Τετάρτη 13 Γενάρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Η «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ για τα ΑΕΙ...

Το σήμα του ΟΟΣΑ
Το σήμα του ΟΟΣΑ
Την ώρα που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εξαπολύει ολομέτωπη επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα με αιχμή το Ασφαλιστικό, δόθηκε στη δημοσιότητα και τέθηκε προς συζήτηση στην «Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» το νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση και Ερευνα. Μάλιστα, συνοδεύτηκε με τη γνωστή πλέον τακτική της κυβέρνησης, περί «πραγματικού διαλόγου» και παρουσίασης των αλλαγών ως «φιλοεκπαιδευτικών», με στόχο να αποσπάσει τη συναίνεση του λαού, φοιτητών και σπουδαστών, διδασκόντων και εργαζομένων στα ΑΕΙ.

Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, έκαναν δήθεν σημαία τους στα ζητήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης την εναντίωση σε επιμέρους κατευθύνσεις της Μπολόνια και του νόμου - πλαισίου επί υπουργίας Αν. Διαμαντοπούλου (ψηφίστηκε το 2011 από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ.). Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε ποικιλοτρόπως πλευρές της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, όπως εκφράστηκε και μέσα από τη Συνθήκη της Μπολόνια και το νόμο Διαμαντοπούλου. Δεν περιμέναμε, άλλωστε, κάτι διαφορετικό, δεδομένου ότι όσο αποδέχεται την ύπαρξη της αγοράς, δεν μπορεί παρά να συμφωνεί στη βασική γραμμή της ευρωενωσιακής κατεύθυνσης: Παιδεία και πανεπιστήμια με τους όρους της αγοράς. Με το παρόν νομοσχέδιο αποδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο ότι αυτή η αντιπαράθεση ήταν ψευδεπίγραφη, καθώς δε στοχεύει στην ουσία της πολιτικής της Μπολόνια για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γι' αυτό, όχι μόνο δεν ακυρώνεται ο νόμος - πλαίσιο Διαμαντοπούλου, αλλά ενισχύεται και περνούν από την «πίσω πόρτα» μια σειρά από αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Θέλουν στην πραγματικότητα να ξεμπερδεύουν με ό,τι «δεν περπατάει», με δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις στο προχώρημα της αστικής στρατηγικής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αυτό, άλλωστε, εκφράζουν και διάφορες προτάσεις, «ένθεν κακείθεν», για αναθεώρηση της Συνθήκης της Μπολόνια, που δεν αναιρεί ωστόσο την ουσία του πανεπιστήμιου - επιχείρηση.

Η «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ, που είναι ο οδηγός της κυβέρνησης όχι μόνο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αλλά συνολικά στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που συντελούνται, παρουσιάζεται σήμερα από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ σαν το αντίδοτο στην «κακιά» Μπολόνια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική...

Τι λέει η έκθεση του ΟΟΣΑ για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα

Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, που αποτελεί ουσιαστικά τον οδικό χάρτη της κυβέρνησης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, με δείκτες αντίστοιχης εμπειρίας από άλλες χώρες που ήδη εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα, αξιολογώντας την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα, προτείνει μια σειρά από μέτρα και αναδιαρθρώσεις ώστε να ενισχυθεί η διασύνδεση των ΑΕΙ - ΤΕΙ με τις επιχειρήσεις, για να συμβάλουν έτσι ακόμα περισσότερο στην κερδοφορία αυτών.

Πιο συγκεκριμένα, στο θέμα της χρηματοδότησης των Ιδρυμάτων συμπεραίνει αρχικά ότι «το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (σ.σ. στην Ελλάδα) είναι ανάμεσα στα χαμηλότερα στην ΕΕ και στις χώρες του ΟΟΣΑ» και ότι πρέπει να υπάρχει «περιορισμένη μη κρατική χρηματοδότηση και επιμερισμός κόστους για συμπλήρωση των κρατικών επιχορηγήσεων». Μάλιστα, δίνει και κατεύθυνση λύσης του προβλήματος, επισημαίνοντας ότι «το χαμηλό επίπεδο ιδιωτικής δαπάνης οφείλεται στους ασθενείς δεσμούς των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, κυρίως όσον αφορά κοινά ερευνητικά έργα».

Παράλληλα, κάνει ένα βήμα παρακάτω και στο πώς πρέπει να κατανέμονται αυτά τα περιορισμένα κρατικά κονδύλια στα Ιδρύματα με προπτυχιακά προγράμματα: «Θα απαιτεί μέρος της χρηματοδότησης του πανεπιστημίου να κατανέμεται βάσει δεικτών ποιότητας και απόδοσης (...) Καθιέρωση ευρύτερων αρχών για τη διαφοροποίηση των επιπέδων χρηματοδότησης από το Δημόσιο ανά πρόγραμμα: Τα νέα προγράμματα πρέπει, πριν εγκριθούν, να αποτιμούνται με βάση τη συνάφειά τους, π.χ. αν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Είναι φανερό ότι θέλουν να υπάρχει άμεση συσχέτιση της χρηματοδότησης των Ιδρυμάτων με την προσαρμογή τους στα επιχειρηματικά «θέλω», που αφήνουν απ' έξω ακόμα και τις στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες των πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Αυτό πρακτικά θα σημαίνει περαιτέρω κλείσιμο τμημάτων (ιδιαίτερα για τα ΤΕΙ) με τη συνέχιση του σχεδίου «Αθηνά», αλλά και απαξίωση τμημάτων που θα αφήνονται στη μοίρα τους επειδή δε θα καλύπτουν τις υπάρχουσες προϋποθέσεις.

Ενισχύονται οι ταξικοί φραγμοί

Με την ίδια λογική, η έκθεση του ΟΟΣΑ προτείνει να μπουν αντίστοιχες ρήτρες για τη χρηματοδότηση, που σκιαγραφούν το νέο προφίλ που θα έχουν τα ΑΕΙ, όπου οι φοιτητές - παιδιά λαϊκών οικογενειών που εργάζονται και παρατείνουν τις σπουδές τους, θα πετιούνται κυριολεκτικά έξω από αυτά. Είναι ενδεικτικό ότι η εν λόγω έκθεση συνδέει τη χρηματοδότηση με τα ποσοστά αποφοίτησης κάθε Ιδρύματος, τη διαρροή φοιτητών, ενώ προβλέπει και «ποινές» (μείωση κρατικής επιχορήγησης) για τα Ιδρύματα που έχουν πολλούς «αιώνιους» φοιτητές.

Η επισήμανση αυτή δεν είναι τυχαία. Συνδέεται με τη στρατηγική κατεύθυνση για ιδρύματα και σχολές «αριστείας», χωρίς... βαρίδια (βλ. φοιτητές που αδυνατούν να ολοκληρώσουν τις σπουδές), προκειμένου να προσελκύουν με καλύτερους όρους χορηγούς - επενδυτές και ερευνητικά προγράμματα από την αγορά. Συνδέεται, επίσης, με το σχεδιασμό του κεφαλαίου να ρίξει ταχύτερα στην αγορά - εκμετάλλευση ένα δυναμικό που μένει, κατά κάποιο τρόπο, αναξιοποίητο, παρατείνοντας το χρόνο σπουδών. Οι εργοδότες θέλουν, λοιπόν, γι' αυτούς τους νέους, παιδιά λαϊκών οικογενειών στην πλειοψηφία τους, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών και να προσανατολιστούν σε καταρτίσεις, να βγουν γρηγορότερα, με ευελιξία και δεξιότητες κατάρτισης, στην αγορά.

Προλειαίνουν το έδαφος για να... χειροκροτήσουν οι φοιτητές τα δίδακτρα

Ταυτόχρονα, σε όλη την έκθεση παρουσιάζεται μόνιμα σαν αρνητικό «ελληνικό» φαινόμενο που πρέπει να εκλείψει το «περιορισμένο κόστος που βαρύνει τους φοιτητές, στο πλαίσιο των περιορισμών που θέτει η συνταγματική επιταγή για δωρεάν Εκπαίδευση». Σε αυτή τη βάση, πιο συστηματικά η συγκυβέρνηση, επικαλούμενη τον ΟΟΣΑ, ζυμώνει την επιβολή διδάκτρων στους φοιτητές, που στην αρχή μπορεί να είναι χαμηλά, ακριβώς για να περιοριστούν οι αντιδράσεις, όμως στη συνέχεια θα γιγαντωθούν, όπως έχει γίνει σε όλες τις χώρες που ήδη εφαρμόζονται. Εξέλιξη που θα κάνει απαγορευτική τη συμμετοχή φοιτητών που προέρχονται από λαϊκές οικογένειες.

Μάλιστα, η έκθεση δίνει και οδηγίες για το πώς να επιχειρηματολογήσει η κυβέρνηση για την επιβολή των διδάκτρων, γράφοντας ότι: «Σε χώρες που δεν έχουν ιδιαίτερη παράδοση στα δίδακτρα, είναι καλό να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση που θα βοηθήσει να ξεκαθαριστεί αν:

  • Είναι βιώσιμη η τεράστια εξάρτηση από το δημόσιο χρήμα.
  • Τα ιδιωτικά προνόμια είναι τόσο χαμηλά ώστε να δικαιολογούν τα χαμηλά δίδακτρα, ιδιαίτερα για τους πιο εύπορους μαθητές.
  • Υψηλότερα δίδακτρα για τους πιο εύπορους μαθητές θα μπορούσαν να παγιώσουν το σύστημα υποστήριξης φοιτητών».

Μαζί με αυτά συμπεριλαμβάνονται και άλλες προτάσεις για να «ελαφρυνθεί» το κράτος από διάφορα κόστη όπως «αντικατάσταση του υφιστάμενου συστήματος δωρεάν συγγραμμάτων για τους φοιτητές, με κουπόνι συγγραμμάτων για κάθε φοιτητή για κάθε έτος, αξίας αισθητά μικρότερης από το κόστος των βιβλίων που θα χρειαζόταν». Με λίγα λόγια, θα καλούνται οι φοιτητές σε κάθε εξάμηνο να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράζουν τα βιβλία τους.

Φοιτητικά δάνεια η λύση!

Επειδή, όμως, πάντα ένα αντιλαϊκό νομοσχέδιο πρέπει να έχει φιλολαϊκό μανδύα, ο ΟΟΣΑ καταλήγει σε μια πρόταση που υποτίθεται θα απαλλάξει τους φοιτητές και τις οικογένειές τους από πολλαπλάσια βάρη. Ετσι προτείνει τη «διεύρυνση της διαθεσιμότητας των φοιτητικών δανείων, όπως προτείνεται στο νέο νόμο - πλαίσιο, ώστε να βοηθηθούν οι φοιτητές και οι οικογένειες που δε διαθέτουν τα μέσα να χρηματοδοτήσουν το κόστος της Ανώτατης Εκπαίδευσης (κατοικία, εκπαιδευτικά υλικά που δεν παρέχονται δωρεάν κ.λπ.).»

Η θεσμοθέτηση των φοιτητικών δανείων δεν εμφανίζεται σήμερα πρώτη φορά, έχει εφαρμοστεί σε ορισμένες χώρες με τραγικές συνέπειες. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ζήτημα που δείχνει το βαθιά ταξικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος, όπου οι φοιτητές από λαϊκά κυρίως στρώματα παίρνουν δάνειο για να σπουδάσουν και έπειτα καλούνται να ξεπληρώσουν όσο εργάζονται... αν εργάζονται. Στις ΗΠΑ, που τα φοιτητικά δάνεια είναι ευρέως διαδεδομένα και υπάρχουν από το 1935 (!), που το ύψος του ποσού που οφείλεται σε τράπεζες από τα φοιτητικά δάνεια που έχουν χορηγηθεί ανέρχεται σήμερα σε πάνω από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια (!) σύμφωνα με καταναλωτικές οργανώσεις, οι επιπτώσεις είναι συντριπτικές. Η γενιά των νέων κάτω των 30 ετών, υπερχρεωμένοι ήδη, ξεκινούν τη ζωή τους ή και τις οικογένειές τους δίχως ωστόσο να έχουν προοπτική εύρεσης εργασίας και δίχως να μπορούν να απαλλαγούν από αυτά, καθώς το 1998 το Κογκρέσο κατέστησε τα φοιτητικά δάνεια «τα μόνα δάνεια στην ιστορία των ΗΠΑ για τα οποία ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται όταν πτωχεύσει».

Επιτακτική ανάγκη η οργανωμένη λαϊκή αντίδραση

Κανέναν δεν πρέπει να ξεγελάσει η υποκρισία της κυβέρνησης ότι το νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση αποτελεί φιλεκπαιδευτική «τομή»! Το νέο νομοσχέδιο για την Εκπαίδευση είναι κομμάτι της ενιαίας σαρωτικής αντεργατικής επίθεσης, που το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, η κυβέρνηση, έχουν εξαπολύσει στο έδαφος της κρίσης. Στο θέατρο «διαλόγου» που στήνει η κυβέρνηση, να απαντήσουμε με οργάνωση της συζήτησης και της πάλης μέσα στις σχολές για την κλιμάκωση ενός αγώνα με στόχο την αναχαίτιση των αντιδραστικών αλλαγών.

Για να είναι αποτελεσματικός ο αγώνας ενάντια στα αντιδραστικά μέτρα, για Ανώτατη Εκπαίδευση στην υπηρεσία του λαού και της νεολαίας, πρέπει να συνοδευτεί με την πάλη για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Σε αυτή τη βάση και μόνο μπορεί να σχεδιάζεται κεντρικά και οργανωμένα η Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, με σκοπό την παραγωγή επιστημονικού δυναμικού που θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι των μονοπωλίων.


Αλέξανδρος ΠΑΓΩΝΗΣ
Μέλος της Επιτροπής ΚΚΕ - ΚΝΕ για Πανεπιστήμια και ΤΕΙ

«Ζυμώνουν» δίδακτρα στα δημόσια σχολεία!

Εχουμε συνηθίσει στο πλαίσιο των «κοινωνικών διαλόγων» να ακούμε διάφορες αντιδραστικές προτάσεις, οι οποίες μπορεί και να ακούγονται ακραίες στην εποχή τους, διατυπώνονται όμως για να δημιουργήσουν ζύμωση, για να προλειάνουν το έδαφος ώστε στο μέλλον οι αντιδραστικές αλλαγές να γίνονται ανεκτές...

Κάπως έτσι «άρχισαν τα όργανα» και στο λεγόμενο «εθνικό κοινωνικό διάλογο για την Παιδεία» που έχει εγκαινιάσει τώρα η κυβέρνηση: Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, με άρθρο του στην «Αυγή» στις 9 Γενάρη, προτείνει ουσιαστικά να θεσπιστούν δίδακτρα στα δημόσια σχολεία και μάλιστα τα έχει κοστολογήσει κιόλας σε 60 ευρώ το μήνα!

Συγκεκριμένα, ο Αλ. Τριανταφυλλίδης κάνει λόγο για ένα «νέο ευέλικτο - αποτελεσματικό δημόσιο σχολείο», όπου: «Κεντρικός στόχος είναι οι μαθητές να καλύπτουν όλες τις μαθησιακές τους ανάγκες και όχι μόνο, μέσα στο σχολείο, στη διάρκεια του πρωινού τους ωραρίου και να αποδεσμευτούν πλήρως από κάθε επιπλέον δράση που σχετίζεται με το σχολικό έργο και κοστίζει στους ίδιους και στην οικογένειά τους τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά τα έχουμε ξανακούσει από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ότι «η τσάντα θα μένει στο σχολείο» κ.ο.κ., όμως ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι το έχει μελετήσει καλύτερα το θέμα! Θαυμάστε τι προτείνει:

«Αναλυτικότερα, τα ωρολόγια προγράμματα του σχολείου διευρύνονται στις 40 διδακτικές ώρες (5 μέρες x 8 ώρες για τους μαθητές) και οι εκπαιδευτικοί που τα υλοποιούν, χωρίς καμία αύξηση του ωραρίου τους, θα έχουν πλεονάζουσες αποδοχές από τη συνδρομή του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, μέσα από μια διαδικασία δίκαιης - αναλογικής επιβάρυνσης με βάση τη φορολογική τους δήλωση.

Για παράδειγμα, κάθε τμήμα των 25 μαθητών x 60 ευρώ το μήνα κατά μέσο όρο (από 0 ευρώ για την άνεργη - άπορη οικογένεια μέχρι 120 ευρώ για την εύπορη οικογένεια) αποδίδει 15.000 ευρώ το χρόνο. Επιβάρυνση για κάθε μαθητή/οικογένεια η μέση καταβολή των 60 ευρώ x 10 μήνες = 600 ευρώ το χρόνο. Οι δύο καθηγητές αριστείς που αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν τις 40 ώρες λαμβάνουν το bonus των 600 ευρώ το μήνα ο καθένας, ήτοι 6.000 ευρώ το χρόνο. Τα εναπομείναντα 3.000 ευρώ αξιοποιούνται για τη φροντίδα υλικοτεχνικής υποδομής, εποπτικού υλικού, βιβλιογραφίας κ.λπ.».

Και για να μη μείνει καμιά απορία, ο Αλ. Τριανταφυλλίδης έχει πρόταση συγκεκριμένη και για τους εκπαιδευτικούς. Οι «αριστείς εκπαιδευτικοί» που θα λαμβάνουν τα μπόνους, δε θα είναι όποιοι κι όποιοι... αλλά θα έχουν εκπαιδευτεί σε ειδικές σχολές. Συγκεκριμένα, προτείνει: «Ιδρυση και λειτουργία 13 περιφερειακών σχολών δημιουργίας και ανάδειξης εκπαιδευτικών, με συμμετοχή στα έξοδα λειτουργίας τους από τους ίδιους τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς. Το διδακτικό προσωπικό των 13 περιφερειακών σχολών ανάδειξης εκπαιδευτικών θα προέλθει από έμπειρους εν ενεργεία ή συνταξιούχους εκπαιδευτικούς, εγνωσμένου κύρους των αντίστοιχων κλάδων και ειδικοτήτων». Δηλαδή, όποιοι εκπαιδευτικοί θα θέλουν να παίρνουν το μπόνους των 600 ευρώ, θα πρέπει αφού πάρουν το πτυχίο τους να πάνε να πληρώσουν στις περιφερειακές σχολές για να επανεκπαιδευτούν από συνταξιούχους εκπαιδευτικούς...!

Και μπορεί κάποιος να πει ότι όλα τα παραπάνω είναι προσωπικές απόψεις ενός βουλευτή (προσπερνώντας ότι φιλοξενούνται στην επίσημη εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ), δύσκολα όμως μπορεί να αρνηθεί ότι είναι απόψεις που κινούνται στο πνεύμα της κυβέρνησης. Ας θυμηθούμε ότι ο υπουργός Παιδείας, Ν. Φίλης, στην έναρξη του «εθνικού διαλόγου» είπε χαρακτηριστικά: «Γνωρίζουμε ότι η μεταρρύθμιση επηρεάζεται, αλλά δεν πρέπει να ασφυκτιά από τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις. Η μεταρρύθμιση είναι συνώνυμη με το διαρκή αγώνα για την αλλαγή νοοτροπιών, διαδικασία σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητη από την οικονομική δυσπραγία». Ετσι και με την πρόταση του Αλ. Τριανταφυλλίδη, αν αλλάξουμε νοοτροπία και αποδεχτούμε τα δίδακτρα σε όλο το φάσμα της δημόσιας Εκπαίδευσης, θα ξεπεράσουμε και την οικονομική δυσπραγία...


Γ. Σ.

Αντιπαράθεση μακριά από την ουσία...

Και η κόντρα καλά κρατεί...

Επιστολή απέστειλε ο μέχρι πρότινος πρόεδρος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Γιώργος Λούκος, στον υπουργό Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά. Οπως είναι γνωστό, το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε την απομάκρυνση του Γ. Λούκου από τη θέση του προέδρου στις 30 Δεκέμβρη του 2015. Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι αιτία της απομάκρυνσης του Γ. Λούκου αποτελεί η δικαστική εκκρεμότητα περί ζημιάς ύψους 2.735.762,54 ευρώ στον δημόσιο οργανισμό Ελληνικό Φεστιβάλ ΑΕ, κατόπιν έρευνας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στη μακροσκελή επιστολή του, ο Γ. Λούκος αναφέρεται στη διαδρομή του Φεστιβάλ, όσο είχε τα «ηνία». Ακόμα, αναφερόμενος στον υπουργό σημειώνει: «Παρακάμπτοντας το τεκμήριο της αθωότητας, κάνετε λόγο στο δελτίο Τύπου που εκδώσατε για "ποινική δίωξη που ασκήθηκε εις βάρος μου σε βαθμό κακουργήματος", ενώ μέχρι στιγμής δεν έχω λάβει καμία κλήση προς απολογία για κάποιο κακούργημα».

Η υπόθεση αυτή, όπως και άλλες αντίστοιχες το τελευταίο διάστημα, έχει προκαλέσει πολλές τοποθετήσεις, αλληλοκατηγορίες και ενστάσεις ένθεν κακείθεν. Από τις περισσότερες ωστόσο παρεμβάσεις μοιάζει να λείπει (συνειδητά ή ασυνείδητα) η ουσία.

Γιατί η ουσία της όλης υπόθεσης δεν είναι οι υπαρκτές σοβαρές ενστάσεις για το Φεστιβάλ (και) επί θητείας Γιώργου Λούκου, όπως αυτές των καλλιτεχνικών σωματείων, που το 2007 κατήγγειλαν ότι στο Ηρώδειο δεν ανεβαίνει καμιά ελληνική θεατρική παραγωγή, ότι απουσιάζουν παντελώς τα ΔΗΠΕΘΕ, αλλά και θίασοι του ελεύθερου θεάτρου. Ούτε, βέβαια, η ουσία είναι οι επίσης υπαρκτές εξαιρέσεις με αξιόλογες παραστάσεις που παρουσιάστηκαν ή με τη δυνατότητα που δόθηκε σε νέους καλλιτέχνες και κάποιες νέες ομάδες, κυρίως στα χρόνια της κρίσης, να παρουσιάσουν το έργο τους.

Το βασικότερο πρόβλημα, που δεν θίγεται, είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του Φεστιβάλ: Η λειτουργία, δηλαδή, ενός σημαντικού θεσμού ως Ανώνυμης Εταιρείας, που τα προηγούμενα χρόνια διατήρησε και ενίσχυσε την αναπαραγωγή του αστικού πολιτισμού, την περιβόητη «σύνδεση με τον τουρισμό» και τον «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα του. Που βλέπει, δηλαδή, τον πολιτισμό ως ένα «ιδιαίτερης» αξίας εργαλείο κερδοφορίας. Με βάση και τα παραπάνω, το Φεστιβάλ παρέμεινε μακριά από τις πραγματικές ανάγκες του λαού, απ' αυτό που είναι κοινωνικά χρήσιμο και αναγκαίο.

Αυτήν την κατεύθυνση όχι απλά δεν την αμφισβητεί, αλλά αντίθετα την υλοποιεί και την ενισχύει και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Γι' αυτό και η στάση του υπουργείου Πολιτισμού, που με διάφορα προσχήματα για άλλη μια φορά προχωρά σε αιφνιδιαστική αντικατάσταση προσώπων, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την πρόθεσή της να αλλάξει πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό στο χώρο του Πολιτισμού, αλλά για να συνεχίσει να υλοποιεί την ίδια ακριβώς πολιτική, με άλλα πρόσωπα.


Α. Π.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ