Σάββατο 15 Φλεβάρη 2014 - 2η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Για τις εξελίξεις στον κλάδο της Χαλυβουργίας

Με αφορμή τις 200 διαθεσιμότητες στη «Χαλυβουργική» και τις εξελίξεις στις άλλες επιχειρήσεις του κλάδου, προκύπτουν ζητήματα που είτε αποσιωπούνται, είτε διαστρεβλώνονται από τους εργοδότες και τις συνδικαλιστικές πλειοψηφίες στα επιχειρησιακά σωματεία και στην πλειοψηφία της ΠΟΕΜ. Ολοι αυτοί υιοθετούν το αίτημα των βιομηχάνων για μείωση του κόστους της Ενέργειας, με το επιχείρημα ότι έτσι θα γίνουν ανταγωνιστικές οι ελληνικές χαλυβουργίες και θα σωθούν τάχα οι θέσεις εργασίας.

Το συγκεκριμένο ιδεολόγημα είναι πέρα για πέρα πλαστό. Οι απολύσεις, οι διαθεσιμότητες και άλλες αντεργατικές ανατροπές στον κλάδο είναι συνέπεια της καπιταλιστικής κρίσης και γίνονται στο πλαίσιο της προσπάθειας της εργοδοσίας να τη διαχειριστεί προς όφελός της και σε βάρος των εργαζομένων. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να εγγυηθεί τις θέσεις εργασίας, ούτε σε ανάπτυξη, ούτε πολύ περισσότερο σε κρίση, ανεξάρτητα από το πόσες θυσίες θα δεχτούν να κάνουν οι εργαζόμενοι.

Η ίδια η «Χαλυβουργική» αναφέρει στην ανακοίνωσή της για τις διαθεσιμότητες ότι από το 2008 μέχρι σήμερα «η ζήτηση προϊόντων χάλυβα στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά. Συγκεκριμένα από 2.500.000 τόνους ετησίως προ κρίσης, η ζήτηση έχει καταβαραθρωθεί στο επίπεδο των 300.000 τόνων, ήτοι οκτώ φορές λιγότερο. Αντίστοιχα μειώνονται η παραγωγή των προϊόντων της εταιρείας, οι πωλήσεις και ο τζίρος της, ενώ οι ζημιές έχουν αυξηθεί και ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα η εξαγωγική δραστηριότητα καθίσταται ολοένα και πιο ζημιογόνος, εξαιτίας πολλών παραγόντων, ιδιαίτερα δε λόγω του ενεργειακού κόστους».


Ολα τα παραπάνω περιγράφουν την κρίση στον κλάδο της Χαλυβουργίας, ο οποίος επηρεάστηκε εν πολλοίς από την κρίση στον κλάδο των Κατασκευών. Κι αυτό καθώς το περιεχόμενο της παραγωγής της ελληνικής χαλυβουργίας είναι κυρίως χάλυβας για οπλισμό κατασκευών. Είναι δηλαδή εμπόρευμα μικρής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής τεχνολογίας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκδηλώθηκε σε ολόκληρη την οικονομία, πλήττοντας ιδιαίτερα τον κλάδο των Κατασκευών, όσο και τον κλάδο της Χαλυβουργίας, που τον τροφοδοτεί.

Την προηγούμενη περίοδο, η μεγάλη κατασκευαστική δραστηριότητα (μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί Αγώνες, κατασκευή σπιτιών) οδήγησε σε μεγάλη παραγωγή στον κλάδο. Στις νέες συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να συνεχίσουν να λειτουργούν όλες οι μονάδες χαλυβουργίας. Η παραγωγή είναι πολύ μεγάλη για την εγχώρια ζήτηση, οι πιθανές εξαγωγές δεν μπορούν να απορροφήσουν όλη την παραγωγή, ενώ η παραγωγή θα αυξηθεί και στις άλλες χώρες που έχουν κατασκευαστικό «μπουμ». Κι αυτό επειδή είναι φθηνότερο για τον καπιταλιστή να παράγει απευθείας στην Αίγυπτο ή στη Λιβύη, παρά να μεταφέρει σ' αυτές τις χώρες έτοιμα σίδερα από την Ελλάδα.

Καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, είναι αναπόφευκτο να προχωρήσουν εξαγορές, συγχωνεύσεις και μεταφορά παραγωγής στο εξωτερικό, που σημαίνει και απώλεια θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, ακόμα κι αν οι βιομήχανοι εξασφαλίσουν τελικά μείωση στην τιμή της Ενέργειας που καταναλώνουν. Αντίθετα, στο κυνήγι της ανταγωνιστικότητας οι βιομήχανοι θα πιέζουν για ακόμα φθηνότερη εργατική δύναμη για να προωθούν τα εμπορεύματά τους στις διεθνείς αγορές.

Ενα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν εργοδότες και συνδικαλιστικές πλειοψηφίες είναι ότι η μείωση του ενεργειακού κόστους θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ντόπιων επιχειρήσεων με τις χαλυβουργίες στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι οποίες, όπως ισχυρίζονται, απολαμβάνουν φτηνότερη Ενέργεια. Οι χαλυβουργίες, όμως, στην Ελλάδα δεν ανταγωνίζονται για εξαγωγές, όπως αφήνεται να εννοηθεί, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Αντίθετα ανταγωνίζονται κυρίως την Τουρκία και την Ισπανία.

Η Τουρκία, ωστόσο, διαθέτει επιπλέον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα διαλυτήρια πλοίων της Ευρώπης. Αρα, το scrap είναι φθηνότερο και έχει και μικρότερο μεταφορικό κόστος, ενώ είναι ακόμα πιο φθηνή η εργατική δύναμη.

Μια ακόμα πλευρά: Εργοδότες και συνδικαλιστικές πλειοψηφίες καλλιεργούν κλίμα ταξικής συνεργασίας, τώρα που ο κλάδος είναι σε κρίση. Οι εργαζόμενοι, όμως, πρέπει να τους απαντήσουν ότι την περίοδο των χρυσών κερδών (1998-2005) τα κέρδη τους οι βιομήχανοι δεν τα μοιράστηκαν μαζί τους κι ας τους εμφανίζουν σήμερα σαν μια οικογένεια τάχα με τους μετόχους. Αντίθετα, τα κέρδη αυτά επενδύθηκαν με γνώμονα το ποσοστό κέρδους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι επενδύσεις αυτές έγιναν στην απελευθερωμένη αγορά Ενέργειας.

Οι επενδύσεις στον κλάδο της Χαλυβουργίας έγιναν επίσης με γνώμονα το ποσοστό κέρδους και η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτών των επενδυτικών επιλογών. Ειδικότερα, στην Ελλάδα έγιναν πολλαπλές επενδύσεις σε ηλεκτρικούς φούρνους που παράγουν χάλυβα, καταναλώνοντας ηλεκτρική ενέργεια και αξιοποιώντας scrap. Χρησιμοποιήθηκαν τέτοιοι φούρνοι γιατί έχουν πολύ μικρότερο αρχικό κεφαλαιακό κόστος ανά τόνο έτοιμου εμπορεύματος, σε σχέση με την κλασική μέθοδο (περίπου 300 δολ. ανά τόνο χάλυβα, σε σχέση με 1.000 δολ. ανά τόνο χάλυβα) και γιατί επιτρέπουν την κατασκευή μικρότερων χαλυβουργιών.

Ωστόσο, οι χάλυβες αυτοί χρειάζονται για την παραγωγή τους ηλεκτρική ενέργεια, που αν δεν υπάρχει σε αφθονία, λόγω πολλαπλών μεγάλων μονάδων βάσης, οδηγεί σε μεγαλύτερο κόστος παραγωγής.

Η απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας

Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και των τιμών του φυσικού αερίου δεν πέφτουν απ' τον ουρανό, δεν είναι αποτέλεσμα κακών οιωνών. Είναι προϊόν της πολιτικής ΕΕ - μονοπωλίων για την απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας. Εχουν άμεση σχέση με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, τη λειτουργία και άλλων ιδιωτικών μονάδων παραγωγής Ενέργειας, με γνώμονα την κερδοφορία τους.

Οταν κριτήριο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι το κέρδος, θα επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή τιμή πώλησης της Ενέργειας. Το μείγμα καυσίμων με το οποίο θα παράγεται η ηλεκτρική ενέργεια θα αποφασίζεται όχι με γνώμονα την κοινωνική ευημερία, αλλά την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αυτός είναι ο λόγος που με την προώθηση της πολιτικής ΕΕ - μονοπωλίων για την απελευθέρωση έγιναν τεράστιες επενδύσεις σε ΑΠΕ μικρού κεφαλαιακού κόστους και μεγάλου κόστους παραγωγής Ενέργειας, που οδήγησαν τελικά και σε μεγάλες αυξήσεις των τιμών της Ενέργειας.

Σήμερα προωθείται νέο πακέτο ιδιωτικοποίησης, αυτή τη φορά του Δικτύου Μεταφοράς, που θα αυξήσει ακόμα περισσότερο την τιμή της Ενέργειας. Αν είχε αξιοποιηθεί το σύνολο του υδατικού δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος θα ήταν σημαντικά μικρότερο. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει μεγάλο κεφαλαιακό κόστος και είναι αντίθετο με την ανάγκη του κεφαλαίου για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, είναι αντίθετο με την Ενέργεια ως εμπόρευμα.

Ο ΣΕΒ και τα μονοπώλια στο Μέταλλο, όλο το προηγούμενο διάστημα στήριξαν την προώθηση αυτής της πολιτικής στην Ενέργεια. Σήμερα που το νομοτελειακό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής χτυπά τη δική τους κερδοφορία, ζητούν προνομιακές τιμές Ενέργειας για τους ίδιους, χωρίς να αμφισβητούν το πλαίσιο της απελευθέρωσης. Ωστόσο, οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις του κλάδου της Ενέργειας παράγουν με γνώμονα το κέρδος και η απαίτηση για μείωση των τιμών στους βιομηχανικούς πελάτες ισοδυναμεί με αυξήσεις των τιμολογίων Ενέργειας στα λαϊκά στρώματα.

Αντίστοιχα, οι υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο προκύπτουν από την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου και της σύναψης διεθνών συνθηκών, όπως τελευταία για τον αγωγό ΤΑΡ, που δεν διασφαλίζουν σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου για την εγχώρια κατανάλωση.

Για την τιμή του ρεύματος

Η μέση τιμή του βιομηχανικού ρεύματος στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, που ανακοίνωσε το υπουργείο Περιβάλλοντος, είναι μικρότερη από το μέσο όρο της ΕΕ και μικρότερη από την τιμή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ο ΣΕΒ ανταπαντά ότι τα στοιχεία είναι παραπλανητικά, αφού δεν λαμβάνονται υπόψη οι μεγάλες εκπτώσεις και οι διμερείς συμφωνίες, που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος Ενέργειας, αναφέροντας μάλιστα παραδείγματα με προνομιακές τιμές για ορισμένες βιομηχανίες, στα 25 ευρώ τη μεγαβατώρα.

Συγκαλύπτουν ωστόσο ότι το ένα συγκεκριμένο παράδειγμα που αναφέρουν αφορά τη Γαλλία, που διαθέτει πυρηνικούς σταθμούς και παράγει εξαιρετικά φθηνή ηλεκτρική ενέργεια. Το δεύτερο παράδειγμα, επίσης από τη Γαλλία, αφορά την εξαγορά δυο χαλυβουργιών από μια γερμανική πολυεθνική. Στο μετοχικό κεφάλαιο όμως της γερμανικής εταιρείας αποφασίστηκε να συμμετάσχει με 35% η EDF (γαλλική ΔΕΗ), που σημαίνει ότι εξασφαλίζει φθηνότερο ρεύμα, έξω από τις συνθήκες της αγοράς.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο ΣΕΒ, όσο και οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες συγκαλύπτουν ότι τυχόν διμερείς συμφωνίες για προνομιακές τιμές ρεύματος οδηγούν σε υψηλές τιμές για τους λαϊκούς καταναλωτές, αφού το φθηνό ρεύμα θα αξιοποιείται απ' τη βιομηχανία.

Η συζήτηση αυτή είναι πιθανά συνδεδεμένη και με την προωθούμενη διάσπαση της ΔΕΗ σε δύο κομμάτια (μεγάλη και μικρή ΔΕΗ) και με την ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών πεδίων, ενώ και η προωθούμενη ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ έχει τον ίδιο χαρακτήρα. Κοντολογίς, πιέζουν για απευθείας πώληση ηλεκτρικού ρεύματος στη βιομηχανία, σε τιμή διαφορετική από την τιμή του συστήματος.

Είναι φανερό ότι απ' όπου κι αν την πιάσει κανείς τη συζήτηση, καταλήγει στο ίδιο σημείο: Οτι το αίτημα των βιομηχάνων για φθηνότερη Ενέργεια εντάσσεται στο πλαίσιο των ενδοαστικών ανταγωνισμών, στην προκειμένη περίπτωση με τα μονοπώλια της Ενέργειας, με στόχο και των δυο να διασφαλίσουν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά τους.

Από αυτή τη σκοπιά, είναι εγκληματική για τους εργαζόμενους η στάση της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, που τους θέλει να διαδηλώνουν για τα συμφέροντα της μιας μερίδας του κεφαλαίου απέναντι στην άλλη, σπέρνοντας αυταπάτες ότι έτσι θα σώσουν τουλάχιστον τη δουλειά τους. Συμφέρον των εργαζομένων είναι να παλέψουν με πλαίσιο που απαντά στις σύγχρονες ανάγκες τους και που τους φέρνει αντικειμενικά σε ρήξη με την εργοδοσία και το κράτος της.

Οσο βαθύτερα συνειδητοποιείται ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η αναρχία που τον χαρακτηρίζει, είναι η πηγή των δεινών για τους εργαζόμενους, σε ανάπτυξη και κρίση, όσο καλύτερα αναδεικνύεται η ανάγκη του άλλου δρόμου ανάπτυξης, με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο της λαϊκές ανάγκες, τόσο τα ιδεολογήματα εργοδοσίας - εργατοπατέρων θα ξεφτίζουν, τόσο θα ενισχύεται η άμυνα των εργαζομένων στην επίθεση που δέχονται.


Τ. Ο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ