Πέμπτη 14 Γενάρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΑΣΟΣ ΜΠΟΥΛΜΕΤΗΣ
Ο νοτιάς

Κοντά στη ρήση «πολύ κακό για το τίποτα» βρίσκεται η καινούρια, χωρίς ουδεμία θεματική ή άλλη πρωτοτυπία, ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, που κάνει χρήση, κάπου και κατάχρηση, καθιερωμένων, επιδερμικών πια συνταγών για το είδος της εμπορευματικής, τρυφερής νοσταλγικής ταινίας ενηλικίωσης. «Ο νοτιάς», που βγαίνει 12 χρόνια μετά την επιτυχημένη «Πολίτικη κουζίνα», διαθέτει ένα και μόνο άξιο συζήτησης στοιχείο, εκείνο της οπτικής του σκηνοθέτη πάνω στον ήρωα που επέλεξε σε σχέση με την ιστορική εποχή στην οποία αναφέρεται και το πώς συνδέεται με το σήμερα και λειτουργεί στο σήμερα η χαρακτηριστική αυτή οπτική.

Μοναχοπαίδι ο μικρός Σταύρος, γόνος μικροαστικής οικογένειας καθωσπρέπει νοικοκυραίων, μεγαλώνει τη δεκαετία του '60, σ' ένα υπερπροστατευτικό σπίτι που υποκλίνεται απαρέγκλιτα στις «ελληνοχριστιανικές αρχές» του έθνους και καλοδέχεται, ως φυσική απόρροια των παραπάνω αρχών, τη χούντα των καραβανάδων με όλα της τα ιδεολογικά μπαγκάζια και τα εκχυδαϊσμένα θεάματα ναζιστικής αρένας. Ο μικρός Σταύρος ζει και κινείται στο ως άνω περιβάλλον που συμβιώνει μια χαρά και με έναν επιπρόσθετο «οικογενειακό μύθο», επινόηση του μικρέμπορα πατέρα, για παλιά φιλία του με τον εφοπλιστή Ωνάση. Μύθος φτιαγμένος για ενίσχυση της κοινωνικής εικόνας του πατέρα, που όμως αποφέρει και κέρδη... Στο σπιτικό και σε συναφή του σπιτικού του περιβάλλοντα παραμένει εγκλωβισμένος ο μικρός, που πυροδοτείται μόνο από την επιτρεπτή - από το σπίτι - αρχαιοελληνική μυθολογία και προσπαθεί να εξασκήσει τη χρήση του μυαλού του. Χωρίς βοήθεια, φυσικό είναι οι ανατρεπτικές - όπως τις αποκαλεί το περιβάλλον του - απορίες, να συνίστανται σε διαδικαστικά, παιδαριώδη ερωτήματα... Ετσι όμως φουσκώνει το μυαλό του με ψήγματα αλαζονείας... Η κεντρική ωστόσο κατάσταση που διαπερνά καθ' όλη την ταινία τον ήρωα είναι η αναζήτηση διαχείρισης από τον ίδιο της παιδικής του, αρχικά, λίμπιντο - σφόδρα ερωτευμένος με τη βασίλισσα Αννα Μαρία - και αργότερα των εφηβικών και νεανικών ερωτικών του ορμών.

Η μεταπολίτευση τον βρίσκει ρομαντικό φοιτητή στο Πανεπιστήμιο και μαθητευόμενο φωτογράφο. Ανήκει σε παρέα πολιτικοποιημένων φοιτητών, ο ίδιος όμως δεν εμπλέκεται σε πολιτικές συζητήσεις και ξεκινά αποτυχημένες σχέσεις με «χειραφετημένες» κοπέλες της εποχής. Δεν τον ακούμε να εκφράζει κάποια, όποια, πολιτική άποψη και η σχέση του με το φοιτητικό κίνημα περιορίζεται στο μέλος της κινηματογραφικής λέσχης. Η πολιτική, για τον Σταύρο, αντιπαράθεση εστιάζεται στην τεχνική λήψης της εικόνας και στη διαπάλη ανάμεσα σε «ευρυγώνιο» και «τηλεφακό». Ο Σταύρος παρακολουθεί τα πάντα από μακριά και αφ' υψηλού, η ξεκάθαρα «απολιτίκ» στάση ζωής του παρουσιάζεται στην ταινία ως δήθεν «αντικειμενικού» παρατηρητή, ανεξάρτητου και ελεύθερου, που δεν σκαλώνει, δεν συμπαρασύρεται από το ιστορικό γίγνεσθαι, γιατί απλά δεν αξίζει τον κόπο... Μια που όλοι πουλιούνται στο συμφέρον... Ολοι ανεξαιρέτως! Αυτός ο νεαρός, με το παρελθόν που κουβαλά, είναι σε θέση να διακρίνει οτιδήποτε άλλο; Ποια «φόντα», ποια γνώση, ποια βιώματα κι εμπειρίες διαθέτει ώστε να καταστεί δυνατόν να διακρίνει, να δει, και κάτι άλλο; Ειδικά, μάλιστα, όταν ανακαλύπτει τον λόγο ύπαρξής του... κι αποφασίζει να φύγει για την Αμερική για να σπουδάσει σινεμά, να διηγείται ιστορίες με εικόνες... Τι ιστορίες όμως;

Με τους: Γιάννη Νιάρρο, Μαρία Καλλιμάνη, Θέμη Πάνου, Ζωζώ Σαπουντζάκη, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2016)

Τίποτα που να ταράζει τα νερά...

Τρεις οι πρεμιέρες της βδομάδας, ταινίες χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, ιδιαίτερα η πολυδιαφημιζόμενη ελληνική, νοσταλγική ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Ο νοτιάς». Σχετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η βραβευμένη, στις Κάννες και στο 56οΦεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τον Χρυσό Αλέξανδρο, ταινία «Δεσμοί αίματος», σε σκηνοθεσία Γκρίμουρ Χακόναρσον, από το βορειότερο σημείο της εξωτικής Σκανδιναβίας, την Ισλανδία...

Κακή, ωστόσο, η τρίτη πρεμιέρα, το αμερικάνικο «Το κακό στα μάτια τους» (2015) σε σκηνοθεσία Μπίλι Ρέι, ριμέικ του βραβευμένου με Οσκαρ αργεντίνικου θρίλερ μυστηρίου «Το μυστικό στα μάτια της» (2009) σε σκηνοθεσία Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, με τον ευαίσθητο και προικισμένο ηθοποιό Ρικάρντο Νταρίν στον κεντρικό ρόλο, ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Εντουάρντο Σαχέρι, από το 2005. Κι ενώ η αργεντίνικη ταινία περνούσε με ευελιξία από το δράμα στην ειρωνεία, με αναφορές στο παρελθόν της χώρας, ιδιαίτερα στην εξαφάνιση των «ντεσαπαρεσίδος», για να αφηγηθεί μέσα από μορφή μεταφορική την τραγωδία ενός έθνους «εξαφανισμένων», το αμερικάνικο ριμέικ είναι προσαρμοσμένο στις επιβεβλημένες άνωθεν «ευαισθησίες» της σύγχρονης Αμερικής. Είναι διαποτισμένο με το φόβο του αόρατου εχθρού και της ασύμμετρης απειλής, κάτι που ταρακουνά ακόμα πολύ κόσμο μετά τους Δίδυμους Πύργους. Επίσης, σημαντικές είναι οι αλλαγές στο σενάριο του ριμέικ. Καινούργια πρόσωπα και διάφορες απρόσωπες δυναμικές σκάβουν στην παράνοια του παρόντος, ακολουθώντας τη γραμμή άλλων, πρόσφατων, πετυχημένων θρίλερ, με το «Prisoners» στην κορυφή, ενώ αντικαθιστά το μελαγχολικό γκρίζο της πρωτότυπης αργεντίνικης ταινίας με μια κατάμαυρη απόχρωση...

Κατά τ' άλλα, συνεχίζεται στην «Αλκυονίδα» η προβολή του «Πόλεμος και Ειρήνη» (1966) του Σεργκέι Μπονταρτσούκ, β' μέρος, ενώ στο «Στούντιο» θα προβάλλεται το α' μέρος. Στην «Αλκυονίδα», επίσης, «Ο γιος του Σαούλ» (2015) του Λάζλο Νέμες, ενώ στο «Στούντιο» το αριστούργημα κινουμένων σχεδίων του Βραζιλιάνου Αλε Αμπρέου «Το αγόρι και ο κόσμος» (2013). Για τις μέρες και ώρες προβολής, επικοινωνήστε με τις προαναφερθείσες αίθουσες...


ΚΡΙΤΙΚΗ: Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΚΡΙΜΟΥΡ ΧΑΚΟΝΑΡΣΟΝ
Δεσμοί αίματος

Φιλμ που αποκαλύπτει την ισλανδική ψυχή σε όλη της την μεγαλοπρεπή αυθεντικότητα. Κωμωδία μπουρλέσκ η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Ισλανδού ντοκουμενταρίστα Γκρίμουρ Χακόναρσον, κινηματογραφημένη στο φάσμα των αποχρώσεων του γκρι σιέλ και του μπλε, «Δεσμοί αίματος» (2015). Η σκηνοθεσία λιτή, διακριτική, με στιλ και χιούμορ παγωμένο στη χώρα των ανέμων, των πάγων και των ηφαιστείων. Η ταινία αρχίζει σαν γκρινιάρικη κωμωδία μελαγχολικών τόνων, μετατρέπεται σύντομα ωστόσο σε δράμα, που το υποστηρίζουν άριστα δύο έμπειροι ηθοποιοί, τα εκπληκτικά πλάνα της ερημικής χιονισμένης στέπας και τα πανέμορφα τροφαντά πρόβατα που συνιστούν το κέντρο της ζωής του τόπου.

Τυπική ταινία για φεστιβάλ. Δηλαδή: Ιντριγκα όντως υπερβολικά περιορισμένη, με «φουσκωμένους» αφηγηματικούς χρόνους... Αυτά συνιστούν στοιχεία που συνήθως εκτιμά ένα φεστιβαλικό κοινό... Πολλές φορές, όμως, τα πράγματα αντιστρέφονται όταν τέτοιες ταινίες συναντούν το κοινό των μούλτιπλεξ, ένα κοινό εθισμένο σε ρυθμούς καταιγιστικούς, δράση και σύνθετη πλοκή, ένα κοινό εμπορευματικών κινηματογραφικών κατευθύνσεων. Το σινεφίλ, πληροφορημένο, περίεργο και ανοιχτό κοινό του κινηματογράφου «Αστυ» είναι μάλλον σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει την ταινία, από την «τρέντι» τελευταίως Ισλανδία, «ως δει».

Η γραμμικότητα της ιστορίας συνιστά τη δύναμή της - γιατί αντανακλά τον δωρικό χαρακτήρα της ζωής εκεί - αλλά και ταυτόχρονα την αδυναμία της, σε ό,τι αφορά όρους κινηματογραφικής ένστασης που ίσως προβάλλει ένας μέσος θεατής. Η ταινία πάντως βραβεύτηκε στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, όταν προβλήθηκε στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα». Η βράβευση της ταινίας, ειδικά στις Κάννες, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για μια χώρα σαν την Ισλανδία, της οποίας η κινηματογραφική ετήσια παραγωγή δεν υπερβαίνει τις 10 ταινίες.

Παλιός ντοκουμενταρίστας ο Χακόναρσον κατόρθωσε σ' αυτή, τη δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους με τον ξηρό τίτλο πρωτότυπου «Κριάρια», να εκπλήξει με την απλοϊκή ιστορία δύο ηλικιωμένων κτηνοτρόφων αδελφών, του Κίντι και του Γκούμι, που κατοικούν σε χωριστές, γειτονικές φάρμες στην έρημη, παγωμένη κοιλάδα και δεν μιλιούνται για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Επικοινωνούν, σπάνια βέβαια, μόνο μέσω ενός καταπληκτικά νοήμονος σκύλου που μεταφέρει στο στόμα του γραπτά μηνύματα από τον έναν προς τον άλλον αδελφό. Ο σκηνοθέτης υφαίνει μια ιστορία με πολλές παύσεις, σιωπές, χαρακτηριστικά τοπία και ανθρώπους τραχείς, ψυχρούς «απέξω» και θερμούς «απομέσα», μοναχικούς γιατί διδάχθηκαν να ζουν χωρίς την ανάγκη άλλων, ανθρώπους γκρινιάρηδες που αναπτύσσουν ουσιαστικές σχέσεις, απ' ό,τι φαίνεται, κυρίως με τα πανέμορφα ζώα τους. Δεν περνά καιρός κι ένας θανάσιμος ιός, που πλήττει αμετάκλητα το νευρικό σύστημα των ζωντανών, χτυπά το κοπάδι του Κίντι. Η απειλή είναι γενικευμένη και οι υπηρεσίες του κράτους αποφασίζουν να θέσουν τα κοπάδια της περιοχής σε καραντίνα. Ο αδελφός του Κίντι, ο νομοταγής Γκούμι, αποφασίζει να παραβεί τους κανόνες της εξουσίας και κρύβει στην καντίνα του κάποια κριάρια, κάτι που αργότερα θα συμβάλει στη συμφιλίωση μεταξύ τους... Οι δυο ξεροκέφαλοι γερο - Βίκινγκς με γυμνά τα μαχαίρια για σαράντα χρόνια, κάτω από το χιόνι της βαθιάς Ισλανδίας, ανακαλύπτουν ξανά τους εαυτούς τους, γυμνούς, αληθινούς κι ανθρώπινους, παρά το γεγονός ότι δεν διανοούνται, δεν μπορούν να εκφράσουν συναισθήματα λόγω ενός «πολιτισμού» που τους έγινε «φύση»...

Μεγαλύτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον από την καθαυτή ιστορία παρουσιάζει το φόντο, η κοινωνική ζωή της κοινότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στη λιπόσαρκη αυτή γη, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στους λιγόλογους γείτονες με τις σπάνιες χειρονομίες, τις ενσωματωμένες στην καθημερινή επιβίωση και στα θέματα που την απασχολούν...

Με τους: Σίγκουρντουρ Σιγκουργιόνσον, Τεοντόρ Γιουλίουσον, Σαρλότ Μπέβινγκ, κ.ά.

Παραγωγή: «Rams», Ισλανδία (2015) - (στο «Αστυ» και στο «Πτι Παλαί»).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ