Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014 - Κυριακή 17 Αυγούστου 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Μέτρα για την πολιτική ενίσχυσης των μονοπωλίων

Το ζήτημα της Κυριακής αργίας στο εμπόριο δεν ήρθε σαν «κεραυνός εν αιθρία». Εντάσσεται σε μια αλυσίδα μέτρων και νόμων που αφορούν σε νομοθετικές ρυθμίσεις, Προεδρικά Διατάγματα και Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, με ιδιαίτερη ένταση από τη δεκαετία του 1990 προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Προεδρικά Διατάγματα, όπως το 327/1992 που ανοίγει την πόρτα στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και προετοιμάζει το έδαφος για την επέκταση του ωραρίου των καταστημάτων χάριν του ελεύθερου ανταγωνισμού, μπροστά και στην ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Στη συνέχεια υπογράφεται η ΚΥΑ 1162/1997, η οποία επεκτείνει, κατά βούληση των επιχειρηματιών, το ωράριο των καταστημάτων μέχρι τις 21.00 τις καθημερινές και τις 20.00 τα Σάββατα και κατοχυρώνει το άνοιγμα των αμιγώς τουριστικών καταστημάτων τις Κυριακές. Το 2005 με το νόμο 3377 τίθεται πλέον ξεκάθαρο το ενιαίο πλαίσιο λειτουργίας των καταστημάτων στα ωράρια που είχαν τεθεί στον προηγούμενο και το 2013 έρχεται η κυβέρνηση με το νόμο 4177 να ορίσει γενικό άνοιγμα των καταστημάτων επτά Κυριακές το χρόνο και τον Απρίλη του 2014 με το «πολυνομοσχέδιο» να κατοχυρώσει πιλοτικά το άνοιγμα των καταστημάτων καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Το χτύπημα των μισθωτών και των μικρεμπόρων

Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς τα θύματα της κυβερνητικής πολιτικής. Από τη μία, οι εμποροϋπάλληλοι ωθούνται σε μερική απασχόληση με ελαστικό ωράριο και ατελείωτες υπερωρίες, σε δουλειά χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, εφαρμόζονται αλλαγές στο Ασφαλιστικό, καταργώντας εμμέσως τις ρυθμίσεις για τα εργατικά ατυχήματα, το επίδομα μητρότητας κλπ., εμπορευματοποιείται το επικουρικό τους ταμείο, δεν υπογράφεται νέα κλαδική σύμβαση, αντίθετα οι εργαζόμενοι πληρώνονται με την ΕΓΣΣΕ, με αποτέλεσμα οι μισθοί τους να έχουν καταβαραθρωθεί.

Από την άλλη, οι μικρέμποροι έρχονται αντιμέτωποι με την αύξηση των φόρων της επιχείρησής τους, των τιμολογίων της ΔΕΗ, δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις εισφορές τους στον ΟΑΕΕ, με αποτέλεσμα να μένουν ανασφάλιστοι, επίσης με τη διεύρυνση του ωραρίου ακόμη και τις Κυριακές, οδηγώντας τους σε δουλειά ήλιο με ήλιο, χωρίς ξεκούραση.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι αυξάνεται η σχετική εξαθλίωση για τους εμποροϋπαλλήλους και επιδεινώνεται η θέση των αυτοαπασχολούμενων.

Ωστόσο, η κυβέρνηση από την πλευρά της επιχειρηματολογεί πως, λόγω της κρίσης, που έχει βλάψει τον κλάδο σε πολύ μεγάλο σημείο, τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για να μπορεί να αναζωογονηθεί η αγορά, να στηριχθεί ο μικρός απασχολούμενος, που ανοίγοντας και τις Κυριακές θα αυξήσει τον τζίρο του και μάλιστα σε ειδικές περιστάσεις όπως η τουριστική περίοδος, οι εκπτώσεις και οι γιορτές. Επιπλέον επιχείρημα αποτελεί το ότι οι εργαζόμενοι γενικά δεν προλαβαίνουν να ψωνίσουν και πως ταυτόχρονα το άνοιγμα των καταστημάτων αποτελεί «γροθιά» στην ανεργία που μαστίζει τον κλάδο.

Οι στόχοι της κυβέρνησης

Οι πραγματικοί στόχοι της κυβέρνησης δεν αντανακλούν την αναλγησία της ούτε την «ανευθυνότητά» της, όπως κάποιοι μπορεί να ισχυρίζονται. Σαν πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου λαμβάνει μέτρα που επιταχύνουν την αντικειμενική καπιταλιστική εξέλιξη της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, που εκπορεύεται από το βασικό στόχο της παραγωγής στον καπιταλισμό, το ατέρμονο κυνήγι του μέγιστου δυνατού κέρδους. Σε συνθήκες δε καπιταλιστικής κρίσης γίνεται πιο επιτακτική η κρατική παρέμβαση.

Απόρροια αυτού είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου στις μεγάλες επιχειρήσεις που ελέγχουν την αγορά από τη μία και από την άλλη η συρρίκνωση μέρους των αυτοαπασχολούμενων και των ΕΒΕ, οι οποίοι με το μερίδιο και τα κέρδη τους στην αγορά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μονοπώλια.

Οι μικρέμποροι και τα μονοπώλια

Στον κλάδο του Εμπορίου υπάρχουν ακόμη αρκετές μεσαίες επιχειρήσεις, παρά την τάση όλα αυτά τα χρόνια να ελαττώνονται. Μεταξύ 2004-2008, πριν την εκδήλωση της κρίσης τα μικρομάγαζα μειώθηκαν κατά 7 χιλιάδες, ενώ μεταξύ 2008-2013, εν μέσω κρίσης, έχουν κλείσει 45 χιλιάδες μικρομάγαζα και τα 3 από τα 4 είχαν μεγάλη μείωση στις πωλήσεις τους. Είναι ξεκάθαρο πως η τάση αυτή εντείνεται κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Από την άλλη, την ίδια περίοδο του 2004-2008 τα μονοπώλια του κλάδου γιγάντωναν τα κέρδη τους και τον τζίρο τους, φτάνοντας το 2008 τα μεικτά κέρδη τους τα 5,7 δισ. ευρώ από 3,7 δισ. το 2004 και ο τζίρος τους το 2008 ήταν 27 δισ. ευρώ από 18 δισ. το 2004. Ωστόσο, μέσα στην κρίση, το 2012, 70 μονοπώλια του κλάδου είχαν τζίρο 15,1 δισ. ευρώ και μεικτά κέρδη 3,5 δισ. ευρώ, λίγα λιγότερα από αυτά του 2004. Ενδεικτικά αναφέρεται πως μονοπώλια όπως ο «ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ», τα «CARREFOUR» έχουν γιγαντωθεί εξαγοράζοντας μικρότερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, μέσα στην περίοδο της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η διαφωνία τμημάτων του εμπορικού κεφαλαίου, της ΕΣΕΕ και του ΣΕΛΠΕ, για την κυριακάτικη αργία. Ο ΣΕΛΠΕ απαιτεί να είναι ανοιχτά τα καταστήματα όλες τις μέρες, για να μπορεί να κινηθεί η αγορά, δηλαδή να πιέσει τις μικρές επιχειρήσεις να κλείσουν, ενώ από την άλλη η ΕΣΕΕ, μπροστά σε αυτόν το φόβο, μιλάει για το μεγάλο κόστος αν ισχύει το μέτρο για όλες τις Κυριακές, χωρίς φυσικά να εναντιώνεται συνολικά στο μέτρο αυτό.

Τα μέτρα αυτά, λοιπόν, επιτείνουν την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι πρέπει να γίνονται εξαγορές και συγχωνεύσεις και «οι επιχειρηματίες πρέπει να είναι ανοιχτόμυαλοι, να μην επιμένουν να κρατήσουν σώνει και καλά την επιχείρησή τους 100%». Αυτή τη διαδικασία θα βοηθήσουν όποια εργαλεία χρηματοδοτικά εμφανίζονται για τη μικρομεσαία επιχείρηση, αλλά και τα κονδύλια του ΕΣΠΑ.

Οι εργαζόμενοι του κλάδου

Επιπλέον, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι του κλάδου δεν επωφελούνται σε τίποτα από τις υποσχέσεις της κυβέρνησης. Οι μειώσεις μισθών που είναι κατακόρυφες, οι απολύσεις και η απληρωσιά, η ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας και η εντατικοποίηση είναι τα πραγματικά επιτεύγματα της κυβερνητικής πολιτικής.

Ο κλάδος του Εμπορίου είναι ο δεύτερος κλάδος μετά τις Κατασκευές σε απώλειες θέσεων εργασίας. Μόνο τα έτη 2012-2013 η συνολική μείωση της απασχόλησης στον κλάδο έφτασε το 13% και τα όποια ευχολόγια για αντιμετώπιση της ανεργίας αποδεικνύονται θρασύτατα ψεύδη αμέσως κιόλας μετά την απόφαση για άνοιγμα των καταστημάτων όλες τις Κυριακές. Ερευνα του ΙΝΕΜΥ (Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών) φανερώνει πως το 95% των επιχειρήσεων δεν έχει σκοπό να προσλάβει νέους εργαζόμενους εξαιτίας αυτού του μέτρου.

Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας δεν αφορά μόνο τον κλάδο του Εμπορίου. Με αυτό συνδέεται και η πίεση για άνοιγμα των φαρμακαποθηκών τα Σάββατα. Επίσης ορισμένες εταιρείες τηλεφωνικής πώλησης απαιτούν από εργαζόμενους να δουλεύουν και τα Σάββατα, 6ήμερο χωρίς ρεπό. Ταυτόχρονα, το άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων την Κυριακή θα οδηγούσε σε κατάργηση του 75% προσαύξηση και του δεύτερου ρεπό μέσα στη βδομάδα και στον κλάδο του Επισιτισμού - Τουρισμού, παρόλο που παραδοσιακά οι εργαζόμενοι και τα μικρομάγαζα λειτουργούν τις Κυριακές χρόνια τώρα.

Μπροστά στην επίθεση των μονοπωλίων πρέπει να σφυρηλατηθεί η συμμαχία των αυτοαπασχολούμενων με τους εργαζόμενους του κλάδου. Η κυβερνητική πολιτική τσακίζει και τους δύο το ίδιο. Από το μέτρο της κατάργησης της κυριακάτικης αργίας θα επωφεληθούν τόσο τα μονοπώλια όσο και οι ίδιοι, από την άποψη των κερδών, του τζίρου, αλλά και της ποιότητας ζωής; Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Την ίδια ώρα που ο πλούτος αυξάνεται και μαζεύεται στα χέρια των μονοπωλίων, πολλοί μικροί έμποροι κλείνουν τις επιχειρήσεις τους, εξαθλιώνονται, αυξάνουν τα χρέη στις τράπεζες.

Τώρα οι αυτοαπασχολούμενοι μικροί έμποροι έχουν χρέος απέναντι στην ίδια τους τη ζωή να δυναμώσουν το συνδικαλιστικό τους κίνημα, όπως και οι εργαζόμενοι του κλάδου και να δράσουν από κοινού επιθετικά, διεκδικητικά και όχι αμυντικά και με μειωμένες τις απαιτήσεις τους. Χρειάζεται να διεκδικήσουν τη νομοθετική κατοχύρωση της κυριακάτικης αργίας, την υπογραφή κλαδικών συλλογικών συμβάσεων στα 920 ευρώ για τους μισθωτούς, να καταργηθούν οι διατάξεις που απελευθερώνουν τα ωράρια και να μην ξεπερνά η λειτουργία των καταστημάτων τις 48 ώρες εβδομαδιαίως, 5ήμερο - 8ωρο - 40ωρο με μόνιμη και σταθερή εργασία.

Η κοινή δράση και η οικοδόμηση της συμμαχίας τους σε αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση είναι η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση της επίθεσης που δέχονται και οι δύο.


Της Αιμιλίας ΒΑΜΒΑΚΙΔΟΥ*
*Η Αιμιλία Βαμβακίδου είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Η συζήτηση για τη «μεταπολίτευση» και τη «νέα Ελλάδα»

Είναι λογικό η αστική τάξη σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας της να κάνει τους απολογισμούς της. Ετσι, λοιπόν, με αφορμή τα 40 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας (24 Ιούλη 1974 - 24 Ιούλη 2014) επιδιώκει να κάνει το δικό της απολογισμό της 40χρονης πορείας της σε συνθήκες διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλάνε για «τέλος της μεταπολίτευσης» και για την ανάγκη «νέας μεταπολίτευσης». Ολοι δέχονται ότι η λεγόμενη μεταπολίτευση έλυσε το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης τα τελευταία 40 χρόνια, όμως συμπληρώνουν ότι συνοδεύτηκε από ορισμένες στρεβλώσεις και κακοδαιμονίες, οι οποίες λίγο - πολύ παρουσιάζονται ως οι αιτίες για την οικονομική κρίση ή για τις δυσκολίες της ανάκαμψης. Γράφει χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς σε άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 20/7/2014:

«Τη θέση της ανάπτυξης πήρε ο κρατισμός. Τη θέση της αξιοκρατίας, η κυριαρχία των κομματικών "ημετέρων". Των πάσης φύσεως "ημετέρων". Η ευημερία περνούσε μέσα από κλειστά κυκλώματα και κλειστά επαγγέλματα και όλα αυτά μαζί έφεραν τη γιγάντωση της γραφειοκρατίας, την παράλυση των επενδύσεων, περισσότερο κρατισμό, περισσότερα ελλείμματα και συνεχή συσσώρευση χρέους. Η ελληνική οικονομία έχασε την εξωστρέφειά της. Η ανταγωνιστικότητά της υποχωρούσε ασταμάτητα. Δεν παρήγε πλούτο, παρήγε εισόδημα από δανεικά που υπονόμευαν το μέλλον των παιδιών της. Οι ρίζες του δημοκρατικού πολιτεύματος που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974 αποδείχθηκαν πράγματι πολύ ισχυρές. Και η μεγάλη ευρωπαϊκή επιλογή του, σωτήρια για τη χώρα. Αλλά τις επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα δεν κατάφερε να ξεμπλέξει από τις στρεβλώσεις που άφησε πάνω της το "δίδυμο καρκίνωμα" του λαϊκισμού και του κρατισμού. Ωσπου ξέσπασε η κρίση. Που τη βιώσαμε στην αρχή ως κρίση ελλειμμάτων. Που μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους. Και που τελικά απέδειξε ότι από πλευράς ανταγωνιστικότητας ήμασταν πια τελείως γυμνοί».

Είναι προφανής προσπάθεια συγκάλυψης των αιτιών της κρίσης, που βεβαίως δεν βρίσκονται σε όσα αναφέρει ο πρωθυπουργός, αλλά στην ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού, στην αναρχία στην παραγωγή, στον ανταγωνισμό, στην παραγωγή με κριτήριο το κέρδος και όχι τις λαϊκές ανάγκες κλπ. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι καμιά καπιταλιστική οικονομία, όποια διαχείριση και αν εφαρμόζει, δεν μπορεί να ξεφύγει από την κρίση. Το άρθρο επιχειρεί κριτική στην αστική διαχείριση των προηγούμενων δεκαετιών.

Αυτό που δεν λέει ο πρωθυπουργός και όλοι οι επικριτές της αστικής διαχείρισης των δεκαετιών του 1980-1990 είναι εάν αυτή εξυπηρετούσε ή όχι τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Αν δηλαδή ο λεγόμενος κρατισμός, δηλαδή η πιο άμεση κρατική παρέμβαση σε μια σειρά τομείς της οικονομίας εξυπηρέτησε σε συγκεκριμένη φάση τη στήριξη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αν επίσης ο λεγόμενος λαϊκισμός, δηλαδή η διαμόρφωση ενός πλέγματος μέτρων ενσωμάτωσης ευρύτερων εργατικών λαϊκών στρωμάτων στους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε συνθήκες προσαρμογής στην ΕΟΚ και την ΕΕ, δεν λειτούργησε ως το καρότο, ώστε το εργατικό - λαϊκό κίνημα να μην αντιταχθεί σε αυτή την πολιτική διαχείρισης.

Η κριτική που ασκείται στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις από την σκοπιά του κεφαλαίου είναι προσχηματική. Δεν αμφισβητείται η αντιλαϊκή πολιτική τους, η προσήλωσή τους στους στόχους του κεφαλαίου αμφισβητείται, η ταχύτητα υλοποίησης αναγκαίων αναπροσαρμογών και αναδιαρθρώσεων από τη στιγμή που χρειαζόταν μεταβολή του μείγματος διαχείρισης στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης αγορών κλπ. Αμφισβητείται ο μη εκσυγχρονισμός των μηχανισμών και διαδικασιών χειραγώγησης και ενσωμάτωσης ευρύτερων εργατικών λαϊκών στρωμάτων.

Ποια είναι η αλήθεια για την αστική διαχείριση των δεκαετιών 1980 και 1990;

Η μεταπολιτευτική καπιταλιστική ανάπτυξη συνδυάστηκε με την εφαρμογή μέτρων εκσυγχρονισμού και ορισμένων «παραχωρήσεων» δικαιωμάτων και κατακτήσεων προς την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα κάτω και από την ανάπτυξη των εργατικών, λαϊκών αγώνων, σε διαφορετικό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων αφού υπήρχε το σοσιαλιστικό σύστημα. «Παραχωρήσεις» και εκσυγχρονισμοί, που στην Ελλάδα εφαρμόστηκαν πιο καθυστερημένα σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης. Ετσι, για παράδειγμα, στη δεκαετία του '80 οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα το λεγόμενο κοινωνικό μισθό, έδωσαν κρατικές παροχές σε κοινωνικούς τομείς, όπως ο τομέας της Πρόνοιας, π.χ. κρατικοί παιδικοί σταθμοί, αλλά και της Υγείας (τότε έγινε το ΕΣΥ), αλλά και στους συνταξιούχους με τα ΚΑΠΗ κλπ. Ο κίνδυνος μαζικής αύξησης της ανεργίας λόγω επιχειρήσεων που ήταν έτοιμες να κλείσουν, λόγω διεθνούς ανταγωνισμού και κρίσης (προβληματικές), λύθηκε προσωρινά με την «κρατικοποίησή» τους, μέτρο που στην πραγματικότητα ενίσχυε το κεφάλαιο, αφού τα τεράστια χρέη αυτών των επιχειρήσεων αποτέλεσαν το τίμημα του κράτους προς τους ιδιοκτήτες τους. Τα χρέη πληρώθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό, βασικά δηλαδή από τη φορολογία του λαού. Δόθηκαν λεφτά από κονδύλια της ΕΕ σε αγρότες, καταστρέφοντας όμως τμήματα της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στη συνέχεια βεβαίως η σοσιαλδημοκρατία πέρασε στην πολιτική των περικοπών και στην εφαρμογή των πρώτων αντεργατικών αναδιαρθρώσεων. Στην Ελλάδα οι πρώτες αναδιαρθρώσεις άρχισαν να εφαρμόζονται από το 1985, περίοδος που στην ΕΟΚ αποφασίστηκε η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», προκειμένου να μπουν τα θεμέλια της «Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς», που ήταν ο προπομπός της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Τότε το ΠΑΣΟΚ άρχισε να νομοθετεί για τη μερική απασχόληση, να εφαρμόζει πολιτική «σταθεροποίησης της οικονομίας» και με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου απαγορεύτηκαν οι αυξήσεις μισθών και στον ιδιωτικό τομέα κ.ά.

Ηταν επίσης η περίοδος που παραδοσιακοί κλάδοι της οικονομίας μαράζωσαν, όπως τα αμαξώματα, η ναυπηγική βιομηχανία, η κλωστοϋφαντουργία, ο ιματισμός, το δέρμα κ.ά. και αναπτύσσονταν γοργά οι τομείς Ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής, που μπορούσαν να λειτουργούν και με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Ολα αυτά συνεχίστηκαν πιο έντονα στη δεκαετία του '90 και του 2000, σε συνδυασμό με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και του βαθμού εκμετάλλευσης, ενώ η ΕΕ αποφάσιζε ακόμη πιο εντατικά νέες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας».

Ολο αυτό το διάστημα βεβαίως οι μονοπωλιακοί όμιλοι επιδοτούνταν, με τους επενδυτικούς νόμους, με άφθονο κρατικό χρήμα. Να θυμίσουμε επιδοτήσεις για μεταφορά επιχειρήσεων στα Βαλκάνια μέχρι και 60% ή τις επιδοτήσεις για μεγάλες υποδομές, όπως αεροδρόμια, Γέφυρα Ρίου, Αττική Οδός κ.ά.

Αυτή είναι ολόκληρη η πραγματική αλήθεια. Που δείχνει επίσης ότι τα ελλείμματα και τα χρέη δημιουργήθηκαν από την ενίσχυση του κεφαλαίου και όχι εξαιτίας των προσωρινών, όπως άλλωστε αποδείχθηκε, «παραχωρήσεων» και κατακτήσεων των εργαζομένων.

Ποια η «τομή» που επιχειρούν;

Ο πρωθυπουργός σε συνέντευξή του στο «Βήμα» τον Ιούνη, για τη «μεταπολίτευση», αναφέρει και τα εξής:

«Η "Νέα Ελλάδα" είναι αυτό που θέλουμε να φτιάξουμε για τη χώρα μας. Στη θέση εκείνου που χρεοκόπησε και μας οδήγησε στην κρίση... Είναι όραμα ελπίδας! Συνθέτει για το μέλλον, αλλά ξεκολλάει από το παρελθόν. Ολοι πρέπει να αλλάξουμε. Ολοι πρέπει να αφήσουμε το "παλιό" πίσω μας. Αφορά τη χώρα και το μέλλον της! Και πάντα στα στέρεα θεμέλια βασικών αρχών Πατρίδας και Δημοκρατίας! Και με όραμα μιαν αληθινά ευρωπαϊκή Ελλάδα: Της ανταγωνιστικότητας, της εξωστρέφειας του κεφαλαίου και της ευημερίας. Αυτή είναι η "Νέα Ελλάδα". Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο...».

Η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα, στο πλαίσιο της διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου, ήταν προαποφασισμένη στα πλαίσια της ΕΕ από την περίοδο της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της «Λευκής Βίβλου». Αλλο αν καθυστέρησε για μια σειρά λόγους που έχουν να κάνουν και με τη δράση του εργατικού κινήματος να εφαρμοστεί στο σύνολό της στην Ελλάδα. Σε άλλα κράτη της ΕΕ έχει εφαρμοστεί προ πολλού. Για παράδειγμα, τα μεγάλα πακέτα αναδιαρθρώσεων, στη δεκαετία του 2000, με τη «Στρατηγική της Λισαβόνας», στη Γερμανία εφαρμόστηκαν από το 2004 και μετά.

Ολο το αντεργατικό αντιλαϊκό πλαίσιο, της μείωσης μισθών και συντάξεων, της ολοένα αυξανόμενης ευέλικτης δουλειάς, της αφαίρεσης κρατικών παροχών σε Υγεία - Πρόνοια, των αντιδραστικών αλλαγών στην εκπαίδευση, της φοροληστείας του λαού, των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης αγορών, των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου, των νέων επενδυτικών νόμων που ενισχύουν τους επιχειρηματικούς ομίλους, ήρθε για να μείνει, γιατί εκφράζει τις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οποιες διαφοροποιήσεις πραγματοποιηθούν στο μείγμα διαχείρισης δεν μπορούν να αμφισβητήσουν συνολικά αυτό το πλαίσιο. Είδαμε, για παράδειγμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάχθηκε στην ιδιωτικοποίηση της «μικρής ΔΕΗ», όχι όμως στο πλαίσιο της απελευθέρωσης Ενέργειας, διαφώνησε με το νομοσχέδιο για τα δάση, όχι όμως με την εμπορευματική χρήση της γης κ.ά.

Αυτή, λοιπόν, είναι η «Νέα Ελλάδα» που θέλει το κεφάλαιο, η Ελλάδα των υποτιμημένων αναγκών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους. Ως παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους προβάλλονται τα κοινωνικά μερίσματα των 0,50 ευρώ τη μέρα, μέτρα διαχείρισης της ανεργίας και της ακραίας φτώχειας, έχοντας ήδη διαμορφώσει ψυχολογία σε λαϊκές δυνάμεις να ζουν με μειωμένες απαιτήσεις ως προς τις ανάγκες τους και τους παρέχουν υπηρεσίες φιλανθρωπίας τα διάφορα κοινωνικά δίκτυα και ΜΚΟ ίσα να μην πεθάνουν. Οποιες παραχωρήσεις γίνουν σε μια φάση ανάκαμψης θα είναι πολύ πίσω όχι μόνο από τις σημερινές ανάγκες και δυνατότητες, αλλά και από τα προ κρίσης επίπεδα.

Μπροστά στην εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα υψώνονται δύο επιλογές. Με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης ή ενάντιά του; Ο δεύτερος δρόμος είναι μονόδρομος για το λαό. Και απαιτεί τώρα ανασύνταξη του κινήματος, Λαϊκή Συμμαχία, με πανίσχυρο ΚΚΕ. Για να μπουν εμπόδια στο σήμερα, να ανατρέψουμε την εξουσία του κεφαλαίου, τον καπιταλισμό, αύριο. Για να αποκτήσουν οι εργαζόμενοι πίστη στη δύναμή τους ότι μπορούν να γίνουν οι ίδιοι αφέντες στον τόπο τους με την εργατική - λαϊκή εξουσία, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, την αποδέσμευση από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.


Ι.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ