Πέμπτη 15 Σεπτέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ
Dogville

Προβάλλεται, για πρώτη φορά, η τρίωρη, πλήρης βερσιόν της ευφυούς «DOGVILLE» του Λαρς φον Τρίερ. Ενα σοκαριστικό δράμα με διάσταση ανθρώπινη και ηθική για την «κοινότητα» και την «αποξένωση». Η ομολογούμενη κατάσταση αδυναμίας κάποιου μπορεί να βγάλει στην επιφάνεια τα καλύτερα, αλλά και τα χειρότερα, συναισθήματα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν και ανθρώπινοι αλλά και απάνθρωποι.

Αυτό λέει ο φον Τρίερ στην «πόλη των σκύλων» που το άκουσμα και μόνο του ονόματος της μικρής αμερικάνικης πόλης στα χρόνια του '30, την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, προκαλεί αντικρουόμενες αισθήσεις, φόβο και άγχος. Η πόλη αυτή στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Είναι σχεδιασμένη με άσπρη κιμωλία στη σκουρόχρωμη /ανοιχτόχρωμη (νύχτα /μέρα) σκηνή ενός θεάτρου και οι κάτοικοι χτυπούν αόρατες πόρτες, για να μπουν στα σπίτια. Είναι ένας τόπος όπου χώρος και χρόνος ακυρώνονται αμοιβαία. Και από το στιλιζάρισμα αυτό, αναδύεται με μια ασυνήθη σαφήνεια η έννοια της ουδετερότητας.

Οπου εμφανίζεται ένα θύμα προς εκμετάλλευση, οι άνθρωποι το εκμεταλλεύονται. Η ανθρωπιά μετατρέπεται σε διαστροφή, ο πολιτισμός σε βαρβαρότητα χωρίς όμως κανείς να μπορεί να εντοπίσει το πού ακριβώς αρχίζουν οι «λεπτές» διαφοροποιήσεις που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη μετάλλαξη. Αυτό δείχνει η ιστορία της κυνηγημένης Γκρέις που φθάνει στην πόλη και βάζει σε δοκιμασία την ανθρώπινη ιδιότητα των κατοίκων της. Οι ιδέες που διαπερνούν την ταινία αλλά και ο τρόπος αφήγησης δεν είναι καινούργια ούτε εντελώς τελειοποιημένα. Ωστόσο, αποδεικνύονται εξαιρετικά λειτουργικά και είναι αποτελεσματικό το μείγμα της αναλυτικής σκέψης και των αγαθών προθέσεων, μοναδικός συνδυασμός στοιχείων που καθιστά την τέχνη ενδιαφέρουσα. Η κάμερα στο χέρι, η αφηγηματική φωνή, οι επιγραφές που προαναγγέλλουν τα κεφάλαια που ακολουθούν αποτελούν στοιχεία που συναντώνται - στην καλύτερη περίπτωση - σε θεατρικά ανεβάσματα έργων του Μπρεχτ. Επίσης, προβάλλει ένα επιπλέον τυπικό στοιχείο, κυρίαρχο στις ταινίες του φον Τρίερ, ο τύπος της γυναίκας - θύμα που θυσιάζει το σώμα της, το μυαλό της, μέχρι και την ίδια τη ζωή της γι' αυτόν που αγαπά.


Πάνω απ' όλα, η ταινία αναδεικνύει και αναδεικνύεται μέσα από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς. Καθένας τους «λάμπει» ακριβώς γιατί συνιστά συνειδητό μέρος ενός καταπληκτικού συνόλου...

Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Χάριετ Αντερσον, Λορίν Μπακόλ, Στέλαν Σκάρσγκορντ, Μπεν Γκατζάρα, Τζέιμς Κάαν, Ούντο Κίερ, κ.ά.

Παραγωγή: Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία, Γερμανία, Ολλανδία, Μ. Βρετανία (2003)

Από την Κυριακή στο σινεμά...

«Οι θερμές πηγές του Ακίτσου» του Γιοσισίγκε Γιοσίντα
«Οι θερμές πηγές του Ακίτσου» του Γιοσισίγκε Γιοσίντα
Η κινηματογραφική βδομάδα για μας - όσο ενδιαφέρουσα και αν προδιαγράφεται - θα ξεκινήσει την Κυριακή, δεδομένου ότι από την Πέμπτη και για τρία συνεχόμενα βράδια, έως και το Σάββατο, θα βρισκόμαστε ανελλιπώς στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ... Οι πρεμιέρες, λοιπόν, της βδομάδας έχουν ως εξής: «CRAZY, STUPID LOVE», είναι ο τίτλος της αμερικάνικης αισθηματικής κωμωδίας παραγωγής 2011, που προβάλλεται τη βδομάδα αυτή, σε σκηνοθεσία Γκλεν Φικάρα και Τζον Ρίκουα. Με επίκεντρο την κρίση της μέσης ηλικίας, που, πρόωρα, διανύει ένας άνδρας, παρακολουθούμε το ντόμινο των επιπτώσεων που η κρίση αυτή προκαλεί σε όλους όσοι βρίσκονται και κινούνται στον περίγυρο του άνδρα, ενώ καταγράφεται επίσης και ο τρόπος που τρεις διαφορετικές γενιές βιώνουν τον έρωτα. Με πλούσιο καστ ηθοποιών διακεκριμένων στο είδος. Μεταξύ άλλων: ο Στιβ Καρέλ, η Τζουλιάν Μουρ, η Μαρίζα Τομέι,ο Κέβιν Μπέικον, η Εμα Στόουν και άλλοι.

Ακόμα μια αμερικάνικη παραγωγή του 2011 με τίτλο «COWBOYS AND ALIENS», «καουμπόηδες και εξωγήινοι» δηλαδή, μείγμα που προϊδεάζει για το τι έχει να υποστεί κανείς για ένα δίωρο, ήτοι: Περιπέτεια με καταιγιστική δράση και με περισσή φαντασία, μια που δομικό συστατικό είναι και η επιστημονική φαντασία, αναμεμειγμένη με γουέστερν, αλλά και πολεμικό είδος... Υπό τη σκηνοθεσία και την καθοδήγηση του Τζον Φαβρό, ενός εκ των πλέον επιτυχημένων εισπρακτικά σκηνοθετών, «μεγαλουργούν» σταρ σαν τον Χάρισον Φορντ ή τον Ντάνιελ Κρεγκ, που ρίχνονται με ζήλο στην επιτυχία του πονήματος που παντρεύει ό,τι να 'ναι, φθάνει να φέρνει κέρδος ...μάλλον κέρδη, πολύπλευρα.

Συνεχίζουμε. Υπάρχει και ο απαραίτητος βδομαδιάτικος «τρόμος» για όσους δε χόρτασαν ακόμα εκείνον τον κυριολεκτικό και μεταφορικό της καθημερινότητάς μας και πληρώνουν κι από πάνω για να υποστούν κι άλλον, εικονικό... Σε σκηνοθεσία Ντάρεν Λι Μπούσμαν και με την υποκριτική συμβολή των Ντέμπορα Αν Γουλ, Σον Ασμορ και Λίζα Μάρκος στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το αστυνομικό θρίλερ τρόμου «ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΜΗΤΕΡΑ», παραγωγής 2010, ενορχηστρώνει τέλεια το σαδισμό και την απόλυτη παράνοια!

Στις πρεμιέρες της βδομάδας εντάσσεται και το αισθηματικό δράμα του 2011 «Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ», μια ευρωπαϊκή συμπαραγωγή, Γερμανίας, Μ. Βρετανίας, Δανίας και Σουηδίας, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ ΜακΚένζι. Από κάποιον ιό ξεσπά παγκόσμια πανδημία που κάνει τους ανθρώπους να χάνουν μια - μια τις αισθήσεις τους. Παράλληλα, μια ερωτική ιστορία, που γεννιέται ταυτόχρονα με την πανδημία, αποδεικνύει ότι όσο χάνονται οι αισθήσεις, τόσο δυναμώνουν τα συναισθήματα...

Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, τέλος, θα πραγματοποιηθεί, από τις 15 έως και τις 17 Σεπτέμβρη, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κινηματογραφικό γεγονός που συνίσταται στην προβολή εφτά χαρακτηριστικών - παλαιότερων και νεότερων - ιαπωνικών ταινιών, με σημαντική θέση στην ιστορία της εθνικής αυτής κινηματογραφίας. Το αναλυτικό πρόγραμμα προβολής των φιλμ που συνθέτουν τις «Ημέρες Ιαπωνικού Κινηματογράφου» έχει ως εξής:

Πέμπτη 15/9, στις 20.00, «Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΑΡΑΓΙΑΜΑ» (1983) του Σ. Ιμαμούρα (με ελληνικούς υπότιτλους) και στις 22.15΄ «ΣΗΜΕΙΟ ΒΡΑΣΜΟΥ» (1990) του Τακέσι Κιτάνο (με αγγλικούς υπότιτλους).

Παρασκευή 16/9, στις 20.00, «ΟΙ ΘΕΡΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΑΚΙΤΣΟΥ» (1962) του Γιοσισίγκε Γιοσίντα (με ελληνικούς υπότιτλους) και στις 22.00 «ΒΙΑΙΟΣ ΜΠΑΤΣΟΣ» (1989) του Τακέσι Κιτάνο (με αγγλικούς υπότιτλους)

και, τέλος,

το Σάββατο 17/9, στις 18.00 «ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΤΙΛΙ» (1964) του Τοσίο Μασούντα (με αγγλικούς υπότιτλους), στις 20.00 «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΣΕ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ» (1957) του Ουμετσούγκου Ινούε (με ελληνικούς υπότιτλους) ενώ η φετινή εκδήλωση θα κλείσει στις 22.00, με την τρίτη ταινία του Τακέσι Κιτάνο που φιλοξενείται στο πρόγραμμα, με την κωμωδία «ΘΑ ΠΑΡΕΤΕ ΚΑΤΙ;» (1994) με αγγλικούς υπότιτλους. Ο μη ελληνικός υποτιτλισμός των μισών και παραπάνω ταινιών είναι δυστυχώς το ένα περιοριστικό, το σημαντικότερο, όμως, είναι το άλλο, ότι, δηλαδή, ημερομηνίες και ώρες βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης με το φετινό 37ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ... Τέλος πάντων, η είσοδος στις «Ημέρες Ιαπωνικού Κινηματογράφου» είναι ελεύθερη, οι θέσεις όμως περιορισμένες, γι' αυτό καλό θα είναι οι ενδιαφερόμενοι να συνεννοηθούν πρώτα με την Ταινιοθήκη στα τηλέφωνα 210-3609695 και 210-3612046.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΣΑΜ ΓΚΑΡΜΠΑΡΣΚΙ
Τα μικρά όνειρα της νιότης μου

Διαβάζουμε ότι η ταινία είναι «πιστή αλλά όχι δουλική» κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου δημοφιλούς ασπρόμαυρου «μάνγκα» (έτσι είθισται να αποκαλούνται πλέον και στην Ελλάδα, τα κόμικς και κινούμενα σχέδια ιαπωνικής προέλευσης) του Ζιρό Τανιγκούτσι. Το προαναφερθέν μάνγκα χαρακτηρίζεται ως μαρτυρία ανατρεπτική της καθημερινότητας ενός εφήβου και της οικογενείας του σε μια μικρή γιαπωνέζικη πόλη τη δεκαετία του '60.

Η ταινία μάς μεταφέρει σε μια επαρχιακή παραμεθόρια πόλη στα γαλλοελβετικά σύνορα, όπου αναβιώνει το κλίμα και η ατμόσφαιρα των χρόνων 1963 - '67. Μη γνωρίζοντας το γιαπωνέζικο πρωτότυπο δεν μπορούμε να αναφερθούμε στο βαθμό ευαισθησίας του κινηματογραφικού εγχειρήματος, ως προς το προϋπάρχον κείμενο... Εξάλλου, ποια θα μπορούσε να είναι η καθοριστική σχέση μεταξύ ενός πρωτογενούς κειμένου που βρίσκεται στη βάση μιας άλλης τέχνης, η οποία υπακούει σε δικούς της κανόνες και συμβάσεις; Η κινηματογραφική ταινία του Βέλγου Σαμ Γκαρμπάρσκι συνιστά μια ολότητα με «κλειστή» δομή και πολλά και ετερόκλητα στοιχεία ενταγμένα σε μια ενότητα, της οποίας, αποτελούν μέρη αναπόσπαστα και διευθετημένα.

Ο πενηντάχρονος κομίστας Τομά περνά περίοδο κρίσης, τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει έμπνευση... Επιστρέφοντας κουρασμένος στο σπίτι του στο Παρίσι από μια έκθεση κόμικς μπαίνει σε λάθος τρένο και αποκοιμιέται. Ξυπνά και κατεβαίνει στην πρώτη στάση να αλλάξει τρένο. Η ανταπόκριση, όμως, που θα πάρει φεύγει μετά από ώρες. Ο Τομά βγαίνει στην πόλη, τόπο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας του ... εκεί χάνει τις αισθήσεις του ... και ξυπνά μέσα στη μορφή που είχε σαν έφηβος αλλά τη συνείδηση του σήμερα και ξεκινά ένα ταξίδι μες στο χρόνο σουρεαλιστικής διάστασης, αναμοχλεύοντας έντονες και ξεθωριασμένες μνήμες και εικόνες από το παρελθόν, ψάχνοντας, σε παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες, απάντηση για συμπεριφορές και γεγονότα παλιά, γυρεύοντας να καταλάβει γιατί έγινε ό,τι έγινε, αγωνιώντας να επέμβει σε ό,τι έγινε μπας και αλλάξει το σήμερα και το αύριο. Κυρίαρχο στοιχείο στον περίπλου του Τομά η επανενεργοποίηση, η επαναπροσέγγιση και η επαναξιολόγηση γεγονότων σημαδιακών στη ζωή του, από το 1963 ως την καλοκαιριάτικη σκοτεινή νύχτα του '67 που ο πατέρας τους εγκατέλειψε, αναίτια και σιωπηλά.

Τον τόπο και την εποχή της αναζήτησης αυτής «μέσα» στο χαμένο χρόνο αποδίδει ο σκηνοθέτης με πιστότητα, σκηνογραφική, ενδυματολογική, μουσική. Πασπαλίζει το μείγμα αναμνήσεις, όνειρο και ονειροπόληση με εσάνς αθωότητας και νοσταλγικής διάθεσης. Μια μελαγχολική σουσπάνς, συναισθηματικής τάξης αλλά κι ένα τρυφερό μυστικό πλανώνται μετέωρα καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.

Εργαλείο μορφικό του Γκαρμπάρσκι ό,τι πιο εύκολο αλλά και ό,τι πιο δύσκολο: Ο ρεαλισμός, είτε μαγικός είναι αυτός, είτε ποιητικός. Σαφής, λιτή και με ακρίβεια χαραγμένη η γραμμή της αφήγησης, συνοχή, διακριτικότητα και ρευστότητα στη σκηνοθεσία, ενώ τα flash back και οι επαναλήψεις, η voice off, που παρέχει τις αναγκαίες για το μύθο πληροφορίες αλλά λειτουργεί και ως γεφύρωμα στην αφήγηση τονίζουν την προσωπική χρήση της γλώσσας. Ο λόγος σε γλώσσα προσεγμένη, οι διάλογοι με αίσθηση οικονομίας και ελλειπτικό το σκίτσο του ανθρώπινου δράματος του πατέρα. Ο τρόπος αφήγησης της ταινίας είναι το μεγάλο της ατού, παρά την παρουσία διάσπαρτων αδυναμιών. Ιδιαίτερα το στοιχείο της όσμωσης του χρόνου, ο τρόπος που το παρελθόν λειώνει μέσα στο παρόν και το μέλλον - παραπέμπω στο τηλεφώνημα του Τομά προς την μελλοντική του γυναίκα - που προτάσσει εντονότατα η αφήγηση συνιστά κυρίαρχη, μεθυστική εμπειρία. Δίπλα στη φινέτσα και τις καλές ερμηνείες των συντελεστών η διάφανη μουσική, γραμμένη από το συγκρότημα Air για την ταινία είναι σαν να ψιλομουρμουρίζει: Η ζωή είναι ένα μακρύ ήσυχο ποτάμι ... Σαγηνευτική ...

Παίζουν: Λεό Λεγκράν, Πασκάλ Γκρεγκορί, Τζονατάν Ζακάι, Αλεξάντρα Μαρία Λαρά, Λορά Μαρτέν, κ.ά.

Παραγωγή: Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Γερμανία (2010).

ΓΙΑΝ ΣΑΜΟΥΕΛ
Ο πόλεμος των κουμπιών

Εν αρχή ην το γαλλικό, αντιμιλιταριστικό μυθιστόρημα του Louis Pergaud «La Guerre des Boutons, roman de ma douzieme annee» (αυτός είναι ο πλήρης τίτλος του βιβλίου) που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1912, ενώ ο συγγραφέας του, λίγο αργότερα, έχασε - νεότατος - τη ζωή του, στα χαρακώματα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το βιβλίο περιγράφει τον «πόλεμο» ανάμεσα σε δυο ομάδες παιδιών από δύο αντίπαλα χωριά της γαλλικής επαρχίας του τέλους του 19ου αιώνα του Longeverne και του Velrans. Νικητής στις αψιμαχίες, αυτός που μετρά μεγαλύτερη λεία, που μετριέται με τον αριθμό των κουμπιών που οι νικητές απέσπασαν από τους ηττημένους. Το μυθιστόρημα διηγείται την όλη ιστορία από την οπτική γωνία των παιδιών του χωριού Longeverne.

Το μυθιστόρημα του Pergaud υπήρξε και παραμένει αντικείμενο πλήθους κινηματογραφικών μεταφορών. Η πρώτη ανάγεται στο 1936, έχει τίτλο «LA GUERRE DES GOSSES» και η σκηνοθεσία είναι των Jacques Daroy και Eugene Deslaw. Τη δεύτερη εκδοχή «LA GUERRE DES BOUTONS» του 1962, ίσως είναι η γνωστότερη, σκηνοθέτησε ο Yves Robert. Το 1995 έγινε επίσης ένα βρετανικό ριμέικ με τίτλο «WAR OF THE BUTTONS» σε σκηνοθεσία του John Roberts. Τέταρτη κινηματογραφική βερσιόν είναι η ταινία του Yann Samuel (Γιαν Σαμουέλ) που έχει σήμερα πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες, ενώ για την επόμενη εβδομάδα έχει προγραμματιστεί η έξοδος, στη Γαλλία, μιας πέμπτης εκδοχής, που φέρει τον τίτλο «LA NOUVELLE GUERRE DES BOUTONS», σε σκηνοθεσία Christophe Barratier και η επιστροφή, στα μέσα Οκτώβρη, στις γαλλικές αίθουσες της ταινίας του 1962, αποκατεστημένης. Συμπαγής φιλμική έξοδος που συμπίπτει με το άνοιγμα των σχολείων και τη συγκέντρωση των παιδιών.

Παιδιά 7 έως 13 ετών στην τροχιά της ενηλικίωσης, είναι οι ήρωες της ταινίας του Γιαν Σαμουέλ, που φιλονικούν λογομαχώντας, στοχεύουν τον εχθρό με σφενδόνες, χτυπιούνται με αυτοσχέδια σπαθιά, στήνουν παγίδες στο γειτονικό δάσος κι όσοι συλλαμβάνονται τιμωρούνται με τη χειρότερη των ποινών. Ο νικητής κόβει με σουγιά τα κουμπιά από τα ρούχα του νικημένου, χωρίς όμως, τις περισσότερες φορές, να καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, τι είναι αυτό που τόσο αγεφύρωτα τους χωρίζει - παιδιά και δασκάλους και κατοίκους, των δύο αυτών χωριών. Γιατί κάποια λογική, κάποια σχέση αίτιου και αιτιατού θα πρέπει να υπάρχει ώστε να βγάλουμε νόημα, προϋπόθεση απολύτως απαραίτητη. Στην ταινία του Σαμουέλ η θεματική της παιδικής αθωότητας, της ξεγνοιασιάς αλλοτινών «νοσταλγικών» χρόνων, φαντάζει ρηχή και σχηματική αναπόληση σε ένα «άδολο ιστορικά παρελθόν». Ακόμα και αιώνιες, οικουμενικές αξίες που γεννιούνται και ανδρώνονται σε αυτές τις ηλικίες όπως η φιλία, η αλληλεγγύη κι ο σεβασμός, αναπόσπαστα οργανικά μέρη του πλέγματος αυτής της θεματικής, φαντάζουν μάλλον κούφιες έννοιες, εξαιτίας της επιδερμικής, άκρως περιγραφικής προσέγγισης του σκηνοθέτη στο θέμα. Αναρωτιέται κανείς ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτής της αδιάφορης ταινίας και ποια η βαθύτερη ανάγκη που τη γέννησε. Μήπως η θέση της «ανεξαρτησίας» των παιδιών, θέση που γυροφέρνει σαν σβούρα την ίντριγκα, χωρίς όμως να εννοεί απολύτως τίποτα;

Παίζουν: Αλέν Σαμπά, Ερίκ Ελμοζνινό, Ματίλντ Σενιέ, Φρεντ Τεστό, Φρεντερίκ Σοζέ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2010).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ