Κυριακή 15 Δεκέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ολα τα μέτωπα ανοιχτά

«Επί του πιεστηρίου»: Η συγκρότηση της κεντροαριστεράς στις σεντονιάδες του αστικού Τύπου καλά κρατεί: Πριν προλάβει να δημοσιευτεί ένα ρεπορτάζ για την ομάδα των «58», εμφανίζεται η ομάδα των «11» κι εκεί που λες φτάσαμε, χτυπά το κουδούνι η ομάδα των «75». Αντε ξανά - μανά στο κομπιουτεράκι τα επιτελεία να δουν πώς θα προκύψει τελικά ο περίφημος «τρίτος πόλος». Οι διεργασίες αυτές επιδρούν στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και της ΔΗΜΑΡ που σήμερα ολοκληρώνει το συνέδριό της.

Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όλα αυτά δε γίνονται από βίτσιο. Δύο και τρία κύρια άρθρα κάθε μέρα στα έντυπα της αστικής τάξης αξιώνουν να διασφαλιστούν όλες εκείνες οι συνθήκες που θα οδηγούν σε σταθερές κυβερνήσεις συνεργασίας. Για να συμβεί αυτό, επιβάλλεται να υπάρξουν έγκαιρα οι εφεδρείες των προθύμων, σ' όλες τις πλευρές του αστικού πολιτικού συστήματος. Και θα αδικούσαμε την κεντροαριστερά, αν δε σημειώναμε πως αντίστοιχες κινήσεις καταγράφονται και στην κεντροδεξιά, τόσο κεντροδεξιά που να χωρέσει στο τέλος ως και τη Χρυσή Αυγή, αφού θα έχει περάσει από τη βάσανο της κάθαρσης (το αλληλοκάρφωμα που πέφτει αυτές τις μέρες μέσα από τα σκονάκια που μοιράζουν οι δικηγόροι του ενός και του άλλου από τους Μπουκουρο - Μιχαλο - Κασιδιάρηδες δε λέγεται). Προς το παρόν, αυτό που καταγράφεται ευκρινώς είναι η όλο και πιο έντονη προβολή διαφόρων εθνο-πατριωτών που αξιοποιώντας τη γεωπολιτική επικαιρότητα (Συρία, Ουκρανία, αγωγοί) τονίζουν την ανάγκη να επιλέξει έγκαιρα η Ελλάδα στρατόπεδο, ενόψει μεγάλων ανακατατάξεων.

Σε όλο αυτό το σκηνικό, ένα μόνο φροντίζουν να εξαφανίσουν: Οτι οξύνεται στο έπακρο η κυρίαρχη, η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Και σωστά πράττουν από τη σκοπιά τους.

Εξω στο δρόμο, ο κόσμος παγώνει, ο κόσμος ζει στο σκοτάδι, ο κόσμος έχει ξεγράψει από πέρσι κάτι βλαβερές συνήθειες όπως τις γιορτές Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά. Ο κόσμος ψάχνει...

Οι Λαϊκές Επιτροπές στήνουν αντίσκηνο πλέον έξω από τα γραφεία της ΔΕΗ για τις επανασυνδέσεις, θα χρειαστεί να ανοίξουν μέτωπο και στις τράπεζες, ενόψει πλειστηριασμών, μάχη θα πρέπει να δοθεί για τα επιδόματα της ανεργίας που προς το παρόν είναι επιδότηση στους καπιταλιστές για να 'χουν όλο και περισσότερους τζάμπα εργάτες.

Το φως που καίει

Ο γιορτασμός των 95 χρόνων του ΚΚΕ ήταν το γεγονός της βδομάδας που πέρασε κι ας αποφάσισαν τα έντυπα των αστών να εξαφανίσουν το γεγονός. Χιλιάδες κατέκλυσαν το ΣΕΦ, διαδήλωσαν «και τώρα και πάντα στην πρώτη τη γραμμή, με το ΚΚΕ για την ανατροπή». Ξέρει η αστική τάξη από τι να φοβάται.

Το ΚΚΕ έχει αναλάβει τη μεγάλη ευθύνη, για να δυναμώσει η Λαϊκή Συμμαχία, η κοινωνική συμμαχία της πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας που παλεύει με αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή γραμμή για την εργατική - λαϊκή εξουσία. Και μ' αυτήν την προοπτική, το ΚΚΕ διεκδικεί σήμερα δύναμη παντού. Ζητά δύναμη για να δυναμώσει αυτόν τον αγώνα και όχι για να εμπλακεί στην ουτοπία και κοροϊδία για να γίνει δήθεν πιο ανθρώπινη η ΕΕ, όπως πασχίζουν όσοι θέλουν να δώσουν φιλί ζωής στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης.

Το μείγμα διαχείρισης

Στο αστικό στρατόπεδο, καλά κρατεί η κόντρα για το μείγμα διαχείρισης που απαιτείται για να βγουν πιο κερδισμένοι οι καπιταλιστές από την κρίση. Κόντρα που «πατάει» σε υπαρκτούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και στο εσωτερικό τους, για το ποιος θα ζημιωθεί λιγότερο από την καταστροφή κεφαλαίου που απαιτεί το ξεπέρασμα της κρίσης. Για το ποιος θα βρεθεί σε πιο πλεονεκτική θέση όταν έρθει η (αναιμική) ανάκαμψη, με δεδομένες τις ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η όλη συζήτηση συνδέεται με τη διαπάλη που διεξάγεται και σε διεθνές επίπεδο, ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, σχετικά με το μείγμα διαχείρισης στην Ευρωζώνη. Σε αυτήν τη βάση, συγκροτείται και το λεγόμενο «μέτωπο των χωρών του ευρωπαϊκού νότου», που ασκούν κριτική στην πολιτική της Γερμανίας, στην Ευρωζώνη. Οσον αφορά στην Ελλάδα, στο μύλο των αντιθέσεων, βεβαίως, εμπλέκονται και άλλα ζητήματα που αφορούν στη θέση της χώρας ως ενεργειακού και γεωστρατηγικού κόμβου...

Στο στόχαστρο η λαϊκή κατοικία...

«Φορολογία ακινήτων», «άρση του "μορατόριουμ" στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας», «κόκκινα δάνεια», «αντικειμενικές αξίες ακινήτων» είναι κάποιες λέξεις από την ορολογία που τις τελευταίες βδομάδες μονοπωλεί τα δελτία ειδήσεων των αστικών ΜΜΕ. Η κυβέρνηση δίνει «τη μάχη με την τρόικα» για μια ακόμη φορά, ενώ παράλληλα κορυφώνεται ξανά η γνωστή κάλπικη αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος «προστάτης» των φτωχών - λαϊκών νοικοκυριών. Η αντιπαράθεση καθρεφτίζει τις δυσκολίες της αστικής πολιτικής διαχείρισης, καθώς καλείται να υπηρετήσει αρκετές φορές αντιφατικούς μεταξύ τους στόχους και να εξασφαλίσει την ικανοποίηση διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου. Η πιθανότερη άμεση παρέμβαση που φαίνεται να προκρίνεται τελικά είναι η σταδιακή «απελευθέρωση» των πλειστηριασμών, η σταδιακή επιδείνωση της θέσης λαϊκών οικογενειών, που είτε θα χάσουν το σπίτι τους, είτε θα εξαναγκαστούν να περικόψουν ό,τι μπορούν για να αποπληρώσουν το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα των δανείων. Η απάντηση για τους εργαζόμενους βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής καθώς η κάλυψη των συνδυασμένων λαϊκών αναγκών για στέγαση, η εξασφάλιση φθηνής, ασφαλούς, ποιοτικής κατοικίας για όλους είναι δικαίωμα όλων των εργαζομένων.

...και το χωράφι

Τα παλιά προβλήματα που παραμένουν άλυτα και οξύνονται και τα νέα που προστίθενται -ιδιαίτερα η βαριά φορολογία στο εισόδημα, αλλά και στα σπίτια και τα χωράφια, καθώς, επίσης, οι δίκες και καταδίκες για αγροτικά χρέη, όπως και οι απειλές προς χρεωμένους για κατασχέσεις σπιτιών και χωραφιών- έβγαλαν, ξανά, στους δρόμους τους μικρομεσαίους αγρότες. Ανταποκρινόμενοι στα καλέσματα της ΠΑΣΥ, συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις, γνωρίζοντας ότι δεν αρκεί η προβολή και διεκδίκηση μόνο οικονομικών αιτημάτων, ότι πρέπει το συνολικό διεκδικητικό τους πλαίσιο να ανοίγει δρόμους, να συνδέει το κάθε πρόβλημα με τη γενικότερη πολιτική που το γεννά. Οτι προοπτική δεν υπάρχει χωρίς ο αγώνας να στρέφει τα πυρά ενάντια στην ΚΑΠ, την ΕΕ και τις αποφάσεις της, τη στενά συνδεδεμένη μαζί της κυβερνητική πολιτική, χωρίς τη συμμαχία με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα των πόλεων.

Υπάρχει άλλος δρόμος

Στη Βουλή, κόντρα σ' όσους παριστάνουν τους ευαίσθητους, αλλά λένε στο λαό ότι «τζάμπα ρεύμα δεν υπάρχει», το ΚΚΕ αξίωσε να απαγορευτεί η διακοπή της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος στις κατοικίες των εργατικών - λαϊκών οικογενειών. Να υποχρεωθεί η ΔΕΗ να αποκαταστήσει την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος σε κατοικίες εργατικών - λαϊκών οικογενειών που αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, και ιδιαίτερα στους ανέργους, στις οικογένειες που ζούνε στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, στα άτομα με ειδικές ανάγκες, στους χρόνια πάσχοντες, στους υπερήλικες, στις πολύτεκνες λαϊκές οικογένειες, στους αυτοαπασχολούμενους που έχουν χρεοκοπήσει ή βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, στους ξεκληρισμένους φτωχούς αγρότες.

Και παράλληλα, ζήτησε να καταβληθεί έκτακτο επίδομα για την ανεργία, να επεκταθεί το επίδομα ανεργίας σε όλους τους ανέργους, να έχουν πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όσο διαρκεί η ανεργία, να αναγνωριστούν τα χρόνια της ανεργίας ως συντάξιμα κ.λπ. Σ' αυτό το πεδίο ήδη γίνονται σημαντικά βήματα από τα ταξικά συνδικάτα για την οργάνωση της πάλης για την ουσιαστική προστασία των ανέργων.

Η κυβέρνηση εντείνει την επίθεση και στο χώρο της Υγείας, προωθώντας ένα κατ' όνομα δημόσιο καθολικό σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας μέσα στο οποίο όμως θα κυριαρχούν τα επιχειρηματικά συμφέροντα, ενώ μεγάλο κεφάλαιο ανοίγεται και με τη νέα φορολογία στα ακίνητα, με την οποία επιχειρείται να επιταχυνθεί η συγκέντρωση γης και περιουσίας σε ολοένα και λιγότερα χέρια.

Ολο και πιο έντονα προβάλλει ως μονόδρομος για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα η οργάνωση του αγώνα, η λαϊκή αντεπίθεση για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, με αποδέσμευση απ' την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους, με εργατική - λαϊκή εξουσία.

Για τις διαδικασίες της «αξιολόγησης» που προωθούνται στα σχολεία

Αποτελεί πια νόμο του κράτους το Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα, από τις αρχές της σχολικής χρονιάς έχουν σταλεί στα σχολεία εγκύκλιοι για τη γενίκευση του θεσμού της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας.

Για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, ορίζονται πέντε ενότητες που αφορούν το έργο του, με μια σειρά κριτήρια, όπου σε καθένα από αυτά, ανάλογα με τους βαθμούς που θα συγκεντρώνει θα χαρακτηρίζεται: Eλλιπής, επαρκής, πολύ καλός και εξαιρετικός. Ο εκπαιδευτικός που θα καταγραφεί ως ελλιπής σε δύο τουλάχιστον κριτήρια καθηλώνεται μισθολογικά. Αν και στη νέα αξιολόγηση που θα γίνει στα επόμενα τρία χρόνια χαρακτηριστεί και πάλι ελλιπής δεν έχει θέση στην εκπαίδευση!

Ποιον εκπαιδευτικό όμως θεωρεί «πολύ καλό» ή «εξαιρετικό» το Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση; Ο εκπαιδευτικός δεν κρίνεται για τις επιστημονικές γνώσεις που μεταδίδει, αλλά αν υλοποιεί και στηρίζει ευρωπαϊκά προγράμματα (επιχειρηματικότητα, ευρωπαϊκή μνήμη, κ.ά.), αν ανοίγει δρόμους στη «διαθεματικότητα» και στις δεξιότητες. Κατά πόσον εκπαιδεύεται και προωθεί αντιδραστικές παιδαγωγικές αντιλήψεις στο όνομα της καινοτομίας. Αν συνδράμει στη διαφοροποίηση και αυτονόμηση της σχολικής μονάδας, στη σύνδεσή της με τους χορηγούς και τις ανάγκες της αγοράς. Αν συντελεί στο να βαθαίνουν και να διαιωνίζονται οι ταξικοί και οι μορφωτικοί φραγμοί.

Ορατή πια η προσπάθεια κατηγοριοποίησης των σχολείων


Οι κατευθύνσεις που μπαίνουν αναδεικνύουν τη σχολική μονάδα ως «τον κύριο φορέα προγραμματισμού του εκπαιδευτικού έργου». Οι άξονες πάνω στις οποίους κινείται η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας είναι: Μέσα και πόροι, Ζητήματα διοίκησης - οργάνωσης, Διδασκαλία και μάθηση, Κλίμα και σχέσεις στο σχολείο, Προγράμματα δράσης και βελτίωσης, Εκπαιδευτικά αποτελέσματα.

Μ' αυτές τις δύο παράλληλες διαδικασίες αξιολόγησης (εκπαιδευτικού και μονάδας) είναι φανερό ότι επιδιώκουν να μετακυλήσουν τα προβλήματα της εκπαίδευσης που θα εμφανίζονται πολύ πιο οξυμένα στα επόμενα χρόνια από την ευθύνη του κράτους στην ευθύνη του γονιού, του μαθητή, του εκπαιδευτικού, της σχολικής μονάδας.

Επικεντρώνουν στην «ανάδειξη της σχολικής μονάδας ως βασικού φορέα προγραμματισμού του εκπαιδευτικού έργου», που σαφώς σηματοδοτεί την προσπάθειά τους να κατηγοριοποιηθεί ταξικά το κάθε σχολείο. Προσπάθεια, άλλωστε, που διαπερνά όλες τις θεσμικές παρεμβάσεις για την εκπαίδευση, (π.χ. νόμος για το «νέο» σχολείο, για το λύκειο και την Επαγγελματική εκπαίδευση, χρηματοδότηση, ο όλο και πιο διευρυμένος ρόλος της Τοπικής διοίκησης, οι εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών κ.λπ.).

Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση, θέτουν δείκτες και κριτήρια, με σημαντικότερο την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας στη βάση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, και με κριτήρια του τύπου «επιτεύγματα και πρόοδος μαθητών», «διαρροή και φοίτηση», «ατομική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών»! Δηλαδή, αξιολογείται και κατατάσσεται το σχολείο, με βάση τις παραπάνω επιδόσεις των μαθητών (σκόπιμα ασαφώς διατυπωμένες), λες και είναι υπεύθυνο κύρια το σχολείο και όχι μια σειρά κοινωνικοί παράμετροι, άμεσα συνδεδεμένες με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Λες και το ίδιο το σχολείο δεν είναι ενεργητικό του μέρος. Ευθύνεται τάχα η συγκεκριμένη σχολική μονάδα για τη διαρροή στην 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση που φτάνει ήδη στο 11%; Πώς κρίνεται η μη συνεισφορά του δάσκαλου στη στροφή από νωρίς στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και κατάρτιση; Πώς εκτιμάται η ατομική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού του άνεργου, του μετανάστη; Η αγωνιστική στάση των μαθητών είναι στοιχείο της κοινωνικής και ατομικής ανάπτυξης;

Η περίφημη αξιολόγηση της σχολικής μονάδας θα βαθύνει παραπέρα την κατηγοριοποίηση, την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων, θα αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός και ο ατομισμός και θα οξύνονται μέσω και της έντασης των κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. μετακινήσεις οικογενειών σε περιοχές με «καλά» σχολεία, εδραίωση αντιλήψεων για κληρονομική αμορφωσιά των εργατών, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, των μειονοτήτων, διεύρυνση των ταξικών ανισοτήτων, γενικότερες επιπτώσεις στον τρόπο ζωής κ.λπ.). Είναι μοχλός για την εκδίωξη πρώιμα των εργατόπαιδων από τις δομές του σχολείου, για το χτύπημα των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, για την σφιχτή ποδηγέτησή τους με τις αξίες και τους στόχους της αστικής τάξης.

Πιο εύκολα θα «πατήσουν πόδι» χορηγοί και επιχειρηματικοί φορείς

Η αξιολόγηση του σχολείου περιλαμβάνει ακόμη το δείκτη: «Διαχείριση και αξιοποίηση μέσων και οικονομικών πόρων» του σχολείου. Τα ερωτήματα από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας για τη διαδικασία Αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας, που είναι του στιλ «Ο Δήμος ή η Κοινότητα ενισχύει οικονομικά το σχολείο; Το σχολείο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για κοινές δράσεις με φορείς της τοπικής κοινωνίας (σ.σ. βλέπε ΜΚΟ, επιχειρηματικούς φορείς, επιμελητήρια κ.λπ.)», δεν προϊδεάζουν απλά αλλά επιβεβαιώνουν την αντιδραστική κατεύθυνση. Με το νόμο 3966/2011 ήδη στα Πρότυπα Σχολεία επιτρέπεται με απόφαση του συλλόγου διδασκόντων να προσελκύονται χορηγοί.

Ετσι σε μια πορεία, η σχολική μονάδα, αυτόνομη - διαφοροποιημένη - ανταγωνιστική, θα έχει ευθύνη και υποχρέωση για τα οικονομικά της, για την επιλογή αναλυτικών και διδακτικών προγραμμάτων, βιβλίων και εκπαιδευτικών. Η συντήρηση ή η ανάπτυξή της συναρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» της, ενώ θα πρέπει να είναι «ευαίσθητη» στις απαιτήσεις των «πελατών».

Η παραπάνω κατεύθυνση συμπληρώνεται με το νόμο για την «Αρχή διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ)». Η παραπάνω αρχή θα παίξει το ρόλο του εξωτερικού αξιολογητή των σχολείων. Με βάση τις διατάξεις του παραπάνω νόμου η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας μπορεί να γίνεται και «από διαπιστευμένο φορέα αξιολόγησης της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής». Δηλαδή, αξιολόγηση από «διαπιστευμένες» εταιρείες!

Πακτωλός χρημάτων και πρόθυμα στελέχη

Στόχος της αξιολόγησης είναι ο έλεγχος του πόσο καλά περνάει στη σχολική αίθουσα και στο σχολείο το πνεύμα και το γράμμα των αντιδραστικών αλλαγών που απαιτεί και έχει ανάγκη σήμερα το κεφάλαιο για την εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, το αστικό κράτος θέλει τον εκπαιδευτικό ενεργό και συμμέτοχο στην απρόσκοπτη εξέλιξη των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων και παράλληλα επιδιώκει την ενεργητικότερη συμμετοχή του στην ενίσχυση και αναβάθμιση του σχολείου ως ιδεολογικού μηχανισμού του.

Κομβικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία θα παίξουν τα στελέχη της εκπαίδευσης (γι' αυτό και τα Προεδρικά Διατάγματα δίνουν βάρος και στη δική τους αξιολόγηση). Ηδη, ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός σχολικών συμβούλων με αναβαθμισμένο επιστημονικό και παιδαγωγικό κύρος και χωρίς να εμπλέκονται ευθέως σε διοικητικές πράξεις τα προηγούμενα χρόνια, έχουν πάρει «σβάρνα» τα σχολεία, προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος. Είναι αυτοί που αναλαμβάνουν μαζί με τον διευθυντή του σχολείου το βασικό έργο της αξιολόγησης, επενδύοντας από τη μια στο μαστίγιο του φόβου και την υποταγή του κρατικού υπαλλήλου κι από την άλλη στο καρότο της αναβάθμισης τάχα του εκπαιδευτικού και του παιδαγωγικού έργου.

Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι τα κονδύλια που δίνονται για να εδραιωθεί ο μηχανισμός της αξιολόγησης είναι τεράστια και την ίδια ώρα δίνουν ψίχουλα για τις τεράστιες υπαρκτές ανάγκες των σχολείων: 1,5 εκατομμύρια το χρόνο δίνονται για να φτιαχτεί το Σώμα αξιολογητών, με περίπου 2.000 σχολικούς συμβούλους, την ώρα που τα εκπαιδευτικά κενά μεγαλώνουν και ο προϋπολογισμός για την Παιδεία είναι μείον κατά 700 εκ. από πέρσι. Είναι πρόκληση σε αυτές τις συνθήκες το κόστος της αξιολόγησης να φτάνει ήδη τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ.

Απάντηση με μαζικούς όρους

Κι όλα αυτά γιατί; Μήπως για να κάνει το σχολείο καλύτερο; Η αξιολόγηση στο σχολείο δεν θα το κάνει καλύτερο, αλλά πιο ταξικό. Είναι κομμάτι των αντιδραστικών αλλαγών στην οικονομία, στο μεροκάματο, τις εργασιακές σχέσεις - λάστιχο, στην Υγεία, στην Ασφάλιση. Ετοιμάζει και εκπαιδεύει τα παιδιά σαν το φτηνό εργατικό δυναμικό του αύριο.

Η μετάθεση της ευθύνης για τα αδιέξοδα στο σχολείο στον εκπαιδευτικό, στη συγκεκριμένη σχολική μονάδα, θα κλείσει τον κύκλο της εντέλει ρίχνοντας την ευθύνη στο γονιό και στο παιδί που τάχα «δεν παίρνει τα γράμματα». Αφήνοντας στο απυρόβλητο τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου και την ευθύνη του αστικού κράτους, και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν, την ΕΕ.

Προφανώς και οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ανεύθυνοι για ό,τι συμβαίνει στο σχολείο. Ομως, δεν είναι επιλογή του εκπαιδευτικού τα άθλια σχολικά βιβλία και το αντιδραστικό αναλυτικό πρόγραμμα, δεν καθορίζει αυτός το τι διδάσκεται στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, δεν είναι εκείνος ο παράγοντας που τελικά καθορίζει τους περιορισμούς που μπαίνουν έτσι κι αλλιώς στο σχολείο και είναι ταξικοί. Δεν είναι δική του ευθύνη η διαφορετική, άνιση αφετηρία από την οποία ξεκινάνε οι μαθητές.

Για όλους αυτούς τους λόγους, οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε συμφέρον να αντιπαλέψουν από κοινού με τους γονείς και τους μαθητές αυτές τις κατευθύνσεις.

Χωρίς οργανωμένη και συλλογική αντίδραση η αξιολόγηση δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί! Αυτό απαιτεί όρους μαζικών συνελεύσεων, αποφάσεις Συλλόγων, ΕΛΜΕ και Συλλόγων Διδασκόντων από κοινού με Συλλόγους και Ενώσεις Γονέων, με μαθητικά συμβούλια, που να απαιτούν να αξιολογήσουν την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ με τα κενά στα σχολεία, με την ανύπαρκτη χρηματοδότηση, με τα παιδιά που δε φτάνουν στο σχολείο γιατί δεν έχουν μεταφορικό μέσο, με τις παγωμένες τάξεις, με τα παιδιά που λιποθυμάνε, με την επαγγελματική εκπαίδευση που είναι σε τέλμα... Απαιτεί να ανοίξει ουσιαστική συζήτηση για το μορφωτικό και παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου. Να αναδεικνύεται όλο και πιο καθαρά ότι σε ένα ταξικό σχολείο, τα κριτήρια αξιολόγησης δεν μπορούν να είναι ποτέ φιλολαϊκά ακόμα κι αν είναι ντυμένα με «προοδευτικούς» ή «ακαδημαϊκούς» μανδύες.


Τ. Γ.

Για τη συμμετοχή ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις. Η περίπτωση του ΚΚ Χιλής

Β' Μέρος

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει το δεύτερο και τελευταίο μέρος του κειμένου που βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ τ. 5/2013. Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» 1/12/2013

Στη φωτογραφία εμφανίζονται από δεξιά προς τ' αριστερά: Σαλβαδόρ Αλιέντε, Λουις Κορβαλάν (ΓΓ του ΚΚ Χιλής και Κάρλος Αλταμιράνο (ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χιλής)
Στη φωτογραφία εμφανίζονται από δεξιά προς τ' αριστερά: Σαλβαδόρ Αλιέντε, Λουις Κορβαλάν (ΓΓ του ΚΚ Χιλής και Κάρλος Αλταμιράνο (ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χιλής)
Στις 17 Δεκέμβρη του 1969, στο Σαντιάγκο της Χιλής, υπογράφτηκε το βασικό πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας», ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε και άλλα αστικά πολιτικά κόμματα. Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» υπογράφτηκε από: Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, την Κίνηση της Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, την Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD). Το ισχυρότερο κόμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδρύθηκε στις 19 Απρίλη του 1933, αν και οι ρίζες του βρίσκονται σε διάφορες μικρότερες σοσιαλιστικές οργανώσεις που είχαν στηρίξει το πραξικόπημα των Γκρόβε και Μάτε.1 Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ισχυριζόταν ότι αποδεχόταν το μαρξισμό «ως μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας» και όχι βέβαια ως «καθοδηγητική θεωρία».2 Πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικό κόμμα προσαρμοσμένο όμως στην λατινοαμερικάνικη πραγματικότητα. Οπως και άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, χρησιμοποιούσε εκτεταμένη «αντιιμπεριαλιστική δημαγωγία» γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα (ιδιαίτερα σε κάποια τμήματα του κόμματος αυτού) να εμφανίζεται ως «αριστερή» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας. Ο λανθασμένος διαχωρισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε αριστερή και δεξιά, που κυριαρχούσε για χρόνια στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, οδηγούσε το ΚΚ Χιλής να έχει μακρόχρονη συνεργασία μαζί του λιγότερο ή περισσότερο στενή από τα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου τη δεκαετία του 1930. Το κόμμα αυτό χρησιμοποιούσε «αντιιμπεριαλιστική ρητορική» επιφανειακή, που ταύτιζε την αντιιμπεριαλιστική πάλη με την εναντίωση στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, ταυτίζοντας συγκεκριμένα τον αντιιμπεριαλισμό με τον αντιαμερικανισμό. Γι' αυτό η ρητορική αυτή συνδυαζόταν, με το στόχο της «εθνικής απελευθέρωσης» της Χιλής. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαστρέβλωνε τη λενινιστική ανάλυση για το χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού ως του σύγχρονου καπιταλισμού, που σαπίζει και πεθαίνει, αξιοποιώντας και αντιφάσεις λανθασμένες ερμηνείες που κυριαρχούσαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντιμετωπιζόταν από το ΚΚ Χιλής ως σύμμαχο κόμμα, έχει όμως αξία να δούμε την τοποθέτηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος σε σχέση με το ΚΚ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από την ίδρυσή του, είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τον επονομαζόμενο από τη σοσιαλιστική ηγεσία «σεχταρισμό» του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. Για την ιστορία, μπορούμε να αναφέρουμε ότι την ίδια εποχή το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν είχε ακόμα πιο ριζοσπαστική φρασεολογία, μην έχοντας αφαιρέσει από τη διακήρυξη αρχών του την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την πείρα από το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα

11-9-1973. Χιλή, από το πραξικόπημα του Πινοσέτ
11-9-1973. Χιλή, από το πραξικόπημα του Πινοσέτ
Προσπαθώντας να απαντήσουμε το ερώτημα ποιες οι αιτίες που μια κυβέρνηση όπως αυτή της «Λαϊκής Ενότητας» ανατράπηκε με πρωταγωνιστικό ρόλο του στρατού, τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους της αστικής τάξης και την ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ πρέπει να διερευνήσουμε το πλέγμα των εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων. Για μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση χρειάζεται να διερευνηθούν βαθιά οι εξελίξεις στη Χιλή σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, να μελετηθεί ο χιλιάνικος καπιταλισμός, κάτι που ξεφεύγει πολύ από τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου.

Μπορούμε, όμως, σήμερα να θέσουμε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η συγκρότηση της «Λαϊκής Ενότητας», η άνοδός της στη διακυβέρνηση, καθώς και η ανατροπή της.

Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Κένεντι, τη δεκαετία του 1960, προωθεί την πολιτική «Συμμαχία για την Πρόοδο» (Alliance For Progress) για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια οικονομικής και πολιτικής στήριξης προσπαθειών εκσυγχρονισμού και συγκρότησης σταθερών αστικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική για τη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας των ΗΠΑ σε αυτές τις χώρες, αλλά και για αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» λόγω Κούβας. Η πρωτοβουλία αυτή στηρίζει την προσπάθεια διαμόρφωσης «δημοκρατικών καθεστώτων» στη Λατινική Αμερική σε αντίθεση με τις στρατιωτικές δικτατορίες που κυριαρχούν σε πολλές περιπτώσεις. Σε αυτά τα πλαίσια στηρίζεται στη Χιλή ανοιχτά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και ο ηγέτης Φρέι, στηρίζονται οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί, όπως η αγροτική μεταρρύθμιση κ.λπ. Ο Φρέι, με τη σειρά του, γίνεται ενεργός υποστηρικτής της πολιτικής «Συμμαχία για την πρόοδο», που προωθούν οι ΗΠΑ.3Ωστόσο, η πορεία της οικονομίας στη διάρκεια της διακυβέρνησης Φρέι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας ήταν περίπου 7% τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Φρέι και τελικά έπεσε στο 2,3% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.4

Το 1969, γίνεται Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Νίξον και διακηρύσσει για τη Λατινική Αμερική την πολιτική «Δράση για την Πρόοδο» (Action for Progress).5Η οικονομική κρίση αρχίζει να γίνεται αισθητή στις ΗΠΑ. Στους κόλπους του κεφαλαίου των ΗΠΑ εντείνεται η διαπάλη για τους προσανατολισμούς της εξωτερικής τους πολιτικής.

Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, οι αμερικανικές βιομηχανίες πετροχημικών, ηλεκτρονικών, μηχανολογικού εξοπλισμού των ΗΠΑ στηρίζουν την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στη Λατινική Αμερική με κράτη που είχαν αστικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Αντέδρασαν στην απόφαση να μη δοθεί πίστωση 21 εκατομμυρίων δολαρίων στην κυβέρνηση Αλιέντε για αγορά αεροσκαφών για τις χιλιάνικες αερογραμμές. Αρθρο στην εφημερίδα «NewYork Times» στις 2 Σεπτέμβρη του 1971, εκφράζοντας τέτοιες αντιδράσεις, γράφει: «Οι άνεργοι εργάτες αεροσκαφών στο Σιάτλ μόλις και μετά βίας θα ικανοποιηθούν όταν μάθουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που κινούνται ενάντια στη Χιλή, θα αυξήσουν με αυτόν τον τρόπο τα ποσοστά εργασίας στα εργοστάσια Ilyushin στη Σοβιετική Ενωση, εάν η Χιλή αναγκαστεί να στραφεί στη μόνη εναλλακτική και μεγάλης εμβέλειας εμπορική περιοχή αεροσκαφών».6

Από την άλλη, αναφέρεται ότι μονοπωλιακοί όμιλοι που τοποθετούν κεφάλαια στην εξόρυξη πρώτων υλών και δεν έχουν ιδιαίτερα κίνητρα για την εκβιομηχάνιση των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής (ή που σχετίζονται με τις «δημόσιες» υπηρεσίες όπως η «ITT») αντέδρασαν στις κινήσεις «εθνικοποίησης» και διαπραγματεύονται σκληρά για να εξασφαλίσουν τις αποζημιώσεις και ανταλλάγματα από ενδεχόμενη εθνικοποίηση, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη στήριξη της αντιπολίτευσης στον Αλιέντε. Ως σχετιζόμενες με τέτοιες αντιδράσεις αναφέρονται επιθετικά άρθρα που εμφανίζονται στον Τύπο των ΗΠΑ ενάντια στον Αλιέντε. Χαρακτηριστικά, στις 13 Αυγούστου 1971 η «News Washington Daily» γράφει: «Αν επιτρέψουμε στον Μαρξιστή Αλιέντε να εθνικοποιήσει χωρίς αποζημίωση, αυτό θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα θέσει σε κίνδυνο δισεκατομμύρια αμερικάνικων δολαρίων, που έχουν επενδυθεί σε ορυχεία, πετρελαιοπηγές και βιομηχανίες στη Λατινική Αμερική».7

Παράλληλα, πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι την περίοδο της διακυβέρνησης Αλιέντε, η οικονομία της Χιλής επηρεάστηκε από την καπιταλιστική οικονομική κρίση, γεγονός που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό το 1972. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας επιβραδύνονται, μια σειρά οικονομικοί δείκτες, όπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, το ισοζύγιο πληρωμών κ.ά. χειροτερεύουν, ενώ αυξάνεται ο πληθωρισμός. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι ο David Silberman, γενικός διευθυντής της κρατικής φίρμας Cobre Chuqui, που αργότερα δολοφονήθηκε από τη στρατιωτική χούντα, το Γενάρη του 1972 αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι η παραγωγή έχει πέσει κατά 9% στις πόλεις El Teiniente, Chuqui camata και El Salvador. Τον Ιούνη του 1972, ο William Jalaf, πρόεδρος του ινστιτούτου κλωστοϋφαντουργίας, ισχυρίζεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας της χώρας έχει απώλειες 7 με 8 εκατομμύρια εσκούδος το μήνα.

O Τύπος της αντιπολίτευσης αναφέρει το Νοέμβρη του 1972 ότι η FENSA, η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, έχει απώλειες 133 εκατομμύρια εσκούδος τους τελευταίους μήνες. Η κρατική εταιρεία χονδρικού εμπορίου DINAC ανακοινώνει τον Ιούνη του 1972 απώλειες πάνω από 20 εκατομμύρια εσκούδος και χρέη ύψους 172 εκατομμυρίων εσκούδος. Το Φλεβάρη του 1973, ο Guillermo Gacitua, πρόεδρος του εργατικού συνδικάτου της CHILECTRA, της κρατικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας δηλώνει ότι η εταιρεία έχει απώλειες 60 εκατομμύρια εσκούδος το 1971 και 150 εκατομμύρια εσκούδος το 1972.8 Στις οικονομικές δυσχέρειες της Χιλής προστέθηκαν και τα οικονομικά αντίποινα των ΗΠΑ, ασκώντας πιέσεις μέσω διεθνών πιστοδοτικών οργανισμών (Τράπεζα Παναμερικής Ανάπτυξης, Παγκόσμια Τράπεζα), το οικονομικό σαμποτάζ στην παραγωγή, τα «λοκ άουτ» κ.λπ.

Ακόμα, πρέπει να συνυπολογίσουμε την ξεχωριστή σημασία που είχε η παραγωγή χαλκού για την καπιταλιστική οικονομία της Χιλής, καθώς ο χαλκός συνιστούσε το 80% των εσόδων των εξαγωγών της.9Οπότε, ο έλεγχος της παραγωγής χαλκού από αμερικανικές εταιρείες εκτιμήθηκε ως μη συμφέρουσα για την καπιταλιστική οικονομία της Χιλής. Η «εθνικοποίηση» της παραγωγής χαλκού δεν είχε λοιπόν σχέση με τα λεγόμενα «πρώτα βήματα περάσματος στο σοσιαλισμό», αλλά με άλλες ανάγκες που είχε ο καπιταλισμός της Χιλής για στήριξη της εγχώριας καπιταλιστικής αγοράς.

Δεν είναι τυχαίο ότι η μερική κρατικοποίηση της παραγωγής χαλκού ξεκίνησε το 1966 από την κυβέρνηση Φρέι, του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.10Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Φρέι προσπάθησε και αυτό να υποστηρίξει ένα «ποπουλίστικο κίνημα» για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που περιλάμβαναν και «εθνικοποιήσεις», ενώ «βάφτιζε» την πολιτική του ως «Επανάσταση για την Ελευθερία». Και οι τρεις υποψήφιοι για την Προεδρία το 1970 είχαν στα προγράμματά τους το αίτημα της εθνικοποίησης είτε χωρίς αποζημίωση είτε με διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ. Βασικό ζήτημα αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ ήταν με ποιους όρους θα πραγματοποιηθεί αυτή η εθνικοποίηση, δηλαδά αν θα γίνει με αποζημίωση ή όχι. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νομοσχέδιο για την «εθνικοποίηση» του χαλκού που εισηγήθηκε η Λαϊκή Ενότητα υποστηρίχθηκε από όλα τα κόμματα στη Βουλή (υπενθυμίζουμε ότι τα κόμματα της Λαϊκής Ενότητας δεν είχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία), ενώ οι συνθήκες κρατικής προστασίας για την παραγωγή του χαλκού διατηρήθηκαν τελικά και στην περίοδο της δικτατορίας του Α. Πινοσέτ.

Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στη Χιλή

Εχει σημασία ότι τα χρόνια 1970 - 1973 ήταν χρόνια που άρχισε να γίνεται πιο αισθητή η επίδραση της οικονομικής κρίσης στις ίδιες τις ΗΠΑ. Για την πρώτη περίοδο, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην περιοχή φαινόταν ως μη αμφισβητήσιμη και γερά στερεωμένη. Μια σειρά από κυβερνήσεις αναδύθηκαν σε πολλές από αυτές τις χώρες που «θεωρήθηκαν» ως φιλικές προς τις ΗΠΑ: Η κυβέρνηση Καστέλιο Μπράνκο και κατόπιν Κόστα ε Σίλβα στη Βραζιλία, ο Μπαριέντος στη Βολιβία, ο Πατσέκο Αρέκο στην Ουρουγουάη, ο Μπαλαγκέρ στη Δομινικανή Δημοκρατία, ο Μπελαούντε στο Περού κ.ά.

Ωστόσο, η θέση αυτή των ΗΠΑ και ο ρόλος τους στην περιοχή δεν ήταν εξασφαλισμένος στο πλαίσιο της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας στη Λατινική Αμερικη και τον κόσμο. Οι διεθνείς εξελίξεις, η δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, η πορεία συσσώρευσης κεφαλαίων και η καπιταλιστική ανάπτυξη στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι γενικότερες τάσεις αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες σε διεθνές επίπεδο, η δυσαρέσκεια για τα ανταλλάγματα που έπρεπε να δίνουν στο βορειοαμερικανικό παράγοντα οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών επέδρασαν στην όξυνση των ανταγωνισμών μέσα στους κόλπους των αστικών τάξεων των χωρών για τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούνταν, καθώς μερίδες των αστικών τάξεων θεωρούσαν ως μονόπλευρα προσανατολισμένη στις ΗΠΑ την εξωτερική πολιτική των κρατών τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στα τέλη της δεκαετίας του '60, πέρα από τις εθνικιστικές στρατιωτικές κυβερνήσεις στη Βολιβία και στο Περού που ήδη αναφέραμε, πραγματοποιούνται σε μια σειρά χώρες όπως στην Κολομβία, στην Ουρουγουάη, στην Βενεζουέλα, στο Εκουαδόρ κ.α. μεγάλης κλίμακας κινητοποιήσεις εναντίον της παρουσίας των ΗΠΑ που απαιτούσαν θεσμικές αλλαγές και «εθνική πολιτική». Λίγο πριν (1959) το λαϊκό κίνημα στην Κούβα ανέτρεψε το στρατηγό Μπατίστα, ο οποίος είχε τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Γενικότερα μιλώντας, η δυνατότητα των εγχώριων λατινοαμερικάνικων αστικών τάξεων να αξιοποιήσουν μια πιο ευέλικτη εξωτερική πολιτική ασφαλώς σχετίζεται και με γενικότερες τάσεις στους διεθνούς συσχετισμούς δύναμης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αρθρο στους «New York Times» την εποχή εκείνη, εκφράζοντας τους προβληματισμούς της Ουάσιγκτον σχετικά με τις οικονομικές δοσοληψίες της Χιλής με άλλα κέντρα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος αναφέρει: «Οικονομικά η Χιλή είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη από τη βοήθεια των ΗΠΑ. Υπάρχουν λιγότερα από 28 εκατομμύρια δολάρια σε αδιάθετα κεφάλαια από δάνεια και δωρεές που έχουν εγκριθεί από το 1967. Η μόνη συμφωνία που υπογράφτηκε φέτος ήταν για 2,5 εκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση των υποτροφιών Χιλιανών αποφοίτων για να σπουδάσουν στις ΗΠΑ αλλά καμία δεν έχει δοθεί μέχρις στιγμής.

Με τον ψηλό ρυθμό παραγωγής χαλκού και τις σχετικά υψηλές τιμές που επικρατούν στις παγκόσμιες αγορές, τα συναλλαγματικά αποθέματα της Χιλής ξεπερνάνε τα 500 εκατ. δολάρια. Ενενήντα τοις εκατό της χιλιάνικης παραγωγής χαλκού πουλιέται στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία και επομένως ένα πιθανό κλείσιμο της αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών δε θα επηρέαζε σοβαρά την οικονομία».11

Μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1973, με τίτλο «Latin America Empire Report» στο NACLA (North American Congress Of Latin America) αναφέρει επίσης: «...το 1970 χαρακτηρίζεται ως το αποκορύφωμα της δύσκολης κατάστασης στην οποία εισέρχεται η αμερικάνικη οικονομία εδώ και κάμποσο καιρό...Ενώ αυτά συμβαίνουν στην αμερικανική οικονομία, οι χώρες της δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας εμφανίζονται σαν παραδείγματα ευημερίας σε πλήρη άνθιση... Η "επιθετικότητα" του ευρωπαϊκού και γιαπωνέζικου ανταγωνισμού πρέπει να εξύψωσε την επιθετικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στο πρόγραμμα της "Λαϊκής Ενότητας" στη Χιλή, που περιλάμβανε την εθνικοποίηση ουσιωδών αμερικανικών συμφερόντων».Η ίδια μελέτη σημείωνε: «Η Νέα Οικονομική Πολιτική που εγκαινιάστηκε από την κυβέρνηση Νίξον για να αντιμετωπίσει τη φτωχή οικονομική κατάσταση, υποστηρίζει την ανάγκη να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στις ξένες κυβερνήσεις (συγκεκριμένα στον μη ανεπτυγμένο κόσμο) προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα και τις επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είναι περισσότερο από ποτέ αντιμέτωπες με την ανάγκη να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, μπροστά στην επέκταση του ευρωπαϊκού και γιαπωνέζικου κεφαλαίου».12

Στην τελική στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ασφαλώς συντέλεσε η αντιπαράθεσή τους με την ΕΣΣΔ και η ανησυχία τους για την επίδραση που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ασκήσει η ΕΣΣΔ στον Αλιέντε και γενικότερα στη Χιλή. Στα απόρρητα έγγραφα της Διεθνούς Τηλεφωνικής και Τηλεγραφικής εταιρείας (ITT) αποτυπώνονται τέτοιες ανησυχίες και προβληματισμοί: «Ενδιαφέρει ... ποια θα είναι τα πρώτα βήματα που θα κάνουν οι κομμουνιστές για να στερεώσουν το οικοδόμημά τους. Ενας από τους πιθανούς στόχους είναι ο ίδιος ο Αλιέντε. Αν και είναι μαρξιστής και θαυμαστής του Κάστρο, ο Αλιέντε θεωρεί τον εαυτό του σαν Τίτο του Δυτικού ημισφαιρίου, θέλει να οικοδομήσει ένα δικό του ουτοπιστικό όραμα του σοσιαλισμού, που θα είναι αποδεκτό και από την Ουάσιγκτον και από τη Μόσχα...οι κομμουνιστές μπορούν να πάρουν και θα πάρουν τα απαραίτητα μέτρα για να ελέγχουν τον Αλιέντε...Χωρίς βοήθεια από την Ουάσιγκτον, ο Αλιέντε θα υποχρεωθεί να καταφύγει στους κομμουνιστές και στη Μόσχα. Οι Ρώσοι δεν θέλουν να έχουν έναν άλλο Τίτο...»13

Τέλος, στην πορεία των εξελίξεων, έπαιξε ρόλο η ανησυχία της αστικής τάξης για τη δυναμική της ταξικής πάλης (ανεξάρτητα από την πολιτική γραμμή του ΚΚ Χιλής) και η ανάγκη να κρατηθεί αυτή εντός επιτρεπτών ορίων, χωρίς να αμφισβητείται η σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος.

Ορισμένα βασικά συμπεράσματα

Η πορεία της ταξικής πάλης στη Χιλή με την τραγική της κατάληξη για το λαό της Χιλής καθώς και το πραξικόπημα του Α. Πινοσέτ επιβεβαιώνουν ότι η εργατική τάξη δεν έχει συμφέρον να συμμαχήσει με κανένα τμήμα αστικής τάξης, ούτε να επιλέξει πλευρά στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων ενδοαστικών αντιθέσεων, αντίθετα πρέπει να παλέψει για τη δική της εξουσία, ανατρέποντας την εξουσία των κεφαλαιοκρατών. Τα διδάγματα από αυτήν την πορεία επιβεβαιώνουν τις θέσεις του ΚΚΕ ότι το επαναστατικό - εργατικό κίνημα, το ΚΚ δεν μπορεί να αξιοποιήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού στην πάλη του για το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο να τη θέτει ως προγραμματικό στόχο.

Παραπομπές:

1. Στρατιωτική χούντα που αυτοαποκαλούνταν «σοσιαλιστική δημοκρατία» της Χιλής το 1932.

2. Ρεζί Ντεμπρέ, «Ο δρόμος της Χιλής», σελ. 136, εκδόσεις «Μνήμη».

3. Jorge Palacios, Chile, An Attempt at «Historic Compromise, The Real Story of the Allende Years, Banner Press, σελ. 128-129

4. ό.π σελ. 137

5. ό.π. σελ. 137

6. ό.π. σελ.. 129

7. ό.π. σελ.. 143

8. ό.π. σελ. 240-241

9. «Χιλή, Η ταξική αναμέτρηση», εκδόσεις «Βέργος», σελ. 34

10. ό.π. σελ. 40

11. Παρατίθεται στο: «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Χιλή», «Πωλ Σουήζη, Χάρρυ Μαγκντόνοφ», σελ. 54 - 55, εκδόσεις «Καρανάση»

12. Jorge Palacios, Chile, An Attempt at «Historic Compromise, The Real Story of the Allende Years, Banner Press, p. 142

13. Προς: Χαλ Χέντριξ, I.T.T.HQ., N.Y., Από: Ρόμπερτ Μπέρελεζ- I.T.T. LABA (Λατινική Αμερική - Μπουένος Αϊρες) CHILTELCO, στο: Ο ιμπεριαλισμός εναντίον της Χιλής. Μυστικά Ντοκουμέντα της I.T.T. (Η προβοκάτσια σαν επιστήμη), Εκδοση της κυβέρνησης Αλιέντε, εκδόσεις «Ωκεανίς», σελ. 80- 81



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ