Κυριακή 14 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η σχέση οικονομίας - αστικής εκπαιδευτικής πολιτικής

Τέταρτο μέρος

«Στον τομέα των υπηρεσιών υπάρχει σαφής τάση για διεύρυνση των απαιτούμενων δεξιοτήτων σε όλα τα επαγγελματικά επίπεδα για εκτέλεση μη συνήθων καθηκόντων. Για παράδειγμα, οι επαγγελματίες των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας πρέπει να αποκτήσουν δεξιότητες στους τομείς του μάρκετινγκ και του μάνατζμεντ, οι εργαζόμενοι του τομέα των υπηρεσιών πρέπει να αναπτύξουν δεξιότητες που αφορούν τις σχέσεις με τους πελάτες, καθώς και δεξιότητες ψηφιακού γραμματισμού. Σε πολλούς τομείς έντασης γνώσης χρειάζονται τόσο διαχειριστικές δεξιότητες όσο και επιστημονικές γνώσεις. Στους τομείς της κοινωνικής μέριμνας και της εκπαίδευσης χρειάζεται περαιτέρω αναβάθμιση δεξιοτήτων ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των υπηρεσιών.

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αυξανόμενη ζήτηση των εργοδοτών για εγκάρσιες βασικές ικανότητες, όπως η επίλυση προβλημάτων και οι αναλυτικές δεξιότητες, οι "αυτοδιαχειριστικές" και επικοινωνιακές δεξιότητες, οι γλωσσικές δεξιότητες και, γενικότερα, για "μη συνήθεις δεξιότητες"». Στα πλαίσια αυτά καθορίζονται ορισμένοι δρόμοι αντιμετώπισης του θέματος:

«Οι επιχειρήσεις θα κληθούν να διαδραματίσουν νευραλγικό ρόλο στην αξιολόγηση των αναγκών σε δεξιότητες και πρέπει να συμμετάσχουν δραστήρια σ' αυτή την πρωτοβουλία. Η Επιτροπή: θα προωθήσει το διάλογο μεταξύ επιχειρήσεων και παροχών εκπαίδευσης και κατάρτισης, με σκοπό την ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων για την αντιμετώπιση των μεσοπρόθεσμων αναγκών σε δεξιότητες, και θα παράσχει στοιχεία σχετικά με τις προσδοκίες των εργοδοτών από τους φοιτητές και τους πτυχιούχους μέσω ποιοτικών διερευνητικών μελετών όπως το σχέδιο "Συντονισμός των εκπαιδευτικών δομών στην Ευρώπη" [...] Η Επιτροπή: θα προβεί σε ανάλυση των απαιτούμενων δεξιοτήτων και των αναγκών της αγοράς εργασίας σε βασικούς τομείς. Στα μέσα του 2009 θα είναι διαθέσιμα τα συνολικά αποτελέσματα για 16 τομείς, που καλύπτουν το 75% των συνολικών θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα της ΕΕ, και έτσι θα σχηματιστεί πλήρης εικόνα για τη ζήτηση εργατικού δυναμικού και για τις συνέπειές της από πλευράς αναδιαρθρώσεων».

Τα παραπάνω αποσπάσματα μας δίνουν τη δυνατότητα να εξαγάγουμε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα από την άποψη της σχέσης εκπαίδευσης και οικονομίας και την προσαρμογή των αστικών ρυθμίσεων, στρατηγικής σημασίας στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, χωρίς να αναιρούνται οι εκμεταλλευτικές σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής, δεδομένου ότι στη διαλεκτική σχέση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής το πιο ευκίνητο και γρήγορα - σχετικά αδιάκοπα - αναπτυσσόμενο στοιχείο είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, η επαναστατικοποίηση των οποίων είναι απαράβατος όρος για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού ήδη από την εποχή του Μανιφέστου. Με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εκφράζει το περιεχόμενο της ανοδικής πορείας της εργασίας του ανθρώπου.

Φυσικά, οι υπάρχουσες σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας φρενάρουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οι όποιες προσαρμογές, π.χ. στο εκπαιδευτικό σύστημα, φέρουν αυτή τη βασική αντίφαση. Μεταξύ αυτών των αντιφάσεων είναι και η υποβάθμιση του επιπέδου της γενικής μόρφωσης, η συρρίκνωση της επιστημονικής σκέψης και έρευνας στο 3ετές χαμηλότερο επίπεδο των ΑΕΙ κλπ.

Αυτές οι αντιφάσεις αντανακλώνται στη στρατηγική της ΕΕ για τη δημιουργία ενός σχετικά αδιαβάθμητου συστήματος μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο υπό την ομπρέλα της διά βίου μάθησης, των πιστωτικών μονάδων και της κινητικότητας φοιτητών - σπουδαστών και ερευνητών θα εντάσσεται στην αγορά εργασίας, όπως και η στρατηγική της Μπαλόνια επιβάλλει. Σε αυτή την προοπτική άλλωστε συνηγορούν πολλά ντοκουμέντα της ΕΕ που τονίζουν ότι «πρέπει να αναπτυχθούν γέφυρες ανάμεσα στη γενική εκπαίδευση, την Επαγγελματική Κατάρτιση και την ανώτατη εκπαίδευση, να αναπτυχθούν ατομικά μονοπάτια εκπαίδευσης»17.

Σε αυτό το έδαφος δημιουργείται το πρόβλημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου υπάρχει ανάγκη ενός ενιαίου και «απλουστευμένου» συστήματος αναγνώρισης του δικαιώματος πρόσβασης στο επάγγελμα, μέσα στο οποίο θα εντάσσονται οι απόφοιτοι κάθε είδους ιδρυμάτων (ΑΕΙ, ΤΕΙ, κολέγια, ΙΕΚ, ΚΕΚ κλπ.), τυπικής, «μη τυπικής» (με πιστοποιητικά ημερίδων, σεμιναρίων κλπ.) και «άτυπης» εκπαίδευσης (έχοντας μόνο μια επαγγελματική εμπειρία), με ταυτόχρονη ισοπέδωση προς τα κάτω των ακαδημαϊκών τίτλων, προώθηση του μοντέλου των σπονδυλωτών σπουδών, υποβάθμιση της επιστημονικής γνώσης και επαγγελματικής ειδίκευσης, αποσύνδεσης του πτυχίου από τα επαγγελματικά δικαιώματα.

Στη χώρα μας τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα συνεργάστηκαν για να διαμορφώσουν και να προωθήσουν - σταδιακά και με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης για να διαχέεται ο τελικός αντιδραστικός στόχος - το πολιτικό και νομοτεχνικό πλαίσιο λειτουργίας της «τριτοβάθμιας» εκπαίδευσης, απόλυτα σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ στο πνεύμα των αποφάσεων της Μπολόνια. Με τις Οδηγίες 89/48 (επαγγελματική εξίσωση πτυχίων με τρίχρονες σπουδές τύπου bachelor), 92/51 (συμπληρωματικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης), 2001/19 (τροποποιήσεις των δύο προηγούμενων) και με την πρόσφατη 36/2005 (αναγνώριση των ΚΕΣ) προχώρησε βαθύτερα η πολυκατηγοριοποίηση των πτυχίων. Μέσω της καθιέρωσης ενός «γενικού συστήματος ισοτίμησης ακαδημαϊκών τίτλων και αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων» διαμορφώνεται μια κλίμακα διαβαθμισμένων πτυχίων μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του κεφαλαίου για πιο ειδικευμένο, αλλά φτηνό εργατικό δυναμικό, για πολλές διαφοροποιημένες σχέσεις εργασίας.

Κλείνοντας, ένα κρίσιμο στοιχείο - από την άποψη και των ανάλογων πολιτικών συμπερασμάτων - είναι η διαμόρφωση της αστικής στρατηγικής ως δυνατότητα πρόβλεψης και σχεδιασμού στο αντικειμενικό έδαφος που δημιουργείται από την κυριαρχία του μονοπωλίου. Δεν είναι μικρής σημασίας το γεγονός ότι στο παραπάνω κείμενο η ΕΕ τονίζει το στοιχείο της πρόβλεψης και της παρακολούθησης μέσω της συνεργασίας επιχειρήσεων και δομών εκπαίδευσης. Η σύμφυση κράτους - μονοπωλίων δίνει τη δυνατότητα σε μια μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη των αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας σε μια οπωσδήποτε διευρυμένη έκταση (75% των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού τομέα σημαίνει προσδιορισμός των αναγκών για περίπου 100 εκατομμύρια εργατικό δυναμικό). Δηλαδή η ΕΕ επιδιώκει να προβλέψει και εν μέρει να προγραμματίσει τις ανάγκες για την εργατική δύναμη, αλλά ήδη το γεγονός ότι αυτό επαφίεται στη σύνδεση επιχειρήσεων - δομών εκπαίδευσης υποσκάπτει την επιτυχία του εγχειρήματος, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει γενικευμένη ρύθμιση συνολικά στην καπιταλιστική παραγωγή, η οποία διέπεται από την αναρχία. Στον καπιταλισμό μόνο στιγμιαία μπορεί να επιτευχθεί αναλογικότητα ανάμεσα σε κλάδους παραγωγής και σαφέστατα όχι συνειδητή ρύθμισή τους18. Αναδεικνύεται επίκαιρη λοιπόν η λενινιστική εκτίμηση για τον ιμπεριαλισμό ως παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως υλική βάση πάνω στην οποία μπορεί να επιτευχθεί ο συνειδητός σχεδιασμός της οικονομίας.

Στο έργο του «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ο Λένιν αναφέρεται στη διαδικασία εκείνη όπου τα μονοπώλια ελέγχουν το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η κοινωνικοποίηση της παραγωγής οξύνει την αντίφαση ανάμεσα στο περίβλημα των αστικών σχέσεων παραγωγής και στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που μπορεί να λυθεί μόνο από τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σημειώσεις:

17. Ανακοινωθέν της συνάντησης των υπουργών Παιδείας της ΕΕ με θέμα: «Ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση», 26/11/2008.

18. Διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Ιδεολογικά ζητήματα, σχετικά με την καπιταλιστική οικονομία», ΚΟΜΕΠ 2/2002.


Του
Κυριάκου ΙΩΑΝΝΙΔΗ*
* Ο Κυριάκος Ιωαννίδης είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ