Τρίτη 12 Νοέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σε πορεία σύγκλισης

Είναι ήδη γνωστή η διαπίστωση για την κεντρικά σχεδιασμένη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από φορέα του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, σε κύριο εκφραστή της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας. Μετάλλαξη που δεν περνά πλέον απαρατήρητη από γνωστούς και φίλους. Οπως το Σάββατο στη Βουλή, όπου κορμός της ομιλίας του Γιώργου Ντόλιου, βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, ήταν ένα παράπονο για τις φραστικές επιθέσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κατά του ΠΑΣΟΚ. Αφού έδειξε μια σειρά σημεία στα οποία μπορεί να γίνει κριτική στο κυβερνητικό έργο, ώστε μέσα από αυτήν την κριτική να συγκροτείται εναλλακτική προς τη σημερινή πολιτική πρόταση, ρώτησε: «Τι θα κάνει μία νέα κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν; Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι παίρνει κάποια πλειοψηφία ο ΣΥΡΙΖΑ (...) Τι σκέφτεται να κάνει; Μήπως θα έπρεπε να σκεφτεί την κεντροαριστερά; Και μη μου πείτε ότι δε θέλετε να έχετε επαφές μ' αυτό το χώρο. Το σύνολο σχεδόν των ψηφοφόρων σας και τα μισά σας στελέχη είναι σοσιαλδημοκράτες (...) Αν δεν αποδεχθείτε αυτήν την πραγματικότητα, τότε λάθος αρμενίζετε ή δεν ομολογείτε την πραγματικότητα την οποία όλοι γνωρίζουμε. Μιλάμε, λοιπόν, για μία εναλλακτική σκέψη για μετά τις επόμενες εκλογές». Τόμπολα!..

Η ερώτηση, πάντως, έχει ήδη απαντηθεί από το περιβάλλον ΣΥΡΙΖΑ ουκ ολίγες φορές. Στο τεύχος 14 του περιοδικού «Unfollow» διαβάζουμε: «βλέποντας έναν συνασπισμό αριστερών κομμάτων κι οργανώσεων να προσπαθεί να διαμορφωθεί σε κόμμα για να προβιβαστεί από αξιωματική αντιπολίτευση σε κυβέρνηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τι ακριβώς φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσε να επιδιώκει, αν όχι μια σοσιαλδημοκρατία;» (...) «Είναι το δικαιότερο σύστημα που εφαρμόστηκε ποτέ σε πρακτικό επίπεδο» (...) «Να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ "ΠΑΣΟΚ" είναι το καλό σενάριο -αν τουλάχιστον θέλουμε να μιλήσουμε με πραγματιστικούς πολιτικούς όρους. Το κακό είναι να μην γίνει». Διπλό: Τόμπολα!..

Το μήνυμα είναι σαφές, σαφέστερο δε γίνεται. Και βρίσκει άμεση ανταπόκριση. Διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα στο «Βήμα»: «Να μετριάσει προσδοκίες και να προσγειώσει "συντρόφους" και ψηφοφόρους επιχειρεί με δημόσιες παρεμβάσεις του και σε κατ' ιδίαν συζητήσεις ο κ. Ι. Δραγασάκης (...) απευθύνει έκκληση και προς το εσωτερικό του κόμματός του. "Ας σταματήσουν για μία φορά τα πολλά λόγια και οι πολλές υποσχέσεις. Ας ασχοληθούμε με αυτά που θα μπορούμε να κάνουμε και όχι με τις κουβέντες" (...) την ίδια στιγμή, αφήνει να εννοηθεί ότι μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Κεντροαριστεράς θα μπορούσαν να υπάρχουν πιο αποτελεσματικοί δίαυλοι επικοινωνίας, για τους οποίους ωστόσο αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις».

Εδώ, πια, έχουμε τρίλιζα. Που δεν έχει να κάνει με κέρδος για τα λαϊκά στρώματα, αλλά με την κινητικότητα που παρατηρείται στο αστικό πολιτικό σύστημα και σχετίζεται τόσο με την ανάγκη -γενικά- αναμόρφωσής του, όσο και πιο ειδικά με την ανάγκη να έχει ισχυρές εναλλακτικές διεξόδους στα χέρια της η αστική τάξη. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η υπόδειξη προς τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει μια πιο σοβαρή εναλλακτική δύναμη στο αστικό σύστημα φαίνεται να πιάνει τόπο.


Θ. Λ.

Ο Βούτσης εξαγγέλλει... ανατροπές

Την επομένη του αποπροσανατολιστικού σόου που έστησαν στη Βουλή, τα επιτελεία των αστικών κομμάτων αναπαρήγαγαν με κάθε ευκαιρία την εξίσου αποπροσανατολιστική συζήτηση περί «χαμένων και κερδισμένων». Σε μια τέτοια κουβέντα στο ΑΠΕ, ο Ν. Βούτσης του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει: «Προσέξατε πόσοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έθεσαν προθεσμίες και ενστάσεις; Και μιλάω για ανθρώπους που το έχουν ξανακάνει (...) γονιμοποιούνται διεργασίες (...) Στη μεν Βουλή θα έρθουν πολύ κρίσιμες ψηφοφορίες (...) έτσι έστω να δοθεί ευκαιρία -αν πρόκειται να έχουμε πολιτικές ανατροπές σε αυτή τη φάση μέχρι το τέλος του 2013- να γίνουν με τον πιο επίσημο τρόπο πάνω σε μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (...) Δυστυχώς, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει όλη αυτή τη δραστηριότητα -τη χτεσινή συγκέντρωση που οργανώσαμε στο Σύνταγμα, αλλά και την πρόταση δυσπιστίας που υποβάλαμε- ως πρωτοβουλίες που δυσκολεύουν τη χώρα και τις διαπραγματεύσεις, δημιουργούν αρνητική εικόνα για τη χώρα. Επιτρέψτε μου να πω ότι πρόκειται για πολιτική ανοησία. Ενώ θα έπρεπε τουλάχιστον να αξιοποιούν διαπραγματευτικά τη σκληρή κριτική της αντιπολίτευσης».

Από τη μια εξωραΐζει το ρόλο βουλευτών που μέχρι σήμερα βάζουν πλάτη στο πέρασμα αντιλαϊκών μέτρων και αύριο -είτε για λόγους ευτελείς όπως το να σώσουν το «τομάρι» τους είτε γιατί αυτό θα απαιτήσει το συμφέρον της τάξης που εκπροσωπούν- μπορεί και να αποστασιοποιηθούν, να ανεξαρτητοποιηθούν ή να μεταπηδήσουν στην πάντα φιλόξενη οικογένεια του ΣΥΡΙΖΑ. Συγχρόνως καμουφλάρει την παγίδα της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, καλώντας το λαό να εναποθέσει ελπίδες σε μια διαδικασία από την οποία μόνο δεινά τον περιμένουν. Ολο αυτό το αλισβερίσι, όχι μόνο ανατροπή δε συνιστά αλλά αποσκοπεί και βοηθά στην άμβλυνση εκείνων των διεργασιών σε επίπεδο εργατικών λαϊκών συνειδήσεων, κινήματος κλπ. από τις οποίες μπορεί πράγματι να προκύψουν ανατροπές.

Από την άλλη ο Ν. Βούτσης κλείνει το μάτι σε κάθε ενδιαφερόμενο δηλώνοντας ευθαρσώς πως ό,τι κάνει το κόμμα του μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτης τάξεως διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της κυβέρνησης, την οποία και εγκαλεί που δεν το αξιοποιεί! Πρόκειται για ομολογία ότι οι διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ δεν είναι στρατηγικού χαρακτήρα, ότι κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, αυτή που προστάζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Υπέρ αυτών των συμφερόντων διαπραγματεύεται η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ τη μέμφεται που δεν εκμεταλλεύεται την... παρουσία του για να αποσπάσει ό,τι περισσότερο μπορεί για λογαριασμό των αστών και με δεδομένη την κλιμάκωση της επίθεσης στο λαό.


Β.

Με αφορμή την απεργία στις 6 Νοέμβρη

Η πανεργατική απεργία στις 6 Νοέμβρη, γίνεται αυτές τις μέρες αντικείμενο συζήτησης στα σωματεία που πάλεψαν για την επιτυχία της, με ευθύνη των διοικήσεών τους. Η διαδικασία αυτή θα προσθέσει συμπεράσματα, θα βοηθήσει να σχεδιαστούν τα επόμενα βήματα. Η σημασία αυτής της συζήτησης, η σταθεροποίησή της σε όλη την κλίμακα του συνδικαλιστικού κινήματος, πρώτα και κύρια στα πρωτοβάθμια συνδικάτα, η διεύρυνση του αριθμού των εργαζόμενων που συμμετέχουν κάθε φορά στο σχεδιασμό και τον απολογισμό μιας κινητοποίησης, είναι στοιχεία που συμβάλλουν στην ανασύνταξη του κινήματος, στη ζωντανή λειτουργία των συνδικάτων.

Η πείρα από τη δράση των σωματειακών Επιτροπών για την οργάνωση της απεργίας στις 6 Νοέμβρη, είναι χρήσιμη. Δείχνει ότι ακόμα και εκεί που δρα μια μικρή, αλλά αποφασισμένη δύναμη, μπορεί να αλλάξει το κλίμα, να υπάρξει συσπείρωση, να δημιουργηθούν αντιστάσεις. Η συμμετοχή νέων εργαζόμενων στην απεργία με τα πανό των σωματειακών τους επιτροπών, καταγράφεται στα στοιχεία που αφήνουν παρακαταθήκη για τη συνέχεια.

Ξεχωριστή σημασία έχει η συγκρότηση Εργοστασιακής Επιτροπής του κλαδικού Συνδικάτου Γάλακτος - Τροφίμων - Ποτών στο εργοστάσιο του «ΝΙΚΑ», στο Κρυονέρι Αττικής, λίγες μέρες πριν την απεργία. Η εργοδοσία λύσσαξε. Την επομένη της απεργίας, απέλυσε τα εκλεγμένα μέλη της Εργοστασιακής Επιτροπής και άλλους πρωτοπόρους εργάτες. Στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, θα κριθεί η αντοχή των εργαζόμενων. Μόνο έτσι μπορεί να πιάσει τόπο η «σπίθα» που ανάβει μια πρωτοπορία.


Η στάση της εργοδοσίας προσφέρεται για συμπεράσματα. Ο καπιταλιστής ιδιοκτήτης του «ΝΙΚΑ», δεν στοχοποιεί ένα οποιοδήποτε σωματείο. Προσπαθεί να πετάξει έξω από την επιχείρηση ένα ταξικό συνδικάτο, που παλεύει κόντρα στις δυσκολίες και την τρομοκρατία να οργανώσει τους εργάτες.

Ποιον φοβούνται κράτος και εργοδοσία;

Δε φοβάται η εργοδοσία σωματεία όπως αυτά στην ΠΕΣΙΝΕ, όπου η πλειοψηφία αποφάσισε να μη συμμετέχει στην απεργία, παρά τα οξυμένα προβλήματα των εργαζόμενων, σε μια παραγωγική μονάδα τέτοιου μεγέθους και σημασίας. Ούτε νιώθει να απειλείται από σωματεία όπως τα επιχειρησιακά των τραπεζοϋπαλλήλων, που στηρίζουν την πλειοψηφία της ΟΤΟΕ και πανηγύριζαν παραμονές της απεργίας ότι μαζί με τους τραπεζίτες, βάφτισαν «εθελούσιες» τις χιλιάδες απολύσεις που θα γίνουν το επόμενο διάστημα στον κλάδο του χρηματοπιστωτικού.

Δεν ανησυχεί η εργοδοσία από επιχειρησιακά σωματεία όπως αυτό στο «ΑΤΤΙΚΑ», που πήρε απόφαση να μη συμμετέχει στην απεργία για την Κυριακή αργία στις 3 Νοέμβρη. Ούτε βέβαια από Ομοσπονδίες, όπως η ΠΟΕ ΟΤΑ, η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ και άλλες, που το περασμένο καλοκαίρι έστηναν «συντονιστικά» για να κάνουν «πολιτική απεργία», καλώντας σε «ανένδοτο» για να πέσει η κυβέρνηση και στις 6 Νοέμβρη τα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία ήταν απελπιστικά μικρή στους χώρους ευθύνης τους.

Δε ζοχαδιάζονται η κυβέρνηση και οι καπιταλιστές από τις κορόνες συνδικαλιστικών πλειοψηφιών, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και των «Παρεμβάσεων» στους καθηγητές, που τον περασμένο Σεπτέμβρη επέλεξαν να κάνουν στα τυφλά μια απεργία διαρκείας, χωρίς να διασφαλίζεται κοινός βηματισμός με άλλους κλάδους, ούτε καν των δύο εκπαιδευτικών ομοσπονδιών. Που επέλεξαν μια παρατεταμένη απεργιακή κινητοποίηση, γνωρίζοντας ότι η πλειοψηφία του κλάδου ούτε είχε προετοιμαστεί, ούτε είχε αντοχή για μια τέτοια σύγκρουση. Η απογοήτευση που σπέρνουν, είναι παράγοντας που συνέβαλε στην ισχνή συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην τελευταία πανεργατική απεργία.

Οι δυο τελευταίες περιπτώσεις, ενισχύουν την εκτίμηση που κάνει το ΚΚΕ στην ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ για την αναζωογόνηση και την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, όπου σημειώνεται μεταξύ άλλων: «Η τακτική τους για δήθεν "ανένδοτους αγώνες", με καλέσματα για απεργίες διαρκείας, οδηγεί πιο βαθιά στον εκφυλισμό και στη διάλυση όταν δεν πατούν στις διαθέσεις των εργαζομένων και δεν έχουν ως σκοπό τον αγώνα για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, δεν περιέχουν στοιχειώδη πρόβλεψη για τη συνέχεια και αποτελεσματικότητα του αγώνα. Οταν λαμβάνονται αποφάσεις στο όνομά τους και όχι με τη μαζική συμμετοχή τους. Οταν δεν παίρνουν κανένα ουσιαστικό μέτρο για να οργανωθεί πραγματικά η απεργία, αλλά, αντίθετα, αποδέχονται και ανέχονται ή και υπογείως προωθούν την απεργοσπασία».

Κυβέρνηση και εργοδοσία δεν αισθάνονται «άγχος» από σωματεία όπως αυτά στα Μέσα σταθερής τροχιάς στην Αττική, τα οποία, απ' όταν έγινε η επιστράτευση τον περασμένο Γενάρη, δεν αποφάσισαν ξανά συμμετοχή σε απεργία. Τελικά, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τις συνδικαλιστικές εκείνες πλειοψηφίες που ακόμα και όταν αποφασίζουν απεργία, δεν κάνουν τίποτα για να πετύχει, να γίνει η οργάνωσή της υπόθεση των ίδιων των εργαζόμενων στον κλάδο, στον όμιλο, στον τόπο δουλειάς.

Δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από συνδικαλιστές και παρατάξεις που ματαιώνουν (!) τη συγκέντρωση σε μέρα πανεργατικής απεργίας, επικαλούμενοι τη βροχή, για να κρύψουν τη γύμνια τους σε μια συγκέντρωση χωρίς εργάτες, όπως ήταν αυτή στις 6 του Νοέμβρη.

Ξέρουν από πού να φυλαχθούν

Αντίθετα, η εργοδοσία ξέρει ότι πρέπει να φυλάγεται από σωματεία που βλέπουν στον εργάτη, που σήμερα φοβάται ή βολοδέρνει σε αυταπάτες, το μελλοντικό πρωτοπόρο στους αγώνες και προσπαθούν να τον αναδείξουν σε τέτοιο. Από σωματεία που αναμετρούνται με τις δυσκολίες στο κίνημα και τις αναδεικνύουν όχι για να δικαιολογήσουν τη χαμηλή συμμετοχή στους αγώνες και σε πολλούς κλάδους την πλήρη αδράνεια, αλλά για να εντοπίσουν, να τις υπερνικήσουν, να βγάλουν από τη μέση εμπόδια που δεν αφήνουν τους εργάτες να δουν τη δύναμή τους και να τη βάλουν σε κίνηση.

Τέτοια είναι τα σωματεία που συσπειρώνει το ΠΑΜΕ, με όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις στη λειτουργία τους. Εκεί συγκεντρώνεται σήμερα ό,τι πιο πρωτοπόρο και ριζοσπαστικό διαθέτει το εργατικό κίνημα στις δοσμένες συνθήκες. Μέσα από το ΠΑΜΕ δρα η κρίσιμη εκείνη δύναμη που μπορεί να τραβήξει το κίνημα μπροστά, να καθοδηγήσει την ανασύνταξή του, που πρέπει να είναι υπόθεση όλων των εργαζόμενων και κάθε σωματείου ξεχωριστά.

Στις απεργιακές συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, κύρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συμμετείχαν εργαζόμενοι από χώρους του ιδιωτικού τομέα που βρίσκονται αυτή την περίοδο σε κινητοποιήσεις, με επιχειρησιακά ή κλαδικά αιτήματα. Εργαζόμενοι από τα εμφιαλωμένα ποτά, από επιχειρήσεις της ιδιωτικής Υγείας, από το Εμπόριο, από τις διοικητικές υπηρεσίες των πανεπιστημίων, από εργοστάσια που γίνονται απολύσεις και μειώσεις μισθών, από καράβια που σαρώνονται με απολύσεις οι «γενικές κατηγορίες» του προσωπικού, συμμετείχαν και σε πολλές περιπτώσεις χαιρέτησαν στις απεργιακές συγκεντρώσεις του ταξικού κινήματος.

Εστω και περιορισμένα, νέοι χώροι μπήκαν στην απεργία, σαν αποτέλεσμα της συστηματικής παρέμβασης δυνάμεων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Αλλού σταθεροποιήθηκε και ενισχύθηκε η συμμετοχή εργαζόμενων στην απεργία, διευρύνθηκε ο κύκλος που δούλεψε για την επιτυχία της. Στον αντίποδα, ο εργοδοτικός κυβερνητικός συνδικαλισμός έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υπονομεύσει την απεργία.

Στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, προστίθεται η περίπτωση της «ΙΟΝ» στον Πειραιά, όπου η πλειοψηφία του σωματείου είπε «όχι» στην απεργία. Αλλά και η διοίκηση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εργαζομένων στη Ναυτιλία και τον Τουρισμό (ΠΑΣΕΝΤ), όπου πλειοψηφούν «Αυτόνομη Παρέμβαση» - ΠΑΣΚΕ (κατεβαίνουν με κοινό ψηφοδέλτιο και πρόεδρος είναι ο Θ. Βασιλόπουλος, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ), δεν πήρε κανένα μέτρο για την προετοιμασία και την περιφρούρηση της κινητοποίησης.

Για να μη μιλήσει κανείς για άλλα απαράδεκτα φαινόμενα σε μέρα απεργίας, όπως το να δηλώνουν συνδικαλιστές και εργαζόμενοι άδεια ή ασθένεια για να απουσιάσουν από τη δουλειά τους χωρίς να «κακοχαρακτηριστούν» ή να χάσουν το μεροκάματο. Τέτοια φαινόμενα ενισχύουν το συκοφαντικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης, που αξιοποιεί παραδείγματα από τη στάση του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού για να βάλει θέμα παραπέρα αντιδραστικοποίησης του θεσμικού πλαισίου για τον συνδικαλισμό. Οπως έκανε την περασμένη βδομάδα ο Κυρ. Μητσοτάκης, ανοίγοντας ζήτημα αναμόρφωσης του ν. 1264/82, με πρόσχημα την κατάχρηση των συνδικαλιστικών αδειών.

Υπάρχουν δυνάμεις και δυνατότητες

Στην ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σημειώνεται:

«Το επόμενο χρονικό διάστημα είναι πολύ κρίσιμο.

Από τη μια οι εκβιασμοί και η καταστολή από τις κυβερνήσεις και τους καπιταλιστές κλιμακώνονται και γίνονται όλο και πιο άγριοι, από την άλλη οι δυνάμεις του σάπιου συνδικαλισμού, που υπήρξαν φανατικοί υπηρέτες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, μεταμορφώνονται θρασύτατα τώρα, μετακινούμενες ή συνεργαζόμενες με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε αγωνιστές και δήθεν αναμορφωτές του συνδικαλιστικού κινήματος.

Ο κίνδυνος παγίδευσης, αφοπλισμού και υποταγής του εργατικού κινήματος είναι υπαρκτός και πρέπει να εμποδιστεί.

Υπάρχουν και οι δυνάμεις και οι δυνατότητες.

Με καθοριστική συμβολή του ΚΚΕ, παρά τις επιθέσεις των μηχανισμών του μεγάλου κεφαλαίου και των κομμάτων του, κόντρα στο ρεύμα των αυταπατών και της απογοήτευσης, παραμένουν ισχυρές και αξιόμαχες οι ασυμβίβαστες ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, οι οποίες, αν ενισχυθούν, μπορούν να πρωτοστατήσουν και να τροφοδοτήσουν την αναγκαία οργανωτική, ταξική αναζωογόνηση του κινήματος.

Στο πού τελικά θα γείρει η πλάστιγγα, θα εξαρτηθεί από ποια θέση θα πάρει και σε ποια πλευρά θα σταθεί η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών που τώρα αγωνιούν και αναζητούν λύση».


Περ. Κ.

Η αντιπαράθεση ΗΠΑ - Γερμανίας ξένη προς τα λαϊκά συμφέροντα

Το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (τα όποια μικρά σημάδια ανάκαμψης σε κάποιες χώρες όπως π.χ. ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία δεν αναιρούν τον κανόνα) φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που πάντα βεβαίως υπήρχαν αλλά σε περιόδους όξυνσης της κρίσης αποκτούν πιο έντονο χαρακτήρα. Ιδιαίτερη έκφραση αυτών των ανταγωνισμών είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, που εντάθηκε στις 31 Οκτώβρη με την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών που επικρίνει την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης... γιατί μη ενισχύοντας την εσωτερική ζήτηση δημιουργεί προβλήματα στην Ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία. Θυμίζουμε ότι η εν λόγω έκθεση, που παραδοσιακά επικρίνει την Κίνα, έστρεψε τα βέλη της και στη Γερμανία σε μια περίοδο όπου βγήκαν στο φως οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις των τηλεπικοινωνιών της Α. Μέρκελ. Φυσικά αυτή η υπόθεση ήταν και μόνο η αφορμή. Η αιτία είναι η σύγκρουση μονοπωλιακών ομίλων και αστικών τάξεων για το ποιος θα έχει λιγότερες απώλειες από την καταστροφή κεφαλαίου, που συνεπάγεται η καπιταλιστική κρίση.

Το αμερικάνικο κεφάλαιο θεωρεί ότι η «ατμομηχανή» της ΕΕ, Γερμανία, γίνεται «τροχοπέδη» για τις ισορροπίες στη λυκοσυμμαχία, και τα πλεονάσματα που αυτή έχει δημιουργούν τεράστια ελλείμματα σε χώρες υποδεέστερες. Αυτό που ονομάζουν Νότο. Λένε, αν περιοριστούν οι εξαγωγές της Γερμανίας (κύρια πηγή των πλεονασμάτων της) τότε θα μειωθούν οι εισαγωγές των πιο αδύνατων χωρών, θα αυξηθούν οι εξαγωγές τους και θα καλυτερεύσουν τα πράγματα. Οι ΗΠΑ κάνουν ακριβώς την ίδια υπόμνηση στην Κίνα, που με τις εξαγωγές της δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα.

Το διαφορετικό μείγμα που πρεσβεύει η κυβέρνηση Ομπάμα -εκφραστής των συλλογικών συμφερόντων των Αμερικανών καπιταλιστών-, η στήριξη που παρέχει στη λεγομένη «Συμμαχία του Νότου» έναντι της Γερμανίας, εμφανίζεται και στη χώρα μας, από αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «σανίδα σωτηρίας» για το λαό μας και τους λαούς της ΕΕ. Κονδυλοφόροι στον αστικό Τύπο σπεύδουν να πείσουν ότι η «χαλάρωση της λιτότητας», η «ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία» θα ωφελήσουν τους εργαζόμενους, θα αυξήσουν τους μισθούς. Ακόμα και αν δοθούν κάποια ψίχουλα στους εργαζόμενους, αυτό που πρέπει να μείνει είναι ότι δε θα αλλάξει ριζικά η κατάσταση. Πολύ περισσότερο που μια πιθανή νέα καπιταλιστική ανάπτυξη θα φέρει νέο κύκλο κρίσης.

Επειδή δε τα αδιέξοδα διαχείρισης της κρίσης δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί, η φαγωμάρα στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ γίνεται πιο έντονη. Δεν είναι τυχαία η παρέμβαση του επικεφαλής του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου IFO, Χανς Βέρνερ Σιν, που ασκεί κριτική στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την απόφαση μείωσης του βασικού επιτοκίου στην Ευρωζώνη στο 0,25% για να χορηγήσει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δάνεια, που δε θα έπαιρναν ποτέ στις κεφαλαιαγορές. Ο εν λόγω οικονομολόγος μάλιστα προτείνει μερική διαγραφή χρέους στην Ευρωζώνη, με ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη, προσωρινή έξοδο της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και ίσως και της Ισπανίας από την Ευρωζώνη, με δικαίωμα επανένταξης, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους, προφανώς έναντι της Γερμανίας. Και παράγοντες του ΔΝΤ εξετάζουν τέτοιες «λύσεις» και ζητούν η Γερμανία να γίνει πιο «διαλλακτική». Είναι και αυτό άλλη μια απόδειξη ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας προβάλλει δήθεν ρεαλιστικότερες «λύσεις», «επαναδιαπραγματεύσεις» και άλλα τέτοια, αυτές είναι «λύσεις» που προβάλλουν μερίδες του κεφαλαίου, προκειμένου να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους, με δεδομένα την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την εξουσία των μονοπωλίων. Και αυτό ισχύει και στις ΗΠΑ και στις αναπτυγμένες και τις λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της ΕΕ.

Οποιο μείγμα διαχείρισης της άναρχης καπιταλιστικής οικονομίας εφαρμοστεί είτε με συνταγή Ομπάμα και... «Συμμαχίας του Νότου» είτε με γερμανική συνταγή σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι εργαζόμενοι, οι παραγωγοί όλου του κοινωνικού πλούτου δεν πρόκειται να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες ανάγκες τους. Είναι γνωστή η κατάσταση των 50 και πλέον εκατομμυρίων ανασφάλιστων στις ΗΠΑ, των 7 εκατομμυρίων μισο-εργαζόμενων εξαθλιωμένων των «μίνι - τζομπς» με 400 ευρώ το μήνα της Γερμανίας και πάει λέγοντας. Επομένως αν κάτι προσφέρει η μελέτη της οξυνόμενης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης είτε μεταξύ ΗΠΑ - Γερμανίας, είτε μεταξύ άλλων κέντρων, είναι η συνειδητοποίηση ότι η εργατική τάξη και τα άλλα εκμεταλλευόμενα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να εγκλωβίζονται σε αλλότρια γι' αυτούς συμφέροντα. Παραπέρα, μέσα από τον καπιταλισμό που σάπισε, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και της κυριαρχίας των μονοπωλίων, ανοίγει ο δρόμος, με τη δική τους οργάνωση, τη δική τους λαϊκή συμμαχία να πάρουν την εξουσία, δηλαδή τα «κλειδιά» της οικονομίας, κάνοντας κοινωνική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, θέτοντας με επιστημονικά οργανωμένο Κεντρικό Σχεδιασμό τις προτεραιότητες για να ικανοποιηθούν οι διευρυμένες σύγχρονες ανάγκες με βάση τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής.


Δ. Κ.

Ομολογίες...

Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρόεδρος της ΕΠΟ κ. Σαρρής έδωσε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, για τον τρόπο χρηματοδότησής του, για το μέλλον του «προϊόντος» (όπως λέει και ο ίδιος ), και παράλληλα ανέπτυξε τις απόψεις της Ομοσπονδίας για την «αναβάθμισή» του.

Λέει λοιπόν ο κ. Σαρρής: «Αν στην ελληνική επικράτεια δεν αντιληφθούν οι πάντες, της Ομοσπονδίας περιλαμβανομένης, ότι το ποδόσφαιρο είναι, εκτός από άθλημα, χώρος τεράστιων παραγωγικών και κερδοφόρων επενδύσεων, για την υλοποίηση των οποίων απαιτείται σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και εγγυήσεις, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει».

Εδώ έχουμε μια (όχι καινούργια) ομολογία για το ρόλο του ποδοσφαίρου ως εμπόρευμα, ως επένδυση, και μάλιστα δεν πάει πολύς καιρός που ακούσαμε παρόμοιες δηλώσεις από διάφορους επιχειρηματίες- μεγαλομετόχους ΠΑΕ. Για το πόσο, δηλαδή, πρόσφορο είναι το έδαφος για κέρδη. Οσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του, τι ζητάει; Εγγυήσεις από πλευράς κράτους που θα ευνοούν τις πολυπόθητες επενδύσεις. Μα τέτοιες εγγυήσεις όπως μια σειρά φοροαπαλλαγές, χάρισμα χρεών αλλά και χάρισμα εκατομμυρίων δεν υπήρχαν; Ασφαλώς και υπήρχαν, όμως το ζητούμενο τώρα είναι η ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση του κεφαλαίου στο χώρο, η πλήρης απεμπλοκή του κράτους από τη χρηματοδότηση, το σχεδιασμό του αθλητισμού.

Σε άλλο σημείο ο κ. Σαρρής το λέει καθαρά: «Βλέπετε πως δεν ανακινώ θέμα τακτικής επιχορήγησης αντιλαμβανόμενος τη συγκυρία, αλλά και αυτό το ζήτημα χρειάζεται άλλη διάθεση για να αντιμετωπιστεί σοβαρά και μόνιμα με τη συμμετοχή και φορέων του επιχειρηματικού τομέα του αθλητισμού... Αλήθεια, έχει κανείς έως σήμερα κοιτάξει με σύγχρονο μάτι την υπόθεση «αθλητικές χορηγίες» και πόσο μπορεί να αναπτυχθεί συνδυασμένη με σοβαρά κίνητρα φοροαπαλλαγής;».

Το ζητούμενο σήμερα λοιπόν για να λυθούν τα προβλήματα του αθλητισμού και συγκεκριμένα του ποδοσφαίρου, δεν είναι το να χτυπηθεί η αιτία που τα προκάλεσε, δηλαδή η ανεξέλεγκτη δράση χορηγών, μάνατζερ και επιχειρήσεων, αλλά η ενίσχυσή τους και η θωράκισή τους με νέους νόμους. Μας λένε με άλλα λόγια, ότι τα στημένα παιχνίδια, την ντόπα, τα ραντεβού θανάτου των συνδέσμων, και άλλα τέτοια φαινόμενα - που τα γέννησε η ίδια μήτρα - θα ξεπεραστούν ενδεχομένως με νέες φοροαπαλλαγές των ΑΕ του ποδοσφαίρου που θα θεσπίσει το κράτος, την ίδια μάλιστα στιγμή που το ίδιο κράτος λεηλατεί τις ζωές της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού με τη φοροληστεία, τα χαράτσια κτλ. Καμία συζήτηση για διεκδίκηση - απαίτηση από πλευράς Ομοσπονδίας επαρκούς χρηματοδότησης για την κάλυψη των αναγκών των σωματείων.

Ο κ. Σαρρής κάνει λόγο και για ένα σχετικά φρέσκο θέμα, αυτό της κατασκευής γηπέδων: «Ναι, υπάρχει λύση, αρκεί να αντιληφθεί κάποιος σε αυτή τη χώρα ότι ένα νέο, σύγχρονο γήπεδο είναι μια πλήρης και οργανωμένη επενδυτική και παραγωγική μονάδα, που για να ιδρυθεί και να αποδώσει πρέπει να υπακούει η κατασκευή της σε απολύτως επιχειρηματικές νόρμες».

Αρα λοιπόν ο ρόλος του γηπέδου - σύμφωνα πάντα με την ΕΠΟ - δεν είναι το να παρέχει τη δυνατότητα στους αθλητές, τη νεολαία να αθλούνται με αξιοπρεπείς όρους, αλλά είναι μια παραγωγική μονάδα που υπακούει σε επιχειρηματικές νόρμες. Εδώ έχει αξία ακόμα και η ορολογία που χρησιμοποιείται για να αποδοθεί ακριβώς η στόχευση των διοικούντων -ως προσωπικό των μεγαλοεπιχειρηματιών- του αθλητισμού.

Τελικά, είχε άδικο το ΚΚΕ που αντιμετώπισε τα γήπεδα που είναι προς κατασκευή στην Ελλάδα ως επιχειρηματική δράση με στόχο το κέρδος, όταν άλλοι κι άλλοι υποκλινόντουσαν και υποκλίνονται στους «ευεργέτες»; Τι είναι όμως προοδευτικό σήμερα; Είναι προοδευτικό το να αναδεικνύεις τις αθλητικές υποδομές ως πυλώνα για την ανάπτυξη του μαζικού αθλητισμού, ή το να τις αντιμετωπίζεις ως δράση με στόχο το κέρδος; Το να βλέπεις τον αθλητισμό ως ανάγκη και κοινωνικό αγαθό ή ως «project»; Ο κ Σαρρής δίνει μια απάντηση και σε αυτό και είναι ξεκάθαρος: «Το άθλημα στο επίπεδο των διοργανώσεων της UEFA και της FIFA έχει ξεφύγει από το επίπεδο της συμπάθειας ή της καλής θέλησης. Είναι απλή, καθαρή επενδυτική, επιχειρηματική δραστηριότητα και συνδέεται άμεσα με το κέρδος».

Εδώ ας θυμηθούμε τόσο τις θέσεις του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια όσο και τις θέσεις των υπόλοιπων κομμάτων πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα του επαγγελματικού αθλητισμού. Μόνο το ΚΚΕ αντιπάλεψε στην πραγματική του βάση το επιχείρημα του επαγγελματικού αθλητισμού την ώρα που όλα τα άλλα κόμματα που κυβέρνησαν - μηδενός εξαιρουμένου - τον προώθησαν, ενώ άλλοι φιλόδοξοι χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη (βλ. ΣΥΡΙΖΑ) επιμένουν σε απόψεις με έντονη μυρωδιά παρελθόντος, όπως ο διαχωρισμός του δήθεν υγιούς επαγγελματικού αθλητισμού και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο χώρο...


Β.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ