Πέμπτη 15 Απρίλη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πείρα από την ενασχόλησή μας με κάποια ιδεολογικά ζητήματα

Συμφωνώ με τις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 21οΣυνέδριο του Κόμματος. Ολο το διάστημα που προηγήθηκε και ειδικά τον τελευταίο χρόνο, κατά τoν οποίο συζητήθηκαν μία σειρά Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής και πραγματοποιήθηκαν και μία σειρά μαθήματα, για τον πόλεμο, για την καπιταλιστική κρίση κ.τ.λ., θεωρώ πως έχουν γίνει πιο «καθαρά» στην Οργάνωση και στον περίγυρό μας κάποια ζητήματα, υπάρχουν όμως πλευρές, στις οποίες θα πρέπει να επιμείνουμε περισσότερο, ειδικά για να κατανοηθεί σε βάθος ο χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης.

Πρώτο είναι το θέμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των ανταγωνισμών. Εδώ και αρκετά χρόνια, ανά διαστήματα, όταν ειδικά το Κόμμα βγάζει κάποια πιο κεντρική ανακοίνωση για τις εξελίξεις, λέμε στον περίγυρό μας ότι «οξύνονται» οι αντιθέσεις. Αυτό γεννά από πολύ κόσμο το ερώτημα «μα τόσα χρόνια μου λες ότι συνεχώς οξύνονται οι αντιθέσεις, τι διαφορετικό υπάρχει τώρα», «γιατί το ενδεχόμενο ενός πιο γενικευμένου πολέμου είναι τώρα πιο πιθανό». Στις Θέσεις γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι η μάχη για την πρωτοκαθεδρία ΗΠΑ - Κίνας σε παγκόσμια κλίμακα είναι το διαφορετικό ποιοτικό στοιχείο αυτήν τη στιγμή στις διεθνείς σχέσεις και τους ανταγωνισμούς. Καθώς όμως το εντάσσουμε ως στοιχείο στην παρέμβασή μας, στη συζήτηση με τον κόσμο, πιστεύω πως πρέπει να εξηγούμε ότι ούτε η μάχη για την πρωτοκαθεδρία κρίνεται σε μία μέρα, χαρακτηρίζει μία μεγαλύτερη περίοδο, έτσι ώστε να μη μεταφερθεί ο προβληματισμός από το «τόσα χρόνια έχουμε όξυνση», στο «και πέρυσι είχαμε μάχη για την πρωτοκαθεδρία».

Δεύτερο ζήτημα για την κατανόηση των εξελίξεων και το χαρακτήρα της κρίσης και της διαχείρισής της από τα αστικά κόμματα είναι η κατανόηση του όρου «τάση», τον οποίο χρησιμοποιούμε πολλές φορές στο λόγο μας και αναφέρεται και σε πολλά σημεία στις Θέσεις (τάση όξυνσης, τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, φυγόκεντρες τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τάσεις αναθέρμανσης σχέσεων, τάση διεθνοποίησης κεφαλαίου κ.τ.λ.). Πολλές φορές, με τον τρόπο που μιλάμε για τις εξελίξεις, τις μεταφέρουμε σχηματικά και απόλυτα, με αποτέλεσμα όταν προκύπτουν φαινομενικά αντιφατικά με την τάση γεγονότα ή εξελίξεις, αυτό να παραξενεύει τους συντρόφους και τον περίγυρο. Για παράδειγμα, υπάρχουν ερωτήσεις και προβληματισμοί, με αφορμή τις Θέσεις, σχετικά με το γιατί η κυβέρνηση παίρνει κάποια μέτρα προστασίας των μικρών επιχειρήσεων, αφού υπάρχει γενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ή σχετικά με τα μέτρα προστατευτισμού που κατά διαστήματα παίρνουν κάποιες χώρες, ενώ υπάρχει γενική τάση διεθνοποίησης. Νομίζω πως πρέπει καλύτερα να εξηγούμε πως όταν λέμε «τάση», πρόκειται για μία κατεύθυνση που ενυπάρχει στις εξελίξεις, δεν σημαίνει όμως ότι εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο πάντα, ίσα - ίσα που περικλείει και αντίρροπα φαινόμενα. Μπορεί μέσω της μελέτης και του κειμένου των Θέσεων, να γίνει βήμα ώστε να σκεφτόμαστε συνολικά πιο διαλεκτικά, να οξυνθεί το κριτήριό μας, ώστε να μην αιφνιδιαζόμαστε από τις εξελίξεις.

Τρίτο ζήτημα είναι η αφομοίωση του γεγονότος πως σε όλα τα ζητήματα η εργατική τάξη και ο λαός συνολικά έχουν διαφορετικά συμφέροντα από την αστική τάξη της χώρας τους, ότι δεν υπάρχει δηλαδή ζήτημα μη ταξικό, ούτε στην εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, γι' αυτό και δεν ταυτιζόμαστε ούτε με τον εθνικισμό ούτε με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το ότι λέμε «όχι» στη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, «ναι» στην υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, απ' τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, ψηφίσαμε όμως «παρών» στην επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, φάνηκε σε αρκετούς αντιφατικό. Για να το απαντήσεις, φτάνεις αναγκαστικά στην ουσία της συζήτησης, που είναι ότι εμείς υπερασπιζόμαστε την πατρίδα της εργατικής τάξης και του λαού, γιατί σε κάθε χώρα και στην Ελλάδα υπάρχουν 2 πατρίδες, γιατί υπάρχουν 2 τάξεις, των οποίων τα συμφέροντα δεν ταυτίζονται πουθενά.

Τέταρτο και τελευταίο ζήτημα στο οποίο πρέπει να δώσουμε προσοχή, θεωρώ το εξής. Εχει μάθει το μεγαλύτερο μέρος της Οργάνωσης - πράγμα πολύ θετικό - να λέει ότι η κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και τίποτα άλλο, ούτε κρίση κορονοϊού, ούτε κρίση υποκατανάλωσης κ.τ.λ. Οταν όμως για την εξήγηση της κρίσης μένουμε μόνο στις επιπτώσεις που αυτή έχει στο εισόδημα, δηλαδή στο πόσα χρήματα έχει στην «τσέπη» του ο εργαζόμενος, χωρίς να το καταλάβουμε μπορεί να εντείνουμε - ή έστω να μην αντιμετωπίζουμε αποφασιστικά - την αντίληψη ότι μία πολιτική που έχει στόχο να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης, όπως είναι π.χ. η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, μπορεί να σταματήσει το ίδιο το ξέσπασμα της κρίσης, συνεπώς να μπερδεύουμε το φαινόμενο με τις επιπτώσεις του και πώς αυτές εκφράζονται κάθε φορά.

Μάλιστα, το να συζητάμε μόνο τις συνέπειες της κρίσης, τις μειώσεις μισθών, χωρίς να πηγαίνουμε στην αιτία, δεν μας βοηθάει να παρέμβουμε σε κλάδους που διατηρούν υψηλότερους μισθούς και κάποια προνόμια, όπως είναι η Πληροφορική και οι Νέες Τεχνολογίες. Ομως, δεν μας βοηθάει να παρέμβουμε ούτε σε κλάδους που θεωρούμε πως επειδή βιώνουν «στο πετσί τους» κάποια πράγματα, θα κατανοήσουν πιο εύκολα ότι η διαχείριση της κρίσης θα γίνει σε βάρος τους. Στον Επισιτισμό - Τουρισμό δεν κυριαρχεί μόνο δυσαρέσκεια επειδή είναι κλειστά τα μαγαζιά τόσους μήνες. Σε μεγάλο τμήμα εργαζομένων υπάρχει εφησυχασμός, λένε «έπαιρνα 600 ευρώ και ήμουν όρθιος 8 - 10 ώρες τη μέρα, παίρνω 534 και ξεκουράζομαι, έχω και μείωση ενοικίου επειδή είμαι σε αναστολή». Ενα μεγάλο τμήμα τους, επειδή αναγκαστικά τα επιδόματα τα βάζει το κράτος, πήρε φέτος για πρώτη φορά στη ζωή του Δώρο Χριστουγέννων, θα πάρει πρώτη φορά Δώρο Πάσχα. Αρα, μία συζήτηση που εξαντλείται στις συνέπειες της κρίσης δεν μπορεί εύκολα να πείσει για τη διέξοδο, ειδικά στις σημερινές συνθήκες των μειωμένων απαιτήσεων που διαμορφώθηκαν από την προηγούμενη κρίση και τις ριζικές αλλαγές της προηγούμενης δεκαετίας.

Πιστεύω πως σε όλα αυτά τα ζητήματα έχουμε κάνει βήματα στην κατανόηση και στην εκλαΐκευση, όμως μπορούμε να γενικεύσουμε ακόμα περισσότερο τα συμπεράσματα που έχουμε βγάλει, οι θεωρητικές επεξεργασίες να γίνουν κτήμα ολόκληρου του δυναμικού και συνολικά του κόσμου στον οποίο απευθυνόμαστε.


Αλεξάνδρα Αλάφη - Ανδρικοπούλου
Μέλος της ΚΕΟΕ της ΚΝΕ και του Γραφείου του Συμβουλίου Περιοχής Δυτικής Ελλάδας

Να δοθεί βάρος στην εκλαΐκευση της πρότασης του Κόμματος

Νιώθω ιδιαίτερη τιμή που απευθύνομαι στο Κόμμα της εργατικής τάξης. Νιώθω ιδιαίτερη χαρά και τιμή που από τη θέση ενός φίλου και ψηφοφόρου του ΚΚΕ μου δόθηκε η δυνατότητα και πήρα την απόφαση να πάρω μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο που το Κόμμα άνοιξε ενόψει του 21ου Συνεδρίου του.

Διαβάζοντας με προσοχή τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω ότι ένιωσα μεγάλη χαρά για τις τόσο εμπεριστατωμένες, λεπτομερείς και σαφείς διαπιστώσεις των Θέσεων που μας δόθηκαν, καθώς και για τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτές.

Είναι σαφές και σίγουρο ότι το Κόμμα διανύει μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, όπως σωστά διαπιστώνει, η οποία όμως το βρίσκει σε πολύ υψηλό ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο. Επίπεδο που χτίστηκε σταθερά από το '91 και μετά, ξεκαθαρίζοντας τον στρατηγικό σκοπό του, δηλαδή ο προσανατολισμός του έγινε πλέον ξεκάθαρος και κρυστάλλινος σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, όπου τα στάδια περάσματος στον σοσιαλισμό μπέρδευαν την πολιτική του, μιας και προϋπόθεταν μιας μορφής συνεργασία με αστικές δυνάμεις. Οπου ο οπορτουνισμός τα προηγούμενα χρόνια, πριν το '91 και με βάση τα «στάδια» που έθετε το Κόμμα για τον σοσιαλισμό, έγιναν η αιτία για πολλές δεκαετίες να τυραννούν το Κόμμα μας. Αιτίες τελικά που είχαν αποτέλεσμα να καταλήγουν και σε λαθεμένες εκτιμήσεις (λ.χ. από τον παροπλισμό του ΕΛΑΣ, αργότερα την ΕΔΑ μετά το '68 και τελευταία το '90 - '91), προβλήματα ιδεολογικά τόσο για την καθοδήγησή του όσο και για τα μέλη και τα στελέχη του. Χαίρομαι λοιπόν γι' αυτήν τη σημαντική κατάκτηση του Κόμματος και του εργατικού κινήματος.

Εκεί ακριβώς θέλω κι εγώ να επισημάνω το ιδιαίτερο βάρος που χρειάζεται στην εκλαΐκευση της πολιτικής του πρότασης, δηλαδή στο άλμα που πρέπει να γίνει από τα στελέχη, τα μέλη και τους φίλους του Κόμματος. Χρειάζεται να γίνει περισσότερο κατανοητή αυτή ακριβώς η στρατηγική μας θέση (λ.χ. ο απλός κόσμος δεν το έχει κατανοήσει και μιλά ότι «δεν θέλουμε να κυβερνήσουμε»), ότι εμείς μιλούμε μόνο για την ανατροπή του καπιταλισμού. Γι' αυτό χρειάζονται πολύ συχνά τακτικές συζητήσεις στις Οργανώσεις και ανοιχτές σε φίλους, για ιδεολογικά - πολιτικά ζητήματα τακτικής του Κόμματος. Ιδεολογική ερμηνεία των κρίσεων του καπιταλισμού, μέσω και της πανδημίας και των πολεμικών αναμετρήσεων που προετοιμάζουν τα καπιταλιστικά κέντρα, ΝΑΤΟ - ΕΕ κ.λπ.

Πιστεύω ότι χρειάζεται να γίνονται βήματα ανταλλαγής επιχειρημάτων στη δεδομένη περίοδο, οπωσδήποτε τουλάχιστον μια φορά το μήνα να γίνονται συζητήσεις και να είναι ανοιχτές, για καλύτερη εκλαΐκευση της τρέχουσας πολιτικής.

Επίσης, σε διεθνές επίπεδο και με την προσπάθεια βηματισμού του κομμουνιστικού κινήματος, που αναφέρεται στις Θέσεις, νομίζω χρειάζεται επιπλέον ξεκαθάρισμα και συγκεκριμένη αναφορά για λαούς που προσπάθησαν ή σταμάτησαν να προσπαθούν να χτίσουν σοσιαλισμό, λ.χ. τη Β. Κορέα κ.ά. 'Η η ιδιαιτερότητα της Κούβας, με το 60ετές εμπάργκο, εκβιάζοντας έναν υπερήφανο λαό. Πρέπει επίσης να γίνει καθαρό πως όποιος λαός διαλέξει τον δρόμο της αλλαγής της ζωής του, και με τον καπιταλισμό να έχει σοβαρές εφεδρείες, δεν θα είναι κάτι εύκολο, χωρίς θυσίες. Θα είναι δύσκολο, αλλά αναγκαίο.

Οσον αφορά τώρα τη δράση μας στα σωματεία. Χρειάζεται καλύτερη αξιοποίηση δυνάμεων που βρίσκονται γύρω μας και συμφωνούν για τον ρόλο που πρέπει να έχουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τον προσανατολισμό τους. Ταξικός, πολιτικός και όχι μόνο οικονομίστικος, αλλά και καθαρά διεκδικητικός από την κυβερνητική εξουσία. Να γίνονται συγκεκριμένες και σταθερές ενημερώσεις, αναλύοντας πλευρές προβλημάτων. Επίσης, αν και είναι πολύ δύσκολο, τα στελέχη με εμπειρία να μην έχουν πολλές χρεώσεις, ώστε να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο οργάνωσης της δουλειάς.

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς.


Γιάννης Οικονόμου
ΓΓ του Συνδέσμου Επιδιορθωτών Υποδημάτων Αττικής

Αστική κυβερνητική διαχείριση ή πάλη και μέτωπο για την εξουσία;

Το 2012 τα κόμματα της αστικής τάξης ήθελαν μια «αριστερή» κυβέρνηση για την Ελλάδα, για να μπορούν να περάσουν την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου.

Το Κόμμα φυσικά αρνήθηκε να στηρίξει μια τέτοια κυβέρνηση. Τότε ξεκίνησαν τα παπαγαλάκια και όλα τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης την επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ.

Οι δημοσκοπήσεις πριν την άρνηση συμμετοχής του Κόμματος σε μια τέτοια κυβέρνηση έδειχναν ότι το Κόμμα μας το στήριζαν το 12% - 13% των Ελλήνων. Αντίθετα ο Συνασπισμός έπαιρνε ποσοστό προεκλογικά 6% - 8%.

Την προεκλογική περίοδο βρέθηκα στο χωριό μου στην Κέρκυρα. Μαζί με τους συντρόφους και φίλους να συζητάμε στα καφενεία, στις παραλίες και σε σπίτια με φίλους και συγγενείς για τις θέσεις και το Πρόγραμμα του Κόμματος.

Το ερώτημα που έμπαινε από τον κόσμο ήταν γιατί δεν μπαίνουμε στην κυβέρνηση. Τους ρωτούσαμε να μας απαντήσουν, τι θα κερδίσει ο κόσμος από μια τέτοια κυβέρνηση, εάν ΕΜΕΙΣ δεν παλέψουμε να πάρουμε την ΕΞΟΥΣΙΑ; Μα η κυβέρνηση είναι η ΕΞΟΥΣΙΑ, έλεγαν, και μαζί με εσάς θα πάμε καλά!

Τότε ρωτήσαμε ποια είναι η κυβέρνηση και ποια είναι η διαφορά από την εξουσία. Μόνο 2 άτομα απάντησαν από δεκάδες ανθρώπους που κουβεντιάσαμε μαζί τους. Αυτοί οι δύο συγχωριανοί μας πέρασαν από τις γραμμές μας.

Ομως και στην Πετρούπολη, που έκανα κουβέντα στην παιδική χαρά, στον φούρνο, στο φαρμακείο και στον κύκλο μου κ.λπ., δυο-τρεις πάλι απάντησαν σωστά για τη διαφορά κυβέρνησης και εξουσίας!

Ενα καλό βιβλίο του σ. Γιάννη Βεντούρα εξηγεί με απλή γλώσσα τα πιο πάνω ερωτήματα. Ο τίτλος είναι «Γιατί μπαμπά οι κομμουνιστές δεν συμμετέχουν στις αστικές κυβερνήσεις».

Στο βιβλίο αυτό ο σ. Βεντούρας γράφει ότι εμείς χάσαμε το 50% της δύναμής μας. Το κύριο επιχείρημα και ερώτημά τους ήταν ότι αρνηθήκαμε κυβερνητικές ευθύνες και κατά συνέπεια δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Αυτά έλεγαν τα παπαγαλάκια της αστικής τάξης.

Σε μια κουβέντα στο καφενείο του χωριού μου, έβαλα το ζήτημα να πάρουμε στα χέρια μας τα μέσα παραγωγής, αφού εμείς οι πολλοί παράγουμε τον πλούτο και το 1% - 2% σε όλες τις χώρες του κόσμου καρπώνονται τον ιδρώτα μας!

Μόνο τότε θα σταματήσει και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και θα τελειώσουμε μια για πάντα με τα παράσιτα. Τότε ένας συγχωριανός μου είπε: «Εγώ Σπύρο εργαζόμουν στα σωληνουργεία της Κορίνθου και ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Πώς λοιπόν μας λες να πάμε να πάρουμε την περιουσία του κακομοίρη του Βαρδινογιάννη;».

Τότε θυμήθηκα να μεταφέρω έναν διάλογο με έναν μηχανολόγο - μηχανικό του Νιάρχου, με αφορμή μια ανακοίνωση για αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Ρώτησα λοιπόν το στέλεχος του Νιάρχου: «Κι εμείς τι θα κερδίσουμε;». Η απάντησή του ήταν: «Γιατί έτσι πρέπει να γίνει».

«Ναι, αλλά τα κέρδη θα τα πάρει η εταιρεία και όχι εμείς που τα παράγουμε! Να σας κάνω μια ερώτηση απλή, αλλά θέλω απάντηση».

«Ναι», μου είπε κι εγώ συνέχισα.

«Στο Ναυπηγείο Σκαραμαγκά δουλεύουν 5.000 εργαζόμενοι, ο Νιάρχος μπορεί να το δουλέψει μόνος του;».

«Οχι», απάντησε.

«Εμείς μπορούμε και χωρίς τον Νιάρχο, τότε γιατί να τον ταΐζουμε και να τον πληρώνουμε;».

«Εγώ τελείωσα το Πολυτεχνείο και αυτά που λες δεν τα γνωρίζω, εσύ πού τα έμαθες;».

Εγώ χαμογελώντας και κλείνοντας την κουβέντα τού είπα: «Ολα αυτά τα έμαθα στα γραφεία του ΚΚΕ, στον Περισσό».

Επειδή μέχρι τώρα το ζήτημα αυτό απασχολεί πολύ κόσμο, το Κόμμα μαζί με τις Οργανώσεις, τους φίλους, τις Οργανώσεις της ΚΝΕ, πρέπει να εκλαϊκεύσει τα πιο πάνω ερωτήματα.

Στα εργοστάσια είναι πιο εύκολο να κουβεντιάζεις αυτά τα ζητήματα. Οσες κυβερνήσεις και να αλλάξουν στην Ελλάδα και στον κόσμο, πάντα οι λίγοι θα ζουν σαν βασιλιάδες και οι πολλοί θα πεινάνε.

Λοιπόν, φίλε και συναγωνιστή, θυμήσου τα μνημόνια που ψήφισαν όλα τα κόμματα, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που έλεγε ότι θα τα καταργήσει και έκανε συνέχεια κωλοτούμπες.

Θυμήσου το «όχι» που το έκανε «ναι» γράφοντας την ψήφο σου στα παλιά του τα παπούτσια.

Ο καπιταλισμός έφαγε τα ψωμιά του, είναι ένα βάρβαρο, βρώμικο σύστημα. Εμείς έχουμε χρέος να πάρουμε την εξουσία και τότε η εργατική τάξη και το Κόμμα της θα βαδίσουμε μαζί για έναν κόσμο καλύτερο για εμάς και τα παιδιά μας.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΚΕ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΗΡΩΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΓΩΝΕΣ, ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ.

Καλή επιτυχία στο 21ο Συνέδριο του Κόμματός μας.


Σπύρος Βαρθολομαίος
Συνταξιούχος Μετάλλου

Να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα για ένα νέο ξεκίνημα

Το πρώτο κείμενο των Θέσεων διαπνέεται από ένα πνεύμα και μια ψυχολογία ηττοπάθειας. Κορυφαία έκφραση αυτής της - κατά την άποψή μου - προβληματικής προσέγγισης είναι οι Θέσεις 2, 3, 4. Κορωνίδα αποτελεί η φράση ότι «το Κόμμα ως μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος διατρέχει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της Ιστορίας του» (Θέση 2).

Είναι προφανές ότι ακόμα βαραίνουν δυσανάλογα στη σκέψη μας οι αντεπαναστατικές ανατροπές του 1989 - 1991. Είναι όμως και ανεξήγητο 30 χρόνια μετά να μας κατακλύζουν αισθήματα αμηχανίας. Θα έλεγα επίσης ότι δεν προσφέρει τίποτα αυτή η προσέγγιση. Μας αδικεί ως Κόμμα, επειδή είναι ο καπιταλισμός αυτός που σήμερα βρίσκεται σε τραγικά αδιέξοδα και σε ακόμα πιο δεινή για τον ίδιο θέση να διαχειριστεί τα αδιέξοδά του.

Σε τελική ανάλυση, το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την ήττα του σοσιαλισμού ξεπερνά το 1/4 του αιώνα και είναι αρκετά μεγάλο και ικανό ώστε στο μέτρο του δυνατού να έχουμε μάθει να δουλεύουμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όπου δεν υπάρχει η Σοβιετική Ενωση ως αντίπαλο δέος του καπιταλισμού.

Θεωρώ μέγιστο λάθος ότι οι Θέσεις δεν κεντράρουν στην ανάδειξη των δυσκολιών της αστικής τάξης να διαχειριστεί την κρίση της, αντιθέτως επιχειρούν να επιβάλουν ένα εσωστρεφές κομματικό βλέμμα στη μελέτη των αδυναμιών της κομματικής λειτουργίας.

Γι' αυτό και οι Θέσεις αποπνέουν ένα διαρκές άγχος για την «πίεση» (Θέση 4) που δεχόμαστε και θα δεχτούμε και εκεί οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, η προβολή που εμείς κάνουμε, πάνω στις μάζες, της δικής μας ψυχολογίας, χρεώνοντάς τες υπερβολικά με «μοιρολατρία», «φόβο» και «λογική ανάθεσης» (Θέση 8).

Η συγκυρία που διανύουμε δεν έχει μόνο δυσκολίες, σαφώς επικίνδυνες. Εχει ταυτόχρονα και μεγάλες δυνατότητες που προσφέρονται για να καλύψουμε ως ΚΚΕ το χαμένο έδαφος. Οι μάζες είναι περισσότερο ώριμες και με αρκετά πράγματα - όχι όλα φυσικά - ξεκαθαρισμένα στη συνείδησή τους από την εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας.

Το Κόμμα μόνο κερδισμένο μπορεί να βγαίνει όταν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων και έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με την αστική τάξη και ιδίως τη ΝΔ, όπως έδειξε και η εμπειρία της Πρωτομαγιάς και της 17ης Νοέμβρη.

Αντίθετα όμως, οι Θέσεις, αντί σιγουριάς και επαγρύπνησης, αποπνέουν αισθήματα ανασφάλειας για την «αστική και οπορτουνιστική πίεση» και ωθούν σε εσωκομματική ενδοσκόπηση. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με τις περιγραφές για την κατάσταση του στελεχικού μας δυναμικού; Ειδικότερα, προβληματίζει σοβαρά η Θέση 29. Υπάρχει δίλημμα στα Οργανα του τύπου «σεχταρισμός» ή δουλειά στις μάζες; Χρειάζονται ξεκάθαρες απαντήσεις.

Για ακόμα μια φορά το πρόβλημα εστιάζεται στη σχέση τακτικής και στρατηγικής και σε μια αέναη διαδικασία «εξειδίκευσης» γεμάτη αντιφάσεις, οι οποίες συνοψίζονται στη Θέση 10 και διαπιστώνονται ως πρόβλημα σε κάθε πτυχή της κομματικής μας ζωής στο υπόλοιπο κείμενο.

Διαπιστώνω μια ανακολουθία: Από τη μια μεριά θεωρούμε ότι το Κόμμα ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα που είχε αυτήν την τετραετία (Θέσεις 5 και 9) και την ίδια στιγμή αυτό το συμπέρασμα αναιρείται με βάση τις περιγραφές που γίνονται π.χ. στις Θέσεις 11, 12, 14, 24, 27, 28, 29.

Αν και γίνεται λόγος ακόμα και για αδυναμία στο επίπεδο της ΚΕ (Θέσεις 17 - 18) να γενικεύεται η πείρα της ταξικής πάλης, το βασικό μοτίβο είναι η μετατόπιση των προβλημάτων καθοδήγησης στα κατώτερα Οργανα και τις ΚΟΒ και παρουσιάζεται από τις Θέσεις ως πρόβλημα αφομοίωσης της στρατηγικής και ικανότητας εξειδίκευσής της.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: Πώς θα αποκτηθεί αυτή η ικανότητα όταν κυριαρχεί το αίσθημα ότι η αστική τάξη μας έχει μονίμως με την πλάτη στον τοίχο και οι δικές μας θέσεις «δεν κατανοούνται ως ρεαλιστικές» από τις μάζες (Θέση 8);

Κατά τη γνώμη μου αυτή η κατάσταση θα γεννάει εσαεί διαφορετικές απόψεις πάνω στο περιεχόμενο της «γραμμής συσπείρωσης».

Δεν υποτιμώ καθόλου την αρνητική επίδραση της προ τριακονταετίας αντεπανάστασης. Πόσο προβληματίζει την ΚΕ το ότι «ως ένα μεγάλο βαθμό η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν βελτιώθηκε και δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές μας επεξεργασίες» (Θέση 12) μπορεί να οφείλεται πριν από όλα σ' αυτές τις επεξεργασίες και τα ντοκουμέντα; Στο πώς κατανοεί και τι περιεχόμενο αποδίδει η ηγεσία του Κόμματος στην «αποκατάσταση των επαναστατικών χαρακτηριστικών» του ΚΚΕ;

Στις Θέσεις δεν διακρίνω κάποια πειστική εξήγηση στο γιατί «παραμένει ζητούμενο το να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε στον καθημερινό αγώνα με σταθερό εργαλείο τα ντοκουμέντα». Δεν θεωρώ λογικό μετά από τόσα χρόνια το πρόβλημα να αποδίδεται κυρίως στην έλλειψη «αφομοίωσης» των επεξεργασιών μας.

Αναρωτιόμαστε μήπως στις ίδιες τις «επεξεργασίες» βρίσκεται η ρίζα των «συγχύσεων», των «λαθών τακτικής» και των αδυναμιών μελών και στελεχών μας, όπως αποτυπώνονται στις Θέσεις (29, 33);

Υπό την έννοια αυτή, εκτιμώ ότι η ιδεολογικοπολιτική θωράκιση του Κόμματος θα λειτουργεί ως ένα «παράλληλο πρόγραμμα» (Θέση 12) που δεν θα τέμνεται με την καθημερινή δράση των Οργανώσεων όσο τα «μέτωπα πάλης» - στα οποία ορθώς έχουμε επανέλθει - δεν ενταχθούν σε ένα πολιτικό πρόγραμμα και σχέδιο παρέμβασης του Κόμματος στις εξελίξεις.

Επιμένω σε αυτό γιατί όσο υπάρχει ο κίνδυνος για αριστερές παρεκκλίσεις από την έλλειψη τακτικής, άλλο τόσο ελλοχεύει και συνυπάρχει ο κίνδυνος για δεξιές παρεκκλίσεις - οι οποίες μπορεί και να παγιωθούν - όσο η τακτική κατανοείται ως χειρισμός καθημερινών ζητημάτων της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας, που εξαντλείται είτε στην καταγγελία είτε σε ορισμένα αιτήματα που θα διεκδικούν τα συνδικάτα και οι μαζικές οργανώσεις.

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό που λείπει σήμερα από το Κόμμα μας για τη σύνδεση του καθημερινού αγώνα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων με την πάλη για την εργατική εξουσία είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα εξουσίας (άρα και διακυβέρνησης) που θα επιλύει το πέρασμα στον σοσιαλισμό.

Εχω αναφερθεί στα δύο προηγούμενα Συνέδρια συγκεκριμένα για το πολιτικό πρόγραμμα που μας διαχωρίζει από τα άλλα κόμματα και γύρω από το οποίο θα διεξαχθεί η κύρια σύγκρουση με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Οι εξελίξεις ενισχύουν την πεποίθησή μου ότι αυτή η τακτική απαντά λενινιστικά στο περιεχόμενο της «γραμμής συσπείρωσης», της συγκέντρωσης των δυνάμεων της Κοινωνικής Συμμαχίας για την επανάσταση. Μόνο μέσα σε αυτό το καμίνι μπορεί να ισχυροποιείται το Κόμμα, να αποκαθιστά και να σφυρηλατεί τους δεσμούς του με τις λαϊκές μάζες. Καθήκον μας είναι να υπερνικήσουμε φόβους και δισταγμούς.


Θοδωρής Λαπαναΐτης
Δημοσιογράφος, ΚΟΒ Κέντρου Βύρωνα Αττικής του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ