Τετάρτη 12 Οχτώβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Για την επίθεση ενάντια στη νέα εργαζόμενη

Ορισμένες σκέψεις

Στη μάχη, είναι βασικό να γνωρίζεις τον αντίπαλο, για να μπορέσεις να τον αντιπαλέψεις. Η αστική τάξη πασχίζει να πείσει - όχι μόνο, αλλά ιδιαίτερα - τους νέους ότι δεν υπάρχουν αντίπαλοι, δεν υπάρχουν τάξεις, δεν υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Πασχίζει έτσι να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις, να αφοπλίσει, να υποτάξει πλήρως. Ολη αυτή η καλοσχεδιασμένη επιχείρηση αποκτά ακόμα πιο επιθετικό χαρακτήρα όταν στοχεύει τη νέα κοπέλα. Σ' αυτή την περίπτωση, η επίθεση συνδέεται από τη μια με την ηλικία, κι απ' την άλλη με το φύλο.

Ως κομμάτι της εργαζόμενης νεολαίας

Για ένα σημαντικό κομμάτι της εργαζόμενης νεολαίας, η εκμετάλλευση και η έντασή της γίνονται «δεδομένα». Ακόμα και «φυσιολογικά». Για πολλούς νέους, το να μείνουν στη δουλιά 2 ή 3 ώρες μετά το κανονικό ωράριο, να δουλέψουν με 300 ή 400 ευρώ το μήνα, ακόμα και το να 'ναι 6 μήνες στη μερική απασχόληση κι 6 στην ανεργία, δεν είναι απλά «αρνητικό». Επιχειρήματα του τύπου «έτσι γίνεται τώρα», «όταν είσαι στην αρχή πρέπει να κάνεις κι υποχωρήσεις» δεν τα χρησιμοποιούν μόνο οι εργοδότες. Ακούγονται συχνά ακόμα κι από νέα παιδιά, που εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία χωρίς να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, την ιστορία, τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις στις οποίες, υπό την απειλή της ανεργίας, το να δουλεύει, π.χ., κάποιος σε ένα τηλεοπτικό κανάλι για δώδεκα και δεκαπέντε ώρες τη μέρα και να παίρνει «χαρτζιλίκι» 100 ευρώ, μετατρέπεται σε «ευκαιρία»... Και μάλιστα αντί η εργοδοσία να εισπράττει αγανάκτηση, μπορεί να εισπράττει και ευγνωμοσύνη: «Μου χάρισε αυτή την "ευκαιρία"», «είναι καλό να αποκτήσω εμπειρία» και μάλιστα... «σε μια εποχή που δεν υπάρχουν δουλιές», λένε πολλοί νέοι.

Και, βέβαια, το θέμα δεν είναι αν αξιοποιεί κανείς κάθε δυνατότητα βιοπορισμού που εμφανίζεται, όπως είναι λογικό να κάνει. Το ζήτημα είναι αν μπορεί να αντιληφθεί πως, το να δουλεύει σε σούπερ-μάρκετ και να είναι στην «αναμονή» για κάθε μισάωρο αυξημένης κίνησης που θα χρειαστεί να κάτσει στο ταμείο, και τις υπόλοιπες 4 ή 5 ώρες να περιμένει σε ένα ...«δωματιάκι αναμονής» γνωρίζοντας ότι θα πληρωθεί μόνο για την ώρα που τα δάχτυλά του «χτυπούν» τα κουμπιά της ταμειακής μηχανής (βλ. ενεργός-ανενεργός χρόνος εργασίας), δεν είναι «φυσιολογικό». Οσο περισσότερα μέλη της νέας γενιάς της εργατικής τάξης δεν αποκτούν ταξική συνείδηση, και άρα δεν αντιλαμβάνονται την ταξική τους εκμετάλλευση, τόσο περισσότερο περιορίζεται ο κίνδυνος για ανατροπή της ταξικής κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατών. Κι αυτό το γνωρίζουν καλά. Σ' αυτή λοιπόν την κατεύθυνση εργάζονται.

Η νέα γενιά δε διδάσκεται να κοπιάζει. Της μαθαίνουν να εμπιστεύεται το «ταλέντο», την «καλή τύχη», τις «γνωριμίες». Αν κοπιάσει, και μάλιστα αν κοπιάσει συλλογικά, αυξάνεται ο κίνδυνος να παρατηρήσει, να προβληματιστεί, να συνειδητοποιήσει, να αγωνιστεί. Τα νεαρά μέλη της εργατικής τάξης είναι ακόμα πιο ευάλωτα στις προσπάθειες για τη διάσπασή της. Μπορεί να αντιμετωπίζουν την ταξική αλληλεγγύη ακόμα και με ...καχυποψία. `Η να αδυνατούν να αντιληφθούν πως, πέρα απ' τη συμπάθεια στον απεργό ή στον απολυμένο, η συμπαράταξη μαζί του σε κοινό αγώνα ενάντια στον κοινό ταξικό αντίπαλο αφορά και στο ατομικό συμφέρον του κάθε εργαζόμενου. Για την εργαζόμενη νεολαία, είναι ακόμα πιο δύσκολο να αντιληφθεί την αναγκαιότητα να συγκροτήσουν οι εργαζόμενοι αυτό που λέμε Μέτωπο. Να «δένουν» σε μια γροθιά. Οχι μόνο λείπει στους εργαζόμενους νέους η εμπειρία, αλλά ούτε και μαθαίνουν την ιστορία που διδάσκει την αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης.

Ως γυναίκα

Η υπόθεση της ριζοσπαστικοποίησης γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για κάθε νεαρό μέλος της εργατικής τάξης, αν είναι γυναίκα.

Το ότι η γυναίκα δεν αναγκάζεται πλέον να παντρευτεί απ' τα 20 ή τα 25 της για να «φύγει απ' το σπίτι» και «να γίνει ανεξάρτητη», δε σημαίνει ότι τα προβλήματά της έχουν λυθεί. Οπως, βέβαια, δε σημαίνει ότι έχει κατακτήσει και ισοτιμία (λέξη που η άρχουσα τάξη αποφεύγει καθόλου τυχαία, αφού λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε φύλου).

Η εργοδοσία γίνεται ακόμα πιο ασύδοτη, «πατώντας» στην ανεργία που «θερίζει» τις νέες κοπέλες: Πάνω από 1 στις 4 γυναίκες ηλικίας 15-29 ετών είναι άνεργη (26,6% - βλ. Ερευνα Εργατικού Δυναμικού ΕΣΥΕ για το β΄ τρίμηνο του 2005)! Απορρίπτει ή εγκρίνει νέες, όχι ανάλογα με την εργατικότητα, αλλά ανάλογα με το πόσο όμορφη βιτρίνα διαφήμισης μπορεί να γίνει για το εμπόρευμά της.

Οι νέες εργαζόμενες που σήμερα εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία είναι ακόμα πιο εκτεθειμένες στο αβέβαιο μέλλον. Π.χ., στο να μην πάρουν ποτέ τους σύνταξη. Σχεδόν 7 στους 10 που δουλεύουν σε μερική απασχόληση είναι γυναίκες (στοιχεία ΟΑΕΔ), κινδυνεύουν επομένως να μη συγκεντρώσουν ποτέ τα απαραίτητα ένσημα.

Η εργοδοτική τρομοκρατία βαδίζει «χέρι χέρι» με μια περίτεχνη επιχείρηση αλλοτρίωσης: Η γυναικεία χειραφέτηση ταυτίζεται συχνά με τη γυναίκα-καριερίστρια. Που ως ...«ικανή επαγγελματίας» ευθυγραμμίζεται πλήρως με ό,τι απαιτεί «το καλό της επιχείρησης». Ωστόσο, ένα καλοσιδερωμένο ταγιέρ και ένα προσεγμένο μακιγιάζ δεν καταργούν, π.χ., τις ενδεχόμενες διαταραχές στη σύλληψη λόγω της εντατικοποίησης, το άγχος, τη φλεβίτιδα, τις μυοσκελετικές παθήσεις, κτλ.

Ολο και πιο άγριο, πιο ανελέητο, γίνεται το κυνήγι της εργαζόμενης μητέρας. Της νέας κοπέλας που κρύβει το προσκλητήριο του γάμου της, κρύβει την εγκυμοσύνη της, υπογράφει ότι παραιτείται απ' το δικαίωμα στη μητρότητα, για να μην την πετάξουν στο δρόμο.

Οταν πια η νέα εργαζόμενη δημιουργήσει οικογένεια, νέα εμπόδια μπαίνουν στη συνδικαλιστική και πολιτική της ενεργοποίηση. Ο ελεύθερος χρόνος συρρικνώνεται δραματικά.

Επειτα υπάρχει μια σημαντική τροχοπέδη στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης της εργαζόμενης γυναίκας, που προκύπτει απ' την ενασχόλησή της μ' αυτό που λέμε «νοικοκυριό».

Αν για τον κάθε εργαζόμενο που επιστρέφει κατάκοπος - σωματικά και ψυχικά - σπίτι, με δεκάδες σκοτούρες στο νου του (με την κατάσταση αυτή να οξύνεται απ' την ελαστική απασχόληση, την απελευθέρωση του ωραρίου, κτλ.) φαντάζει αδύνατο να μελετήσει, να προβληματιστεί, να αναπτύξει τις κλίσεις του, να ασχοληθεί με πράγματα που αγαπά, για τη γυναίκα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων αυτό γίνεται πολύ περισσότερο δύσκολο.

Πολλές φορές μια εργαζόμενη θα εκφράσει την οργή της γιατί μετά από μια κουραστική μέρα θα πρέπει να αναλάβει καθήκοντα μαγείρισσας, βρεφοκόμου, οικιακής βοηθού. Να τελειώσει τη δουλιά της κι αντί να περάσει χρόνο με την οικογένειά της, να διαβάσει ένα βιβλίο, να αθληθεί, να ψυχαγωγηθεί, να πρέπει να ασχοληθεί με δουλιές εντελώς άχρηστες για την ίδια. Οι οποίες όχι μόνο δεν προσφέρουν κάτι στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, αλλά (θα μπορούσε να πει κανείς σχηματικά ότι) της αφαιρούν. Οδηγούν στην αδρανοποίησή της, στην απομόνωσή της απ' την κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική ζωή. Γι' αυτό και ίσως, η σωματική κόπωση απ' τα διπλά και τριπλά καθήκοντα, ακόμα και ο εκμηδενισμός του ελεύθερου χρόνου, να μην είναι η χειρότερη συνέπεια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι στις σοσιαλιστικές χώρες ένα πλατύ δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών (πλυντήρια, μαγειρεία, ραφεία, ποιοτικοί, δωρεάν παιδικοί σταθμοί, κτλ.) κάλυπτε τις σχετικές ανάγκες. Τις οποίες σήμερα το καπιταλιστικό κράτος μετακυλίει ως «ατομικές ευθύνες» στην οικογένεια. Η Πρόνοια, η Υγεία, η Παιδεία είναι «επενδυτικό φιλέτο» για τους ιδιώτες.

Η ριζοσπαστικοποίηση της εργαζόμενης γυναίκας αφορά συνολικά και πολύπλευρα το εργατικό κίνημα. Η αντίσταση της εργαζόμενης θα ενισχύσει το ανάχωμα στην κυρίαρχη πολιτική. Οταν μάλιστα η κυρίαρχη τάξη «αξιοποιεί» πρώτα τους νέους και τις γυναίκες ως «Δούρειο Ιππο», για να γενικεύσει αντεργατικά μέτρα, να επεκτείνει νόμους και ρυθμίσεις που εντείνουν την εκμετάλλευση όλων των εργαζομένων, κάθε φύλου, κάθε ηλικίας.

Αναστασία Μοσχόβου, ΟΒ «Ριζοσπάστη» της ΚΝΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ