Πέμπτη 11 Μάη 2023
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Αστική Δημοκρατία: Ταξική εξουσία και πολιτικές μεταμορφώσεις

Στον καπιταλιστικό κόσμο η ταξική εκμετάλλευση απομυθοποιεί τις ψευδαισθήσεις περί «ελευθερίας» και την «ισότητας»

Copyright 2023 The Associated

Στον καπιταλιστικό κόσμο η ταξική εκμετάλλευση απομυθοποιεί τις ψευδαισθήσεις περί «ελευθερίας» και την «ισότητας»
1. Από την εμφάνισή τους στο προσκήνιο της Ιστορίας, οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις και τα συστήματα εξουσίας που αυτές θεμελίωσαν, έσπευσαν να διακηρύξουν την ελευθερία και την ισότητα ως συνταγματικές αρχές μιας δημοκρατικής πολιτείας. Το αληθινό περιεχόμενο και τα κοινωνικά όρια που προσλαμβάνουν, ωστόσο, αυτές οι αρχές στο έδαφος του καπιταλισμού, θα καταδείξει από πολύ νωρίς με τον σαρκαστικό του λόγο ο Καρλ Μαρξ.

Η «αληθινή Εδέμ» των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου - της ελευθερίας, της ισότητας, της ιδιοκτησίας - το πεδίο μιας ζωτικής για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού ψευδαίσθησης, θα μας πει ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου», είναι η σφαίρα της κυκλοφορίας και της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, κατεξοχήν αυτού της εργατικής δύναμης. Σ' αυτόν τον φαινομενικό παράδεισο, ο αγοραστής και ο πωλητής της εργατικής δύναμης συμβάλλονται κατ' επίφασιν ελεύθερα και ισότιμα, εξουσιάζοντας ο καθένας ό,τι είναι δικό του, ο ένας το χρήμα και ο άλλος την εργατική του δύναμη. Και όμως! Στην έξοδο από την Εδέμ των ψευδαισθήσεων, το τοπίο και οι ρόλοι αλλάζουν δραματικά. Στον καπιταλιστικό κόσμο του πραγματικού, όπως συμπεραίνει ο Μαρξ, η ταξική εκμετάλλευση απομυθοποιεί την ελευθερία και την ισότητα: «Ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται ως κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος εργατικής δύναμης τον ακολουθεί ως εργάτης του. Ο πρώτος μ' ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος, ο δεύτερος συνεσταλμένος, δισταχτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο».i

2. Διανύοντας ήδη την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, γνωρίζουμε - ή, έστω, οφείλουμε να γνωρίζουμε - ότι, σε μια τέτοια ταξική βάση ανισότητας και ανελευθερίας, ψευδαίσθηση, αν όχι φτηνή προπαγάνδα, συνιστά η άποψη ότι στην αστική πολιτική ζωή βασιλεύουν η ισότητα και η ελευθερία. Σε κοινωνίες που σπαράσσονται από κλιμακούμενες ταξικές και άλλες αντιθέσεις και ανισότητες, σε κοινωνίες που τα αγαθά της Υγείας, της Παιδείας, της Ασφάλισης, αλλά και αυτό της ενημέρωσης, γίνονται αντικείμενο άμεσης ή έμμεσης ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης από τους μεγαλοϊδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, για ποια ουσιαστική δημοκρατία μπορεί να γίνεται λόγος;

Μια ραγδαία υποβάθμιση ακόμη και της τυπικής δημοκρατίας εξελίσσεται στην εποχή μας από την πλευρά των αστικών τάξεων στο όνομα της αποτελεσματικής - για ποιους άραγε; - αντιμετώπισης των επάλληλων και πολύμορφων κρίσεων του συστήματος. Δεν είναι υπερβολή. Είναι κοινή διαπίστωση ότι τα σύγχρονα κοινοβούλια, με εφαρμογή διατάξεων περί «εκτάκτου ανάγκης», με την επιβολή «πράξεων νομοθετικού περιεχομένου» και άλλων συναφών πρακτικών και μέτρων, παρακάμπτουν στην πράξη τις διακηρύξεις περί λαϊκής κυριαρχίας και, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, μετατρέπονται σε μηχανισμούς διεκπεραίωσης αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί και επιβάλλονται από εξωθεσμικά κέντρα καπιταλιστικής εξουσίας.ii

Και οι πολίτες; Με οξυδέρκεια, την επομένη της λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μαρξιστής φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς είχε διακρίνει τη διαλεκτική της καπιταλιστικής κοινωνίας στο επίπεδο του πολιτικού και ειδικότερα την εγγενή τάση του καπιταλισμού να μετατρέψει τον πολίτη σε άψυχη φιγούρα, σε μια «αφηρημένη καρικατούρα».iii Από αυτή την άποψη, και παρά τις σποραδικές ανατάσεις του εργατικού κινήματος, όπως πρόσφατα στη Γαλλία με αφετηρία το συνταξιοδοτικό ζήτημα, ως μηχανισμοί ενσωμάτωσης λειτουργούν στις μέρες μας η απο-πολιτικοποίηση, αλλά και ο άσφαιρος «αντισυστημικός» ακτιβισμός μιας κρίσιμης μάζας πολιτών. Ανασταλτικά λειτουργεί, επίσης, η δύναμη που εξακολουθεί να ασκεί σε χειμαζόμενα τμήματα της κοινωνίας μας η λογική της «ανάθεσης», όπως και η λογική της «χαμένης ψήφου». Ισχυρή εξακολουθεί, γενικότερα, η κοινωνική αδράνεια κάτω και από την επίδραση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Εφιαλτική αποδεικνύεται, τέλος, η κίνηση ενός υφέρποντος ή αποκρουστικά εκδηλούμενου κοινωνικού φασισμού.

3. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο γνωστός και μη εξαιρετέος εκπρόσωπος της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας Ρομάνο Πρόντι είχε δηλώσει με κυνικό ρεαλισμό: «Η δημοκρατία δεν είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός προϋποθέτει ελεύθερη κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αλλά όχι κατ' ανάγκην ελεύθερες εκλογές και ανεξάρτητα συνδικάτα».iv Οι σύγχρονες εξελίξεις κάθε άλλο παρά αποδυναμώνουν την εκτίμηση του Πρόντι. Ολοένα και συχνότερα η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία - είτε με τη φιλελεύθερη είτε με τη σοσιαλδημοκρατική μεταμφίεσή της σε δήθεν υπερταξικό κράτος ή σε κράτος διαιτητή - αποτυγχάνει πλέον να αποκρύψει τον ταξικό χαρακτήρα της και τη λειτουργία της ως εναλλακτικού μηχανισμού νομιμοποίησης της δικτατορίας του κεφαλαίου, δηλαδή της εξουσίας των αστικών τάξεων.

Σε μια τέτοια βάση, και με αφορμή τη συμπλήρωση 48 χρόνων από την κατάρρευση της χούντας, εύστοχα επισήμανε το ΚΚΕ ότι «η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί μορφή άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου, περισσότερο ευέλικτη στην ενσωμάτωση των εργατικών - λαϊκών αντιδράσεων, συνδυαζόμενη - όποτε χρειαστεί - με την οξυμένη καταστολή και την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών και δίχως η αστική τάξη να παραιτείται ποτέ από το ενδεχόμενο δικτατορικών "λύσεων". (...) Το καπιταλιστικό κράτος έχει συνέχεια, όσες μορφές διαχείρισης και αν αλλάξουν, όσες κυβερνήσεις και με όποιες διακηρύξεις και αν εκλέγονται, με όποιο προσωπείο και αν εμφανίζονται για να αποσπούν τη στήριξη και την ανοχή τμημάτων του λαού, αξιοποιώντας πότε το "μαστίγιο" και πότε το "καρότο"».v

4. Στη, σε τελική ανάλυση, δομικά επιβαλλόμενη και εξηγήσιμη υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό κίνημα και η πολιτική πρωτοπορία του καλούνται να αντιμετωπίσουν διαλεκτικά τον κοινοβουλευτισμό και να αναβαθμίσουν προγραμματικά τον στρατηγικό στόχο της εργατικής/σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Εν προκειμένω, οι κριτικές επισημάνσεις της Λούξεμπουργκ για την άρση της τυπικής σε σοσιαλιστική δημοκρατία δεν αφήνουν στους μαρξιστές του καιρού μας περιθώρια παρερμηνείας ή εκ νέου εγκλωβισμού σε παλαιότερα αδιέξοδα:

«Οτι δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας σημαίνει μόνον πως κάναμε πάντα διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό βάθος και στην πολιτική μορφή της αστικής δημοκρατίας, ξεσκεπάζαμε πάντα τον σκληρό πυρήνα της ανισότητας και της κοινωνικής δουλείας που κρυβόταν κάτω από το γλυκό περίβλημα της τυπικής ισότητας και ελευθερίας, όχι για να απορρίψουμε αυτές τις τελευταίες, αλλά για να συνηθίσουμε την εργατική τάξη να μην ικανοποιείται με το περίβλημα, αλλά να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, για να το γεμίσει με νέο κοινωνικό περιεχόμενο. Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι, όταν φτάσει στην εξουσία, να δημιουργήσει, στη θέση της αστικής δημοκρατίας, τη σοσιαλιστική δημοκρατία και όχι να καταστρέψει κάθε δημοκρατία».vi

Δεν χάνονται στο παρελθόν τα λόγια της Λούξεμπουργκ. Συνδέουν τα υπόγεια ρεύματα του αστικού παρόντος με τον κομμουνιστικό ορίζοντα ενός νέου κόσμου, ενός κομμουνιστικού πολιτισμού! Το επαναστατικό πρόταγμα μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας στους δικούς μας χρόνους, που το αυγό του ναζιστικού φιδιού εκκολάπτεται άλλοτε με την ενθάρρυνση και άλλοτε με την ανοχή των αστικών τάξεων, στις δικές μας μέρες που ο καπιταλισμός δυσφορεί κάτω από τον ήδη διάτρητο κοινοβουλευτικό του μανδύα, το πρόταγμα μιας σοσιαλιστικής πολιτείας ισοελευθερίας, μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας ως υπέρβασης της ιστορικά ήδη παρωχημένης αστικής δημοκρατίας, προβάλλει πιο επίκαιρο από ποτέ.

Σημειώσεις:

i. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1ος τόμος, σ. 189.

ii. Βλ. σχετικά και το άρθρο της Μαρίνας Λαβράνου, «Το αληθινό πρόσωπο της αστικής δημοκρατίας στην ΕΕ. Λαϊκές ελευθερίες και Δικαιοσύνη», «Ριζοσπάστης», 11-12/4/2020.

iii. Γκέοργκ Λούκατς, Εισήγηση στη Συνδιάσκεψη της 9ης Σεπτεμβρίου 1946 στο πλαίσιο των Διεθνών Συναντήσεων της Γενεύης, όπως αυτή περιλαμβάνεται στον τόμο L' Europe: L' EUROPE, L' Esprit europeen, Omnibus 1998, σ. 468.

iv. Συνέντευξη Πρόντι στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 7ης Οκτωβρίου 2010.

v. Ανακοίνωση Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 48 χρόνια από την κατάρρευση της Χούντας.

vi. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η Ρωσική Επανάσταση», «Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία», Αθήνα 1980, σ. 78


Αλέξανδρος ΧΡΥΣΗΣ
Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σε παλιά και νέα αδιέξοδα ρίχνουν τους αγρότες οι προτεραιότητες των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ

Το παράδειγμα του «Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης» και των «συνεργατικών σχημάτων»

Κάθε πρόταση των κομμάτων του κεφαλαίου είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος των βιοπαλαιστών της υπαίθρου
Κάθε πρόταση των κομμάτων του κεφαλαίου είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος των βιοπαλαιστών της υπαίθρου
Στο φόντο των αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν οι βιοπαλαιστές αγρότες και κτηνοτρόφοι, έχουν αρχίσει να τριγυρνούν στα χωριά και οι γνωστοί ...«σωτήρες», υποσχόμενοι ξανά «λύσεις», ενώ είναι οι ίδιοι που ευθύνονται για τα προβλήματά τους.

Είναι αυτοί που όλα τα προηγούμενα χρόνια αρνήθηκαν να στηρίξουν τις δίκαιες διεκδικήσεις των αγροτών, γιατί - όπως έλεγαν - αυτές βρίσκονταν εκτός «των δημοσιονομικών πλαισίων» και των «αντοχών της οικονομίας».

Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, οι κυβερνητικοί βουλευτές που προσπαθούν να παρουσιάσουν τα προβλήματα ως προσωρινά και «εισαγόμενα» και ζητάνε την ψήφο της αγροτιάς, για να σχηματιστεί μια «σταθερή» κυβέρνηση που θα συνεχίσει δήθεν το «θετικό έργο» που υλοποίησε η ΝΔ.

Από την άλλη, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ καλούν τους αγρότες να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην κυβερνητική εναλλαγή, από την οποία «κάηκε η γούνα τους» όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Τα κόμματα που κυβέρνησαν και κυβερνούν τη χώρα δεν μπορούν να κρύψουν ότι συνολικά οι προτεραιότητές τους στον αγροτικό τομέα είναι «κομμένες και ραμμένες» στα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και των κατευθύνσεων της ΚΑΠ.

Διάφορα εργαλεία όπως το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης, οι «ομάδες παραγωγών», η «συμβολαιακή γεωργία», που αποτελούν βασικές κατευθύνσεις της ΚΑΠ, προβάλλονται ως η μοναδική διέξοδος για την «επιβίωση» μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων. Στην ουσία είναι η διέξοδος που συμφέρει τα μονοπώλια για να ενισχύσουν την κυριαρχία τους στην παραγωγή.

Κρατικό χρήμα για την υποστήριξη της κερδοφορίας των μονοπωλίων

«Ρεκόρ πληρωμών σημειώθηκε το 2022 για το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2022 σε σχέση με κάθε άλλη χρονιά και προγραμματική περίοδο», ανέφερε χαρακτηριστικά λίγους μήνες πριν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

«Εργαλείο παραγωγικής ανασυγκρότησης το ΠΑΑ, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε κινητοποίηση συνολικών πόρων ύψους 7 δισ. ευρώ, τα οποία έως το 2020 θα φτάσουν τα 20 δισ. ευρώ για τον πρωτογενή τομέα», τόνιζε σε άρθρο του βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον νομό Λάρισας, όταν στη διακυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα για την πλειοψηφία των βιοπαλαιστών αγροτών; Στον «Ριζοσπάστη» έχει υπάρξει στο παρελθόν εκτενής αρθρογραφία. Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν κάποια πράγματα και ας δούμε μέσα από το παράδειγμα της Θεσσαλίας ποια είναι η πραγματικότητα για την πλειοψηφία των βιοπαλαιστών αγροτών.

Το βασικό κριτήριο για τη χρηματοδότηση επενδύσεων με κρατικό χρήμα, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΚΑΠ, είναι η ικανοποίηση της στρατηγικής κατεύθυνσης του κεφαλαίου για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση παραγωγής, εμπορίας και μεταποίησης με τη διαμόρφωση βιώσιμων καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Μέσα από τη διαδικασία συγκέντρωσης μπορούν να ενσωματώνονται στην παραγωγή εκσυγχρονισμοί και καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και ενισχύουν την παραγωγή ανταγωνιστικών, «εξωστρεφών», πιστοποιημένων προϊόντων, που δίνουν τη δυνατότητα διεύρυνσης της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων στο πλαίσιο του διαρκώς οξυνόμενου διεθνοποιημένου καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Αποτέλεσμα, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, είναι να χειροτερεύει περαιτέρω η θέση των αυτοαπασχολούμενων αγροτοκτηνοτρόφων, που στην πλειοψηφία τους αποκλείονται, καθώς τα κριτήρια που βαθμολογούνται είναι η κερδοφορία της επιχείρησης τα τελευταία τρία χρόνια, η τεκμηριωμένη δυνατότητα χρηματοδότησης με ίδια κεφάλαια τουλάχιστον του 20% του προϋπολογισμού της επένδυσης, η παραγωγή «επώνυμων προϊόντων» και η εξαγωγή άνω του 80% της παραγωγής.

Ορισμένα κονδύλια κατευθύνονται στη διατήρηση και αναπαραγωγή ενός τμήματος αυτοαπασχολούμενων αγροτών που έχουν ανάγκη τα μονοπώλια και το κράτος τους για την εξασφάλιση πρώτων υλών, την αξιοποίηση της γεωργικής γης που δεν επενδύεται από το κεφάλαιο.

Τα παραπάνω έχουν συγκεκριμένη έκφραση σε περιοχές όπως η Θεσσαλία.

Ετσι, μέσα από τα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι παραγωγοί με Τυπική Απόδοση (ΤΑ) μικρότερη από 25.000 ευρώ, δηλαδή το 85% περίπου των αγροτών, αποκλείστηκαν από το πρόγραμμα νιτρορύπανσης, αφού το πλαφόν των 120 στρεμμάτων δεν επαρκεί για την ένταξη στο πρόγραμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό έγινε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Το ίδιο μπορεί να πει κάποιος και για τα προγράμματα νέων αγροτών και μικρών εκμεταλλεύσεων, που υλοποίησε η κυβέρνηση της ΝΔ, αφού τα προκαθορισμένα από τις πράξεις όρια καθιστούν απαγορευτική τη συμμετοχή ενδιαφερομένων που ξεκινούν από το μηδέν ή με μικρή περιουσία.

Αντίστοιχα, στα προγράμματα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και συγκεκριμένα στα πολυδιαφημιζόμενα σχέδια βελτίωσης το 3% της χρηματοδότησης πήγε σε προϋπολογισμούς μέχρι 25.000 ευρώ, το 12% σε προϋπολογισμούς από 25.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ, ενώ το 85% σε προϋπολογισμούς πάνω από 50.000 ευρώ. Είναι ξεκάθαρο ότι για μια ακόμη φορά ευνοήθηκαν οι μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις, που έχουν επιπλέον και τη δυνατότητα να επιλέξουν καλλιέργεια, ώστε να πιάσουν τους επιθυμητούς στόχους της δράσης.

Στις δράσεις που αφορούσαν το ίδιο μέτρο αλλά τη μεταποίηση, εμπορία και ανάπτυξη επιχειρήσεων με τελικό προϊόν γεωργικό ή όχι, επιλέχθηκαν μόλις πέντε επιχειρήσεις με επιλέξιμο προϋπολογισμό πάνω από 150.000 ευρώ, αφήνοντας έξω από την ενίσχυση όλες τις υπόλοιπες μικρότερες επιχειρήσεις του τομέα.

«Συνεργατικά σχήματα»: Αλλη μια λύση για λογαριασμό των μονοπωλίων

Αντίστοιχα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ παρουσιάζουν σαν λύση για τους αγρότες τα λεγόμενα «συνεργατικά σχήματα».

Ενδεικτικά, ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει: «Χρειαζόμαστε μέγεθος, οικονομίες κλίμακας για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε μεγαλύτερους "παίκτες" από το εξωτερικό». Αλλά και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι «επιδιώκουμε νέες μορφές συνεργατισμού στον αγροτικό τομέα που θα είναι προσανατολισμένες προς την επιχειρηματικότητα και προς τη μεταποίηση του προϊόντος».

Τα συγκεκριμένα «συνεργατικά σχήματα» μπορούν να εξασφαλίζουν αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της ενσωμάτωσης στην παραγωγή κοινών καλλιεργητικών μεθόδων, τεχνολογικών καινοτομιών και της καθετοποίησης, αλλά και μεγαλύτερη πρόσδεση των ατομικών αγροτοπαραγωγών στο άρμα επιχειρηματικών ομίλων της μεταποίησης, της εμπορίας και του τραπεζικού τομέα.

Η συγκέντρωση της παραγωγής μέσω μορφών συλλογικής ιδιοκτησίας ευνοεί τους μεγάλους, εκθέτει όμως ακόμα περισσότερο τους μικρούς στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Μπορεί πρόσκαιρα να εξασφαλίζουν ορισμένες διευκολύνσεις στους αγροτοπαραγωγούς, ωστόσο οι μυλόπετρες του καπιταλισμού είναι αμείλικτες και η πορεία προδιαγεγραμμένη. Νομοτελειακά προωθείται η μετατροπή της συλλογικής ιδιοκτησίας σε μετοχική και η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε ορισμένους μεγαλομετόχους, είτε με την αναγκαία σε κάποια φάση εισροή κεφαλαίου, είτε με την παγιοποίηση και τη σταδιακή μετατροπή του διευθυντικού μηχανισμού σε ιδιοκτήτες της επιχείρησης, είτε με την πτώχευση, τη διάλυση και την εξαγορά. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα του «ΘΕΣΓΑΛΑ», του συνεταιρισμού κρασιών «Διόνυσος» στην Καρδίτσα, της «Δωδώνης», η γενικότερη πορεία των συνεταιρισμών από το 1980.

Τελικά οι ενταγμένοι αγροτοκτηνοτρόφοι, και ειδικά οι μικρότεροι από αυτούς, δεν βλέπουν τη θέση τους να βελτιώνεται. Αυτό που βλέπουν είναι να συγκεντρώνεται η παραγωγή τους για λογαριασμό κάποιου μεγάλου ομίλου που θησαυρίζει από αυτή.

Με κριτήριο λοιπόν τα παραπάνω, οι βιοπαλαιστές αγρότες δεν έχουν παρά να καταψηφίσουν μαζικά τα κόμματα που υπερασπίζονται αυτόν τον δρόμο του ξεκληρίσματος. Και στηρίζοντας ΚΚΕ να δώσουν ακόμα περισσότερη δύναμη στη δύναμή τους, στον αγώνα για να μείνουν στα χωράφια τους, να δουλεύουν και να ζουν από τον μόχθο τους.


Γ. Π.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ