάροντας τις αποταμιεύσεις σε ασφαλιστικά προϊόντα, να ενισχύεται το κεφάλαιο που θα εκμεταλλεύεται τις αποταμιεύσεις. Η δε απόδοση σύνταξης θα είναι «στον αέρα», αφού με μια οικονομική κρίση ή με το φαλίρισμα ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου χάνονται οι αποταμιεύσεις.
Αρα η «Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας» είναι μια Αρχή κατ' όνομα Εργασίας. Ουσιαστικά, είναι ένα εργαλείο διασφάλισης μιας αγοράς εργασίας, ενιαίας στην ΕΕ όσο μπορεί να γίνει, με βάση τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, έτσι που να υπηρετείται η διευρυμένη αναπαραγωγή κερδών, να προστατεύονται από κινδύνους που τα υπονομεύουν.
Γι' αυτό και πρέπει να αποτελέσει για τους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ένα ακόμη κριτήριο καταδίκης της ΕΕ και των κομμάτων που την υπηρετούν. Αλλωστε, τον «Ευρωπαϊκό Πυλώνα» τον συνυπέγραψαν ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ. Να συνοδευτεί αυτό με αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ, του μοναδικού κόμματος που αντιπαλεύει την ΕΕ μέχρι την αποδέσμευση με εργατική εξουσία, υπερασπιζόμενο τους εργαζόμενους. Και ταυτόχρονα να αποτελέσει ένα ακόμη κίνητρο οργάνωσης στα ταξικά σωματεία, έντασης της ταξικής πάλης κόντρα στο κεφάλαιο και την εξουσία του.
...ενώ η επίθεση συνεχίζεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθεί η κυβέρνηση και στο ζήτημα του καθεστώτος των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (ΒΑΕ), αξιοποιώντας μια διάταξη στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε χτες στη Βουλή. Με την εν λόγω διάταξη, η υποχρέωση της συγκέντρωσης 1.000 βαρέων ενσήμων στο διάστημα των τελευταίων 13 ετών, προκειμένου ένας εργαζόμενος να συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς των ΒΑΕ, επεκτείνεται - λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης ανεργίας των τελευταίων ετών - στα 17 χρόνια. Κι ενώ προφανώς η εν λόγω διάταξη, έστω και πολύ καθυστερημένα, βοηθά ασφαλισμένους που δούλεψαν για χρόνια σε βαρύ και ανθυγιεινό επάγγελμα αλλά έμειναν άνεργοι τα χρόνια της κρίσης, πάει πολύ να επιχειρεί να την αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να... «μηδενίσει το κοντέρ»! Πάει πολύ να επιχειρεί να συσκοτίσει το γεγονός ότι παραμένουν σε ισχύ όλες οι αντεργατικές μνημονιακές ανατροπές στα ΒΑΕ, ο αποχαρακτηρισμός που έγινε σε μια σειρά από κλάδους και ειδικότητες, η αύξηση των ορίων ηλικίας, όπως και η μείωση των συντάξεων, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται η συνέχιση της επίθεσης στα ΒΑΕ από τη σημερινή κυβέρνηση.
Για να «φρεσκάρουμε» όλες τις αντεργατικές ανατροπές στα ΒΑΕ που διατηρεί σε πλήρη ισχύ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να επιστρέψουμε στο Νοέμβρη του 2011: Η τότε κυβέρνηση, σε εφαρμογή της πρόβλεψης του 1ου μνημονίου και νόμων που ακολούθησαν, επέβαλλε μεγάλη εκκαθάριση των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, διαμορφώνοντας νέα λίστα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε τότε το ίδιο το υπουργείο Εργασίας, γινόταν η εκτίμηση ότι με τη νέα λίστα, οι εργαζόμενοι σε κλάδους, χώρους εργασίας, επαγγέλματα και ειδικότητες με καθεστώς ΒΑΕ μειώνονταν κατά 166.000, δηλαδή πάνω από 30%! Από τους 531.000 εργαζόμενους που ήταν στη λίστα, με βάση το τότε ισχύον καθεστώς, με τη νέα ο αριθμός τους θα έπεφτε στους 365.000!
Να σημειωθεί ότι στην Επιτροπή που συγκρότησε η κυβέρνηση για να διαμορφώσει τη νέα πετσοκομμένη λίστα συμμετείχε και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, σπεύδοντας να νομιμοποιήσει τη διαδικασία της ανατροπής του καθεστώτος των ΒΑΕ.
Οπως χαρακτηριστικά κατέγραφε ο «Ριζοσπάστης» τότε, «εκτός λίστας πετάχτηκαν μάγειροι, καμαριέρες, σερβιτόροι ("εξαιρούνται" αυτοί που δουλεύουν τουλάχιστον 3 ώρες από 22.00 έως 06.00, στην πραγματικότητα το επάγγελμα τίθεται εκτός ΒΑΕ). Επίσης, χιλιάδες καθαριστές και καθαρίστριες με μερική απασχόληση, αλλά και με πλήρη απασχόληση στην περίπτωση που εργάζονται στα γραφεία δημόσιων επιχειρήσεων, στα ΝΠΔΔ, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού και στις επιχειρήσεις τους, στα ΝΠΙΔ που ανήκουν στο κράτος, καθώς και στις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ΑΕ που έχουν εργοδότες τους παραπάνω φορείς. Επιπλέον τους καθαριστές και καθαρίστριες των γραφείων διοίκησης όλων των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα».
Ακόμα, εκτός λίστας τέθηκαν «υπάλληλοι, διοικητικοί, επιστάτες, φύλακες σε κλάδους βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας όπως: Μεταλλεία, λιγνιτωρυχεία, ορυχεία, λατομεία, στην τσιμεντοβιομηχανία, στην παραγωγή και κατεργασία σιδήρου και χάλυβα και άλλων μετάλλων, στην παραγωγή διθειούχου άνθρακα, στην παραγωγή φαρμάκων και καλλυντικών, στην αεροπορική βιομηχανία, στις εταιρείες εμφιάλωσης υγραερίων. Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις κατεργασίας ξηρού ασβέστη στον τομέα της συσκευασίας, οι διαλογείς και εφαρμοστές στην υαλουργία, οι εργάτες στη συσκευασία των απορρυπαντικών, οι εργαζόμενοι των σπορελαιουργίας, ελαιουργίας, σαπωνοποιίας που δεν εργάζονται στα τμήματα παραγωγής, οι εργαζόμενοι στην επεξεργασία σταφίδας, οι τραπεζοκόμοι στα νοσηλευτικά ιδρύματα και στις φυλακές. Στις εταιρείες πετρελαιοειδών εξαιρέθηκαν από τη λίστα οι εργαζόμενοι στη διακίνηση και διάθεση των καυσίμων, οι εργαζόμενοι στην αποθήκευση χημικών βιομηχανιών κ.λπ.
Επιπλέον ειδικότητες όπως: Ζαχαροπλάστες, κομμωτές - κομμώτριες και κουρείς, πωλητές στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, οδηγοί ταξί εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, ταμίες πολυδύναμων σούπερ - μάρκετ, οδηγοί μικρών φορτηγών ως βοηθοί, συντηρητές κτιρίων κ.λπ.».
Με τη νέα λίστα, ειδικά για τους νέους εργαζόμενους στους κλάδους και στις ειδικότητες που βγήκαν εκτός ή όσους μέχρι τότε δεν είχαν συμπληρώσει 3.600 μέρες ασφάλισης, όσον αφορά το ασφαλιστικό καθεστώς, αυξήθηκε τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς οι χιλιάδες αυτοί εργαζόμενοι μετέβησαν στο γενικό καθεστώς του ΙΚΑ σε ό,τι αφορά την Ασφάλιση.
Στον αντίποδα, οι επιχειρήσεις που μέχρι τότε για την ασφάλιση αυτών των εργαζομένων κατέβαλλαν επασφάλιστρο στο ΙΚΑ απαλλάχθηκαν από την καταβολή του, κερδίζοντας από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Δεν είναι όμως μόνο η συρρίκνωση της λίστας των ΒΑΕ. Παράλληλα, από το 2012 και σε όσους παρέμειναν σε καθεστώς ΒΑΕ, σταδιακά και σε αυτούς - όπως και σε όλους τους ασφαλισμένους- με το νόμο 4093 επιβλήθηκε αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία πλέον διαμορφώνεται στο 62ο έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου και μάλιστα για άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμία διάκριση. Η αύξηση αυτή φόρτωσε στους ασφαλισμένους σε καθεστώς ΒΑΕ από 2 έως και 7 επιπλέον χρόνια ασφάλισης.
Οι ανατροπές αυτές όχι μόνο παραμένουν σε ισχύ, αλλά συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα. Απόδειξη αυτού είναι και η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο απέρριψε προσφυγή με την οποία εργαζόμενοι ζητούσαν την ακύρωση του αποχαρακτηρισμού των επαγγελμάτων τους. Κατά συνέπεια, παρά τα φληναφήματα περί «τέλους των μνημονίων» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το αντεργατικό μνημονιακό οπλοστάσιο για τις επιχειρήσεις αλλά και το κράτος διατηρείται άθικτο και συνεχίζει να βαραίνει στη ζωή των εργαζομένων.
Ομως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έμεινε μόνο στη διατήρηση του μνημονιακού πλαισίου, αλλά προχώρησε στην παραπέρα ενίσχυσή του, με την ψήφιση νόμου με τον οποίο επανεξετάζεται το καθεστώς των ΒΑΕ και στο Δημόσιο (ν. 4512/2018, άρθρο 396) για όσους εργαζόμενους (ΟΤΑ, νοσηλευτές) υπάγονται σε αυτό, βάζοντας στο στόχαστρο και το επίδομα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας που λαμβάνουν μέχρι τώρα.
Στη βάση του πορίσματος μιας Επιτροπής που όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το επίδομα αυτό θα επανασχεδιαστεί «από μηδενική βάση» για τους 70.000 περίπου δικαιούχους του σήμερα.
Η επίθεση στο επίδομα βέβαια δεν είναι ξεκομμένη από τη γενικότερη επίθεση στα ΒΑΕ η οποία ξετυλίγεται τα τελευταία χρόνια. Τόσο η περιστολή του επιδόματος όσο και η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ συνολικά, υπηρετούν από διαφορετικούς δρόμους την επιδίωξη για τόνωση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και την προσέλκυση επενδυτών. Επιτυγχάνεται μείωση των «δαπανών» του αστικού κράτους για τους εργαζόμενους, διασφαλίζονται επιπλέον πόροι για φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετείται η στόχευσή του για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
Για τους εργαζόμενους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η επίθεση της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων στο θεσμό των ΒΑΕ συνιστά άλλη μία επίθεση στα μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία, άλλη μία επίθεση σε ένα θεσμό που συνδέεται με τη μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου.
Ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από το εργατικό κίνημα και τους εργαζόμενους, οι οποίοι απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και την άθλια προπαγάνδα της πρέπει να αντιτάξουν την πάλη τους, διεκδικώντας μεταξύ άλλων:
Να διευρυνθεί ο θεσμός των ΒΑΕ σε όλους τους εργαζόμενους όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που εργάζονται σε ανθυγιεινές συνθήκες. Να μειωθεί ο χρόνος εργασίας για τα ΒΑΕ σε 6ωρο - 5ήμερο - 30ωρο, με αύξηση των ημερών αδείας. Να μειωθούν τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης στα 50 έτη για τις γυναίκες και στα 55 για τους άντρες που εργάζονται στα ΒΑΕ. Να μην περικοπεί το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας σε κανέναν εργαζόμενο. Να επεκταθεί και στους εργαζόμενους ειδικοτήτων, ανεξαρτήτως εργασιακής σχέσης, που εργάζονται σε ανθυγιεινές συνθήκες και σήμερα δεν το λαμβάνουν.
Συζήτηση με τον υποψήφιο ευρωβουλευτή του Κόμματος Δημήτρη Βιτάλη
Μέσα από τη συζήτηση αναδεικνύεται η ανάγκη οι αυτοαπασχολούμενοι, με βάση την πείρα τους και όλα όσα εξακολουθούν να βιώνουν, να στηρίξουν μαζικά το ΚΚΕ, απέναντι στην ΕΕ και την πολιτική που τους τσακίζει για να ενισχύσει τα μονοπώλια, απέναντι σε όλες τις δυνάμεις που στηρίζουν αυτήν την πολιτική και στήνουν διάφορες παγίδες για να χρυσώσουν το χάπι της αντιλαϊκής επίθεσης διαρκείας.
-- Πώς σχολιάζετε όσα λέει η κυβέρνηση, ότι με τη ρύθμιση που ψήφισε αυτές τις μέρες για τις 120 δόσεις ανακουφίζει τους αυτοαπασχολούμενους και δίνει λύση σε χρόνια προβλήματά τους;
-- Η κυβέρνηση, με τις ρυθμίσεις για τα χρέη των αυτοαπασχολούμενων σε Εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και δήμους, επιδιώκει προεκλογικά να χρυσώσει το χάπι και να εμφανιστεί σαν σωτήρας.
Θέλει να κρύψει ότι η πολιτική της ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων που ακολουθεί, εναρμονισμένη στο στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ, ενισχύει τις αιτίες που συντρίβουν τους αυτοαπασχολούμενους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, όπως και οι προηγούμενες, έχει βαριές ευθύνες για τη σημερινή άθλια κατάσταση των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ.
Το αυτονόητο «κούρεμα» των χρεών είναι πάγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος, θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα άλλωστε, απλά ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να το παρουσιάσει σαν προεκλογική παροχή. Ομως ακόμα και αυτό στην ουσία δεν χαρίζεται στους αυτοαπασχολούμενους γιατί δήθεν τώρα ήρθε η ώρα, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά αντίθετα «ανταλλάσσεται» εκβιαστικά με τη δραστική μείωση των συντάξεών τους στην οποία οδηγεί ο επανυπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών βάσει του νόμου Κατρούγκαλου.
Εχουν υπόψη οι συνάδελφοι ότι ρυθμίσεις με δόσεις έχουμε ζήσει και στο παρελθόν. Λίγοι κατάφεραν να ακολουθήσουν, αφού καλά καλά δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες απαιτήσεις. Για όσους δεν καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στον χρόνιο Γολγοθά των αλλεπάλληλων ρυθμίσεων και των τρεχουσών υποχρεώσεων, όχι μόνο χάνεται ο επανυπολογισμός και δεν διαγράφονται τα χρέη, αλλά συνεχίζουν να περιμένουν στη γωνία οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί, ακόμα και για χρέη 500 ευρώ, αφού δεν καταργείται το ΚΕΑΟ. Παραμένουν λοιπόν οι κύριοι μοχλοί εκβιασμού για να εισπραχθεί και το τελευταίο ευρώ όσων δεν καταφέρουν να εκπληρώσουν τις τρέχουσες και τις ρυθμισμένες υποχρεώσεις τους.
-- Τι σημαίνουν για τους αυτοαπασχολούμενους η καταγραφόμενη οικονομική ανάκαμψη και τα διάφορα «αναπτυξιακά σχέδια», που προβάλλονται πιο έντονα μπροστά στις εκλογές;
-- Η υποκρισία συνεχίζεται και εδώ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τα άλλα κόμματα του ευρωμονόδρομου, η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ, από τη μία χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τη διάσωση των μικροεπαγγελματιών, της δήθεν «ραχοκοκαλιάς της οικονομίας», υπόσχονται «ανασυγκρότηση της οικονομίας», «δίκαιη ανάπτυξη», «ευκαιρίες ανάπτυξης» και άλλα τέτοια, και από την άλλη, μαζί με τον ΣΕΒ και τα επιτελεία της ΕΕ, διακηρύσσουν ότι η ύπαρξη των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ είναι «διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας».
Οι αυτοαπασχολούμενοι επομένως δεν πρέπει να πέσουν στην παγίδα, έχουν πείρα πλέον. Είτε σε φάση οικονομικής κρίσης είτε σε φάση ανάκαμψης, οι νομοθετικές ρυθμίσεις δίνουν χείρα βοηθείας στις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Αυτές θέλουν να σώσουν από τα χρέη, να τις εκσυγχρονίσουν, να τις περάσουν σχετικά ομαλά σε συγχώνευση, εξαγορά κ.λπ. Από εμάς, ακόμα και όταν παρουσιάζουν νέες ρυθμίσεις και σχέδια επενδύσεων, επιδιώκουν στην πράξη να πάρουν περισσότερα σε φόρους, τόκους, τέλη.
Η ασταθής και ασθενική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας σε ορισμένους κλάδους, δεν μπορεί να αλλάξει δραστικά την κατάσταση, όπως υπόσχονται για να αποσπάσουν την ανοχή των αυτοαπασχολούμενων. Ακόμη και στους κλάδους όπου υπάρχει αύξηση τζίρου, αυτή αφορά τους κύκλους εργασιών μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, οι μικροί καταγράφουν ζημίες και στασιμότητα. Χαρακτηριστικά, στο εμπόριο το 2018, αν και καταγράφεται αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 4,5%, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις - ως επί το πλείστον οι πολύ μικρές - συνεχίζουν να καταγράφουν μείωση του τζίρου.
Την ανάπτυξη που ευαγγελίζονται η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα του ευρωμονόδρομου τη βιώνουμε ήδη: Συνοδεύεται από εξαντλητικές συνθήκες εργασίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών. Την ίδια στιγμή, το εισόδημα δεν είναι ικανό να καλύψει τις βασικές ανάγκες των αυτοαπασχολούμενων και των οικογενειών τους, πόσο μάλλον να οδηγήσει στα προ κρίσης επίπεδα διαβίωσης. Η ανασφάλεια για το αύριο παραμένει, γι' αυτό κατά τη γνώμη μας χρειάζεται ο καθένας να προβληματιστεί για το πού οδηγεί αυτός ο δρόμος ανάπτυξης και να κάνει την επιλογή του, να στηρίξει το ΚΚΕ παντού.
-- Πολύς λόγος γίνεται επίσης για την ΕΕ, για τα διάφορα ευρωενωσιακά προγράμματα και κονδύλια για την «ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας». Μπορούν αυτά να δώσουν διέξοδο, να βελτιώσουν την κατάσταση των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών ΕΒΕ;
-- Ο πακτωλός των ευρωενωσιακών επιδοτήσεων και προγραμμάτων, που διοχετεύονται και μέσω του κρατικού προϋπολογισμού αλλά και μέσω δήμων και Περιφερειών, κατευθύνεται στοχευμένα στην εξυπηρέτηση των αναγκών των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Ο οξυμένος ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μεταξύ τους, αλλά και με τις αντίστοιχες αμερικανικές και κυρίως τις κινεζικές τα τελευταία χρόνια, οδήγησε επανειλημμένα στη λήψη μέτρων που στόχο είχαν και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ΜμΕ. Και φυσικά, όταν η ΕΕ μιλά για «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», εννοεί εταιρείες με προσωπικό μέχρι 250 άτομα.
Ιεραρχείται προφανώς η στήριξη των ΜμΕ που μπορούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά, που έχουν προσωπικό, που λειτουργούν δορυφορικά και είναι χρήσιμες στο μεγάλο κεφάλαιο, και όχι φυσικά οι χιλιάδες διάσπαρτες μικροεπιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων.
Αντίθετα, αυτές οι μικροεπιχειρήσεις, οι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό ή με 2-3 εργαζόμενους, που δύσκολα μπορούν έτσι κι αλλιώς να μεγαλώσουν, που αδυνατούν να λειτουργήσουν με προοπτική μεγέθυνσης, θεωρούνται διαρθρωτικό πρόβλημα. Είναι, αν θέλετε, ένα βαρίδι που εμποδίζει την παραπέρα ανταγωνιστικότητα, αφού είναι πιο αδύναμες παραγωγικά, ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου είναι πολυπληθείς.
Επομένως, τα μέτρα σε επίπεδο ΕΕ συνεχίζονται με πιο στοχευμένα κονδύλια στις μεσαίες επιχειρήσεις, προωθούνται μέτρα αναβάθμισης - εκσυγχρονισμού επιχειρήσεων, γίνονται διασυνοριακές διευκολύνσεις, ενισχύεται το ηλεκτρονικό εμπόριο, προωθούνται τα «clusters», δηλαδή συνεργατικά σχήματα. Αυτά τα μέτρα οξύνουν παραπέρα τον ανταγωνισμό.
Ακόμα και κάποια λίγα προγράμματα στα οποία δίνεται δικαίωμα πρόσβασης σε μικροεπιχειρηματίες έχουν δυσβάσταχτους όρους και προϋποθέσεις, απαιτούν ίδια κεφάλαια για να υλοποιηθούν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση που ζουν σήμερα οι αυτοαπασχολούμενοι.
-- Γιατί το ΚΚΕ λέει ότι η μόνη σωστή επιλογή για τους αυτοαπασχολούμενους είναι η ενίσχυσή του;
-- Το ΚΚΕ δεν δίστασε να πει την αλήθεια στους αυτοαπασχολούμενους για την ΕΕ. Συκοφαντήθηκε γι' αυτή του τη θέση, αλλά δικαιώθηκε πλήρως, αφού η υπογραφή της ΕΕ είναι φαρδιά - πλατιά σε κάθε μέτρο σε βάρος τους.
Το ΚΚΕ στήριξε τα δίκαια αιτήματα των αυτοαπασχολούμενων στη Βουλή, στην Ευρωβουλή, στους δήμους και τις Περιφέρειες. Υπερασπίστηκε τις σύγχρονες ανάγκες της οικογένειάς τους για Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, Αθλητισμό, Πολιτισμό, αποκαλύπτοντας ότι δεν μπορούν να μπαίνουν στην «κλίνη του Προκρούστη» στο όνομα του κόστους.
Το ΚΚΕ δεν δίστασε να συζητήσει πλατιά με τους αυτοαπασχολούμενους για την προοπτική των μικρών ατομικών επιχειρήσεων στο ρινγκ της ελεύθερης αγοράς, στον ίδιο τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, προκειμένου να τους προετοιμάσει για την ανάγκη η πάλη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους να πάρει χαρακτηριστικά ρήξης και σύγκρουσης.
Σήμερα το ΚΚΕ καλεί τους αυτοαπασχολούμενους να αξιοποιήσουν την πείρα τους και να πάρουν και αυτοί τη θέση τους στον αναγκαίο από κάθε πλευρά αγώνα ενάντια στα μονοπώλια, στην ΕΕ, στα κόμματά τους, και αυτό προϋποθέτει την ισχυροποίηση του ΚΚΕ.
Απευθυνόμαστε στους αυτοαπασχολούμενους ως εργαζόμενους ανθρώπους, χρήσιμους για την κοινωνία, που βασανίζονται και αυτοί για την καθημερινή επιβίωση, δείχνοντάς τους ότι το μέλλον του επαγγελματία ως εργαζόμενου πάει χέρι χέρι με το μέλλον του μισθωτού, ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Ο αυτοαπασχολούμενος όχι μόνο δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτήν την προοπτική, αντίθετα θα δει και οριστική διέξοδο στα δικά του αδιέξοδα. Στη δουλειά νύχτα - μέρα χωρίς αντίκρισμα, στον «καρκίνο» των χρεών και την καθημερινή ανασφάλεια αν θα υπάρχει και αύριο μεροκάματο. Θα εξασφαλίσει σταθερή δουλειά με ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και ποιότητα ζωής γι' αυτόν και τα παιδιά του.
Απευθυνόμαστε σε αυτοαπασχολούμενους που ακόμα και αν σήμερα δεν έχουν πειστεί πλήρως για την ορθότητα και αναγκαιότητα των θέσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος, μπορούν με ισχυρό ΚΚΕ να στείλουν ένα σαφές μήνυμα καταδίκης της ΕΕ και των πολιτικών της, των κομμάτων που τη στηρίζουν.
Καλούμε τους αυτοαπασχολούμενους να κάνουν το βήμα, να επιλέξουν το δρόμο της αμφισβήτησης και της λαϊκής ευημερίας!
«H ενίσχυση του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας (...) αποτελεί έναν από τους κεντρικούς αναπτυξιακούς άξονες της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας», σημειώνει το εγχειρίδιο του υπουργείου. Στις σελίδες του παρουσιάζει μια σειρά από παραδείγματα «κοινωνικών επιχειρήσεων» από χώρες της ΕΕ. Μόνο που παρά τα μεγάλα λόγια για τις «βιώσιμες πρακτικές» της επιχειρηματικότητας που δεν λειτουργεί «αποκλειστικά κερδοσκοπικά», στα όσα καταγράφονται αποτυπώνεται ανάγλυφα η δραστηριοποίηση επιχειρηματικών ομίλων σε πεδία και τομείς, στο έδαφος που στρώνουν οι «κοινωνικές επιχειρήσεις».
Η γαλλική «GROUPE SOS» είναι ένας «όμιλος κοινωνικής επιχειρηματικότητας», που δραστηριοποιείται σε τομείς όπως οι κοινωνικές και ιατρικές υπηρεσίες, «εφαρμόζοντας επιχειρηματικές μεθόδους της ιδιωτικής αγοράς». Στην ουσία, πρόκειται για ένα μεγαθήριο που «απασχολεί 10.000 εργαζόμενους, διατηρεί 283 δομές σε όλη τη χώρα, διαθέτει ένα σημαντικό πελατολόγιο με 450 μεγάλους πελάτες και ο ετήσιος τζίρος της ανέρχεται στα 430.000.000 ευρώ (με ποσοστό μόνο 1% να προέρχεται από κρατική επιχορήγηση)». Στην ιστοσελίδα της μπορεί κανείς να διαβάσει για τη δραστηριοποίησή της στον τομέα της Υγείας, προσφέροντας «προσβάσιμες» - δηλαδή φτηνότερες - υπηρεσίες σε άτομα με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα και σε ομάδες του πληθυσμού όπως οι ηλικιωμένοι, οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι. Η γιγάντωσή της φαίνεται πως πηγαίνει χέρι χέρι με το «ξήλωμα» των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίησή τους.
Η επίσης γαλλική ADIE («Association pour le Droit a l'Initiative Economique») είναι ένας «μη κερδοσκοπικός οργανισμός», με σκοπό την «ανάπτυξη και παροχή χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών σε μικρούς επιχειρηματίες που αποκλείονται από τις υπηρεσίες του κλασικού τραπεζικού τομέα». Διατηρεί ένα δίκτυο 168 γραφείων σε όλη τη χώρα, «απασχολεί συνολικά 463 εργαζόμενους και 1.700 εθελοντές».
Στη Βρετανία, ο αντιπροσωπευτικός φορέας συλλογικής εκπροσώπησης των κοινωνικών επιχειρήσεων, η οργάνωση «Social Enterprise UK» (SEUK), συστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με πόρους που συγκεντρώθηκαν «και από χορηγίες ισχυρών συμβατικών επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται για την υποστήριξη της κοινωνικής καινοτομίας (PWC, Royal Bank of Scotland Group, O2)».
Στην ίδια χώρα, η «SUNDERLAND HOME CARE ASSOCIATES» ιδρύθηκε το 1994 με τη μορφή συνεταιρισμού εργαζομένων «με σκοπό την παροχή υπηρεσιών βοήθειας στο σπίτι υψηλής ποιότητας και την ευημερία των ατόμων με χαμηλή δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης». Εξασφαλίζει έσοδα «χρεώνοντας αντίτιμο για τις υπηρεσίες που παρέχει είτε στους ίδιους τους εξυπηρετούμενους είτε σε δημόσιους φορείς που είναι υπόχρεοι για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης (π.χ. δήμοι, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.)» και συγκαταλέγεται στους «κορυφαίους παρόχους κοινωνικής φροντίδας, παρέχοντας 3.500 ώρες φροντίδας τη βδομάδα και με ετήσιο τζίρο 1,5 εκατομμύριο λίρες το 2013».
INTIME NEWS |
Τα σχετικά μαθήματα έχουν συμπεριληφθεί στους κύκλους υλοποίησης του προγράμματος, για όσους ανέργους επιλέγουν να παρακολουθήσουν το σκέλος της κατάρτισης. Ετσι, δίπλα στη δουλειά με μισθό - ψίχουλα και ημερομηνία λήξης, το «πακέτο» περιλαμβάνει και έναν κύκλο σεμιναρίων για την «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα». Μέσα από αυτά, οι «ωφελούμενοι», λίγο πριν επιστρέψουν στην ανεργία με το τέλος του οκτάμηνου προγράμματος, «επιμορφώνονται» για τις... σπουδαίες ευκαιρίες να γίνουν οι ίδιοι «κοινωνικοί επιχειρηματίες», αλλά και να αναζητήσουν μια θέση εργασίας στους ...καλούς εργοδότες των «κοινωνικών επιχειρήσεων».
Μια γεύση από το περιεχόμενο του σεμιναρίου δίνει το «εγχειρίδιο κατάρτισης» του υπουργείου Εργασίας, που απευθύνεται στους εκπαιδευτές των ΚΕΚ. Οι στόχοι του προγράμματος κατάρτισης, όπως εξαρχής ξεκαθαρίζει, είναι η «εξοικείωση» με την έννοια της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» και η «παρότρυνση των εκπαιδευόμενων για την ενασχόλησή τους με κοινωνικές επιχειρήσεις, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως ιδρυτές».
«Τονίστε ότι είναι σημαντική η κατανόηση του τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας για αυτούς, καθώς μπορεί στο μέλλον να μπορέσουν να εργαστούν σε μια κοινωνική επιχείρηση ή ακόμα και να δημιουργήσουν τη δικιά τους», είναι η κατευθυντήρια οδηγία προς τους εκπαιδευτές...
Θεωρητικές «παραδόσεις» και «βιωματικές» δραστηριότητες επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν την «κοινωνική οικονομία» ως τον ιδανικό συνδυασμό επιχειρηματικής δράσης και εξυπηρέτησης «κοινωνικών σκοπών». Οργανισμοί που χαρακτηρίζονται «μη κερδοσκοπικοί», «κοινωνικές επιχειρήσεις» και συνεταιρισμοί, διάφοροι τύποι ενώσεων «που στηρίζονται στην αυτο-οργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών», παρουσιάζονται ως φορείς που «αναλαμβάνουν επιχειρηματικές δραστηριότητες οι οποίες αποβλέπουν στην παραγωγή κοινωνικής και συλλογικής ωφέλειας με όρους κοινωνικής καινοτομίας».
Το υπουργείο αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει το πλαστό προφίλ της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας» ως λύσης τόσο στο πρόβλημα της ανεργίας όσο και στο ζήτημα της έλλειψης δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών. Ετσι, οι εργαζόμενοι διδάσκονται πως ο τομέας της «κοινωνικής οικονομίας», που «εδώ και δεκαετίες ανθίζει στην Ευρώπη και με καθυστέρηση αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα», συμβάλλει στην «κοινωνική ένταξη», στην ενίσχυση της «κοινωνικής συνοχής», ενώ προσπαθεί «να καλύψει "κενούς χώρους" στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη».
Στην πράξη, η «κοινωνική οικονομία» αξιοποιείται ως ένας μηχανισμός διαχείρισης της ανεργίας, με προσωρινές και αβέβαιες θέσεις εργασίας, με χαμηλούς μισθούς και ψαλιδισμένα δικαιώματα. Στην προσπάθεια προσέλκυσης εργαζομένων και ανέργων, όμως, προβάλλεται ως τομέας που συνδυάζει τις «ευκαιρίες απασχόλησης» με την υποτιθέμενη δυνατότητα «προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο».
Στο πλαίσιο των σεμιναρίων, για την «εξοικείωση» των σημερινών εργαζομένων και αυριανών ανέργων με τις «αξίες» και τις πρακτικές της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», προτείνονται μια σειρά δραστηριοτήτων «διαδραστικής βιωματικής εκπαίδευσης».
Καλούνται οι εργαζόμενοι, για παράδειγμα, να σκεφτούν μια «υποθετική κοινωνική επιχείρηση», να σχεδιάσουν μια τέτοια επιχείρηση που θα μπορούσε να δώσει «λύση» σε ένα ζήτημα που αντιμετωπίζουν. Καθώς τα «μαθήματα» κυλούν, οι δραστηριότητες επικεντρώνονται στο να φτιάξουν τη δική τους επιχείρηση, να ετοιμάσουν μια διαφήμιση για αυτή, να παίξουν τους ρόλους του «επιχειρηματία», που «παίρνει ρίσκα, αναζητά ευκαιρίες για να μεγαλώσει την επιχείρηση, φέρνει επενδύσεις, δοκιμάζει ιδέες στην αγορά» και του «διευθυντή - διαχειριστή», που είναι «οργανωτικός, προσεκτικός, λαμβάνει υπ' όψιν του διαφορετικές ιδέες».
Από τις πολλές προτεινόμενες δραστηριότητες, ξεχωρίζει αυτή που περιγράφεται στο εγχειρίδιο κάτω από τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αξιοπρεπής εργασία», με στόχο οι εκπαιδευόμενοι «να αναλογιστούν με ποιον τρόπο η φιλοσοφία μιας κοινωνικής επιχείρησης ανταποκρίνεται σε αυτά που οι ίδιοι επιθυμούν από μια μελλοντική εργασία». Στο πλαίσιο της δραστηριότητας, οι εκπαιδευτές συνοψίζουν ως χαρακτηριστικά της «αξιοπρεπούς εργασίας» τους «λογικούς μισθούς», τη δουλειά για «έναν λογικό αριθμό ωρών», την εκτέλεση εργασιών «που έχουν λογικό βαθμό δυσκολίας ανάλογα με την ηλικία, τις αντοχές τους και την κατάρτιση» των υπαλλήλων. Από τον πήχη της «αξιοπρεπούς εργασίας», πίσω από όλη αυτή τη θολούρα του... «λογικού», κόβονται ασφαλώς οι Συλλογικές Συμβάσεις, το 8ωρο και το 5ήμερο, τα μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία.
Το μήνυμα στους εργαζόμενους να συμβιβαστούν με το «μικρότερο κακό» γίνεται ακόμα πιο σαφές από τη δραστηριότητα που ακολουθεί:
Στους συμμετέχοντες μοιράζονται χαρτάκια με διαφορετικά υποθετικά σενάρια, πάνω στα οποία καλούνται να συζητήσουν. Στα σενάρια αυτά περιλαμβάνεται η περίπτωση της «Σοφίας», που «πληρώνεται με την ώρα», «κάποιες φορές της ζητείται να εργάζεται 10 ώρες την εβδομάδα και κάποιες 30 ώρες την εβδομάδα», ενώ «όταν είναι άρρωστη, δεν πληρώνεται τη μέρα αυτή». Αντίστοιχα, η περίπτωση του «Γιάννη», που «έχει πολύ καλό μισθό αλλά πρέπει να δουλεύει πολλές ώρες», κάποιες φορές «περίπου 80 ώρες την εβδομάδα», με αποτέλεσμα να μην περνάει «πολύ χρόνο με τη γυναίκα και τα παιδιά του». Ο κατάλογος περιλαμβάνει και την περίπτωση της εργαζόμενης σε «κοινωνική επιχείρηση». Πώς έχουν στην περίπτωση αυτή τα πράγματα; «Η Κατερίνα δεν πληρώνεται τόσο καλά όσο οι φίλοι της, αλλά της αρέσει η δουλειά της. Είναι ουσιαστική για εκείνη, γιατί καταφέρνει να βοηθήσει άλλους ανθρώπους στην κοινότητά της», λέει το σχετικό «σενάριο». Με άλλα λόγια, στο έδαφος της εργασιακής ζούγκλας, της «ευελιξίας» και του ξεζουμίσματος των εργαζομένων, η δουλειά σε μια «κοινωνική επιχείρηση» προβάλλεται ως το «μικρότερο κακό», αφού η υποτιθέμενη «κοινωνική προσφορά» της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» αντισταθμίζει τάχα τους τσακισμένους μισθούς, το ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, που σε κάθε περίπτωση οι άνεργοι καλούνται να αποχαιρετήσουν.
Στις «λύσεις» της «κοινωνικής οικονομίας», που προωθούνται με το «μαστίγιο» της ανεργίας και το «καρότο» της επιχειρηματικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την ΕΕ, εργαζόμενοι και άνεργοι πρέπει να απαντήσουν με αγώνα για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, για σταθερή δουλειά με δικαιώματα, για διεκδίκηση αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, με την εναντίωσή τους στην πολιτική που μετατρέπει το δικαίωμα στη δουλειά σε «ευκαιρία» και τις κοινωνικές υπηρεσίες σε εμπόρευμα στα χέρια των «κοινωνικών» και μη επιχειρήσεων.