Αποκαλυπτική έρευνα της ΕΚΤ με τις απαντήσεις των «κορυφαίων» επιχειρήσεων στην προοπτική ανάκαμψης κερδών και ανταγωνιστικότητας
Joerg Boethling/agenda |
Το παραπάνω επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση για το 2017 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία μέσω νέας έρευνας αναδεικνύει τις προτεραιότητες των κορυφαίων επιχειρηματικών ομίλων της Ευρωζώνης, που με τη σειρά τους διεκδικούν μεγαλύτερη «ευελιξία στην αγορά εργασίας», μεγαλύτερη διευκόλυνση της χρήσης συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και ελαστικοποίηση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης. Στο «διά ταύτα», η έκθεση της ΕΚΤ, «αξιοποιώντας» και συνοψίζοντας τις απαντήσεις που δόθηκαν από τα μονοπώλια και τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, τονίζει: «Απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την ενίσχυση των δεξιοτήτων και της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον».
Με βάση την ερώτηση «Πώς κρίνετε τις μεταρρυθμιστικές ανάγκες στις αγορές εργασίας των χωρών της ζώνης του ευρώ στον τομέα σας;», οι κορυφαίοι επιχειρηματικοί όμιλοι απαντούν ως εξής:
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι «θετικές» απαντήσεις των κορυφαίων επιχειρηματικών ομίλων της Ευρωζώνης αναφορικά με την «ευελιξία στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας» βρίσκονται στην πρώτη θέση της λίστας των αξιώσεών τους, καθώς κρίνονται «σημαντικές» ή «πολύ σημαντικές» με ποσοστό της τάξης του 95%.
Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αξιώνει τη «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της παραγωγής και με την «εποχικότητα» της ζήτησης για τα παραγόμενα εμπορεύματα.
Την ίδια ώρα, η «ενίσχυση της απασχόλησης» στην Ευρωζώνη στηρίχτηκε στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις και τα μέτρα που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις, με φόντο και την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης στα προηγούμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2017:
-- Η αγορά εργασίας της ζώνης του ευρώ «σημείωσε περαιτέρω βελτίωση στη διάρκεια του 2017. Η ανάκαμψη, που χαρακτηρίστηκε από σημαντική αύξηση της απασχόλησης, προκάλεσε άνοδο του αριθμού των απασχολουμένων κατά 7,5 εκατομμύρια περίπου από τα μέσα του 2013 και παρατεταμένη μείωση της ανεργίας». Την ίδια ώρα, «τόσο ησυνολική ανεργία όσο και η ανεργία των νέων διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και, σύμφωνα με τους ευρύτερους δείκτες ανεργίας, ο βαθμός υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού είναι υψηλός».
-- Οι αγορές εργασίας της ζώνης του ευρώ επηρεάστηκαν ευνοϊκά από τη διεύρυνση της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς «τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής συνέβαλαν στην αύξηση του βαθμού ανταπόκρισης της απασχόλησης στο ΑΕΠ στη διάρκεια της ανάκαμψης σε μερικές χώρες της ζώνης του ευρώ». Στα μέτρα που συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης αναφέρονται συγκεκριμένα αυτά «που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας, χαλαρώνοντας τους υπερβολικά αυστηρούς κανόνες προστασίας της απασχόλησης, μειώνοντας π.χ. το ποσό της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης ή καθιστώντας τους μισθούς πιο ευέλικτους».
-- Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, όπως αυτές που αποσκοπούν στον περιορισμό της γραφειοκρατίας ή στη διευκόλυνση της εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, καθώς και εκείνες που περιορίζουν την προστασία των υφιστάμενων επιχειρήσεων ή επαγγελμάτων, ενδέχεται επίσης να συνέβαλαν στην ταχύτερη ή εντονότερη προσαρμογή της απασχόλησης στις επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η επίσημη ανεργία στην Ευρωζώνη, παρά την πρόσφατη «βελτίωση» που συντελέστηκε στο έδαφος των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, παραμένει ακόμη και σήμερα σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΕΚΤ, η επίσημη ανεργία στην Ευρωζώνη έφτασε το 2017 στο 9,1%, έναντι 8,6% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1999-2008, πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, το «παράδειγμα» της οποίας «διαφημίζει» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η επίσημη ανεργία έφτασε σε 9%, από 7,3% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1999-2008.
ICON |
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο κινούνται και οι αξιώσεις του ΣΕΒ, στη θεσμοθέτηση δηλαδή ενός Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού που θα «ευνοεί τις επενδύσεις» και θα «εγγυάται ασφάλεια δικαίου» στους επενδυτές, παρεμβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ενόψει της κατάθεσης του αντίστοιχου νομοσχεδίου της κυβέρνησης για τη Θαλάσσια Χωροταξία.
Eurokinissi |
Στη μελέτη επισημαίνεται αρχικά ότι στην παράκτια ζώνη της χώρας συγκεντρώνονται σχεδόν το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, το 90% του τουρισμού και της αναψυχής, το 35% της αγροτικής γης, καθώς και ένα σημαντικό τμήμα των βασικών υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικά δίκτυα, ηλεκτρικό δίκτυο, τηλεπικοινωνίες). Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι βασικές δραστηριότητες όπως θαλάσσιες μεταφορές, αλιεία, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και υποθαλάσσια ενεργειακά δίκτυα, υδατοκαλλιέργειες, βιοτεχνολογία, τουριστικές, ναυπηγικές και εξορυκτικές δραστηριότητες, «αναζητούν ένα σταθερό και λειτουργικό πλαίσιο θαλάσσιου χωρικού σχεδιασμού για να αναπτυχθούν και να προσφέρουν νέες θέσεις εργασίας».
EUROKINISSI |
Στο κείμενο της μελέτης υπογραμμίζεται ότι μέχρι σήμερα η ρύθμιση του θαλάσσιου χώρου γίνεται μέσω «τομεακών προσεγγίσεων σχεδιασμού», οι οποίες ωστόσο είτε παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις, είτε σημαντικά προβλήματα διαχείρισης και αδειοδότησης, είτε ακυρώνονται από το ΣτΕ, εξαιτίας, όπως λέει, του θεσμικού πλαισίου για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος μέσω των νέων περιοχών «Natura» ή άλλων εμποδίων που θέτει η ισχύουσα νομοθεσία.
Από αυτήν την άποψη, ο ΣΕΒ, αν και ασκεί κριτική σε σημεία του νόμου και ζητά την αλλαγή τους, θεωρεί ότι ο σχεδιασμός για τη Θαλάσσια Χωροταξία πρέπει να ξεκινήσει σύμφωνα με τις γενικές προβλέψεις του νομοθετήματος, αφού, όπως τονίζει, «για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα να ενσωματωθεί ο θαλάσσιος χώρος» στον Εθνικό Χωρικό Σχεδιασμό.
Αποτυπώνοντας τις «ευκαιρίες» και τα πεδία κερδοφορίας που αναζητούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι στο «θαλάσσιο χώρο», ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι σε επίπεδο ΕΕ η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) των θαλάσσιων οικονομικών δραστηριοτήτων ανήλθε το 2010 σε 103,5 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι έως το 2030 θα αυξηθεί σε 178,3 δισ. ευρώ, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 20,8%.
Παράλληλα, τονίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι θα είναι η υπεράκτια αιολική ενέργεια, καθώς η αξία της θα αυξηθεί από 238 εκατ. ευρώ το 2010 (μερίδιο 0,2%) σε 39,5 δισ. ευρώ το 2030 (μερίδιο 22,1%).
Επιπλέον, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία που επικαλείται, διαχρονικά τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη θαλάσσια οικονομία της ΕΕ διατηρεί η εξόρυξη υδρογονανθράκων, η οποία «παρά τη συνεχή μείωση του μεριδίου της σε μια αυξανόμενη αγορά, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε απόλυτα ποσά κατά 23,6 δισ. μέχρι το 2030».
Στην Ελλάδα, οι δραστηριότητες που επιζητούν «χώρο» για την παραπέρα ανάπτυξή τους, όπως καταγράφονται στη μελέτη, είναι:
Εκτός όμως των παραπάνω δραστηριοτήτων και κερδών κατά κλάδο, ο ΣΕΒ προσδοκά πολύ περισσότερα, τονίζοντας ότι υπάρχουν «σημαντικές ευκαιρίες για θαλάσσια επιχειρηματικότητα» στη χώρα μας και στο πλαίσιο αυτό απαιτείται «άμεση θεσμοθέτηση ενός Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τη θαλάσσια δραστηριότητα που θα μπορούσε να απελευθερώσει την αναπτυξιακή δυναμική, εκπέμποντας το σωστό μήνυμα στους επενδυτές».
Συγκεκριμένα, η μελέτη σημειώνει ότι ο τομέας της εξόρυξης υδρογονανθράκων είναι «πολλά υποσχόμενος» γα επενδύσεις και, όπως αναφέρεται, απαιτείται η ένταξή του σε ένα «ολοκληρωμένο πλαίσιο σχεδιασμού που θα δημιουργήσει ευνοϊκότερες συνθήκες ανταγωνισμού, ενημέρωσης και προσέλκυσης επενδυτών», καθώς όπως σημειώνει «ο ολοκληρωμένος θαλάσσιος χωρικός σχεδιασμός, λαμβάνοντας μέριμνα για την ισόρροπη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων, διασφαλίζει την πραγματοποίηση τέτοιων κεφαλαιώδους σημασίας επενδυτικών έργων, περιορίζοντας ταυτόχρονα τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και κάμπτοντας τις κοινωνικές ενστάσεις που αποτελούν αίτιο ματαίωσης των επενδύσεων».
Στη μελέτη δίνεται ακόμη έμφαση στις επενδύσεις στη μεταφορά Ενέργειας, είτε μέσω αγωγών για τη μεταφορά φυσικού αερίου κάνοντας ειδική αναφορά στον αγωγό Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας και Ιταλίας, «East Med», είτε μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων που ενοποιούν το εγχώριο σύστημα ηλεκτρισμού, αλλά και το συνδέουν με γειτονικές χώρες, όπως το υποθαλάσσιο καλώδιο «East Asia interconnector» που θα συνδέει τα ηλεκτρικά συστήματα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ.
Αντίστοιχα, στη μελέτη τονίζεται ότι θα πρέπει να υπάρξουν ρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τις επενδύσεις αξιοποίησης της αιολικής και παλλιροϊκής ενέργειας.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΣΕΒ θεωρεί ότι ο Θαλάσσιος Χωρικός Σχεδιασμός θα πρέπει να ενισχύει τη διασυνοριακή συνεργασία και, όπως λέει συγκεκριμένα, «πρέπει να προβλεφθούν συντονισμένες ενέργειες διασυνοριακής συνεργασίας, σε διμερή ή πολυμερή βάση, έτσι ώστε ο σχεδιασμός να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις και τους αντίστοιχους σχεδιασμούς των γειτονικών χωρών».
Στη Μόσχα βρέθηκαν πρόσφατα τόσο ο υπουργός Αμυνας όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας
Αρκετοί σχολίασαν το ασυνήθιστα «τολμηρό» (ειδικά για τα κινεζικά δεδομένα) περιεχόμενο των δηλώσεων Γουέι, αφού έδειξαν με έμφαση τη σημασία που δίνουν Μόσχα και Πεκίνο στην «αντιμετώπιση» των επιλογών των ΗΠΑ, που οξύνουν την αντιπαράθεση σε όλα τα επίπεδα. Αλλωστε, η όξυνση της κόντρας ξεκινά από τη ραγδαία ανέλιξη των κινεζικών και ρωσικών μονοπωλίων σε όλους τους κλάδους αλλά και συνολικά στη διεθνή ιμπεριαλιστική «σκακιέρα», ασκώντας διαρκή πίεση και στις ΗΠΑ. Καθόλου τυχαία, η νέα «εθνική στρατηγική για την ασφάλεια των ΗΠΑ» που παρουσίασε το Δεκέμβρη ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, εμφάνισε Ρωσία και Κίνα ως «αναθεωρητικές δυνάμεις» που αμφισβητούν την επιρροή των ΗΠΑ και «προσπαθούν να ανατρέψουν το παγκόσμιο στάτους κβο».
Με δεδομένη την όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, είναι φυσικό Μόσχα και Πεκίνο να μελετούν πόσα θα μπορούσαν να τις «ενώνουν» απέναντι στην Ουάσιγκτον, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι εξαλείφονται οι διμερείς αντιθέσεις. Παρά τις διαφωνίες, φαίνεται ότι στις παρούσες συνθήκες οι δύο πλευρές εκτιμούν αρκετά τη «βοήθεια» που η μία μπορεί να βρει από την άλλη, για την ενίσχυση των προσπαθειών αναβάθμισης της θέσης των κινεζικών και ρωσικών μονοπωλίων, σε μια γεωπολιτική «σκακιέρα» γεμάτη εστίες που «σιγοκαίνε» και με τις πιθανότητες ευρύτερων αναφλέξεων να δίνουν νέα ώθηση σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις, που ήδη προχωρούν.
Στη συνάντηση που είχε με τον Κινέζο ομόλογό του, ο Ρώσος υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σόιγκου υποστήριξε ότι «οι ρωσοκινεζικές σχέσεις σήμερα έχουν φτάσει σε ένα πρωτόγνωρο επίπεδο και έχουν μετατραπεί σε κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας».
Από τη δική του μεριά, ο Γουέι, απευθυνόμενος στους Ρώσους από το βήμα της Διεθνούς Διάσκεψης, είπε καθαρά ότι «ήρθαμε να σας υποστηρίξουμε», όπως έσπευσε να μεταδώσει και το ρωσικό πρακτορείο «ITAR - TASS».
Την ίδια στιγμή, ο Γουέι είπε πως «σήμερα η περιεκτική στρατηγική συνεργασία Μόσχας - Πεκίνου είναι τόσο σταθερή όσο το όρος Τάι (σ.σ. στη Βόρεια Κίνα)», αναδεικνύοντας παράλληλα ότι το Πεκίνο κάνει τις επιλογές του διεκδικώντας ευρύτερη αναβάθμιση του «αμυντικού» του ρόλου, διεθνώς. Εξέφρασε έτσι τη διάθεση της Κίνας να διευρύνει το δίκτυο των «αμυντικών συνεργασιών» της παγκοσμίως, δηλαδή να αξιοποιήσει ακόμα ενεργότερα και τα στρατιωτικά μέσα που διαθέτει, για να προωθήσει επιχειρηματικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις που ωφελούν τα μονοπώλια τα οποία εκπροσωπεί. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε πως η Κίνα θέλει να βελτιώσει την αμυντική συνεργασία της με διάφορες χώρες και να δημιουργήσει μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους («win-win») και ένα περιβάλλον διεθνούς ασφάλειας από το οποίο όλοι θα έχουν οφέλη...
Τις διαστάσεις που αποκτά η ρωσοκινεζική συνεργασία ανέδειξαν και οι επαφές που είχε στη Μόσχα, επίσης στις αρχές Απρίλη, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι.
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ, ο Γι είπε, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του κινεζικού ΥΠΕΞ:
«Η Κίνα θα συνεχίσει σταθερά να στηρίζει τη Ρωσία στην επιλογή του δρόμου ανάπτυξης που είναι κατάλληλος για τις δικές της εθνικές συνθήκες, για να διαφυλάττει τα δικαιώματα και συμφέροντά της και για να διαδραματίσει έναν μεγαλύτερο ρόλο στις περιφερειακές και τις διεθνείς υποθέσεις... Από τη στιγμή που η σημερινή διεθνής κατάσταση αλλά και η κατάσταση στην περιφέρειά μας είναι ακόμα γεμάτες από διάφορες αβεβαιότητες, είναι απαραίτητο Κίνα και Ρωσία, δύο στενοί στρατηγικοί εταίροι, να δυναμώσουν τη μεταξύ τους επικοινωνία και το συντονισμό...».
Και ο Γι πρόσθεσε: «Συμφωνήσαμε και οι δύο πλευρές ότι σήμερα οι σχέσεις Κίνας - Ρωσίας διανύουν την καλύτερη περίοδο στην ιστορία τους. Οι δύο πλευρές πραγματοποίησαν με επιτυχία τη σύνδεση ανάμεσα στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας "OBOR" (σ.σ. οι κινεζικοί, ενεργειακοί και εμπορικοί, "Δρόμοι του Μεταξιού") και την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση, και ενεργά προχώρησαν τη συνεργασία σε κρίσιμα μεγάλα σχέδια σε τομείς όπως η Ενέργεια, οι επενδύσεις, οι υποδομές, η αεροπλοΐα και η αεροδιαστημική... Οι δύο πλευρές έχουν διατηρήσει έντονο συντονισμό σε ζητήματα διεθνών σχέσεων, έδωσαν ενεργό ώθηση στην πολιτική διευθέτηση κρίσιμων θεμάτων και ενίσχυσαν την επικοινωνία και το συντονισμό τους σε πολυμερή πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων του ΟΗΕ, της Οργάνωσης για τη Συνεργασία της Σαγκάης και των BRICS, σε μια προσπάθεια να προωθήσουν από κοινού την οικοδόμηση ενός νέου τύπου διεθνών σχέσεων, βασισμένων στο σεβασμό, τη δικαιοσύνη, τη συνεργασία αμοιβαίου οφέλους...».
Ο Γι συνάντησε και τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, επισημαίνοντας ανάμεσα σε άλλα ότι οι δύο χώρες απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο αμοιβαίας πολιτικής εμπιστοσύνης και συνεχώς ανεβάζουν το επίπεδο των διμερών σχέσεων σε νέα επίπεδα.
Τέλος, μιλώντας και ο ίδιος στη Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Μόσχας, ο Γι απευθύνθηκε σε όσους ανησυχούν από τις επιλογές της κυβέρνησης των ΗΠΑ (και ως προς την ενίσχυση μέτρων προστατευτισμού στην οικονομία) και επισήμανε: «Η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να αντισταθεί από κοινού σε εκείνου του είδους τις μονομερείς ενέργειες και την παραβίαση των κανόνων, πρέπει από κοινού να δώσει ώθηση στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και να βοηθήσει να λογικευτούν όσοι θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι τους αρέσει...». Νωρίτερα είχε πει ότι αν οι ΗΠΑ θεωρούν ότι θα ωφεληθούν από μια πολιτική προστατευτισμού κάνουν λάθος, ξεκαθαρίζοντας ότι το Πεκίνο δεν θα μείνει θεατής: «Τα αντίμετρά μας είναι απαραίτητα... Μια νόμιμη υπεράσπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων μας...».
Αλλά και η Ρωσία φρόντισε να υπογραμμίσει τις προσδοκίες που της δημιουργεί η ρωσοκινεζική συνεργασία. Οπως είπε ο Σεργκέι Λαβρόφ, κατά την κοινή συνέντευξη με τον Γι, «τονίσαμε ότι ο τακτικός και εντατικός διάλογος ανάμεσα στους ηγέτες (σ.σ. των δύο χωρών) δίνει μια ισχυρή ορμή στη συνεργασία μας... Μοιραστήκαμε την άποψη ότι ο συντονισμός μας στην εξωτερική πολιτική παίζει έναν αυξανόμενα σταθεροποιητικό ρόλο στη διεθνή αρένα, σε συνθήκες μέσα στις οποίες συνεχίζεται η διαμόρφωση μιας ρωμαλέας πολυκεντρικής διεθνούς τάξης πραγμάτων...».
Ο δε Πούτιν χαρακτήρισε τις σχέσεις των δύο χωρών «αληθινά υγιείς». Συμπλήρωσε ότι «και οι δύο πλευρές καθίστανται περιεκτικοί στρατηγικοί εταίροι, κάτι που δεν αποτελεί πράξη σκοπιμότητας αλλά εκούσια απόφαση κάθε πλευράς», και εξέφρασε την ελπίδα πως οι διμερείς σχέσεις θα αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο, κάτι που «θα ωφελήσει πολύ» όχι μόνο τις δύο χώρες, αλλά και όλο τον κόσμο.
Τέλος, χρήσιμο είναι να θυμίσουμε ότι, στο πλαίσιο και της αμυντικής συνεργασίας των δύο χωρών, η Κίνα έγινε η πρώτη χώρα που αγόρασε επίσημα το ρωσικής κατασκευής αντιπυραυλικό σύστημα «S-400».
Στοιχεία του ΟΟΣΑ και άλλων ερευνών επιβεβαιώνουν την ένταση της εκμετάλλευσης που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος, αντί για βελτίωση των συνθηκών δουλειάς και ζωής
Copyright 2018 The Associated |
Στη συνεδρίαση της νεοσυσταθείσας γερμανικής κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) την περασμένη βδομάδα, στο επίκεντρο τέθηκαν αυτές οι «προκλήσεις» που φέρνει η ψηφιοποίηση. «Ολοι γνωρίζουμε ότι τα επόμενα χρόνια η ψηφιοποίηση φέρνει νέες εργασιακές σχέσεις», είπε ο υπουργός Εργασίας, Χούμπερτους Χάιλ (SPD). «Απαιτούμε εμφατικά μια θεμελιώδη επικαιροποίηση του νόμου για τις ώρες εργασίας», δήλωσε ο Ινγκο Κράμερ, πρόεδρος του Συνδέσμου Εργοδοτών Γερμανίας (BDA), ο οποίος ήταν προσκεκλημένος στο υπουργικό συμβούλιο, προσθέτοντας: «Οι αυστηροί κανονισμοί του νόμου περί ωρών εργασίας σχετικά με τις μέγιστες ημερήσιες ώρες εργασίας και τις περιόδους ανάπαυσης δεν ανταποκρίνονται πλέον στην επιχειρηματική πραγματικότητα και στον διεθνή ανταγωνισμό που οδηγείται από την παγκοσμιοποίηση και την ψηφιοποίηση».
Πρόκειται για αλλαγές όπως η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου με κατάργηση του 8ωρου και καθιέρωση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας στις 48 ώρες, όπως και μείωση των ωρών ανάπαυσης μεταξύ δυο βαρδιών από 11 σε 9 ώρες, που ζητούν επίμονα εδώ και μήνες επιχειρηματίες και μεγαλοεργοδότες.
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων, δημοσιεύτηκε πρόσφατα έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τον «κόσμο της εργασίας στην εποχή της ψηφιοποίησης». Τα καινοτόμα ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη και το έξυπνο λογισμικό προωθούνται στις επιχειρήσεις και προετοιμάζουν το επόμενο μεγάλο κύμα αυτοματοποίησης. Ενώ οι επιχειρήσεις βλέπουν στις νέες τεχνολογίες μια ευκαιρία για ταχύτερη και φτηνότερη παραγωγή, οι αλλαγές για τους εργαζόμενους θα είναι δραματικές. Ιδιαίτερα επηρεάζονται οι νεότεροι και οι ευέλικτοι εργαζόμενοι, παρατηρεί η έρευνα που εξετάζει 32 χώρες - μέλη του ΟΟΣΑ.
Κατά μέσο όρο, περίπου το 14% των θέσεων εργασίας σε αυτές τις καπιταλιστικές οικονομίες «θα μπορούσε να αντικατασταθεί σχετικά εύκολα από υπολογιστές και αλγόριθμους», ποσοστό που ισοδυναμεί με 66 εκατ. εργαζόμενους. Επιπλέον, «για το 1/3 όλων των εργαζομένων η καθημερινότητα της εργασίας τους είναι πιθανό να αλλάξει σημαντικά».
Πολύ περισσότερο επηρεάζονται οι Γερμανοί εργαζόμενοι από το νέο κύμα ψηφιοποίησης. Στη Γερμανία σχεδόν 1 στους 5 εργαζομένους θα μπορούσε να αντικατασταθεί σχετικά εύκολα από ρομπότ και λογισμικό τα επόμενα 15 - 20 χρόνια. Ενα άλλο 36% πρέπει να προετοιμαστεί για μια δραματική αλλαγή στην καθημερινή εργασία. Δηλαδή, συνολικά θα επηρεαστεί το 54% των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό πως η θετική τεχνολογική εξέλιξη, που θα μπορούσε να εκτοξεύσει το επίπεδο ζωής και να μειώσει παράλληλα τις ώρες και τον κάματο της εργασίας, αν τα αποτελέσματα της παραγωγής ήταν κοινωνικοποιημένα, χαρακτηρίζεται ως «χτύπημα» και «απειλή» προς τους εργαζόμενους, ακριβώς εξαιτίας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Υψηλό κίνδυνο να αντικατασταθούν από αλγόριθμους ή μηχανήματα έχουν εκείνοι οι εργαζόμενοι των οποίων η εργασία περιλαμβάνει απλές δραστηριότητες και μπορεί να γίνει κατά 70% από μηχανήματα, όπως καθαριστές κτιρίων, βοηθοί κουζίνας, μεταλλωρύχοι, εργάτες στις κατασκευές, τη βιομηχανία και τις εφοδιαστικές αλυσίδες (Logistics), επαγγελματίες οδηγοί, εργάτες στην κατασκευή μηχανών, πωλητές.
Επίσης οι σημερινοί έφηβοι θα «χτυπηθούν» περισσότερο. «Ο αυτοματισμός είναι πιθανότερο να αυξήσει την ανεργία των νέων», προειδοποιούν οι ερευνητές, καθώς θα χαθούν απλές εργασίες που είναι χαρακτηριστικές ως «πρώτες δουλειές» των νεολαίων.
Ο οργανισμός «Bitkom» - ο μεγαλύτερος σύνδεσμος της γερμανικής βιομηχανίας Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών - προειδοποίησε ότι μόνο το έτος 2022 στη Γερμανία θα εξαφανιστούν 3 εκατ. θέσεις εργασίας εξαιτίας της ψηφιοποίησης. Οι ερευνητές του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών (ZEW) εμφανίζονται πιο «αισιόδοξοι», σημειώνοντας πως «το "τέλος της εργασίας", παρά τον θρίαμβο των υπολογιστών και των βιομηχανικών ρομπότ, αρνείται πεισματικά να έρθει».
Σύμφωνα με το ZEW, μεταξύ 2011 - 2016 στη Γερμανία, πολλές εταιρείες αύξησαν τη χρήση τεχνολογιών που εμπίπτουν στους τομείς «Βιομηχανία 3.0» (ρομπότ και υπολογιστές) και «Βιομηχανία 4.0» (σε μεγάλο βαθμό αυτοελεγχόμενα μηχανήματα, τα αποκαλούμενα «Εξυπνα Εργοστάσια» - Smart Factories). Αυτός ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής έχει αντικαταστήσει το 5% του εργατικού δυναμικού εντός 5 ετών. Τα μηχανήματα έχουν εκτοπίσει πολλούς εργαζόμενους επειδή μπορούν να εκτελούν ορισμένες δραστηριότητες καλύτερα και φτηνότερα, όμως δημιουργήθηκαν και νέες θέσεις εργασίας και «συνολικά, η ψηφιοποίηση από το 2011 έως το 2016 οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας κατά 1%». Η ίδια έρευνα προτάσσει το επιχείρημα πως «το 2017, ο αριθμός των εργαζομένων στη Γερμανία έχει φτάσει σε επίπεδο ρεκόρ».
Αυτά, βέβαια, που δεν εξετάζει η έρευνα είναι οι όροι της εργασίας και το αν η ψηφιοποίηση βελτίωσε τις συνθήκες δουλειάς και ζωής των εργαζομένων, αύξησε τον ελεύθερο χρόνο τους, μεγιστοποίησε τα οφέλη τους από την εργασία σε αγαθά και δωρεάν υπηρεσίες. Ο αριθμός των εργαζομένων στη Γερμανία μπορεί να έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, όμως έχουν ανέβει κατακόρυφα οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις και μια θέση εργασίας μοιράζεται σε περισσότερους εργαζόμενους με χαμηλότερες απολαβές, ενώ αυξήθηκαν τα ποσοστά της φτώχειας.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία: Μεταξύ 1991 - 2006, ο αριθμός των μορφών «άτυπης απασχόλησης» (ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση έως 20 ώρες τη βδομάδα, ενοικιαζόμενοι, mini jobs) αυξήθηκε κατά 5 εκατ. και αντίστοιχα μειώθηκαν οι κανονικές εργασιακές σχέσεις. Ενώ το 1993 περίπου το 15% όλων των εργαζομένων ήταν με ελαστικές μορφές, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 26% το 2007 και σε 23% το 2016. Ομως, αν σε αυτούς υπολογιστούν και οι ημιαπασχολούμενοι με 20 έως 30 ώρες εργασίας τη βδομάδα, το ποσοστό ανεβαίνει στο 33%.
Επίσης, πλέον, οι νέες προσλήψεις στις γερμανικές επιχειρήσεις είναι πολύ συχνά ορισμένου χρόνου. Το 2016, το 45% όλων των νέων προσλήψεων ήταν ορισμένου χρόνου, δηλαδή από τις 3,4 εκατ. νέες θέσεις εργασίας οι 1,6 εκατ.
Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι στα mini jobs (των 450 ευρώ και ανασφάλιστοι) έχουν σταθεροποιηθεί από το 2003 στα 5 εκατ. Αλλα 2,7 εκατ. εργαζόμενοι είχαν το 2017 μια mini job σαν συμπληρωματική δουλειά, δηλαδή εργάζονται ακόμη και 50 - 60 ώρες τη βδομάδα σε τουλάχιστον δυο διαφορετικούς εργοδότες, για να τα βγάλουν πέρα.
Παράλληλα, σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο (SOCIUM) του Πανεπιστημίου της Βρέμης, «η φτώχεια έχει αυξηθεί σαφώς στη Γερμανία από τα τέλη της δεκαετίας του '90 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Και από το 2005 και μετά συνέχισε να αυξάνεται, αν και ελαφρώς».
Παρότι η ανεργία άρχισε να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς από το 2005 μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε καμία αντιστροφή στην ανοδική πορεία της φτώχειας. «Στατιστικά, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της φτώχειας (περίπου 40% με 50%) εξηγείται στην πραγματικότητα από την κατάσταση των μισθών και την αύξηση των χαμηλόμισθων. Παρά την απότομη μείωση της ανεργίας, οι μισθολογικές ανισότητες υφίστανται και έχουν να κάνουν με το υψηλό ποσοστό των mini jobs και άλλων ελαστικών μορφών απασχόλησης», σημειώνεται.
Ενα άλλο παράδειγμα επιδείνωσης της ζωής των εργαζομένων είναι η πρόσφατη ΣΣΕ που υπέγραψε το Συνδικάτο Μετάλλου στη Γερμανία IG Metall, που εκπροσωπεί εκατομμύρια εργαζόμενους. Σε αυτή προβλέπεται η «εθελοντική» ημιαπασχόληση 28 ωρών τη βδομάδα για δυο χρόνια, για εργαζόμενους που έχουν να φροντίζουν μικρά παιδιά, ηλικιωμένους ή ασθενείς. Αντί, λοιπόν, η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας να αξιοποιείται πλήρως για την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δημόσιου και δωρεάν δικτύου υπηρεσιών Πρόνοιας, Υγείας, Παιδείας (παιδικοί σταθμοί, ολοήμερα σχολεία, δομές ηλικιωμένων, χρόνιων πασχόντων κ.ά.), αυτό το βάρος πέφτει στην οικογένεια επειδή αποτελεί «κόστος» για το καπιταλιστικό κράτος. Επιπλέον, αξιοποιείται για ελαστικοποίηση της εργασίας και μείωση των μισθών και μάλιστα με τη συναίνεση των εργαζομένων, που στην πραγματικότητα εξαναγκάζονται να δεχτούν, αφού δεν έχουν άλλη επιλογή.