Δίνουν και παίρνουν οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις για τη στάση του ΔΝΤ αναφορικά με τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα για την Ελλάδα μετά τον Αύγουστο. Πέρα από το γεγονός ότι η κόντρα Ευρωζώνης - ΔΝΤ δίνεται αποσπασματικά, σαν να αφορά κατ' αποκλειστικότητα το χρέος της Ελλάδας και τη διαχείρισή του, η κυβέρνηση αξιοποιεί την κόντρα αυτή για να ενισχύσει τα ψευτοδιλήμματα στο λαό και να τον φορτώσει με «αγωνίες» που καμιά σχέση δεν έχουν με τα πραγματικά του συμφέροντα. Για παράδειγμα, ένα από τα επιχειρήματα που «φοριούνται» πολύ τελευταία είναι το εξής: Η παραμονή του ΔΝΤ θα ενισχύσει την «εμπιστοσύνη των αγορών» και επομένως εκλείπει ο κίνδυνος για νέα δάνεια ή και νέα μνημόνια. Αν όμως φύγει το ΔΝΤ, τότε η κυβέρνηση θα έχει τάχα «μεγαλύτερα περιθώρια» να ασκήσει «κοινωνική πολιτική», αφού δεν θα δεσμεύεται από τις «αξιολογήσεις» του Ταμείου. Πρόκειται για κάλπικο δίλημμα και κοροϊδία στο λαό. Είτε μείνει είτε φύγει το ΔΝΤ, η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής είναι δεδομένη, και αυτό δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να το καταλάβει. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στα προαπαιτούμενα της 4ης «αξιολόγησης» και στο Μεσοπρόθεσμο για να αντιληφθεί ότι αποτελούν το «όχημα» για τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα, την περίοδο αμέσως μετά τα μνημόνια. Επομένως, καμία ανησυχία δεν πρέπει να έχει ο λαός για το «μένει - φεύγει» το ΔΝΤ. Πολύ περισσότερο, καμία προσδοκία ότι κάτι θα αλλάξει προς όφελός του αν η κόντρα του ΔΝΤ με την Ευρωζώνη, και κυρίως με τη Γερμανία, αφήσει τελικά το Ταμείο εκτός ελληνικού προγράμματος.
Οσο πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ολοκληρώνεται η ΝΑΤΟικής κοπής συμφωνία για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ, τόσο πιο προκλητική γίνεται και η - εξίσου ΝΑΤΟικής κοπής - προπαγάνδα που διακινεί η κυβέρνηση. Εγραφε για παράδειγμα η «Αυγή» της περασμένης Κυριακής ότι «η πραγματική διαχωριστική γραμμή είναι η εξής: "Ναι στη συμφωνία" σημαίνει ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή μας, ανακοπή των εθνικισμών, εμπόριο και οικονομική συνεργασία. "Οχι στη συμφωνία" σημαίνει πολιτική υποταγή στην πατριδοκαπηλία». Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ότι η βιάση της κυβέρνησης - για λογαριασμό της αστικής τάξης - να διευθετήσει μια ώρα αρχύτερα τις «εκκρεμότητες» με την ΠΓΔΜ για την ένταξη της γείτονος σε ΝΑΤΟ - ΕΕ και να πρωτοστατήσει στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς στα Βαλκάνια, προκαλεί αλλοφροσύνη. Αλλά το να βαφτίζεις «παράγοντα ασφάλειας και σταθερότητας» τα ευρωατλαντικά σχέδια που ρίχνουν «λάδι στη φωτιά» των ανταγωνισμών με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, να υπόσχεσαι «ανακοπή των εθνικισμών» με τη ΝΑΤΟική συμφωνία, που, όπως όλα δείχνουν, θα παραπέμπει στις καλένδες τις όποιες εγγυήσεις για απάλειψη των αλυτρωτισμών, και να παρουσιάζεις ως «οικονομική συνεργασία» τα σχέδια των μονοπωλίων για τους δρόμους της Ενέργειας και των μεταφορών, που είναι στρωμένοι με εκμετάλλευση και αίμα, ε, όσο να 'ναι, ξεπερνάει τα όρια της πρόκλησης...
Σε ανακοίνωση για την πυρκαγιά στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι η φωτιά «έφερε στο προσκήνιο, για μια ακόμα φορά, τα προβλήματα των μεταναστών εργατών γης στην περιοχή» και καλεί την κυβέρνηση (!) «να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστούν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και διαμονής στους μετανάστες εργάτες γης, πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα και αυστηρή τήρηση της εργατικής νομοθεσίας με συνεχείς ελέγχους». Αλήθεια, τρία χρόνια που κυβερνάει ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν άλλαξε κάτι επί της ουσίας στην περιοχή, ενώ ήταν γνωστές και είχαν αναδειχθεί οι άθλιες συνθήκες δουλειάς των μεταναστών εργατών γης στους μεγαλοπαραγωγούς και εξαγωγείς της φράουλας; Τι εμπόδισε την κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστεράς» να διασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, αξιοπρεπή μεροκάματα και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους αυτούς τους μετανάστες, όπως έγραφε σε ανακοινώσεις του ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2013; Οι εργάτες γης χόρτασαν από κυβερνητικά χτυπήματα στην πλάτη, λόγια συμπαράστασης και υποσχέσεις, αλλά συνεχίζουν να ζουν και να δουλεύουν στην κόλαση. Οπως χόρτασαν κι από αντεργατικούς νόμους, που βαθαίνουν την εκμετάλλευση για όλους τους εργαζόμενους. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση στη Μανωλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη «δίκαιη ανάπτυξη στον πρωτογενή τομέα», τον οποίο η κυβέρνηση αναγορεύει σε έναν από τους «πυλώνες» της «αναπτυξιακής στρατηγικής» για το κεφάλαιο.