Μέχρι τώρα και σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την Τετάρτη η Επιτροπή, η χονδρική τιμή φυσικού αερίου στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 429% σε ετήσια βάση και η χονδρική τιμή ηλεκτρισμού κατά 230%.
Οι αυξήσεις στη λιανική είναι 14% και 7% για φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό κατά μέσο όρο σε όλη την ΕΕ, ενώ στην Ελλάδα οι αντίστοιχες αυξήσεις στη λιανική φτάνουν το 28% και 19% σε φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό αντίστοιχα.
Παρότι το φαινόμενο αποδίδεται από τους διεθνείς αναλυτές και από τα αστικά επιτελεία σε μια σειρά συγκυριακές αιτίες, όπως η αυξημένη ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο στην Ασία (αλλά και στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες δείχνουν να εξέρχονται σταδιακά από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει η πανδημία), οι προβλέψεις για ιδιαίτερα ψυχρό χειμώνα στην Ευρώπη και οι γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ρωσίας1 (βλέπε και παρακάτω), με τίποτα δεν κρύβεται ότι οι νέες τεράστιες αυξήσεις στο ρεύμα είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πολιτική «απελευθέρωσης» της Ενέργειας και τις «πράσινες» μπίζνες.
Οι λαοί πληρώνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους την πολιτική αυτή, που απαρέγκλιτα υλοποιούν όλες διαδοχικά οι κυβερνήσεις και στην Ελλάδα: Τον «λογαριασμό» της απολιγνιτοποίησης για να ανοίξουν τα νέα πεδία κερδοφορίας, του πανάκριβου εισαγόμενου φυσικού αερίου που έχει επιλεγεί ως το βασικό «μεταβατικό» ηλεκτροπαραγωγό καύσιμο, την προώθηση της «μονοκαλλιέργειας» των ΑΠΕ με εργαλείο και το εμπόριο ρύπων, τα κάθε είδους «πράσινα» χαράτσια για να πληρωθούν τα τεράστια κρατικά πακέτα από το Ταμείο Ανάκαμψης, που πηγαίνουν στους επιχειρηματικούς ομίλους για τις «πράσινες» μπίζνες.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά για όλες αυτές τις πλευρές:
-- Οι τιμές του CO2 στο Σύστημα Εμπορίας Ρύπων της ΕΕ (Emissions Trading System - ETS) διπλασιάστηκαν μέσα σε έναν χρόνο, φτάνοντας στα 60 ευρώ/τόνο, αποτέλεσμα βεβαίως της διαρκούς μείωσης των δικαιωμάτων ρύπων που επιτρέπει η Επιτροπή να προμηθεύονται οι βιομηχανίες, στο πλαίσιο της ολοένα και μεγαλύτερης μείωσης της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της αύξησης, να σημειώσουμε ότι οι τιμές ρύπων το 2015 ήταν κάτω από τα 10 ευρώ/τόνο. Να σημειωθεί ακόμα πως λόγω της κατακόρυφης αύξησης της τιμής φυσικού αερίου, η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είναι πλέον οριακά πιο φτηνή σε σχέση με την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο.
-- Για τις τεράστιες αυξήσεις στο φυσικό αέριο, χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ολλανδία οι τιμές του φυσικού αερίου (που αποτελούν οδηγό για τη διακύμανση των τιμών στην υπόλοιπη Ευρώπη) αυξήθηκαν από τα 16 ευρώ/Mwh τον περασμένο Γενάρη στα 75 ευρώ στα μέσα του Σεπτέμβρη, για να ξεπεράσουν προ ημερών τα 110 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση πάνω από 700% μέσα σε δέκα μήνες.
-- Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ίδιας της Κομισιόν, οι φόροι και οι χρεώσεις ΑΠΕ αποτελούν το 41% του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά και το 34% για τη βιομηχανία, αποτυπώνοντας έτσι τα τεράστια «πράσινα» χαράτσια που φορτώνονται οι λαοί για να προχωρήσουν τα σχέδια του «Green Deal».
Ολα τα παραπάνω αποτυπώνουν ότι οι συνέπειες για τους λαούς από την πολιτική της «απελευθέρωσης» και της «πράσινης» Ενέργειας κάθε άλλο παρά πρόσκαιρο φαινόμενο είναι. Αλλωστε ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην «εργαλειοθήκη» που παρουσίασε την Τετάρτη, επιβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς το γεγονός αυτό, εκτιμώντας ότι οι τιμές θα σταθεροποιηθούν την ερχόμενη άνοιξη (!) και μετά «θα παραμείνουν υψηλότερες από τον μέσο όρο των προηγούμενων χρόνων», όπως λέει σε σχετικό σημείωμα.
Κατά συνέπεια, αυτήν τη στιγμή σε ολόκληρη την Ευρώπη καταγράφονται διψήφιες αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος για τα νοικοκυριά, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λαμβάνουν μέτρα - «ασπιρίνες» και την Κομισιόν να επιδοτεί τις αυξήσεις στην ηλεκτρική ενέργεια, επί της ουσίας δηλαδή τους ενεργειακούς ομίλους, παραγωγούς και προμηθευτές, για να διατηρήσουν σε διαχειρίσιμα επίπεδα τις αυξήσεις στις τιμές - πλευρά που συνδέεται και με τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ενεργοβόρων βιομηχανιών - και τη δυνατότητα των λαϊκών στρωμάτων να πληρώνουν.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ2 (επεξεργασία από το Ινστιτούτο «Brugel») οι τιμές ηλεκτρισμού έχουν αυξηθεί 14% κατά μ.ο. στην ΕΕ των «27», 12,5% στη Γαλλία, 11,6% στη Γερμανία, 18,7% στην Ιταλία, 13,3% στην Πολωνία, 20,7% στην Ισπανία.
Ολα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία ήδη εκατομμύρια λαϊκά νοικοκυριά σε όλη την ΕΕ βρίσκονταν στο φάσμα της ενεργειακής φτώχειας, σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ2, και πριν ακόμα δημιουργηθούν οι συνθήκες κρίσης στην αγορά Ενέργειας τις οποίες βιώνουμε σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 30,1% των νοικοκυριών στη Βουλγαρία, το 26,7% στη Λιθουανία, το 21% στην Κύπρο, το 17,9% στην Ελλάδα και το 11,1% στην Ιταλία δεν μπορούσαν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους.
Η κατάσταση αυτή επαναφέρει στην επιφάνεια και τους ανταγωνισμούς εντός της ΕΕ, όπως και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, οι αντιθέσεις έρχονται στην επιφάνεια με αφορμή και την πρόταση πέντε κρατών - μελών (Γαλλίας, Ισπανίας, Ελλάδας, Τσεχίας, Ρουμανίας) για μια «κοινή προσέγγιση» της ΕΕ στο ζήτημα των αυξήσεων, πρόταση η οποία δεν φαίνεται - προς το παρόν τουλάχιστον - να βρίσκει θετική ανταπόκριση.
Οι υπουργοί Οικονομικών των παραπάνω με κοινή τοποθέτηση ζήτησαν να δημιουργήσει η ΕΕ «στρατηγικά αποθέματα» φυσικού αερίου, ώστε να μπορεί στο μέλλον να πετυχαίνει καλύτερους όρους διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές της σε περιόδους κρίσης, αλλά και να προχωρήσει σε αλλαγές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού και στο σύστημα εμπορίας ρύπων, για την αποφυγή «μεγάλων διακυμάνσεων» στην τιμή.
Στην εργαλειοθήκη που ανακοίνωσε την Τετάρτη, η Επιτροπή σημειώνει «διπλωματικά» ότι «θα εξεταστεί το ενδεχόμενο όφελος από τη δημιουργία πανευρωπαϊκού αποθεματικού φυσικού αερίου με την εθελοντική συμμετοχή των κρατών - μελών», ενώ οι όποιες αποφάσεις παραπέμπονται για τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την επόμενη βδομάδα, στις 21 και 22 Οκτώβρη.
Την ίδια στιγμή αναζητείται ένας μόνιμος χρηματοδοτικός μηχανισμός σε επίπεδο ΕΕ ο οποίος θα επεμβαίνει σε «έκτακτες συνθήκες» και θα αντλεί πόρους από τα ταμεία όπου συγκεντρώνονται οι πόροι του ETS, με λίγα λόγια από ένα μέρος των «χαρατσιών» που πληρώνουν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά για την υλοποίηση των «πράσινων» φιλοδοξιών των ευρωμονοπωλίων.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι, όπως δείχνουν και μια σειρά περιπτώσεις σε Γερμανία και Βρετανία, με αφορμή τις αυξήσεις στις τιμές Ενέργειας το επόμενο διάστημα μπαίνουμε σε περίοδο αναδιαρθρώσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων ενεργειακών εταιριών πανευρωπαϊκά, καθώς και άλλων ενεργοβόρων επιχειρήσεων που η Ενέργεια παίζει καθοριστικό ρόλο στο συνολικό κόστος παραγωγής τους.
Σε ό,τι αφορά τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που ξεδιπλώνονται, η συγκυρία αξιοποιείται από τη Ρωσία για να ενισχύσει τις θέσεις της και να «υπενθυμίσει» ποιος είναι ο κυρίαρχος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης, κόντρα στην πολιτική των ΗΠΑ για περαιτέρω αύξηση των φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου που παραδίδουν αμερικανικές εταιρείες στην ευρωπαϊκή αγορά και για την «απεξάρτηση» από το ρωσικό αέριο.
Αυτό και στον απόηχο της ολοκλήρωσης του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», μήκους 1.230 χλμ., που συνδέει απευθείας τη Ρωσία με τη Γερμανία διά μέσου της Βαλτικής Θάλασσας, προκαλώντας τις σφοδρές αντιδράσεις των ΗΠΑ και διαφόρων κρατών της ΕΕ.
Ο αγωγός από λειτουργική σκοπιά είναι έτοιμος να προμηθεύσει με φυσικό αέριο τη γερμανική και τις υπόλοιπες αγορές των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν διασυνδεδεμένα δίκτυα με αυτό της Γερμανίας, ωστόσο ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει οι παραδόσεις, αφού υπάρχει εμπλοκή σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κατά πόσο η λειτουργία του αγωγού συνάδει με την «αντιμονοπωλιακή» νομοθεσία της ΕΕ. Σε αδρές γραμμές, αυτό που ζητά η Επιτροπή είναι ο αγωγός να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους προμηθευτές φυσικού αερίου εκτός του ρωσικού κρατικού μονοπωλίου της «Gazprom».
Πριν από λίγες μέρες μάλιστα, στις 22 Σεπτέμβρη, η Αμερικανίδα υπουργός Ενέργειας Τζένιφερ Γκράνχολμ κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής της στην Πολωνία κατηγόρησε ευθέως τη Ρωσία ότι βρίσκεται πίσω από την αύξηση των τιμών φυσικού αερίου στην Ευρώπη, καθώς «χειραγωγεί» τις προμήθειες, κρατώντας σε χαμηλά επίπεδα τις παραδόσεις, για να ανεβάζει τις τιμές και με αυτόν τον τρόπο να εκβιάσει για την άμεση λειτουργία του «Nord Stream 2».
Αντίστοιχες είναι και οι δηλώσεις από την πλευρά της ΕΕ, με την Κομισιόν μάλιστα να προαναγγέλλει την Τετάρτη διεθνείς παρεμβάσεις για να διασφαλιστεί η «διαφάνεια» στις διεθνείς ενεργειακές αγορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ανακοίνωση της Επιτροπής αφήνονται ευθείες αιχμές για τη ρωσική «Gazprom», η οποία, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αν και εκπλήρωσε τα συμβόλαια παράδοσης που είχε συνάψει με τα κράτη - μέλη, δεν αύξησε τις ποσότητες φυσικού αερίου όταν της ζητήθηκε.
Οπως είναι αναμενόμενο, η ρωσική κυβέρνηση αρνείται τις κατηγορίες και επιρρίπτει ευθύνες στην ηγεσία της ΕΕ, η οποία, όπως επιμένουν να τονίζουν οι αρμόδιοι Ρώσοι αξιωματούχοι το τελευταίο διάστημα, προτιμά να προμηθεύεται ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού από τις διεθνείς αγορές, όπου οι τιμές διαμορφώνονται με χρηματιστηριακούς όρους, και όχι από την ίδια, η οποία προσφέρει μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας σε σταθερές τιμές, συνδεδεμένες με τις διεθνείς τιμές πετρελαίου...
Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί ξεκάθαρα εξαιτίας της ακολουθούμενης ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ - απολιγνιτοποίηση, ιλιγγιώδης ανάπτυξη των ΑΠΕ, «απελευθέρωση» του τομέα κ.λπ. - η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι όχι μόνο δεν σκοπεύει να σηκώσει «το πόδι από το γκάζι» στους ρυθμούς υλοποίησης της «Πράσινης Συμφωνίας», παρά την αρνητική επίδραση που επιφέρει στις τιμές της Ενέργειας, αλλά αντίθετα δηλώνει αποφασισμένη να επιταχύνει στην ίδια κατεύθυνση, που προκαλεί «ενεργειακό σοκ» στους λαούς.
Παραπομπές:
1. https://www.politico.eu/article/why-europes-electricity-is-so-expensive/
2. https://www.bruegel.org/2021/09/is-europes-gas-and-electricity-price-surge-a-one-off/
Η μαζικότητα είναι χαρακτηριστική, καθώς στις 11 Σεπτέμβρη, στη Βαρσοβία, 40.000 εργαζόμενοι από όλους τους τομείς του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης βγήκαν στους δρόμους, διεκδικώντας περισσότερα κονδύλια για το σύστημα Υγείας και σεβασμό των δικαιωμάτων τους.
Αφορμή στάθηκε η ανακοίνωση της κυβέρνησης να αναβάλει την αναγκαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την υγειονομική περίθαλψη και να μην αυξήσει τις δαπάνες στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2027. Στις 17 Σεπτέμβρη, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τον οποίο ο προϋπολογισμός πρόκειται να αυξηθεί μόνο κατά 85 δισ. ζλότι (περίπου 19 δισ. ευρώ) σε διάστημα 6 ετών, ένα σχεδόν προσβλητικό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη τις καταστροφικές συνθήκες στο σύστημα Υγείας και τις συνέπειες της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή, οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι μαίες, οι φυσιοθεραπευτές, οι παραϊατρικοί και το διοικητικό προσωπικό ζητούν, μεταξύ άλλων, αύξηση των κατώτατων μισθών και αλλαγές στον νόμο για τη μέθοδο καθορισμού του κατώτατου μισθού στην υγειονομική περίθαλψη, αύξηση της αποτίμησης των ιατρικών παροχών, απασχόληση πρόσθετων υπαλλήλων στον τομέα των διοικητικών υπηρεσιών και του βοηθητικού προσωπικού, ρύθμιση των συνθηκών εργασίας των εργαστηριακών ιατρών και των παραϊατρικών, με νόμο και καθιέρωση άδειας ασθενείας μετά από 15 χρόνια επαγγελματικής εργασίας. Οι εργαζόμενοι τονίζουν ότι δεν πρόκειται μόνο για αύξηση των μισθών, αλλά για μια σειρά θεμελιωδών αλλαγών στο σύστημα Υγείας, οι οποίες είναι σημαντικές κυρίως προς όφελος των ασθενών.
Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Πολωνίας χαρακτηρίζεται από τους χαμηλούς μισθούς, τις οξείες ελλείψεις προσωπικού και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μέσος μισθός των νοσηλευτών, που κυμαίνεται στα 3.000 ζλότι τον μήνα καθαρά, δηλαδή περίπου 659 ευρώ. Συνέπεια αυτού είναι διάφορες ειδικότητες να αναγκάζονται να εργάζονται σε παραπάνω από ένα νοσοκομεία και κλινικές, τόσο για να τα βγάλουν πέρα, όσο και για να διατηρήσουν τις βασικές υπηρεσίες σε πολλές περιοχές.
Περίπου το 60% του συνόλου των Πολωνών ιατρών εργάζονται σε περισσότερα από ένα ιδρύματα. Τα τραγικά παραδείγματα ενός γιατρού από το Lodz, που εργαζόταν 620 ώρες το μήνα και ενός 39χρονου αναισθησιολόγου από το Walbrzyc, ο οποίος, σύμφωνα με τους συναδέλφους του, εργαζόταν 96 ώρες τη βδομάδα λόγω έλλειψης προσωπικού και πέθανε στα τέλη Αυγούστου, αναδεικνύουν με τον χειρότερο τρόπο ότι η εξάντληση και η έλλειψη συγκέντρωσης λόγω χρόνιας κόπωσης αποτελούν τεράστιο κίνδυνο τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους υγειονομικούς.
Αλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τραυματιοφορείς, οι οποίοι συμμετέχουν στην απεργία σε ποσοστά άνω του 65%. Για τον λόγο αυτό, τοπικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν πυροσβέστες και στρατιωτικό προσωπικό ως απεργοσπάστες, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν. Oι Πολωνοί τραυματιοφορείς, οι περισσότεροι από τους οποίους πρέπει να υπομένουν 24ωρες βάρδιες, εργάζονται κατά μέσον όρο 300 ώρες υπερωρίες το χρόνο. Την ίδια στιγμή, το μεικτό ωρομίσθιο ενός τραυματιοφορέα στη Βαρσοβία είναι μόλις 24 ζλότι (5,25 ευρώ).
Οι καταστροφικές συνθήκες στο πολωνικό σύστημα Υγείας είναι άμεσο αποτέλεσμα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στη χώρα. Οι ιδιωτικοποιήσεις που ακολούθησαν επιδείνωσαν την κατάσταση περαιτέρω όταν η Πολωνία εντάχθηκε στην ΕΕ, το 2004. Εκτός από τους μισθούς φτώχειας, το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης μαστίζεται από οξεία έλλειψη προσωπικού.
Σύμφωνα με τον Ανώτατο Ιατρικό Σύλλογο, περισσότεροι από 10.000 γιατροί εγκατέλειψαν τη χώρα μόνο μεταξύ 2004 - 2017. Ενας στους τέσσερις εργαζόμενους χειρουργούς είναι στην πραγματικότητα ήδη συνταξιούχος. Λόγω της μείωσης των γεννήσεων, της μετανάστευσης και του κλεισίματος ιατρικών σχολών και πανεπιστημίων, μόνο ο αριθμός των φοιτητών Ιατρικής συρρικνώθηκε από 6.310 το 1987 σε 2.070 το 2000. Μπροστά στις τεράστιες ελλείψεις που δημιουργήθηκαν, ο αριθμός αυτός στη συνέχεια αυξήθηκε σχετικά, περνώντας τις 5.000 για πρώτη φορά το 2020, ωστόσο και πάλι το υπουργείο Υγείας παραδέχεται ότι θα χρειαστούν δεκάδες χιλιάδες γιατροί περισσότεροι από όσους εκπαιδεύονται για να αντισταθμιστούν οι ελλείψεις που σχετίζονται με την ηλικία τα επόμενα χρόνια.
Η κατάσταση είναι εξίσου δραματική για τις περίπου 225.000 Πολωνές νοσοκόμες. Με μέσο όρο ηλικίας τα 53 έτη, η μαζική έλλειψη προσωπικού σημαίνει ότι είναι ήδη σχεδόν αδύνατο να παρέχεται ασφαλής νοσηλευτική φροντίδα, και επίσης, θα χρειαστούν δεκάδες χιλιάδες νέες προσλήψεις για την κάλυψη των αναγκών.
Η πρόεδρος του συνδικάτου των νοσηλευτών, Krystyna Malas, επικαλούμενη επεξεργασία στοιχείων από το μητρώο PESEL τονίζει χαρακτηριστικά: «Οι νοσηλεύτριες ζουν κατά μέσον όρο 62 χρόνια, ενώ η μέση Πολωνή γυναίκα ζει 82 χρόνια. Αυτό δείχνει ότι η δουλειά που κάνουν είναι σκληρή. Οι νοσηλευτές εργάζονται σε σκληρές και επιβλαβείς συνθήκες εργασίας που προκαλούν ορισμένες ασθένειες και πεθαίνουν αρκετά νωρίς. Γιατί δουλεύουμε πάνω από 300 ώρες μηνιαίως, αφού δεν έχουμε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε τη σύνταξη, γιατί μετά τη λήψη της, ζούμε μόνο 2 χρόνια...».
Φυσικά η πανδημία επιδείνωσε όλα αυτά τα χρόνια προβλήματα. Μέχρι σήμερα, πάνω από 75.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει από Covid-19 στην Πολωνία, συμπεριλαμβανομένων 500 υγειονομικών. Μέχρι στιγμής, μόνο περίπου 20 εκατομμύρια Πολωνοί είναι πλήρως εμβολιασμένοι, περίπου το 51% του πληθυσμού, ενώ ένας στους τέσσερις δεν έχει καθόλου εμβολιαστική προστασία.
Οι διαμαρτυρίες για το σύστημα Υγείας εξελίσσονται στο πλαίσιο μιας εκρηκτικής κατάστασης συνολικότερα για τους εργαζόμενους στην Πολωνία. Εκατομμύρια εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών και των δικαστικών υπαλλήλων, διεκδικούν αύξηση μισθών κατά 12,5%. Επίσης, ενόψει της απόφασης για σταδιακή κατάργηση της χρήσης άνθρακα, επίκεινται αγώνες από περίπου 100.000 ανθρακωρύχους. Ταυτόχρονα, οι τιμές της Ενέργειας αυξάνονται ραγδαία εδώ και μήνες, ενώ ο πληθωρισμός ανέρχεται στο 4%.
Την ίδια στιγμή η ακροδεξιά κυβέρνηση του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) έχει υιοθετήσει μια προκλητική και σκληρή στάση στις συνομιλίες με τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, την ώρα που οξύνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, οι συμβιβασμένες ηγεσίες των συνδικάτων αποτελούν το στήριγμα της πολωνικής αστικής τάξης και προσπαθούν απεγνωσμένα να αποτρέψουν την ανάπτυξη ενός ευρέος απεργιακού κινήματος της εργατικής τάξης.
Παρά την προκλητική στάση της κυβέρνησης, η Εθνική Επιτροπή Απεργίας και Διαμαρτυρίας, που αποτελείται από διάφορα συνδικάτα και επαγγελματικές ενώσεις στον τομέα της Υγείας, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, ανεξάρτητα συνδικάτα έχουν οργανώσει την «κατασκήνωση» διαμαρτυρίας «Biale miasteczko 2.0» στη Βαρσοβία («Λευκή Πόλη 2.0»), όπου οργανώνονται οι περισσότερες από τις άλλες δράσεις των γιατρών και άλλων παραϊατρικών επαγγελμάτων.
Οι ηγεσίες των σωματείων, ωστόσο, έχουν δώσει ήδη πολλά αρνητικά δείγματα γραφής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμφωνία που υπέγραψε στις 21 Σεπτέμβρη η κυβέρνηση με το συνδικάτο των παραϊατρικών (OZZRM) και την αντίστοιχη ένωση εργοδοτών (SPZOZ). Ο πυρήνας της συμφωνίας είναι ένα επίδομα ταξιδιού 30% επί των μισθών και ένα κατώτατο ωρομίσθιο 40 ζλότι (περίπου 8,74 ευρώ) για ορισμένους από τους παραϊατρικούς. Το Ανώτατο Επιμελητήριο Φαρμακοποιών έχει επίσης ήδη συνάψει ξεχωριστή συμφωνία και ομοίως αποχώρησε από τη συμμαχία διαμαρτυρίας.
Τα συνδικάτα και οι ενώσεις που οργανώνονται στην Εθνική Επιτροπή έχουν άλλωστε μακρά ιστορία ξεπουλήματος αγώνων. Για παράδειγμα, το συνδικάτο νοσηλευτών και μαιών OZZPiP, όπως και ολόκληρη η ομοσπονδία συνδικάτων FZZ, έχει στενούς δεσμούς τόσο με την κυβέρνηση όσο και με τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Κορυφαίοι συνδικαλιστές, όπως η Lucyna Dargiewicz ή η Dorota Gardias, κατέβηκαν για αξιώματα σε λίστες του PiS (κυβερνών κόμμα) ή του πρώην Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Πολωνίας (SDPL). Το συνδικάτο των γιατρών, PROZZL, διέκοψε τη διαμαρτυρία του το 2018, που συνοδεύονταν από απεργίες πείνας, για ευτελείς παραχωρήσεις που περιλάμβαναν τον περιορισμό της αύξησης των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη στο 6% του ΑΕΠ έως το 2024. Ο Marek Twardowski, εκπρόσωπος της ένωσης γιατρών «Porozumienie Zielonogorskie», που διαμαρτύρονταν, εντάχθηκε μάλιστα στην κυβέρνηση PO του Donald Tusk το 2007.
Το τελευταίο επεισόδιο των τωρινών διαπραγματεύσεων μεταξύ των υγειονομικών και του υπουργείου Υγείας ολοκληρώθηκε στις 7 Οκτώβρη. Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία, καθώς η πρόταση που υπέβαλε το υπουργείο δεν έγινε αποδεκτή από τους γιατρούς. Ευτυχώς οι γιατροί δεν δέχθηκαν τις αυξήσεις - ψίχουλα και συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ζητούμενο για το εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, μέσα και από αυτές τις μάχες, το κατά πόσο θα αποκτά εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα του επιτρέπουν να διεκδικεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, έχοντας παράλληλα επίγνωση ότι η ικανοποίησή τους δεν χωράει στα όρια του τωρινού συστήματος.
Πηγές:
4. https://pulsmedycyny.pl/ptok-jestesmy-gotowi-do-dialogu-ale-nie-z-ministrem-niedzielskim-1127662
6. https://polskatimes.pl/fiasko-rozmow-medykow-z-resortem-zdrowia-co-dalej-z-protestem/ar/c14-15841459