Κυριακή 14 Νοέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

«Στο Βρόντο!»

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ετούτο το γήπεδο πάνω στον καταπράσινο λόφο, αν δεν είχε καλυφθεί από πανάκριβα μαρμάρινα μνημεία θανόντων, θα είχε καταληφθεί σίγουρα από τους προύχοντες της εύφορης περιοχής και αντί για σταυρούς θα 'χε γεμίσει από προκλητικές βίλες νεόπλουτων, διαπλεκομένων και μη!

Εκστατικός μένει ο επισκέπτης, βλέποντας ολόγυρα την καταπληκτική θέση, τη θάλασσα από τη μια με τα πλεούμενα, τη δασωμένη βουνοπλαγιά από την άλλη και την κοιλάδα κάτω από τα πόδια του με τα πλατάνια, τα τρεχούμενα νερά και τ' αηδονάκια να κελαηδούν νύχτα - μέρα, θαρρείς και είναι ενήμερα ότι κανένα δεν ενοχλούν και κανείς δεν πρόκειται να τους χαλάσει το κέφι. Απερίσπαστα, στο σημείο όπου κείτονται οι νεκροί, δοκιμάζουν τις φωνητικές τους ικανότητες!

Πριν φυτρώσουν τα γυαλιστερά μάρμαρα, στη θέση τους βρίσκονταν σε όλη την έκταση αραδιασμένες αχλαδιές, κοντούλες για την ακρίβεια, κι έμοιαζαν, ανθισμένες την άνοιξη, με χαριτωμένες νυφούλες! Διπλή χαρά για τον περαστικό, το θέαμα και η γεύση κατά την ωρίμανση του ωραίου φρούτου. Ο ιδιοκτήτης της υπέροχης περιοχής, υπέργηρος και σακατεμένος πια, έδωσε εντολή να δοθεί το πλάτωμα του γραφικού υψώματος με τα καρπερά φρουτόδεντρα για κοιμητήριο κι ο ίδιος να καταλάβει την πρώτη θέση κοντά στο εξωκλήσι!

Ετσι και έγινε, το μνήμα του στην πιο περίοπτη θέση πράγματι εντυπωσιάζει. Θα μπορούσε κανείς να στέκει εκεί χωρίς να επηρεάζεται από το περιβάλλον ώρες και ν' απολαμβάνει το τοπίο ολόγυρά του. Ο δωρητής του χώρου, μπάρμπα Γιάννη τον λέγανε, δεν είχε καλή φήμη όσο ζούσε. Με τον «τσαμπουκά» του και τις κουμπαριές με ανθρώπους τους εξουσίας, κατάφερε ν' αρπάξει τεράστιες εκτάσεις γης και να γίνει πάμπλουτος, όταν οι πέριξ οικισμοί άρχισαν να παίρνουν την ανηφόρα. Το χειρότερο είναι ότι συνεργάστηκε με τους κατακτητές στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και, το τρισχειρότερο, από το χέρι του έπεσε νεκρός φαμελίτης συχωριανός του αντιστασιακός. Αρχικά, τον είχαν κρεμάσει μαζί μ' έναν ακόμα πάνω σε ένα γέρικο δέντρο κι από το βάρος του έσπασε το κλαρί που τον είχαν δεμένο και δεν έκλεισε η θηλιά που ήταν περασμένη στο λαιμό να τον πνίξει. Ο επικεφαλής Γερμανός του αποσπάσματος διέταξε να ξανακρεμαστεί, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει το ίδιο! Εσπασε και το άλλο κλαρί! Τότε ο αξιωματικός των ναζί διέταξε ν' αφεθεί ελεύθερος ο μελλοθάνατος... μια και ο χάρος δε θέλησε να τον πάρει! Μειδίασε, μάλιστα, κατά πώς λέγεται από κείνους που ζουν ακόμα και γνωρίζουν αυτήν την ιστορία - πράγμα σπάνιο χιτλερικός να γελάει - κι έμεινε άναυδος, όταν είδε τον συνεργάτη του να τραβάει το πιστόλι του και να θανατώνει τον ΕΑΜίτη συγχωριανό του, που άλλο δεν έκανε από το να αγωνίζεται για τη λευτεριά της πατρίδας και της ρωμιοσύνης την τιμή.

Τώρα η φωτογραφία του σε περασμένη ηλικία πλάι στο καντήλι που ανάβει συνεχώς πάνω στον εντυπωσιακά οικοδομημένο οικογενειακό τάφο δείχνει σα μετανιωμένος, όχι μόνο για το φόνο του παλικαριού που πάλευε για τη λευτεριά, αλλά και για ό,τι άλλο έκανε σε βάρος φτωχών ανθρώπων που είχε στη δούλεψή του και ποτέ δεν είδε σα συνανθρώπους του με δικαιώματα στη ζωή.

Στο ίδιο κοιμητήριο βρίσκονται αρκετοί από κείνους που εκμεταλλεύτηκε σκληρά, με τη διαφορά ότι ενώ ο εργοδότης τους οριζοντιώθηκε διαπαντός σ' ένα συρτάρι του πολυτελούς οίκου (ευθανασίας!) που πρόσταξε να οικοδομηθεί πριν το θάνατό του, οι άλλοι οι παρακατιανοί κείτονται κατάχαμα. Οσο για τις ψυχές, δεν υπάρχει περίπτωση να ...μαλώνουν μεταξύ τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν το έχασαν!

Χάμω στη ρεματιά, τα πουλιά διασκεδάζουν στο δικό τους κόσμο, το καθένα λέει το δικό του τραγούδι με το φλοίσβο του τρεχούμενου νερού να τους κρατάει σιγόντο και ολωνών η ματιά, όσων ήταν προσκαλεσμένοι στα μνημόσυνα, μετά από την επιμνημόσυνη δέηση, καρφώθηκε στων δέντρων τις φυλλωσιές και τα πετεινά τ' ουρανού.

Μετά τον καφέ της παρηγοριάς, αν και οι απαρηγόρητοι αποτελούσαν ασήμαντη μειονότητα, αρχίζουν τα σχόλια συγγενών και φίλων και, βέβαια, κάποιος θα βρεθεί να πει τον καλό λόγο και για τον χειρότερο άνθρωπο. Είναι αυτό που λένε σύμφωνα με την εκκλησία: «Ο νεκρός δεδικαίωται!» Δε δεδικαίωται και ο μέγας δωρητής κι ...ευεργέτης μπάρμπα-Γιάννης;

Είναι γεγονός ότι στο νεκροταφείο αυτό ...ανοίγει η καρδιά του επισκέπτη! Θες ο χώρος που φιλοξενεί τους αποθαμένους, θες το πολύ μάρμαρο και η ευρυχωρία του, μετριάζουν την πικρή γεύση που νιώθει κανείς όταν έρχεται στο νου η ματαιότητα των εγκοσμίων. Οι περιπατητές εντυπωσιάζονται από το πλήθος των καλαίσθητων μνημείων και σχολιάζουν το γεγονός ότι πέφτει πολύ χρήμα εδώ και δεν αποκλείουν την υπόθεση ότι δε θα 'ναι λίγοι εκείνοι που δανείστηκαν για το σκοπό αυτό! Και δεν αποκλείουν, επίσης, το ενδεχόμενο με τη γενναιοδωρία που ...δείχνουν οι τράπεζες στους μη έχοντες να εκδώσουν και ...μνημειοδάνειο!

Ολα να τα περιμένει κανείς από τους μπίζνεσμεν, προκειμένου ν' αυξηθούν τα κέρδη τους. Ξέρουν αυτοί να βγάζουν και από τη μύγα ξίγκι που λέγανε οι παλιοί. Τι να κάνουν και οι φτωχοί; Παρασύρονται και απλώνουν τα πόδια τους πέρα από εκεί που φτάνει το πάπλωμα, με αποτέλεσμα το δανεισμό, χάνοντας κάποτε και τ' αυγά και το καλάθι! Οικογενειακό τάφο ο ένας στη μικρή κοινωνία του χωριού, το ίδιο και ο άλλος...

- Καλύτερα να μη γνωρίζει κανείς πού θα τοποθετηθεί το σώμα του, όταν του λείψει η ψυχή. Και ακόμα καλύτερα να γινόταν στάχτη και να την έπαιρναν τα κύματα, όπως έγινε με την Μαρία Κάλλας, ακούστηκε να λέει κάποιος, άσε, που θ' απελευθερωθούν χώροι για πάρκα και άλλες χρήσεις ψυχαγωγίας, μα και για λόγους δημόσιας υγείας και περιττών εξόδων, συμπλήρωσε ο επόμενος συνομιλητής. - Σιγά, μην τ' ακούσει ο παπάς και μας στείλει στο διάολο, καλύτερα να έχουμε την ευχή του, κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει με τις ψυχές, μετά θάνατον, είπε κάποιος μισοαστεία μισοσοβαρά και παρεΐτσες - παρεΐτσες οι παρευρισκόμενοι τράβηξαν κατά την εξώπορτα «φορτωμένοι» μ' ένα σωρό ερωτηματικά και απορίες, που από καταβολής κόσμου παραμένουν αδιευκρίνιστες...

Σε λίγο, τα πουλιά στα πλατάνια της ρεματιάς θα τραγουδούν χαρωπά χωρίς ακροατήριο και ο αχός των νερών θα πηγαίνει ...στο βρόντο.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ