Η πρώτη διερεύνηση, το 1992, ένα χρόνο μετά τον εντοπισμό του στις Αλπεις, κατέληξε ότι πέθανε από το κρύο και την εξάντληση, μετά την αναρρίχηση σε υψόμετρο 3.500 μέτρων. Ομως το 2002 η μελέτη της μούμιας με ακτίνες-Χ εντόπισε τη μύτη ενός βέλους στον αριστερό του ώμο, δίνοντας βάση στην υπόθεση ότι ίσως να είχε ξεφύγει από κάποιο έντονο καβγά σε χαμηλότερο υψόμετρο. Το 2003 διαπιστώθηκε η ύπαρξη βαθιάς πληγής στο χέρι του, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση επούλωσης όταν πέθανε. Πρέπει να είχε μαχαιρωθεί λίγο καιρό πριν χτυπηθεί από το βέλος. Τομογραφία που έγινε το 2007 έδειξε ότι το βέλος είχε τρυπήσει μια αρτηρία, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι τελική αιτία του θανάτου του ήταν η αιμορραγία.
Το νέο εύρημα του 2011 ήταν ότι το στομάχι του «Ανθρώπου των Αλπεων» δεν είχε πέσει θύμα κάποιου πτωματοφάγου ζώου, όπως εκτιμούσαν ως εκείνη τη στιγμή οι επιστήμονες για να εξηγήσουν την παράδοξη απουσία του οργάνου. Το στομάχι αποτυπωνόταν στις καταγραφές από τις τομογραφίες του 2001 και του 2005, αλλά είχε περάσει απαρατήρητο, καθώς είχε συρρικνωθεί σε σημείο που να γίνει αγνώριστο και είχε προσκολληθεί πάνω στο παχύ έντερο. Η διερεύνηση του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο περιεχόμενο του στομαχιού, έδειξε ότι ο «Ούτζι» είχε φάει κρέας κατσίκας και σπόρους, ανατρέποντας την κυρίαρχη άποψη ότι πέθανε πεινασμένος και κυνηγημένος. Δεν έτρεχε να ξεφύγει από εχθρούς. Μάλλον έπεσε θύμα κάποιας ενέδρας λίγο μετά το τελευταίο του γεύμα.
Οι αράχνες έχουν σχετικά κακή όραση και έτσι αναγνωρίζουν την «ψαριά» στο δίχτυ τους με βάση τους κραδασμούς. Αλλά ακόμα και το ελαφρύ αεράκι εξουδετερώνει αυτή την ικανότητα, αδυναμία που τα έντομα δολοφόνοι εκμεταλλεύονται κατάλληλα. Κάνουν κινήσεις ανάλογες με αυτές που θα προκαλούσε κάποιο φερτό υλικό που θα είχε πιαστεί στον ιστό, ξεγελώντας τις αράχνες και καρφώνοντάς τις θανάσιμα με το μυτερό τους ρύγχος, μόλις πλησιάσουν. Η συμπεριφορά αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής, που ευνόησε όσα άτομα του είδους την εκδήλωσαν τυχαία, εξαιτίας κάποιας μεταβολής στα εκ γενετής αποτυπωμένα πρωτόγονα νευρικά τους δίκτυα.
Ομως το κόλπο δεν πιάνει πάντα. Κάποιες φορές, η αράχνη πλησιάζει το έντομο, του ρίχνει μετάξι για να το ακινητοποιήσει και μετά το δαγκώνει. Στην περίπτωση αυτή, το τέλος του εντόμου δολοφόνου είναι πολύ σύντομο...
Οι βραδυβάμωνες είναι ασπόνδυλα ζώα μήκους 1,5 χιλιοστού, με μυτερά νύχια στα πόδια, εξαιρετικά ανθεκτικά στη ραδιενέργεια, στις ακραίες θερμοκρασίες, ακόμα και στο διαστημικό κενό. Εκτός από τους εξελιγμένους ευκαριώτες (οργανισμοί με κύτταρα που έχουν πυρήνα), όπως οι σακχαρομύκητες, οι σπόροι φυτών και οι βραδυβάμωνες, στο «Εδαφος του Φόβου» επέβαιναν αρκετά είδη βακτηρίων και άρχαιων (παρόμοια με τα βακτήρια, αλλά προσομοιάζοντα βιοχημικά με τους ευκαριώτες). Το τέλος των επιβατών της ρωσικής αποστολής δεν θα είναι σε κάποιο εργαστήριο στη Γη, αλλά η εξαέρωσή τους μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της διαστημοσυσκευής, όταν αυτή σε λίγο καιρό καεί κατά την επάνοδό της στην ατμόσφαιρα.