Η κόντρα για τον αποκλεισμό της «Huawei» είναι ένα ακόμη σημείο «τριβής» στον ευρωατλαντικό άξονα
Το «βέτο» που έχουν θέσει βασικά οι ΗΠΑ, απαιτώντας τον αποκλεισμό του κινεζικού κολοσσού τηλεπικοινωνιών «Huawei» από «παραδοσιακούς συμμάχους» με την υποψία πρόσβασης κινεζικών μυστικών υπηρεσιών, είναι ένα ακόμη σημείο τριβής στον ευρωατλαντικό άξονα.
Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι δεν σκοπεύει καταρχήν να αποκλείσει την κινεζική «Huawei» από την ανάπτυξη του δικτύου 5G στην Ευρώπη, όμως θα ορίσει «αυστηρούς κανόνες». Η «εργαλειοθήκη» της Κομισιόν θα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε χώρα, σε κάθε εταιρεία τηλεπικοινωνιών, να έχει πολλές πηγές προμηθευτών, προκειμένου να «μειωθούν οι κίνδυνοι». Ανταγωνίστριες εταιρείες της «Huawei» στην κατασκευή 5G δικτύων είναι η σουηδική «Ericsson», η φινλανδική «Nokia» και η νοτιοκορεατική «Samsung».
Οι αντιθέσεις αποτυπώνονται και στην Κοινή Δήλωση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον περασμένο Δεκέμβρη στο Λονδίνο, όπου αναγνωρίζεται γενικά η «ανάγκη να βασιστούμε σε ασφαλή και ανθεκτικά συστήματα» δικτύου 5G, χωρίς όμως να υπάρχει δέσμευση των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ ότι θα απορρίψουν τη «Huawei».
Είναι ενδεικτικό ότι δύο από τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη και στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία, δεν έχουν υποκύψει στις πιέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης για αποκλεισμό της «Huawei». Στη Βρετανία δόθηκε πριν λίγες μέρες το «πράσινο φως» στην κινεζική εταιρεία, υπό όρους και παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων Συντηρητικών βουλευτών, με τον ΥΠΕΞ, Ντόμινικ Ράαμπ, να διαβεβαιώνει ότι ο ρόλος της «Huawei» θα είναι «περιορισμένος» και παρότι θα αναλάβει το 35% του έργου, θα αποκλειστεί από πυρηνικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Μέχρι τον Νοέμβρη του 2019 οι χώρες που είχαν αποφασίσει πλήρη αποκλεισμό της «Huawei» - εκτός από τις ΗΠΑ - ήταν η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία και το Ισραήλ, ενώ το ζήτημα εξετάζεται από τον Καναδά, τη Δανία κ.ά. Σε αρκετές χώρες εξελίσσεται η συζήτηση σχετικά με την επιβολή ή όχι όρων και προϋποθέσεων και για μερικό αποκλεισμό του κινεζικού ομίλου από «στρατηγικής σημασίας» υποδομές.
Στη Γερμανία το ζήτημα αποκλεισμού ή όχι της «Huawei» έχει προκαλέσει ενδοκυβερνητική κόντρα μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) - Σοσιαλδημοκρατών (SPD), με Σοσιαλδημοκράτες βουλευτές και ορισμένους υπουργούς να επιδιώκουν «φωτογραφικά» κριτήρια ασφαλείας στην ανάπτυξη δικτύου 5G, που στην πράξη αποκλείουν την κινεζική εταιρεία.
Μέχρι πρόσφατα και ορισμένοι Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές ασπάζονταν αυτή την πρόταση, όμως τελικά πριν λίγες μέρες η κοινοβουλευτική ομάδα CDU/CSU τοποθετήθηκε ομόφωνα - μετά από πολύμηνη συζήτηση - δηλώνοντας ότι καμία εταιρεία δεν πρέπει να αποκλείεται, αλλά τίθενται αρκετές προϋποθέσεις.
Το έγγραφο στο οποίο κατέληξαν οι βουλευτές της CDU/CSU ορίζει υψηλά πρότυπα ασφαλείας για όλους τους παρόχους υπηρεσιών, τα οποία θα πρέπει να οριστούν σε κατάλογο, να εφαρμόζονται και να ελέγχονται από τις αρμόδιες ομοσπονδιακές αρχές. Ετσι - σημειώνεται - εξασφαλίζεται ότι θα αποκλείεται η επιρροή από ξένες κυβερνήσεις ως προς το δίκτυο 5G.
Το έγγραφο επίσης διαφοροποιεί τμήματα του δικτύου - πρόσβαση, μεταφορά και το ιδιαίτερα «ευαίσθητο» κεντρικό δίκτυο - δίνοντας τη δυνατότητα τα εξαρτήματα της «Huawei» να αντιμετωπιστούν διαφορετικά σε ορισμένα τμήματα του δικτύου. Αν διαπιστωθεί ότι τμήματα ενός προμηθευτή εξοπλισμού έρχονται σε σύγκρουση με το «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» και την «πολιτική ασφαλείας» της χώρας, η εγκατάσταση αυτών των εξαρτημάτων θα μπορούσε να απαγορευτεί. Επιπλέον, η CDU υποστηρίζει τη χρήση προϊόντων από διάφορους προμηθευτές και «αξιόπιστοι» θα θεωρούνται μόνο οι προμηθευτές που «επαληθεύσιμα» πληρούν τα σαφώς καθορισμένα κριτήρια.
Η Γερμανία δέχεται πιέσεις τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα, ενώ γερμανικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών έχουν προειδοποιήσει πως ενδεχόμενος αποκλεισμός της «Huawei» θα επιβραδύνει δραματικά τη δημιουργία του δικτύου 5G και θα την κάνει πιο ακριβή. Η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει μια πιο «μαλακή» προσέγγιση απέναντι στη «Huawei», φοβούμενη αντίποινα που θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στις γερμανικές επιχειρήσεις για τις οποίες η Κίνα είναι σημαντική αγορά.
Παράλληλα, γερμανικές «δεξαμενές σκέψεις» σημειώνουν πως «για την Ευρώπη, η συζήτηση για το 5G αναδεικνύει τις πιθανές επιπτώσεις ενός διπολικού κόσμου δυο υπερδυνάμεων (G2), όπου η Ευρώπη θα είναι απλώς πεδίο της αμερικανικοκινεζικής αντιπαλότητας». Το δίκτυο 5G δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα, «έχει αποδειχθεί θέμα μεγάλης στρατηγικής σημασίας» και η Ευρώπη «ίσως αναγκαστεί να κάνει μια επιλογή, καθώς δεν θα είναι πλέον δυνατόν να είναι πλήρης σύμμαχος των ΗΠΑ, ενώ θα συμμετάσχει σε μια εκτεταμένη οικονομική συνεργασία με την Κίνα».
Θυμίζουμε ότι ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Βερολίνο, Ρίτσαρντ Γκρένελ, έχει απειλήσει ακόμη και με διακοπή της συνεργασίας των μυστικών υπηρεσιών ΗΠΑ - Γερμανίας, σε περίπτωση που η «Huawei» αναμειχθεί στην κατασκευή του δικτύου. Διεθνή ΜΜΕ έχουν αναφέρει πως ο πρεσβευτής της Κίνας στη Γερμανία, Κεν Γου, απείλησε ότι η Κίνα θα μπορούσε να αντιδράσει εάν η «Huawei» αποκλειστεί από τη Γερμανία, «δείχνοντας» προς τα εκατομμύρια γερμανικά αυτοκίνητα που πωλούνται και κατασκευάζονται στην Κίνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, έχει εκφράσει την αντίθεσή της «με τον αποκλεισμό μιας εταιρείας, αλλά είμαι υπέρ της λήψης μέτρων ασφαλείας και αυτό, για παράδειγμα, σημαίνει και διαφοροποίηση των προσφορών», είπε. Στην προκειμένη, συνέχισε, «αντίθετα με άλλες περιπτώσεις όπου είμαστε πολύ πιο εξαρτημένοι (σ.σ. τεχνολογίες των ΗΠΑ και της Κίνας), έχουμε δύο ευρωπαϊκές εταιρείες, την "Ericsson" και τη "Nokia", που επίσης προσφέρουν πολύ υψηλής ποιότητας προϊόντα».
Τον Δεκέμβρη η «Telefonica Deutschland» - η οποία εκμεταλλεύεται το δεύτερο μεγαλύτερο ασύρματο δίκτυο της χώρας - επέλεξε την «Huawei» και τη φινλανδική «Nokia» για να αναλάβουν ισότιμο ρόλο στην αναβάθμιση του δικτύου κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενιάς (5G). Η «Telefοnica» έγινε ο πρώτος φορέας εκμετάλλευσης δικτύου στη Γερμανία που επιλέγει τον «αμφιλεγόμενο» κινεζικό κολοσσό «Huawei» για τα δίκτυα 5G, επισημαίνοντας ότι «θα συνεχίσει τη στρατηγική της να συνεργάζεται με αρκετούς κατασκευαστές».
Ο φορέας εκμετάλλευσης του δικτύου «Telefοnica» ξεκινάει την επέκταση του 5G το πρώτο τρίμηνο του 2020. Αρχικά θα επικεντρωθεί σε μεγάλες γερμανικές πόλεις - Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Κολωνία και Φρανκφούρτη - και σχεδιάζεται να έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι τα τέλη του 2021. Μέχρι τα τέλη του 2022 σχεδιάζει να προμηθεύει με το δίκτυο 5G 30 πόλεις με 16 εκατ. κατοίκους.
Από την πλευρά της, η «Deutsche Telekom» ανακοίνωσε στα τέλη του 2019 ότι σταματάει τις παραγγελίες νέου εξοπλισμού 5G από τη «Huawei», λόγω πολιτικής αβεβαιότητας έναντι των Κινέζων προμηθευτών και μέχρι να καταρτιστεί ο κατάλογος με τα κριτήρια ασφαλείας.
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος της «Huawei», Λιανγκ Χουά, δήλωσε σε διεθνή ΜΜΕ πως σχεδιάζει να ανοίξει στην Ευρώπη εργοστάσιο παραγωγής εξαρτημάτων για τα δίκτυα 5G, το πρώτο αυτού του είδους εκτός Κίνας: «Στο πλαίσιο των τεχνολογιών 5G (...), σχεδιάζουμε σήμερα να παράγουμε προϊόντα και εξαρτήματα στην Ευρώπη (...) είμαστε στη διαδικασία εκπόνησης μιας μελέτης βιωσιμότητας για να ανοίξουμε ένα εργοστάσιο στην Ευρώπη».
«Η βασική μας αρχή είναι να συμμορφωνόμαστε αυστηρά με τη νομοθεσία κάθε χώρας στην οποία εργαζόμαστε», πρόσθεσε ο Λιανγκ.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει κατηγορήσει το κινεζικό τεχνολογικό μονοπώλιο «Huawei» - που από τον περασμένο Μάη μπήκε στη «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ - πως ενθαρρύνει τους προμηθευτές του να παραβιάσουν την αμερικανική νομοθεσία και να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, ώστε να αποφύγουν τις αμερικανικές κυρώσεις. Την αμερικανική πλευρά απασχολεί το γεγονός ότι πολλές αμερικανικές εταιρείες είναι στους προμηθευτές ανταλλακτικών που χρησιμοποιεί η κινεζική εταιρεία.
Το ρωσικό δίκτυο RT αναφέρει πως οι αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες χάνουν από τη μεταφορά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της «Huawei» στην Ευρώπη περίπου 40 δισ. δολάρια. Επιπλέον, η «Huawei» έχει σταματήσει από την περασμένη άνοιξη να βασίζεται σε προμηθευτές που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, π.χ. για την κατασκευή των κινητών τηλεφώνων «Y9 Prime» και «Mate», καθώς προμηθεύεται τα απαραίτητα εξαρτήματα από ολλανδική εταιρεία.
Στη σημερινή ενότητα «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
Παρεμβαίνοντας στην Επιτροπή Περιβάλλοντος στις 31 Γενάρη και σχολιάζοντας τις σχετικές συζητήσεις, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στην προπαγάνδα που συνοδεύει τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», σημειώνοντας πως συνιστά «επιστημονικό μεσαίωνα», αφού - όπως τόνισε - για τα ζητήματα του περιβάλλοντος υπάρχει τεράστια επιστημονική διαπάλη, ωστόσο στις συνεδριάσεις της Επιτροπής «όποια αντίθετη επιστημονική άποψη από την επίσημη που εξυπηρετεί τεράστια οικονομικά συμφέροντα - γι' αυτό άλλωστε είναι και επίσημη - έχει καταδικαστεί στο σκοτάδι».
Χαρακτήρισε υποκρισία να εμφανίζονται ως υπερασπιστές του περιβάλλοντος οι ίδιοι οι οποίοι κάνουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται για την καταστροφή του, και υπογράμμισε πως το «Green Deal», το οποίο θέλει η ΕΕ, «δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε μια νέα μεγάλη καπιταλιστική κρίση, συγχρονισμένη, όπως έγινε το 2008».
«Ακριβώς αυτή η υπερσυσσώρευση διαμορφώνει σφοδρότατες και πολύ μεγάλες αντιθέσεις για το ποια κεφάλαια ποιου κράτους θα καταστραφούν περισσότερο. Και το κάθε κράτος θέλει να προστατεύσει τα δικά του κεφάλαια», σημείωσε και πρόσθεσε πως πρόκειται για «πολύ μεγάλη καταστροφή κεφαλαίων» και σε υποδομές, και αυτό «οι περιοχές της Μεγαλόπολης, αλλά και της Πτολεμαΐδας, θα το βιώσουν πάρα πολύ καθαρά το επόμενο χρονικό διάστημα».
Παράλληλα σημείωσε πως «η ΕΕ θέλει να αντιμετωπίσει την πολύ μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση, άρα τον δευτερεύοντα ρόλο τον οποίο έχει σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία στον τομέα αυτό. Εχει πάρει ως επίσημη πολιτική απόφαση την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, επειδή δεν έχει, ενώ έχει μια τεχνολογική προτεραιότητα στην πράσινη οικονομία. Δεν είναι λοιπόν το ενδιαφέρον της για το περιβάλλον. Είναι για να αναβαθμιστεί η θέση της ΕΕ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και ταυτόχρονα να διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις αντιμετώπισης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων».
Τόνισε ακόμα ότι «αν αναρωτιέται κάποιος μήπως αυτή η υπόθεση της "πράσινης οικονομίας" είναι καλή για τους λαούς, ότι θα αντιμετωπίσει τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες την τελευταία δεκαετία οξύνονται όλο και περισσότερο, επειδή συσσωρεύεται ο κοινωνικά παραγόμενος πλούτος σε όλο και λιγότερα χέρια», αρκεί να δει ότι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις «πράσινες» επενδύσεις «είναι πολυεθνικά μεγαθήρια, τράπεζες, οι οποίες την ίδια ώρα που θέλουν να χρηματοδοτήσουν με αμύθητα ποσά το "Green Deal", βγάζουν στο σφυρί ακίνητα πρώτης κατοικίας. Τότε θα δει και ποιο θα είναι το "κοινωνικό αποτύπωμα" της "πράσινης ανάπτυξης"», σημείωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «οι ίδιοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι που με το ένα χέρι χρηματοδοτούν τη "βρώμικη" οικονομία, με το άλλο χρηματοδοτούν την "καθαρή". Γιατί υπέρτατος θεός τους είναι το καπιταλιστικό κέρδος και αυτό θέλουν απελπισμένα να διασφαλίσουν, και όχι να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες».
Μέχρι στιγμής έχουν γίνει 5 τέτοιες συνεδριάσεις και αφορούν τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Ασφαλιστικού και του Χρηματιστηρίου Αθηνών «στην περιβαλλοντική προστασία και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», τις «Περιβαλλοντικές, Κλιματικές και Υπεύθυνες Επενδύσεις», ενώ θα ακολουθήσουν και άλλες.
Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής επιβεβαιώνουν ότι η υπόθεση της «πράσινης ανάπτυξης» αφορά όχι βέβαια την προστασία του περιβάλλοντος αλλά τις νέες κερδοφόρες διεξόδους που αναζητούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που λιμνάζουν, στο φόντο πάντα των σφοδρών και επικίνδυνων για τους λαούς ανταγωνισμών και των ανησυχιών για νέα καπιταλιστική κρίση.
Γι' αυτό και η συζήτηση αυτή δεν αφορά μόνο τους ομίλους που δραστηριοποιούνται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ή συνολικά στην Ενέργεια, αλλά εμπλέκονται σε αυτήν τράπεζες, χρηματιστήρια, ασφαλιστικές εταιρείες, ΜΚΟ, τεράστια funds που παρέχουν από μελέτες και νομικές υπηρεσίες μέχρι συμβούλους επενδύσεων, φοροτεχνικούς, λογιστές και πάει λέγοντας.
Δίνοντας άλλωστε το στίγμα, στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, που έγινε στις 31 Γενάρη, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κ. Χατζηδάκης, είπε για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που παρουσίασε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Δεκέμβρη ότι «σκοπός είναι να θέσουμε τις βάσεις για μια πράσινη επενδυτική επανάσταση ουσιαστικά στην Ελλάδα», που αφορά από ανεμογεννήτριες, ηλεκτροκίνητα οχήματα μέχρι τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σχέδιο που «προβλέπει πράσινες επενδύσεις ύψους 43,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ως το 2030» στην Ελλάδα και εντάσσεται στην «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» που έχει παρουσιάσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που κατά τον υπουργό περιλαμβάνει «επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές στον συγκεκριμένο τομέα, ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ, από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και το λεγόμενο πακέτο "Γιούνκερ" με τη συναφή μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων».
Κατά τη συνεδρίαση σχετικά με το πώς οι τράπεζες θα ...σώσουν το περιβάλλον η Θ. Αντωνακάκη, επιστημονική γραμματέας της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «πριν από δύο χρόνια, συστάθηκε το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα "πράσινο" χρηματοπιστωτικό σύστημα, το (NGFS) Network for Greening the Financial System. Εχει ως ευρύτερο ρόλο να ενδυναμώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μέλη του δικτύου αυτή τη στιγμή είναι οι κεντρικές τράπεζες χωρών, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Συμμετέχουν, επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και, εδώ και αρκετό καιρό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Η ίδια πρόσθεσε, δείχνοντας και ποιο είναι το διακύβευμα, ότι «σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της Global Commission on Adaptation, την οποία υπογράφουν ο Μπαν Κι Μουν (πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ), η Κλισταλίνα Γκεοργκίεβα (γενική διευθύντρια του ΔΝΤ) και ο Μπιλ Γκέιτζ, οι επενδύσεις που χρειάζονται αυτή τη στιγμή για την ενίσχυση της παγκόσμιας ανθεκτικότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, φτάνουν περίπου τα 1,8 τρισ. δολάρια, τα οποία μέσα στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται πως θα συμβάλουν σε 7,1 τρισ. δολάρια τριπλού οφέλους».
Οπως ανέφερε «σε αυτό το πλαίσιο, ειδικότερα ο τραπεζικός τομέας μπορεί να κατευθύνει κεφάλαια σε δράσεις που επιφέρουν θετικά αποτελέσματα»,για τους «επενδυτές».
Πολύ χαρακτηριστική, σε μία από αυτές τις συνεδριάσεις, ήταν η τοποθέτηση της Τ. Δερμάτη, υπεύθυνης Γραφείου Αθηνών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η οποία σημείωσε ότι «η ΕΤΕπ είναι η τράπεζα της ΕΕ για το κλίμα. Τα τελευταία 8 χρόνια έχουν διατεθεί περισσότερα από 150 δισ. ευρώ, ώστε να στηριχθούν επενδύσεις ύψους 550 δισ. ευρώ συνολικά, σε έργα που μειώνουν τις εκπομπές ρύπων και συμβάλλουν στην προσαρμογή της Ευρώπης στο κλίμα» και ότι «στα επόμενα δέκα χρόνια, η φιλοδοξία είναι να κινητοποιηθούν χρηματοδοτήσεις συνόλου 1 τρισ. ευρώ. Ολα τα έργα που χρηματοδοτούμε θα είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις αρχές και τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, ήδη από το τέλος του 2020».
Η Χ. Απαλαγάκη, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, έκανε λόγο για τα «πράσινα ομόλογα», τα οποία «είναι ό,τι πιο σύγχρονο συναντάμε πλέον στις χρηματοδοτήσεις, αυτά δηλαδή τα οποία περιλαμβάνουν προς όλους τους επενδυτές που τα αγοράζουν τη διαβεβαίωση ότι η έκδοση έχει γίνει στο πλαίσιο μιας βιώσιμης χρηματοδότησης».
Τα αποκαλούμενα «πράσινα ομόλογα» είναι χρεόγραφα σταθερής απόδοσης, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ή αναχρηματοδότηση έργων που θεωρούνται «πράσινα», όπως σε Ενέργεια (π.χ. ανεμογεννήτριες, αιολικά πάρκα), μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, κατασκευές, νερό και χρήση γης και θεωρούνται ως «κάτι παραπάνω από αναδυόμενη αγορά», πεδίο δόξης λαμπρόν για να επενδυθούν λιμνάζοντα κεφάλαια.
Δημοσιεύματα του οικονομικού Τύπου, με αφορμή το «πράσινο ομόλογο» αξίας 150 εκατ. ευρώ, που εξέδωσε τον περασμένο Οκτώβρη η «ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή» - το πρώτο τέτοιο ομόλογο που εκδόθηκε στην Ελλάδα - ανέφεραν ότι από την πρώτη έκδοση τέτοιου ομολόγου που έγινε το 2008 από την Παγκόσμια Τράπεζα μέχρι και τον περασμένο Οκτώβρη είχαν διακινηθεί πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια «ενώ ολοένα και περισσότεροι διεθνείς επενδυτές, χώρες και οργανισμοί είτε τα χρησιμοποιούν είτε συμβουλεύουν την περαιτέρω διάδοσή τους».
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «με δεδομένο πως μόνο η Ευρώπη χρειάζεται περίπου 180 δισεκατομμύρια ευρώ πρόσθετων επενδύσεων ετησίως για την επίτευξη των στόχων μείωσης μέχρι το 2030 των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου που όρισε η ΕΕ στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, η αγορά έχει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης».
Στο χορό των δισεκατομμυρίων που έχει στηθεί στην υπόθεση της «πράσινης ανάπτυξης» διεκδικούν το δικό τους μερτικό οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Οπως ανέφερε η Μαργαρίτα Αντωνάκη, γενική διευθύντρια της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, «ο ασφαλιστικός κλάδος είναι ιδανικός, από μια άποψη, στο να συμβάλει, διότι συντρέχουν σε αυτόν δύο ιδιότητες. Η μία ιδιότητα είναι ότι είναι μεγάλος θεσμικός επενδυτής. Και όταν λέω μεγάλος θεσμικός επενδυτής αρκεί να σας πω ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κοντεύει τα 11 τρισεκατομμύρια ευρώ το νούμερο των επενδύσεων», σημειώνοντας ότι «στην Ελλάδα, λόγω και της μικρής διείσδυσης, είναι στα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι ένα σημαντικό νούμερο, αν και θα μπορούσε να είναι πολύ παραπάνω. Αφετέρου, εκτός από θεσμικός επενδυτής που μπορεί να διοχετεύσει επενδύσεις σε πράσινες επενδύσεις, είναι και πάροχος προστασίας σε άτομα και επιχειρήσεις».
Οφέλη προσδοκούν και τα διάφορα funds των ΜΚΟ και επιχειρηματικών ομίλων που προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες και θέλουν κομμάτι από την πίτα.
Μάλιστα, οι συνεδριάσεις των Επιτροπών έχουν μετατραπεί σε πασαρέλα, όπου παρελαύνουν διάφοροι εκπρόσωποι αυτών των ομίλων, ενώ ενδεικτικό είναι και το «αντικείμενο» των εν λόγω ΜΚΟ.
Για παράδειγμα, ο Sean Kidney, εκπρόσωπος της «Climate Bonds Initiative», που ανέφερε πως «είμαστε η παγκόσμια ΜΚΟ για τα κλιματικά ομόλογα» κατευθύνοντας επενδύσεις προς την «πράσινη ανάπτυξη» καθώς «είναι μια τεράστια ευκαιρία για εμάς να δημιουργήσουμε επενδύσεις, που θα μπορούσαν να έχουν απόδοση για τα θεσμικά κεφάλαια, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς».
Ακολούθησαν η Ελένη Χοϊδά, εκπρόσωπος της ΜΚΟ «ShareAction», με έδρα το Λονδίνο, που προσφέρει συμβουλές σε θεσμικούς επενδυτές για τις επενδυτικές ευκαιρίες που ανοίγει η κλιματική αλλαγή, ο Philippe Zaouati, εκπρόσωπος της εταιρείας «Mirova» με έδρα το Παρίσι, η οποία είναι διαχειριστής επενδύσεων «αφιερωμένων στη βιώσιμη επένδυση».
Στις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν στους επενδυτές της «πράσινης ανάπτυξης» για την καλύτερη τοποθέτηση των κεφαλαίων τους αναφέρθηκε η Ελ. Κανέλλη, επικεφαλής της Accountancy Europe (ευρωπαϊκή ομοσπονδία φοροτεχνικών και λογιστών στην Ευρώπη) κ.ο.κ.
Εμφαση στον εκσυγχρονισμό της πολεμικής του μηχανής και ετοιμότητα και στην «πυρηνική αποτρεπτική ικανότητα»
Copyright 2020 The Associated |
Ισως δεν είναι τυχαίο το ίδιο το γεγονός ότι αρχηγός γαλλικού κράτους μίλησε τελευταία φορά στη Στρατιωτική Ακαδημία το 1959, όταν είχε απευθυνθεί σε σπουδαστές ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ περιγράφοντας το δόγμα της «force de frappe» («δύναμης αποτροπής»), με βάση το οποίο η ιμπεριαλιστική Γαλλία ανέπτυξε πυρηνικά όπλα στο όνομα της απόκτησης «δύναμης αναχαίτισης» των απειλών. Σήμερα η Γαλλία αποτελεί μία από τις ισχυρότερες πυρηνικές δυνάμεις του πλανήτη, τη μοναδική πλέον χώρα με πυρηνικά όπλα στην ΕΕ, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.
Κλίνοντας σε όλες τις πτώσεις την «προστασία της ειρήνης», ο Μακρόν υποστήριξε ξανά και ξανά ότι η Γαλλία θέτει το οπλοστάσιό της στην υπηρεσία της παγκόσμιας ειρήνης - ωστόσο ολόκληρη η ομιλία του ήταν ένα αποφασιστικό προσκλητήριο όχι απλά για δραστική αναβάθμιση των εξοπλισμών, αλλά και για αποφασιστική αξιοποίηση όλων των υπερσύγχρονων συστημάτων, πυρηνικών και μη, για την υπεράσπιση του γαλλικού κεφαλαίου σε όλα τα πεδία όλων των μαχών.
«Η τελευταία δεκαετία έγινε μάρτυρας ευρείας αμφισβήτησης των στρατηγικών, πολιτικών, οικονομικών, τεχνολογικών και στρατιωτικών ισορροπιών και βλέπουμε σήμερα να επανέρχονται ζητήματα που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ειρήνη, που κατακτήθηκε μετά από τόσα δράματα στην ήπειρό μας», σημείωσε ο Μακρόν, διαπιστώνοντας επίσης «μια γοργή αποσύνθεση της διεθνούς έννομης τάξης και των θεσμών που οργανώνουν τις ειρηνικές σχέσεις των κρατών» και καταλήγοντας ότι «αυτά τα φαινόμενα κλονίζουν το κάδρο της παγκόσμιας ασφάλειας και επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη στρατηγική μας στην άμυνα». Ξεκαθαρίζοντας δε ότι μαζί με τους ανταγωνισμούς οξύνεται και η επιθετικότητα με την οποία κάθε μερίδα του κεφαλαίου διεκδικεί χαμένο - ή, φυσικά, και νέο - έδαφος, τόνισε: «Οπως κάθε φορά που αντιμετωπίσαμε ιστορικές προκλήσεις, η αντίδρασή μας πρέπει να είναι ίδια: Τόλμη και ανανεωμένη φιλοδοξία. Πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας σε αυτό το θέμα. Η επιλογή που βρίσκεται μπροστά μας είναι αυτή της ανάκτησης του ελέγχου του πεπρωμένου μας ή εκείνη της ευθυγράμμισης με την όποια άλλη δύναμη, αποκηρύσσοντας την αυτοτελή μας στρατηγική. Γι' αυτό χρειάζεται ένα άλμα και να αποτελέσει προορισμό μας η επανίδρυση της παγκόσμιας τάξης στην υπηρεσία της ειρήνης».
«Οι Ενοπλες Δυνάμεις μας πρέπει να αντιμετωπίσουν μια αισθητή "σκλήρυνση" του περιβάλλοντος μες στο οποίο επιχειρούν», συνέχισε ο Γάλλος ηγέτης, ενώ στάθηκε στο γεγονός ότι άλλες δυνάμεις αναπτύσσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο. «Αυτές οι συμπεριφορές θέτουν θεμελιώδη ερωτήματα για τις δημοκρατίες μας. Μπορούμε να απομείνουμε εμείς οι μόνοι που σεβόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού, οι μόνοι των οποίων η υπογραφή σε διεθνείς δεσμεύσεις θα είχε αξία; Μήπως αυτό θα αποτελούσε μια ένοχη αφέλεια;», «αναρωτήθηκε». Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, αναφερόμενος στην κλιμάκωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, ο Γάλλος ηγέτης, εξίσου χαρακτηριστικά, σχολίασε ότι πλέον «διάφορες καταστάσεις που διαπλέκονται μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε μια ανοιχτή κρίση μεταξύ κρατών, που μοιάζουν να έχουν ξεχάσει το λόγο για το "ποτέ πια πόλεμος!", έναντι της υπόθεσης "γιατί όχι πόλεμος;"».
Την ίδια στιγμή, ο Μακρόν ξεκαθάρισε ότι η στρατιωτική μηχανή της χώρας πρέπει «να μας δίνει την ικανότητα να υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία μας σε όλο τον κόσμο, σε σχέση με τις υπερπόντιες κτήσεις μας και την πυκνότητα των στρατηγικών μας εταίρων. Να μας δίνει την ικανότητα να αναλάβουμε τις ευθύνες μας στη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας. Να μας επιτρέπει να προστατευτούμε από τον εκβιασμό αλλά και να μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτονομία μας στις αποφάσεις. Να κρατήσουμε την τάξη και την επιρροή μας μεταξύ των εθνών». Και αφού περιέγραψε την αποφασιστικότητα με την οποία το γαλλικό κεφάλαιο θα διεκδικήσει μεγαλύτερο κομμάτι από τη διεθνή «πίτα», τόνισε και την ετοιμότητά του να διαθέσει σε αυτήν την κατεύθυνση ό,τι έχει στο οπλοστάσιό του: «Αν τύχει ένας ηγέτης κράτους να εκτιμήσει λανθασμένα τη σπλαχνική αφοσίωση της Γαλλίας στην ελευθερία της και σκεφτεί να απειλήσει κάποια ζωτικά της συμφέροντα, όποια κι αν είναι αυτά, πρέπει να γνωρίζει ότι οι πυρηνικές μας δυνάμεις είναι ικανές να προκαλέσουν πλήγματα απόλυτα απαράδεκτα στα κέντρα εξουσίας του, στις νευραλγικές του θέσεις, πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές».
Σημειωτέον, με δεδομένο το πυρηνικό «προβάδισμά» της, το ότι δηλαδή είναι πλέον η μόνη πυρηνική δύναμη στην ΕΕ, η Γαλλία διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο και στα παζάρια που εντείνονται διεθνώς στο όνομα του «ελέγχου των εξοπλισμών». Αφού αναφέρθηκε σε εξελίξεις όπως η κατάργηση της Συνθήκης INF (για τα πυρηνικά μεσαίου μεγέθους, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας), αλλά και στην ανάγκη δραστικής αναβάθμισης του οπλοστασίου όλης της ΕΕ συνολικά, ο Μακρόν υπογράμμισε: «Οι Ευρωπαίοι πρέπει να μπορούμε να προτείνουμε συνολικά μια διεθνή ατζέντα στο θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών... Για πολύ καιρό πιστεύαμε στην Ευρώπη ότι αρκούσε να δίνουμε το παράδειγμα με το να αφοπλιζόμαστε, ότι τα άλλα κράτη θα έκαναν το ίδιο. Δεν είναι έτσι! Ο αφοπλισμός δε μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Πρέπει καταρχάς να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει τις συνθήκες της διεθνούς ασφάλειας... Μετά την κατάρρευση της INF, η Γαλλία ελπίζει να ξεκινήσουν ευρύτερες συζητήσεις στις οποίες η Ευρώπη θα καταφέρει να εισακουστεί και να βεβαιωθεί ότι τα συμφέροντά της θα ληφθούν υπόψη στη διαπραγμάτευση για ένα νέο εργαλείο και μια ευρύτερη συνθήκη. Αν αυτές οι διαπραγματεύσεις παρεμποδιστούν από κάποιους, δεν θα μείνουμε άπραγοι».
Την ίδια στιγμή, ο Μακρόν επανέλαβε ότι η «ασφάλεια» της Γαλλίας και συνολικά της Ευρώπης εξαρτάται από την ικανότητα επένδυσης στη «στρατιωτική αυτονομία» τους. «Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση σήμερα: Από το 2000, στην πραγματικότητα το σύνολο της αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη - η οποία δύσκολα οικοδομήθηκε μετά το 1945 και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου - ράγισε και μετά ξεκίνησε να αποσυντίθεται, τούβλο - τούβλο. Μετά το μπλοκάρισμα των διαπραγματεύσεων για τους συμβατικούς εξοπλισμούς, το τέλος - το 2019 - της Συνθήκης για τα μεσαίου βεληνεκούς πυρηνικά όπλα ενδιάμεσα συμβολίζει αυτήν ακριβώς την αποσύνθεση. Οι Ευρωπαίοι πρέπει σήμερα να λάβουν συλλογικά υπόψη ότι ελλείψει νομικού πλαισίου, ενδέχεται σύντομα να βρεθούν εκτεθειμένοι σε μια επανάληψη κούρσας εξοπλισμών, και πυρηνικών, στο έδαφός τους. Δεν μπορούν να περιοριστούν στο ρόλο των θεατών». Και έσπευσε να προτείνει την έναρξη «ενός στρατηγικού διαλόγου με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, που θα προετοιμαστούν για το ρόλο της γαλλικής πυρηνικής αποτρεπτικής ικανότητας στη συλλογική μας ασφάλεια».
Επιπλέον, περιγράφοντας άξονες με τους οποίους η Γαλλία θα επιδιώξει ακόμα πιο ωφέλιμες συμμαχίες για τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα, ο Μακρόν εστίασε στην «πολυμέρεια που θα λειτουργεί», δηλαδή στο συντονισμό και το αλισβερίσι με ακόμα περισσότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που θα διευρύνουν το ρόλο και τις εναλλακτικές του γαλλικού κεφαλαίου στις διεθνείς «ισορροπίες». Σχολιάζοντας τις αντιδράσεις σε παλιότερες δηλώσεις του για τη συνοχή του ΝΑΤΟ (το είχε χαρακτηρίσει «εγκεφαλικά νεκρό»), εξέφρασε... απορία για την έκπληξη που αυτές προκάλεσαν και επέλεξε να μιλήσει για την «άνεση» που προσφέρει στη «στρατηγική σταθερότητα στην Ευρώπη» η «διατλαντική σύγκλιση που έχει κατακτηθεί με τις ΗΠΑ».
Τέλος, ενδιαφέρον είχαν για άλλη μια φορά οι αναφορές του στη σημασία επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης της ΕΕ με τη Ρωσία. «Δε γίνεται να υπάρχει σχέδιο για την άμυνα και την ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών χωρίς πολιτικό όραμα που αναζητεί τη διευκόλυνση της προοδευτικής ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης με τη Ρωσία... Τέτοιο είναι το σχέδιο που εγώ αναπτύσσω, με απαιτητικότητα. Περιμένω η Ρωσία να αποτελέσει έναν εποικοδομητικό παράγοντα για τη συλλογική μας ασφάλεια. Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι από την παρούσα κατάσταση, όπου το χάσμα διευρύνεται, ο διάλογος αποδυναμώνεται, ενώ πολλαπλασιάζονται οι προκλήσεις σε επίπεδο ασφάλειας τις οποίες έχουμε να διευθετήσουμε με τη Μόσχα. Αυτή η διαδικασία θα απαιτήσει υπομονή και απαιτητικότητα, αλλά δεν έχουμε κανένα συμφέρον να αναθέσουμε σε άλλον τον διάλογο αυτό, ή να εγκλωβιστούμε στη σημερινή κατάσταση», ανέφερε.