Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αντιπαράθεση στον πυρήνα της ταξικής εκμετάλλευσης

Την πλήρη αντιστοίχιση της βαρβαρότητας που επικρατεί στους χώρους δουλειάς με το νομικό πλαίσιο που διέπει τις Συμβάσεις Εργασίας στις οποίες καταγράφονται - ακόμα - και εργατικές κατακτήσεις, επιδιώκουν συντονισμένα οι βιομήχανοι και η σημερινή κυβέρνησή τους σε συνέχεια των ανάλογων κυβερνητικών προσπαθειών που έγιναν όλο το προηγούμενο διάστημα της καπιταλιστικής κρίσης. Στο στόχαστρο βρίσκονται ειδικά οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας κι απέναντι σ' αυτήν τη στόχευση ξεδιπλώνεται την περίοδο αυτή η προσπάθεια των ταξικών συνδικάτων να συγκροτηθεί ένα μέτωπο αντίστασης αλλά και διεκδίκησης.

Πώς φτάσαμε εδώ

Το Φλεβάρη του 2012, η τότε συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ προχώρησε στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 6/2012 που, μεταξύ άλλων, επέβαλλε την κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, τη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 32% για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών και κατά 22% για τους εργαζόμενους από 25 ετών και πάνω. Πρακτικά, ο μηνιαίος κατώτατος μισθός διαμορφώθηκε σε 490 ευρώ καθαρά για τους εργαζόμενους από 25 ετών και πάνω και σε 430 ευρώ για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών.

Στην ίδια ΠΝΠ και με άλλους νόμους, οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου επέβαλαν ουσιαστικά την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, προώθησαν τις ατομικές συμβάσεις, επέκτειναν τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια πήραν πλήθος μέτρων για την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τους εργοδότες. Οι παλιότεροι εργάτες είδαν τις συνθήκες εργασίας να χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και η νέα βάρδια της εργατικής τάξης μαθαίνει από πρώτο χέρι τι σημαίνει σύγχρονος εργασιακός μεσαίωνας, όπου τα εργατικά δικαιώματα καταργούνται ή περιορίζονται με ραγδαίους ρυθμούς. Για αυτούς τους νέους εργάτες, η σύνταξη φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο, ενώ είναι σχεδόν άγνωστες έννοιες όπως «συλλογικές συμβάσεις» και «δικαίωμα στη μόνιμη, σταθερή με πλήρη δικαιώματα εργασία».


Την ίδια ώρα, βλέπουν πως στους χώρους δουλειάς η εργοδοσία, έχοντας την απόλυτη στήριξη των κυβερνήσεων, καταργεί στην πράξη και τα ελάχιστα εναπομείναντα δικαιώματα που τους προστατεύουν από την εργοδοτική αυθαιρεσία. Τους αλλάζουν ώρες, τόπο δουλειάς και ειδικότητες όπως αυτοί θέλουν, εξαναγκάζουν σε υπερωρίες, πολλές φορές απλήρωτες, μειώνουν ή και δεν πληρώνουν τα μεροκάματα με γνώμονα τη δική τους κερδοφορία.

Το τοπίο τούτο παρέλαβε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και όχι μόνο το άφησε αναλλοίωτο, αλλά σφιχταγκαλιασμένη με το κεφάλαιο, πήρε κι άλλα μέτρα και τώρα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε νέες αντεργατικές αλλαγές όπως το χτύπημα του δικαιώματος στην απεργία, η παραπέρα απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων κ.ά. Παράλληλα, φροντίζει να καλλιεργήσει την αντίληψη ότι τα μέτρα είναι προσωρινά και όταν έρθει η ανάπτυξη όλα αυτά θα λυθούν. Ο,τι ακριβώς ισχυρίζονται όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις ανεξαιρέτως, ό,τι ισχυρίζεται και ο ΣΕΒ.

Μόνο που η ανάπτυξη είναι καπιταλιστική, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει το δικαίωμα στη δουλειά για όλους, με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και μισθούς για μια αξιοπρεπή ζωή.

Θεωρούν ακαμψίες και στρεβλώσεις τα εργατικά δικαιώματα

Το ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν σημαίνει κατάργηση των ευέλικτων μορφών εργασίας, ούτε καν επαναφορά στο επίπεδο των μισθών και των εργασιακών μισθών του 2009 (που ούτε κι αυτό απαντά στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων), είναι κάτι που και πρόσφατα διατύπωσε ο ΣΕΒ με σαφήνεια και έμφαση.

Μόλις πριν από λίγες μέρες, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, δήλωνε «πρέπει να διατηρηθεί το ενισχυμένο κύρος στις συμβάσεις που συμφωνούνται στο επίπεδο της επιχείρησης». Είναι φανερή η πρόθεση των κεφαλαιοκρατών να κρατήσουν την εργατική τάξη μακριά από τις κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις. Τις θεωρούν βαρίδια γιατί δεν επιτρέπουν στον κάθε κεφαλαιοκράτη ξεχωριστά να επιβάλει τις συνθήκες που αυτός θέλει. Η επιχειρησιακή σύμβαση, κάτω από ορισμένες συνθήκες, και ακόμα περισσότερο η ατομική σύμβαση κρατά τους εργάτες διαιρεμένους και αποδυναμωμένους.

Εξίσου σαφείς είναι οι διαπιστώσεις του ΣΕΒ και στο πρόσφατο Εβδομαδιαίο Δελτίου του (28 Ιούλη 2016). Σε αυτό προειδοποιεί: «Μια παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν μέχρι τότε (σ.σ. εννοεί το 2009) δεν είναι σε καμία περίπτωση το ζητούμενο για την οικονομία, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις το 2016. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας». Σε άλλο σημείο τονίζει με περισσότερη έμφαση: «Η επιστροφή στο προ του 2009 περιβάλλον εργασιακών ρυθμίσεων δεν συνιστά επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά στη στρέβλωση».

Χαρακτηρίζει ακαμψίες τα δικαιώματα των εργαζομένων και δίνει την κατεύθυνση: «Η ευελιξία στην αγορά εργασίας πρέπει να επεκταθεί καθώς, επίσης νομοτελειακά, όταν αρχίσει η οικονομία να ανακάμπτει και η ζήτηση για εργασία να αυξάνει, ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε προσλήψεις και σε υψηλότερες αμοιβές (σ.σ. το παραμύθι της ανάπτυξης). Και οι λειτουργούσες επιχειρήσεις, αλλά ακόμη περισσότερο οι νέοι επενδυτές, θα ανταποκριθούν καλύτερα στην αύξηση της ζήτησης εάν γνωρίζουν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους χωρίς τα προβλήματα που έβαζαν παλαιότερα οι ελληνικές πρωτοτυπίες. Αυτό που σήμερα οι συντεχνίες κατηγορούν ως "μείωση της προστασίας" της εργασίας, αύριο θα είναι η κινητήριος δύναμη για προσλήψεις και αυξήσεις αμοιβών».

Και προσθέτει ότι «οι αλλαγές στην αγορά εργασίας είναι συνεχείς, εκθέτοντας τους εργαζόμενους συχνά στην εμπειρία αλλαγής των θέσεων εργασίας που κατέχουν - πολύ συχνότερα από ό,τι είχαμε συνηθίσει στην προηγούμενη γενιά».

Με λίγα λόγια, ο ΣΕΒ λέει ότι εκτός από τις επιχειρησιακές, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αποτελούν βαρίδι στα κέρδη των κεφαλαιοκρατών. Οτι οι ευέλικτες μορφές εργασίας πρέπει να επεκταθούν και πως κάθε αντεργατικό μέτρο που λήφθηκε μέχρι τώρα είναι η κινητήριος δύναμη για τα κέρδη τους. Και πως οι εργάτες θα πρέπει να συνηθίζουν να αλλάζουν αντικείμενο και τόπο εργασίας, ύψος μισθών και όρων δουλειάς, καταπώς συμφέρει το κεφάλαιο.

400 ευρώ «ζωή» ή ταξική σύγκρουση

Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Καταρχάς, αυτό που έγκαιρα είχε επισημαίνει το ΠΑΜΕ και τα συνδικάτα που συσπειρώνονται σε αυτό. Οτι τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα δεν είναι προσωρινά. Δεν είναι μόνο για να αντιμετωπιστεί η καπιταλιστική κρίση αλλά πάνω σε αυτά θα κτιστεί η κερδοφορία των μονοπωλίων. Οτι το παρόν και το μέλλον της εργατικής τάξης, των νέων εργαζομένων είναι τα 400 ευρώ μισθός, που γίνονται ακόμα λιγότερα για όσους δουλεύουν μερική απασχόληση, το ωράριο - λάστιχο, η πλήρης διάλυση της κοινωνικής ζωής, το χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης. Ολα αυτά στο όνομα τάχα του εθνικού συμφέροντος, το οποίο βεβαίως δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον των κεφαλαιοκρατών. Οι οποίοι πράγματι όταν δουν ότι συμφέρει να επενδύσουν θα το κάνουν και ίσως δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας αλλά με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Με εργάτες διαιρεμένους και αποδυναμωμένους, με καταχρεωμένες τις λαϊκές οικογένειες, που ήδη προσπαθούν να συμπληρώσουν τους μισθούς - ψίχουλα, με καμιά παραδουλειά, κανένα προνοιακό βοήθημα, τη σύνταξη του γονιού που και αυτή πια έχει φθάσει να γίνει φιλοδώρημα. Ολα αυτά θα συμβούν αν η εργατική τάξη, αν οι νέοι εργαζόμενοι αποδεχτούν να «ζουν» με 400 ευρώ. Αν αποδεχτούν τις συνθήκες εξαθλίωσης.

Ομως, σήμερα υπάρχουν οι δυνατότητες να υπάρξει ένας άλλος δρόμος. Στο πλαίσιο αυτό, Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα καλούν σε μάχη για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, τονίζοντας πως «κανένας κλάδος μόνος του, κανένα σωματείο μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ενιαία και οργανωμένη επίθεση κυβέρνησης και εργοδοσίας».

Στο κάλεσμά τους έχουν ήδη ανταποκριθεί πλήθος Συνδικάτων και σχεδόν καθημερινά ο αριθμός τους αυξάνεται. Στόχος της μάχης είναι οι εργαζόμενοι να σηκώσουν κεφάλι. Να γυρίσουν οριστικά την πλάτη στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, που έχει στηρίξει κάθε αντεργατική πολιτική και να οργανώσουν ένα μεγάλο μέτωπο αγώνα με ταξικό προσανατολισμό.

Χωρίς την αυταπάτη της «ταξικής συνεργασίας», του «αναγκαίου κακού», του «εφικτού», του «ανθρώπινου καπιταλισμού», να διεκδικήσουν τις απώλειες που είχαν σε μισθούς, μεροκάματα, συντάξεις και κυρίως να παλέψουν για την κατάργηση των αντεργατικών νόμων που περιορίζουν ή καταργούν τις ΣΣΕ. Στη μάχη αυτή να διαμορφωθούν οι όροι αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος ενιαία, κατά κλάδο, πανελλαδικά.

Οσο κι αν είναι δύσκολη η κατάσταση, πολλά μπορούν να γίνουν, αν οι εργάτες κάνουν πράξη αυτό που ήδη είναι σύνθημα: «Εδώ - εδώ, μ' αγώνα ταξικό γιατί εμείς δε ζούμε με 400 ευρώ».

Η επίθεση στη συνδικαλιστική δράση

Με τις προωθούμενες ανατροπές επιδιώκεται το δικαίωμα στην απεργία να γίνει μια μακρινή ανάμνηση για τους εργαζόμενους
Με τις προωθούμενες ανατροπές επιδιώκεται το δικαίωμα στην απεργία να γίνει μια μακρινή ανάμνηση για τους εργαζόμενους
Στην παραπέρα συρρίκνωση ή και κατάργηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στοχεύει η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου που ετοιμάζει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ σε αγαστή συνεργασία με τους «κοινωνικούς εταίρους» και την τρόικα. Αλλαγές προς το χειρότερο έχουν ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβούν και σε άλλες χώρες. Τα μονοπώλια και τα πολιτικά τους όργανα με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να αποδυναμώσουν παραπέρα το συνδικαλιστικό κίνημα ώστε πιο εύκολα να περνούν τα μέτρα που κάθε φορά έχουν ανάγκη προκειμένου να διασφαλίσουν την κερδοφορία των κεφαλαίων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα η αποκαλούμενη Επιτροπή Ειδικών συζητά ταυτόχρονα με το χτύπημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και τα ζητήματα των ομαδικών απολύσεων, των Συλλογικών Συμβάσεων, το ύψος του κατώτατου μισθού, την ευελιξία των αμοιβών.

Πρόσφατα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, Θ. Φέσσας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ημερησία» ανέφερε ότι «πρέπει ακόμη να επανεξετάσουμε τα προνόμια που έχουν δοθεί στους συνδικαλιστές (άδειες, μισθοδοσία, εύρος προστασίας) και τις διαδικασίες κήρυξης απεργίας», ενώ λίγες μέρες πριν σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισήμανε πως «οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχτούν ως προτεραιότητες (...) όπως είναι η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν κατά προτεραιότητα». Το ίδιο διάστημα, η Μαρία Τίσεν, επίτροπος Απασχόλησης της ΕΕ, επίσης σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημείωσε μεταξύ άλλων πως «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες».

Επίσης, στο πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ επισημαίνεται: «Και σήμερα, αν και η Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά όσον αφορά στην ευελιξία της αγοράς εργασίας μετά το 2012, η χώρα μας συνεχίζει να διατηρεί κάποιες πρωτοτυπίες σε σχέση με την Ευρώπη, σε θέματα όπως η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, τα προνόμια των συνδικαλιστών ή η διοικητική έγκριση για ομαδικές απολύσεις». Ακόμα, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η ανταπεργία (λοκ άουτ) «είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι σε καταχρηστικές απεργίες».

Είναι προφανές ότι η επίθεση έχει ξεκινήσει. Σε αυτήν τη φάση καλλιεργείται συστηματικά η αντίληψη, η συκοφαντία ότι τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι δήθεν προνόμια.

Ενας από τους βασικούς στόχους είναι το δικαίωμα στην απεργία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και του αστικού Τύπου, οι προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι να αλλάξει ο τρόπος που ένα συνδικάτο λαμβάνει απόφαση για απεργία, να αυξηθεί ο χρόνος προειδοποίησης για την απεργία, να μειωθούν οι μέρες συνδικαλιστικής άδειας, να μπορούν οι εργοδότες να απολύουν συνδικαλιστές χωρίς καμιά διαδικασία κ.ά.

Το παράδειγμα της Βρετανίας

Το Μάη του 2016 έγινε νόμος στη Βρετανία το νομοσχέδιο που είχε φέρει η βρετανική κυβέρνηση στη Βουλή το καλοκαίρι του 2015. Η περίπτωσή της είναι ένας καθρέφτης για το τι συμβαίνει, έχει συμβεί ή θα συμβεί και σε άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.

Βασικά χαρακτηριστικά του νόμου είναι η θέσπιση επιπλέον προαπαιτούμενων για να θεωρείται νόμιμη η λήψη των αποφάσεων για απεργία (και άλλες μορφές συνδικαλιστικής δράσης) αλλά και η διεξαγωγή της. Τα προαπαιτούμενα αυτά - αν δεν απαγορεύουν - αχρηστεύουν την απεργιακή κινητοποίηση καθώς βρίσκεται υπό το διαρκή έλεγχο και επιτήρηση των αστυνομικών δυνάμεων και της εργοδοσίας.

Συγκεκριμένα, ο βρετανικός νόμος για την απεργία προβλέπει:

  • Για να ληφθεί απόφαση για οποιαδήποτε κινητοποίηση (απεργία ή άλλη κινητοποίηση μικρότερης διάρκειας από μια απεργία) απαιτείται από το συνδικάτο που θέλει να κάνει την κινητοποίηση να διεξαγάγει ψηφοφορία. Η ψηφοφορία θεωρείται έγκυρη εάν σε αυτή συμμετέχει το 50% των μελών. Για παράδειγμα, σε ένα συνδικάτο με 1.000 μέλη πρέπει να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία τουλάχιστον τα 500.
  • Για τις «σημαντικές» δημόσιες υπηρεσίες προστίθεται ένας ακόμα όρος προκειμένου να θεωρηθεί νόμιμη η απόφαση για κινητοποίηση. Ο όρος αυτός είναι ότι πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της κινητοποίησης το 40% των μελών. Για παράδειγμα, σε ένα σύλλογο εκπαιδευτικών με 100 εγγεγραμμένα μέλη πρέπει να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία τουλάχιστον τα 50 μέλη και να ψηφίσουν υπέρ της κινητοποίησης το λιγότερο τα 40 μέλη. «Σημαντικές» δημόσιες υπηρεσίες θεωρούνται η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Πυροσβεστική, οι Μεταφορές, η συνοριακή φύλαξη, ο παροπλισμός πυρηνικών εγκαταστάσεων, η διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου.

Για να γίνει κατανοητή η περαιτέρω αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου σημειώνουμε ότι σήμερα απαιτείται μόνο η απλή πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην ψηφοφορία.

  • Οι εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να ενημερώνονται τουλάχιστον 14 μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας (από 7 που ήταν πριν) και, όπως ήδη αναφέραμε, σύμφωνα με τη διαβούλευση, θα μπορούν να προσλαμβάνουν απεργοσπάστες για να καλύψουν τα «κενά» που θα δημιουργηθούν από τους απεργούς.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τις προθέσεις του κεφαλαίου είναι οι διατάξεις για τον τρόπο διεξαγωγής της απεργίας και κυρίως τον τρόπο δράσης της απεργιακής φρουράς. Συγκεκριμένα, για να γίνει η απεργία πρέπει το συνδικάτο να υποδείξει ένα πρόσωπο ως επικεφαλής της απεργιακής φρουράς και το όνομά του να γνωστοποιείται στην αστυνομία. Ο επικεφαλής πρέπει να φέρει γραπτή εξουσιοδότηση από το συνδικάτο. Το πλαίσιο γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό καθώς τα στοιχεία για την κινητοποίηση επίσης κοινοποιούνται στην αρμόδια κρατική υπηρεσία. Η αρμόδια κρατική υπηρεσία αποκτά επιπλέον εξουσίες, μεταξύ άλλων τη δύναμη να επιβάλλει πρόστιμα μέχρι και 20.000 λιρών εάν διαπιστωθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες.

Συμπερασματικά, η κήρυξη και η πραγματοποίηση της κινητοποίησης θα βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο του αστικού κράτους, αποδυναμώνοντας ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά, που είναι η αντίσταση στην επιβολή αντεργατικών σχεδιασμών του εργοδότη αλλά και συνολικά στην εφαρμογή αντεργατικών πολιτικών του κράτους.

Διαρκώς στο στόχαστρο

Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που θέλουν να παρουσιάσουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου για την κατάσταση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι το ελάχιστο μέσο προστασίας απέναντι στην αυθαιρεσία και ασυδοσία των εργοδοτών, και όχι προνόμια. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα και ενώ τα όποια συνδικαλιστικά δικαιώματα βρίσκονται σε ισχύ οι κεφαλαιοκράτες δε διστάζουν να προχωρήσουν σε απολύσεις εργατών εκλεγμένων σε διοικήσεις συνδικάτων και κάθε εργάτη που πρωτοστατεί στην οργάνωση των αγώνων. Να διαλύουν διοικήσεις σωματείων αλλάζοντας τόπο εργασίας στα μέλη τους, να εκφοβίζουν τους εργάτες προκειμένου να μη συνδικαλιστούν, να στήνουν εργοδοτικά σωματεία, να επιβάλλουν μονομερώς ενέργειες που χτυπάνε τα δικαιώματα των εργαζομένων γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα όσα ελάχιστα προβλέπει το σχετικό νομικό πλαίσιο υπέρ των εργατών.

Ακόμα, πάει πολύ οι κεφαλαιοκράτες που ξεζουμίζουν κάθε στιγμή την εργατική τάξη, που απολαμβάνουν γενναίες φοροαπαλλαγές από το κράτος, που επιχορηγούνται από αυτό παίρνοντας δωρεάν «ζεστό» χρήμα, το οποίο προέρχεται από τη φορολεηλασία του λαού, να μιλάνε για συνδικαλιστικά προνόμια!

Αλλωστε, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα βρίσκονται στην κλίνη του Προκρούστη καθημερινά. Το δικαίωμα της απεργίας ακυρώνεται στην πράξη από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και αμείλικτα: Στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» είναι καταχωρημένες 121 δικαστικές αποφάσεις για απεργιακές διαφορές, για την περίοδο 1985 - 2001. Από αυτές, οι 104 έκριναν παράνομη την απεργία, ενώ μόλις 17 την έκριναν νόμιμη! Μάλιστα, από τις 17 αποφάσεις, τουλάχιστον τρεις πρωτόδικες ανατράπηκαν στο Εφετείο! Συνολικά, στο συγκεκριμένο διάστημα, που ξεκινάει τρία μόλις χρόνια μετά την ψήφιση του Ν. 1264/82 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 88% των απεργιών κρίθηκαν παράνομες!

Σύμφωνα με μια άλλη επεξεργασία, την οποία είχε κάνει και δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» το 2008, από το 1999 μέχρι και τον Ιούνη του 2008 εκδικάστηκαν 248 προσφυγές της εργοδοσίας σε βάρος απεργιακών κινητοποιήσεων (εξαιρείται ο Δεκέμβρης του 2003 και ολόκληρο το 2005, επειδή το Πρωτοδικείο δε διέθετε τα στοιχεία). Από αυτές τις προσφυγές, οι 215, δηλαδή το 86,7%, κρίθηκαν πρωτόδικα παράνομες ή/και καταχρηστικές! Νόμιμες κρίθηκαν 30, ενώ 3 ακόμα προσφυγές παραπέμφθηκαν να δικαστούν σε άλλο δικαστήριο ή συνέτρεξε άλλος λόγος, ώστε να μη βγει τελεσίδικη απόφαση.

Κατακτιούνται, δεν χαρίζονται

Αποδεικνύεται ότι στο έδαφος του καπιταλισμού καμία εργατική και λαϊκή κατάκτηση δεν είναι δεδομένη και εξασφαλισμένη.

Η αντιμετώπιση της προσπάθειας χτυπήματος των συνδικαλιστικών ελευθεριών, πρώτα απ' όλα του δικαιώματος στην απεργία, της καταστολής και ποινικοποίησης των εργατικών και λαϊκών αγώνων είναι υπόθεση του ίδιου του κινήματος, πλευρά της γενικότερης πάλης του για τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα.

Είναι μια μάχη που συνδέεται άρρηκτα με την πάλη για τις ΣΣΕ, συνολικά για τη διεκδίκηση αιτημάτων που απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Είναι μια μάχη που περνά μέσα από την ανασύνταξη και αναζωογόνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ώστε ιδιαίτερα η νέα βάρδια της εργατικής τάξης να παραμερίσει τις δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, να αγκαλιάσει τα συνδικάτα και να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να αγωνίζεται και να δρα συλλογικά με καθαρό ταξικό προσανατολισμό.

Παράδεισος για την κυβέρνηση οι ατομικές Συμβάσεις

Τα δίνει όλα για όλα η κυβέρνηση για την κατάργηση του δικαιώματος των εργαζομένων στη μόνιμη και σταθερή εργασία με πλήρη δικαιώματα. Στην επιδίωξή της αυτή, προωθεί αυτήν την περίοδο τις ατομικές Συμβάσεις Εργασίας για τους εργαζόμενους στην καθαριότητα των δημόσιων νοσοκομείων, αλλά και ευρύτερα σε δημόσιους φορείς. Χτες, επανήλθε στο θέμα με πολυσέλιδη ανακοίνωσή του το υπουργείο Υγείας. Με πρόσχημα το χαρακτηρισμό των συνθηκών εργασίας στους εργολάβους ως «εργασιακό μεσαίωνα», χαρακτηρισμός που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που ζουν χιλιάδες εργαζόμενες και εργαζόμενοι στην καθαριότητα, αλλά και στη σίτιση και τη φύλαξη των νοσοκομείων, επιδιώκει να πλασάρει τις νέες ατομικές συμβάσεις παροχής έργου, που προωθεί το υπουργείο, σαν εργασιακό παράδεισο. Την ώρα που οι ατομικές Συμβάσεις βαδίζουν στα βήματα των ανάλογων εργολαβικών και αποδεικνύονται άξιοι κληρονόμοι τους.

Ετσι, ενώ οι ανάγκες των νοσοκομείων και σε προσωπικό καθαριότητας βρίσκονται «στο κόκκινο», και είναι μόνιμες και διαρκείς, οι συμβάσεις μίσθωσης έργου είναι συμβάσεις που έχουν ημερομηνία λήξης τις 31/12/2017. Μάλιστα, στο υπόδειγμα σύμβασης που παραθέτει στην ανακοίνωσή του το υπουργείο η διάρκεια ορίζεται από τις 14/7/2016 έως τις 31/12/2016, δηλαδή μόλις πέντε μήνες, ενώ μετά την παρέλευση της ημερομηνία αυτής η σύμβαση «λύνεται αυτόματα».

Το υπουργείο κάνει λόγο για «σημαντική αύξηση αν όχι διπλασιασμό» των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων. «Οσοι συνάπτουν τις συμβάσεις αυτές λαμβάνουν τον μισθό που θα ελάμβανε ένας νεοπροσλαμβανόμενος στον τομέα της καθαριότητας», δηλαδή μισθό δημοσίου υπαλλήλου ΥΕ, αναφέρει. Ομως, παρά το γεγονός ότι το υπουργείο διαλέγει προσεκτικά το παράδειγμά του, το οποίο αναφέρεται σε εργαζόμενη με 8ωρη σύμβαση, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ότι οι συμβάσεις θα αφορούν πλήρες ωράριο και όχι μερική απασχόληση. Με δεδομένο ότι στους εργολάβους τα 4ωρα και τα 6ωρα δίνουν και παίρνουν, στην πράξη το ωράριο της μερικής απασχόλησης μεταφέρεται και στις ατομικές συμβάσεις. Ετσι, η μισή δουλειά, το μισό μεροκάματο και ένσημο θα συνοδεύσουν τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους στις νέες συμβάσεις.

Οσο για τις άδειες, μετά από τις κινητοποιήσεις πρωτοβάθμιων σωματείων στα νοσοκομεία και κλαδικών συνδικάτων καθαριστριών, εκδόθηκε εγκύκλιος (στις 30 Ιούνη 2016) που προβλέπει κανονική άδεια δύο ημερών το μήνα για κάθε συμβασιούχο και «δυνατότητα απουσίας» σε περίπτωση προβλήματος υγείας. Αδεια εγκυμοσύνης δεν προβλέπεται, όπως παραδέχεται και το υπουργείο, παρότι η πλειοψηφία των εργαζομένων σε καθαριότητα και σίτιση είναι γυναίκες.


Ε.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ