Παρασκευή 13 Νοέμβρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΤΑΛΙΑ
Προκλητική περιφρόνηση των αναγκών των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων

Η υποστελέχωση των νοσοκομείων εγκαταλείπει όχι μόνο όσους νοσούν από κορονοϊό, αλλά και εκατομμύρια άλλους ασθενείς, π.χ. από καρκίνο

Παρά το μεγάλο κόστος που πλήρωσε ο ιταλικός λαός στο πρώτο κύμα της πανδημίας, η κυβέρνηση Κόντε επιμένει προκλητικά να περιφρονεί τα δίκαια αιτήματα των συνδικάτων, που ζητούν καταρχάς άμεση στελέχωση των νοσοκομείων με έμπειρο και ειδικευμένο προσωπικό, αξιοποιώντας και το προσωπικό του ιδιωτικού τομέα, που πρέπει να επιταχθεί.

Μετά και από κινητοποιήσεις που έκαναν υγειονομικοί στις 9 Νοέμβρη, με βασικό αίτημα να καλυφθούν τα τεράστια κενά (ενδεικτικά, 100.000 μόνο στους νοσηλευτές), ήρθαν στο προσκήνιο οι μεγάλοι κίνδυνοι που συνεπάγεται η μετατροπή του συστήματος Υγείας σε σύστημα της «μίας νόσου», που επιλέγει και η κυβέρνηση Κόντε, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Σύμφωνα με στοιχεία από επιστημονικές ενώσεις, περίπου 3,6 εκατομμύρια καρκινοπαθείς πλήττονται από τις ελλείψεις στο σύστημα Υγείας, οι οποίες αποκαλύπτονται ακόμα πιο τραγικά με την πανδημία. Ετήσια έκθεση της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εθελοντών Ογκολογίας (Favo) κατέγραψε ότι από αυτά τα 3,6 εκατ. - που συνεχίζουν τη ζωή τους με θεραπείες ή νεόπλασμα - σε ποσοστό 65% υφίστανται σοβαρές συνέπειες στην ψυχική τους υγεία και σε ποσοστό 70% αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Επιπλέον, η συγκεκριμένη έκθεση αναφέρει ότι 1 στους 4 καρκινοπαθείς πεθαίνει από κορονοϊό. Τέλος, ο τρόπος που σήμερα «αντιμετωπίζεται» η πανδημία έχει προκαλέσει καθυστερήσεις στο 64% των ογκολογικών χειρουργικών επεμβάσεων, και οι επισκέψεις - για θεραπείες κ.ά. - μειώθηκαν κατά 57%.

Την ίδια στιγμή, βασικό εμπόδιο στη διασπορά της πανδημίας παραμένει η στάση της μεγαλοεργοδοσίας, που για να περιφρουρήσει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά της αρνείται ουσιαστική οργάνωση της πρόληψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα καταστήματα της πολυεθνικής «IΚΕΑ». Αν και τον τελευταίο καιρό αυξάνονται τα κρούσματα - π.χ. στη Φλωρεντία - η διεύθυνση δεν θέτει όριο ούτε καν στον αριθμό των πελατών που μπαίνουν για ψώνια. Επιπλέον, με τις πλάτες φυσικά της κυβερνητικής στάσης, επιμένει σε εξαντλητικά ωράρια, επιβάλλει δουλειά ακόμα και το Σαββατοκύριακο (όπου μάλιστα παρατηρείται μεγαλύτερος συνωστισμός πελατών), διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον όπου το στρες και η ανασφάλεια «χτυπούν κόκκινο» για το προσωπικό.

Ολα αυτά ενώ η αντεργατική επίθεση κλιμακώνεται σε όλους σχεδόν τους κλάδους, αφού η νέα βαθιά ύφεση επιβάλλει στο μεγάλο κεφάλαιο αναπροσαρμογές στις επενδύσεις του. Η ιδιοκτήτρια εταιρεία της «Whirlpool» αποφάσισε να κλείσει το εργοστάσιο στη Νάπολη. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, αξιοποιώντας και δυναμικές μορφές, όπως έκαναν πρόσφατα καταλαμβάνοντας συμβολικά το αεροδρόμιο «Capodichino».

Η Ενωση Συνδικάτων Βάσης (USB), που συσπειρώνεται στην Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, πρωτοστατεί στην προσπάθεια οργάνωσης του αγώνα για την υπεράσπιση των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων. Την Τρίτη στη Ρώμη είχε προγραμματιστεί κινητοποίηση στην πλατεία Montecitorio, με πρωτοβουλία της επιτροπής «Lavoratori Uniti» (Ενωμένοι Εργαζόμενοι), καταγγέλλοντας μεταξύ άλλων τις μεγάλες καθυστερήσεις σε πληρωμές εργαζομένων από κλάδους όπως η Εστίαση και ο Τουρισμός. Κλάδους που «άνοιξαν» το καλοκαίρι εν μέσω πανδημίας, «για να στηριχθεί η οικονομία», αλλά οι εργοδότες εκεί έχουν να πληρώσουν μισθούς ακόμα και από το Μάρτη.


Α. Μ.

ΚΑΛΠΑΖΕΙ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Αθωράκιστος ο λαός, εξαιτίας της πολιτικής που καταντά την Υγεία εμπόρευμα

Οι υγειονομικοί, εξαντλημένοι, μολύνονται μέχρι και 10 φορές περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ 5 στα 10 χειρουργεία αναβάλλονται, για «να αντέξουν τα νοσοκομεία»...

«Ο ασθενής δεν είναι εμπόρευμα, το νοσοκομείο δεν είναι επιχείρηση». Από κινητοποίηση Γάλλων υγειονομικών τον Απρίλη
«Ο ασθενής δεν είναι εμπόρευμα, το νοσοκομείο δεν είναι επιχείρηση». Από κινητοποίηση Γάλλων υγειονομικών τον Απρίλη
Η Γαλλία αποτελεί επίκεντρο της νέας έξαρσης της πανδημίας στην Ευρώπη, καταγράφοντας καθημερινά δεκάδες χιλιάδες νέα κρούσματα και εκατοντάδες θανάτους. Αν και πρόκειται για μια από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες του πλανήτη, με σύστημα Υγείας που πολλοί λάνσαραν ως πρότυπο για δεκαετίες, η ασφάλεια και η ζωή των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων απειλούνται όλο και περισσότερο, ακριβώς γιατί η πολιτική που εφαρμόζουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις - φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές - αντιμετωπίζει την Υγεία ως εμπόρευμα. Ενα εμπόρευμα που είτε μοσχοπουλιέται απευθείας στον ιδιωτικό τομέα, είτε «προωθείται» και μέσω του δημόσιου συστήματος, με όρους όμως που και πάλι βάζουν στη ζυγαριά του κόστους τόσο τους όρους νοσηλείας και φροντίδας των ασθενών, όσο και τους όρους απασχόλησης των εργαζομένων στα νοσοκομεία.

Η κυβέρνηση Μακρόν αρνείται επίμονα την ουσιαστική επίταξη του ιδιωτικού τομέα, με ένταξη σε έναν πανεθνικό σχεδιασμό όλου του έμπειρου και επιστημονικά καταρτισμένου προσωπικού που απασχολείται σε ιδιωτικές κλινικές και νοσοκομεία. Αντίθετα, επιμένει στην εξάντληση των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία, που «γονατίζουν» εξαιτίας των μεγάλων ελλείψεων και της κατακόρυφης αύξησης των ασθενών με Covid-19, ενώ η υπερεντατικοποίηση τους μετατρέπει και σε φορείς διασποράς του ιού. Από την άνοιξη συνδικάτα από το χώρο της Υγείας καταγγέλλουν ότι η μόλυνση των υγειονομικών από τον νέο κορονοϊό φτάνει σε κάποιες περιοχές να είναι και 10πλάσια από τον μέσο όρο. «Η δουλειά είναι πιο δύσκολη και παίρνει περισσότερη ώρα», εξηγούσε πρόσφατα ο επικεφαλής μιας ΜΕΘ στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λαβεράν στην περιφέρεια της Μασσαλίας (που παρουσιάζει από τα περισσότερα κρούσματα στη χώρα), μιλώντας για το έργο όσων καλούνται να αντιμετωπίσουν περιστατικά Covid-19. Εξηγούσε ότι μόνο για να γυρίσουν έναν ασθενή από μπρούμυτα ανάσκελα, χρειάζονται 7 μέλη από το 47μελές δυναμικό της Μονάδας. Μόνο και μόνο για να μπει και να βγει στην πτέρυγα καθένας από αυτούς, κανονικά απαιτείται η απολύμανση όλων όσα άγγιξε, η αλλαγή ειδικού εξοπλισμού και μέσων προστασίας κ.τ.λ. Οταν όμως κυριαρχούν η πίεση από τις ελλείψεις και η υπερεντατικοποίηση, αντικειμενικά οι εργαζόμενοι εκτίθενται και μολύνονται πιο συχνά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται...

Βουλώνουν τρύπες ανοίγοντας μεγαλύτερες

Την περασμένη άνοιξη, στη Γαλλία υπολογίζεται ότι μπορούσαν να τεθούν σε λειτουργία περίπου 5.100 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), που σήμερα υπολογίζεται ότι φτάνουν τις 5.800, μετά από παρεμβάσεις που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έκανε για την ενίσχυση του συστήματος Υγείας. Ομως, η «ενίσχυση» για την οποία περηφανεύεται αφορά κυρίως αποσπάσεις εργαζομένων από τμήματα και μονάδες νοσοκομείων που αποδυναμώθηκαν (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επίπεδο των υπηρεσιών στους αντίστοιχους τομείς). Δηλαδή, βουλώνονται τρύπες με το άνοιγμα άλλων, μεγαλύτερων θα μπορούσε να πει κανείς, αφού η διασπορά του νέου κορονοϊού «αντιμετωπίζεται» με τη μετατροπή του συστήματος Υγείας σε «σύστημα μίας νόσου». Ετσι διαμορφώνεται μία εκρηκτική κατάσταση για νοσούντες από πολλές άλλες, λιγότερο και περισσότερο σοβαρές ασθένειες, με επιπτώσεις που μόνο μετά το πέρασμα της πανδημίας θα αποκαλυφθούν.

Την ίδια στιγμή, τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και όλα τα κόμματα που αντιμετωπίζουν την Υγεία ως εμπόρευμα, μοιράζονται εγκληματικές ευθύνες για την υποστελέχωση και εγκατάλειψη του δημόσιου συστήματος Υγείας: Μόνο μέσα σε μία χρονιά (2018) οι εργαζόμενοι στις δημόσιες δομές Υγείας μειώθηκαν κατά 15.000, στο όνομα πάντα της «εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών», μέσα και από αποχωρήσεις που ποτέ δεν αναπληρώθηκαν. Η ίδια πολιτική έχει οδηγήσει στη μείωση κατά 13.631 των κλινών σε δημόσια ιδρύματα, μόνο την τελευταία 6ετία. Στο διάστημα 2013-2017 έκλεισαν 95 δημόσια ιδρύματα Υγείας, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του συστήματος Υγείας, συγχωνεύσεων ιδρυμάτων των οποίων η λειτουργία κρίθηκε ασύμφορη ή / και αχρείαστη. Ο συνολικός αριθμός ΜΕΘ εκτιμάται ότι την τελευταία 30ετία μειώθηκε κατά 40%!

«Να μην αρρωσταίνουμε...»

Στα τέλη Οκτώβρη, ο υπουργός Υγείας, Ολιβιέ Βεράν, επανήλθε με συστάσεις προς τις διευθύνσεις όλων των δημόσιων νοσοκομείων, για αναβολές περιστατικών «που επιτρέπεται», ξεκινώντας από χειρουργεία. «Περάστε χωρίς άλλη αναμονή (...) στα πρώτα επίπεδα αποπρογραμματισμού», ή σε «αυστηρότερα επίπεδα» σε περιοχές «με μεγάλο φόρτο (κρουσμάτων)», «ματαιώνοντας όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες αυτό επιτρέπεται...», ανέφερε σχετική επιστολή. Στα περισσότερα νοσοκομεία αναβάλλονται προγραμματισμένα χειρουργεία από 30% μέχρι και 50%, ενώ υπάρχουν και περιοχές (π.χ. πόλη Μανς στα βορειοδυτικά) στις οποίες το ποσοστό αυτό φτάνει το 75%.

Πώς ορίζονται όμως τα «περιστατικά» για «τα οποία επιτρέπεται» αναβολή; Οι μαρτυρίες διαφόρων ασθενών ή / και συγγενών τους είναι χαρακτηριστικές:

-- Καρδιοπαθείς που κατέληξαν μετά από επέμβαση επειδή αυτή αναβλήθηκε και έγινε με καθυστέρηση 1 μήνα, ενώ ο ασθενής ήταν 76 χρονών.

-- Νεφροπαθείς των οποίων οι επεμβάσεις αναστέλλονται 3 μέρες πριν την εισαγωγή τους και περιμένουν νεότερα με συστάσεις για αύξηση της φαρμακευτικής αγωγής. Οταν ρωτούν «τι να κάνω αν προκύψει νέο επεισόδιο», τους απαντούν «τραβάτε στα επείγοντα».

-- Γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή και απειλούνται από μεταστάσεις, αλλά τα χειρουργεία τους αναβάλλονται.

«Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και νιώθω ότι ζω με μια ωρολογιακή βόμβα κάτω από το στήθος μου», δήλωνε πρόσφατα μια 39χρονη από τη Λυών, που μετά από επέμβαση στον ένα μαστό και χημειοθεραπείες μιας ολόκληρης χρονιάς, έμαθε ότι αναβάλλεται η προληπτική αφαίρεση του αριστερού μαστού. Ο γιατρός που την παρακολουθεί έχει διαγνώσει μέχρι και 8 στις 10 πιθανότητες για μετάσταση, εξαιτίας και άλλων προβλημάτων στην υγεία της.

«Λάστιχο» οι ήρωες που χειροκροτούνταν

Κι ενώ η καθημερινότητα επιβεβαιώνει ότι η επάνδρωση του συστήματος Υγείας με το απαραίτητο προσωπικό είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπους, η κυβέρνηση Μακρόν, ακόμα και με νέες ρυθμίσεις που επικαιροποίησε το καλοκαίρι - στο όνομα δήθεν θωράκισης του συστήματος Υγείας για να προετοιμαστεί υποτίθεται περισσότερο για το «δεύτερο κύμα» - εστίασε στο πώς θα κάνει ακόμα περισσότερο τους εργαζόμενους «λάστιχο». Πώς θα επιβάλει ακόμα πιο εξαντλητικά ωράρια, πώς θα εγγυηθεί συνθήκες εργασίας ακόμα πιο επικίνδυνες για εκείνους που κάθε φορά χρειάζονται την ιατρική, νοσηλευτική υπηρεσία, δηλαδή τους ίδιους τους ασθενείς.

Το σχέδιο «Segur de la Sante» που με τυμπανοκρουσίες υπερασπίζεται η κυβέρνηση, επιβάλλει μια ασφυκτική, διαρκή αξιολόγηση των εργαζομένων, όχι βέβαια με κριτήριο την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και την αξιοποίηση της τεχνολογικής προόδου που καλπάζει, αλλά με απόλυτο κριτήριο το αν και πόσο καλύτερα εξυπηρετούνται η βιωσιμότητα και η ανταγωνιστικότητα των ιδρυμάτων Υγείας.

Μεταξύ άλλων προβλέπεται: «Να επιτρέπεται στα δημόσια ιδρύματα Υγείας να διαπραγματεύονται και να διευθετούν ανάλογα με το δικό τους επίπεδο το χρόνο εργασίας... Να προσφέρεται το περιθώριο για ελιγμούς ("manoeuvre") όσον αφορά το ωράριο εργασίας για να καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση τοπικών συμβάσεων... Αυτό θα επιτρέπει και άνοδο του πλαφόν των υπερωριών... Την υπογραφή σύμβασης για ρύθμιση του όγκου πρόσθετων ωρών εργασίας κατ' άτομο και σε ετήσια βάση, με επαναξιολόγηση των πρόσθετων ωρών εργασίας... Ευθυγράμμιση των ημερών ανάπαυσης με το ευρωπαϊκό επίπεδο... Διευθέτηση των ωρών ημερήσιας εργασίας σε ετήσια βάση...».

Ολα δείχνουν ότι μπούσουλας για το εργασιακό τοπίο στην Υγεία είναι οι άθλιες «ευέλικτες» σχέσεις εργασίας που σε άλλους κλάδους είναι ήδη πιο διαδεδομένες. Μόνο που αυτό θα έχει οδυνηρές επιπτώσεις πρώτα απ' όλα για τους ασθενείς. Κι οι «ήρωες» που χειροκροτούνταν την άνοιξη στα μπαλκόνια, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να υπηρετήσουν την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής.

Κατά τ' άλλα, ο πρωθυπουργός Ζαν Καστέξ είχε το θράσος να τονίσει σε πρόσφατο διάγγελμά του ότι «επειδή το σύστημα Υγείας πιέζεται, ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε είναι να προσπαθήσουμε να μην αρρωσταίνουμε...».

ΑΣΤΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΛΛΑΓΗ» ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Προτεραιότητα η αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας

Χαρακτηριστικές οι τηλεσυζητήσεις που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ αυτή τη βδομάδα

Οι εξελίξεις που θα προκύψουν μετά τις αμερικανικές εκλογές και τη διαφαινόμενη νέα κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν είναι ένα θέμα που απασχολεί διάφορα αστικά επιτελεία, διεθνώς και στη χώρα μας, προσπαθώντας να περάσουν και στους λαούς κάποιες φρούδες ελπίδες ότι κάτι μπορεί δήθεν να αλλάξει υπέρ τους, αν και για τα ίδια τα επιτελεία οι προσδοκίες δεν είναι μεγάλες, δεδομένης της όξυνσης του ανταγωνισμού. Αυτή τη βδομάδα στη χώρα μας ένα γνωστό αστικό επιτελείο - «δεξαμενή σκέψης», που στηρίζει σταθερά από την ίδρυσή του το 1988 τις ενώσεις του κεφαλαίου, ΕΕ και ΝΑΤΟ, και τους «διατλαντικούς δεσμούς», το Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), διοργάνωσε δύο συζητήσεις με συντονιστές δημοσιογράφους της «Καθημερινής»: Μία για τις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ και το ενδεχόμενο μιας «επανεκκίνησης - restart» τους, καθώς θεωρείται ότι επί προεδρίας Τραμπ δεν υπήρξε πρόοδος, και μία για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Πήραν μέρος αναλυτές και πολιτικοί και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού: Ο Μάικλ Κάρπεντερ (διευθυντής του «Κέντρου για τη Διπλωματία και την Οικουμενική Δέσμευση» του Μπάιντεν, στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, από όταν ήταν αντιπρόεδρος στις κυβερνήσεις του Ομπάμα), ο Σταύρος Λαμπρινίδης (πρέσβης της ΕΕ στις ΗΠΑ, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου έως το 2011), ο πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα μας Τζέφρι Πάιατ, η Ναταλί Λουαζό (Γαλλίδα ευρωβουλευτής με το κόμμα του Μακρόν, διπλωμάτης και πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων), η Χέδερ Κόνλεϊ (διευθύντρια του Προγράμματος «Ευρώπη» του αμερικανικού «Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Ερευνών» - CSIS - και αντιπρόεδρος του CSIS αρμόδια για την Ευρώπη, την Ευρασία και την Αρκτική), ο Φρανσουά Χέισμπουργκ (κύριος σύμβουλος για την Ευρώπη του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών - IISS - του Λονδίνου και ειδικός σύμβουλος του γαλλικού Ιδρύματος Στρατηγικής Ερευνας), ο Ιαν Λέσερ (αντιπρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του «Γερμανικού Tαμείου Μάρσαλ» των ΗΠΑ, με έδρα τις Βρυξέλλες) και ο Λουκάς Τσούκαλης, πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο «Sciences Po» στο Παρίσι.

Ανησυχία για τη δράση των κινεζικών και ρωσικών μονοπωλίων

Κοινός παρανομαστής όλων των συμμετεχόντων, με διαφοροποιήσεις ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα της εθνικής αστικής τάξης που εκπροσωπεί ο καθένας, ήταν η ανάγκη βελτίωσης της «διατλαντικής σχέσης», με κύριο στόχο να αντιμετωπιστούν οι μεγάλοι ανταγωνιστές: Η Κίνα, με τους σύγχρονους «δρόμους του μεταξιού», την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος», και η Ρωσία. Να αντιμετωπιστούν στο όνομα της υπεράσπισης «της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ελεύθερης αγοράς» - δηλαδή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης - απέναντι σε «ανελεύθερα καθεστώτα» και την «κομμουνιστική απειλή» της Κίνας. Στην πραγματικότητα, απέναντι σε καπιταλιστικές οικονομίες που μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο.

Αλλο κοινό στοιχείο όλων των ομιλητών ήταν η πεποίθηση ότι οι «προκλήσεις» ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ παραμένουν παρά την εκλογική νίκη των Δημοκρατικών, ενώ δεν μπορούν να παραβλεφθούν τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι βαθιές αντιθέσεις και ο εγγενής, ασταμάτητος ανταγωνισμός όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ετσι, η συζήτηση στο πρώτο πάνελ εστίασε στις ευκαιρίες και τις προοπτικές των σχέσεων ΕΕ - ΗΠΑ, τουλάχιστον σε ορισμένα μέτωπα, και οπωσδήποτε ξεχώρισε η θέση ότι πρέπει να είναι κοινή η στάση σε τομείς - «κλειδιά» του παγκόσμιου ανταγωνισμού, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιοποίηση, η έρευνα και καινοτομία κ.ά., με ανησυχία ότι ειδικά η Κίνα «τρέχει» με γοργά βήματα.

Εν μέσω πανδημίας, που αποκάλυψε τη γύμνια των δημόσιων συστημάτων Υγείας σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ο Μ. Κάρπεντερ εμφάνισε τη σύμπραξη δύο φαρμακευτικών επιχειρήσεων, της αμερικανικής «Pfizer» και της γερμανικής «BioNTech», για την ανάπτυξη ενός εμβολίου κατά της Covid-19, ως παράδειγμα τέτοιων ευκαιριών «συνεργασίας». Ο ίδιος επέμεινε ότι ο τομέας όπου θα μπορούσαν να σημειωθούν βήματα μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ είναι το εμπόριο, παρότι «δεν θα είναι εύκολο». Υπογράμμισε ως θετικό δείγμα την άρση των αμερικανικών δασμών για τα ευρωπαϊκά εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα, προσθέτοντας ότι παραμένει η πρόκληση ενός παγκόσμιου ψηφιακού φόρου, όπως και η διαπραγμάτευση για τη φορολόγηση των τεχνολογικών κολοσσών στις χώρες της ΕΕ. Εκτίμησε ότι ο Μπάιντεν θέλει να επαναφέρει τις εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ, κάτι που ενδεχομένως «θα έρθει με τον καιρό».

Ως προς την ανακοίνωση της νέας αμερικανικής διοίκησης ότι σκοπεύει να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ο Κάρπεντερ αναφέρθηκε στις ευκαιρίες που ανοίγονται για ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια για συμπράξεις στην καινοτομία, στις ΑΠΕ, στις «πράσινες» επενδύσεις. Πάντως, και αυτές οι διαπραγματεύσεις για τους όρους συμμετοχής των ΗΠΑ στη Συμφωνία «θα πάρουν καιρό», είπε.

Ταυτόχρονα, σημείωσε, παραμένουν προκλήσεις π.χ. στα Δυτικά Βαλκάνια, στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ κ.ά.

Με την επισήμανση ότι «έχει αλλάξει ο κόσμος, έχουν αλλάξει οι ΗΠΑ και η Ευρώπη», ο Στ. Λαμπρινίδης είπε πως το ζητούμενο πλέον για την ΕΕ είναι «όχι τι μπορούν να κάνουν οι ΗΠΑ για την Ευρώπη, αλλά τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για να δυναμώσει», ενώ οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να είναι πάντα ο ηγέτης και ο εγγυητής της ασφάλειας.

Αναφέρθηκε σε «ευκαιρίες συνεργασίας» ΗΠΑ - ΕΕ στην οικονομία και τις επενδύσεις, λέγοντας πως η ανάκαμψη των οικονομιών είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών, επομένως δεν πρέπει μόνο να επιβάλλονται κανόνες και δασμοί, αλλά να βρεθούν και τρόποι συνεργασίας. Για τον ίδιο είναι κομβικής σημασίας η Δύση να δείξει καλή εικόνα συνεργασίας και να ηγηθεί εν μέσω πανδημίας, π.χ. στα εμβόλια.

«Ιδιαίτερη σημασία», είπε με έμφαση, «έχει ποιος θα ηγηθεί στις νέες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη: Η Κίνα ή η δημοκρατική Δύση;», ενώ η Κίνα θα βρίσκεται στο στόχαστρο της προεδρίας Μπάιντεν, όπως και επί Τραμπ, αλλά και της ΕΕ.

Για την Ναταλί Λουαζό, το ζητούμενο είναι από τη μία πώς θα δυναμώσουν η συνεργασία και ο συντονισμός ΕΕ - ΗΠΑ και από την άλλη πώς θα δυναμώσει η ΕΕ ως εταίρος των ΗΠΑ.

Μίλησε για «κοινές προκλήσεις» στην κλιματική αλλαγή, στην Υγεία, στην παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών, στο εμπόριο, αλλά και για «τρίτα κράτη» που απειλούν την παγκόσμια τάξη, όπως η Ρωσία στην Ουκρανία, η Κίνα στην Ταϊβάν, η Τουρκία σε Λιβύη, Συρία, Κύπρο, Μεσόγειο, Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ως προς την Τουρκία, ζήτησε «αποτελεσματικά μέτρα».

Σχετικά με την ενδυνάμωση του ρόλου της ΕΕ ως παγκόσμιου «παίκτη», η Λουαζό αναφέρθηκε στην ενίσχυση του «ευρωπαϊκού πυλώνα» του ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να αυξήσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες στην Ευρώπη, συμπληρωματικά και όχι ενάντια στις ΗΠΑ». Γιατί παραμένουν οι διαφορετικές προτεραιότητες στην εξωτερική πολιτική, π.χ. στα Δυτικά Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ.

Εκτίμησε ότι θα παραμείνουν διαφωνίες μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ, μεταξύ άλλων στο εμπόριο και τις ψηφιακές εταιρείες, ενώ επισήμανε πως η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να έχει κοινή στάση σε πολλά ζητήματα.

Η Ελλάδα απαραίτητη για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς

Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, ξεκαθάρισε ότι δεν θα πάρει θέση για το ποιος θα είναι τελικά ο Πρόεδρος και - αφού ύμνησε το «μεγαλείο της αμερικανικής δημοκρατίας» (που δεν έχει καν ενιαίο τρόπο καταγραφής αποτελεσμάτων) αρκούμενος στη συμμετοχή ρεκόρ στις εκλογές - αναφέρθηκε στο βασικό «αντικείμενό» του: Στη «φανταστική αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων» στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη, υπογραμμίζοντας την προτεραιότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη για αμερικανικές επενδύσεις, όπως αυτές των «Microsoft», «Sisco» κ.ά.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις «προκλήσεις» της Κίνας, ιδιαίτερα ως προς τον ανταγωνισμό για τις νέες τεχνολογίες, αλλά και στον ανταγωνισμό απέναντι στη Ρωσία, ειδικά στο ζήτημα της λεγόμενης απεξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, για να προωθηθούν συμφέροντα αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών και το υγροποιημένο τους φυσικό αέριο (LNG).

Ο ίδιος υπογράμμισε πως η Ελλάδα θα παραμείνει «εταίρος - κλειδί» για αυτά τα ζητήματα και βέβαια εκθείασε την «Αμυντική Συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ», που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αμερικανοΝΑΤΟικό προκεχωρημένο φυλάκιο, δίνοντας τα εύσημα στις κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, όπως και για τη Συμφωνία των Πρεσπών και την προώθηση του διαλόγου με τη Βουλγαρία και την Αλβανία.

Πάση θυσία διατήρηση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟικό πλαίσιο

Ειδικά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όλοι οι ομιλητές εμφάνισαν την ΕΕ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως δήθεν σταθεροποιητικούς παράγοντες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όταν είναι αυτοί που κυρίως ευθύνονται για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που αιματοκύλισαν μια σειρά χώρες και λαούς, από τη Μέση Ανατολή έως τη Βόρεια Αφρική, και ενισχύουν την τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή, σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου.

Και στα δύο πάνελ, ειδικά στο δεύτερο, για τις εξελίξεις που μπορεί να φέρει η κυβέρνηση Μπάιντεν στην Ανατολική Μεσόγειο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όλοι οι ομιλητές εξέφρασαν προβληματισμό για το ρόλο της Τουρκίας σε Λιβύη, Ναγκόρνο Καραμπάχ, τη στάση μιας συμμάχου στο ΝΑΤΟ αλλά εκτός του πλαισίου του, με την προσέγγιση με τη Ρωσία και την αγορά των «S-400». Οπως υπογραμμίστηκε, απαιτούνται «συντονισμός και αποφυγή των συγκρούσεων μεταξύ συμμάχων». Χαρακτηριστικά ο Κάρπεντερ είπε ότι «το καλοκαίρι βρεθήκαμε πολύ κοντά σε στρατιωτική σύγκρουση στο Αιγαίο ανάμεσα σε δύο συμμάχους, κάτι πολύ αρνητικό και από το οποίο μόνος κερδισμένος θα ήταν η Ρωσία».

Παρά και τη χτεσινή επίσημη κάλυψη της προκλητικότητας της Τουρκίας με την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Μ. Κάρπεντερ, η Χ. Κόλνεϊ και ο Ι. Λέσερ, αφού εμφανίστηκαν να ομονοούν ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει στο δυτικό πλαίσιο και να «μη σπρωχτεί περαιτέρω στην αγκαλιά της Ρωσίας και της Κίνας», άσκησαν «κριτική» για τη μη τήρηση των «διεθνών κανόνων» από την πλευρά της Τουρκίας.

Πιο αυστηρή στάση υποτίθεται απέναντι στην Τουρκία κράτησαν η Λουαζό και ο Χέισμπουργκ, επικρίνοντας την ΕΕ ότι δεν μπορεί να βρει κοινή στάση και ζητώντας από το ΝΑΤΟ να απαιτήσει «συμμόρφωση», ώστε να μην ασχολείται με εσωτερικές τριβές αλλά να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των βασικών αντιπάλων. Ο Λ. Τσούκαλης, στο ίδιο πνεύμα και στη λογική ενός «πολυπολικού κόσμου», εξέφρασε την ελπίδα του οι ΗΠΑ να συμβάλουν και πάλι στην «ενδυνάμωση της ευρωατλαντικής ηγεσίας στον κόσμο», με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ, κάτι που όπως είπε θα είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών. Για τις τριβές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, δήλωσε ότι η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει σε έναν «δημιουργικό διάλογο», η δε Τουρκία να πειστεί να υποχωρήσει, ουσιαστικά για να υπάρξει μια διευθέτηση που θα κρατήσει και την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ