Οι πανηγυρισμοί στα χτεσινά πρωτοσέλιδα του αστικού Τύπου για τη συγκρότηση της «ελληνικής Ελιάς», του νέου σχήματος, δηλαδή, της κεντροαριστεράς, ήρθαν να διαδεχθούν τις νουθεσίες προς διάφορες δυνάμεις της κεντροαριστεράς να σοβαρευτούν. Είναι αποκαλυπτικοί όχι τόσο για τη χαρά ενός τμήματος της αστικής τάξης, αλλά για την επιτάχυνση των διεργασιών για τη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να γίνεται αποτελεσματικότερο το σχέδιο για ύπαρξη ικανών εφεδρειών που θα εξασφαλίζουν σταθερές κυβερνήσεις. Μια βδομάδα πριν γράφαμε ότι η συγκρότηση της κεντροαριστεράς παραμένει το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα του συστήματος. Και το επιβεβαιώνουν.
Η φράση «σταθερές κυβερνήσεις» στην οποία κατατείνουν όλες οι τοποθετήσεις ομολογεί και το πρόβλημα που ζητά λύση. Πως δε θα επηρεάζεται η κυβερνησιμότητα από επιμέρους πολιτικές στοχεύσεις. Ετσι συγκροτούν ομάδα προθύμων που θα είναι ικανή να στηρίζει κυβέρνηση ή και να είναι κορμός κυβέρνησης, εναλλασσόμενη πότε σε ρόλο του άσου του καλού και πότε ως μπαλαντέρ από μηχανής θεός...
Η διαδικασία αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος είναι σε πλήρη εξέλιξη. Το υπαρκτό δίπολο ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ, που παραπέμπει στον παλιό δικομματισμό, είναι προφανές πως αφήνει ακάλυπτες πλευρές ενώ ακόμα δεν έχει δοθεί απάντηση στο βασικό: ποιο σχήμα ή συνδυασμός σχημάτων εξασφαλίζει σταθερές κυβερνήσεις με μεγάλη πλειοψηφία αλλά και ισχυρή λαϊκή στήριξη. Το μόνο σταθερό δεδομένο είναι ότι όλοι αυτοί κινούνται μέσα στο ίδιο στρατηγικό πλαίσιο, που καθορίζεται από τα όρια της στρατηγικής του κεφαλαίου, της εξουσίας των μονοπωλίων, το μονόδρομο της ΕΕ και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, αλλά αυτό από μόνο του δε φτάνει.
Γι' αυτό και θέλουν έναν πόλο που όπως στα κείμενά τους ομολογούν να «λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας για την κυβερνησιμότητα της χώρας». Το ευρύτερο πλαίσιο το έδωσε πολύ καλά ο ίδιος ο Μ. Σουλτς στο μήνυμά του στην προχτεσινή συνάντηση που οργάνωσαν οι «58» αναφέροντας: «Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει προκειμένου να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Είναι ένας αγώνας που πρέπει να δώσουμε από κοινού όλες οι προοδευτικές, δημοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις. Στον αγώνα αυτόν θέλουμε την ελληνική κεντροαριστερά, η οποία ανέλαβε την ευθύνη σε μια δύσκολη στιγμή για τη χώρα, με τεράστιο πολιτικό κόστος».
Γι' αυτό επιταχύνονται οι διεργασίες για τη συγκρότηση της αποκαλούμενης «Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης» με ομολογημένο επίσης άμεσο στόχο να μπορεί να εκφράζει μια ενότητα «πολιτών, κομμάτων, κινήσεων που εμπνέονται από τη σοσιαλδημοκρατία, τη δημοκρατική Αριστερά, το φιλελεύθερο Κέντρο, την πολιτική οικολογία, τον προοδευτικό ευρωπαϊσμό» σύμφωνα με τον εισηγητή στην εκδήλωση.
Για το λαό επείγει να μην παγιδευτεί στα σενάρια αναμόρφωσης των κομμάτων του κεφαλαίου. Επείγει η εγκατάλειψη των κομμάτων της ΕΕ και του κεφαλαίου, η συστράτευση με το ΚΚΕ για τη συγκρότηση μιας μεγάλης λαϊκής συμμαχίας που θα βάλει εμπόδια στα αντιλαϊκά μέτρα και θα ανοίξει το δρόμο για μια πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ο Κ. Μαρξ και ο Φρ. Ενγκελς υπέδειξαν τους βασικούς στόχους σχετικά με την εκπαίδευση της νέας γενιάς, τους οποίους θα πρέπει να πραγματοποιήσει το προλεταριάτο, μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας:
«Κρατική δωρεάν εκπαίδευση όλων των παιδιών.
Εξάλειψη της δουλειάς των παιδιών στα εργοστάσια, με τη μορφή που έχει σήμερα. Σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομική παραγωγή, κλπ. (...). Η προσχολική εκπαίδευση θα πρέπει να αρχίζει όσο το δυνατόν νωρίτερα, έτσι ώστε να φέρει τα (απαιτούμενα) προσδοκούμενα αποτελέσματα».
Ο Φρ. Ενγκελς στο έργο του «Οι αρχές του Κομμουνισμού» διατυπώνει αυτό το στόχο, ως εξής: «Διαπαιδαγώγηση όλων των παιδιών από το πιο μικρό στάδιο της ηλικίας τους, σε κρατικά ιδρύματα και με κρατικά έξοδα».
Ο Β. Ι. Λένιν, συνεχίζοντας το έργο των Μαρξ και Ενγκελς, ανέπτυξε παραπέρα το Μαρξισμό, σύμφωνα με τις νέες ιστορικές συνθήκες. Με μεγάλη προσοχή εξέτασε τα προβλήματα της διαπαιδαγώγησης και της μόρφωσης. Υπέδειξε πως η πλατιά προσέλευση της γυναίκας στην καπιταλιστική παραγωγή δυναμώνει τον οικονομικό και πολιτικό της ρόλο στην κοινωνία, αλλά η ασυγκράτητη εκμετάλλευση οδηγεί στην επιδείνωση της υγείας της, εμποδίζει την πλήρη σωματική ανάπτυξη και αγωγή των παιδιών.
Ούτε μήνας δεν είχε καλά καλά περάσει από την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και ήδη στις 9 Νοέμβρη του 1917 το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ) της Σοβιετικής Ρωσίας δημοσίευσε το Διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκε η Κρατική Επιτροπή Παιδείας, στη σύνθεση της οποίας μπήκε το τμήμα προσχολικής αγωγής και βοήθειας προς τα παιδιά. Η απόφαση αυτή στην πράξη έδειξε πως η σοβιετική εξουσία αντιμετωπίζει την προσχολική αγωγή ως τμήμα του ενιαίου συστήματος της λαϊκής εκπαίδευσης και πως θα πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάπτυξή της. Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και σε μια σειρά ακόλουθα Διατάγματα για το σοβιετικό σχολείο και αποτέλεσε ένα πρωτοπόρο βήμα σε σχέση με τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο. Το Δεκέμβρη του 1917 δημοσιεύτηκε διακήρυξη του ΣΛΕ «Για την προσχολική αγωγή», στην οποία υπογραμμιζόταν πως η κοινωνική (δωρεάν) προσχολική αγωγή θα πρέπει να ξεκινά από τη γέννηση του παιδιού και να έχει στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξή του.
Η ανάπτυξη του συστήματος της προσχολικής αγωγής στη Σοβιετική Ενωση ξεκίνησε ουσιαστικά από το μηδέν, μια και πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση τα ιδρύματα προσχολικής αγωγής ήταν μετρημένα και σε όλη την τσαρική Ρωσία δεν ξεπερνούσαν τα 280. Θα μπορούσε να πει κανείς πως δύο ήταν οι ουσιαστικοί παράγοντες που οδήγησαν στην ταχεία ανάπτυξη της προσχολικής αγωγής στην ΕΣΣΔ. Κατ' αρχήν η ανάγκη διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων για τη γυναίκα, ώστε αυτή να μπορέσει να βγει από το σπίτι και να παίξει σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Ενας δεύτερος λόγος, εξίσου σημαντικός, ήταν η σημασία που έδινε το σοβιετικό σύστημα στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση και μόρφωση του παιδιού, που εκτιμούσε ότι θα έπρεπε να ξεκινά από την προσχολική ηλικία.
Σε αυτό το γόνιμο έδαφος βλάστησαν και οι πρωτοπόρες ιδέες του Μακάρενκο, του Βιγκότσκι και γενικότερα της σοβιετικής παιδαγωγικής σκέψης οι οποίες αντικειμενικά αντανακλούσαν το όλο οικονομικό, κοινωνικο-πολιτικό σύστημα που καθορίζει και το εκπαιδευτικό πλαίσιο, δηλαδή το σύστημα της ανθρωπιάς, της Λαϊκής Παιδείας που χαρακτήριζε το σοσιαλιστικό σύστημα στην ΕΣΣΔ.
Ετσι το 1984 στη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΡΣΟΣΔ), δηλ. στη Σοβιετική Ρωσία, υπήρχαν 81,8 χιλιάδες δημόσια ιδρύματα προσχολικής αγωγής, στα οποία πήγαιναν 9,2 εκατομμύρια παιδιά. Το 1988 (στα χρόνια της «περεστρόικα») θεωρείται χρόνος «στροφή», για την πιο έντονη εκδήλωση του φαινόμενου της υπογεννητικότητας, που θα ενταθεί την επόμενη δεκαετία και θα συνεχιστεί ως τις μέρες μας. Ηδη το 1990 αρχίζει μια μικρή μείωση των παιδιών που πηγαίνουν σε ιδρύματα προσχολικής ηλικίας, που φτάνουν τα 9,009 εκατομμύρια.
Δραματική όμως μείωση σημειώνεται στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού. Ετσι το 1998, στην καπιταλιστική πλέον Ρωσία, υπήρχαν μόλις 56,6 χιλιάδες δημόσια ιδρύματα προσχολικής αγωγής (δηλ. 25,2 χιλιάδες λιγότερα ή -30,8%), στα οποία πήγαιναν 4,4 εκατομμύρια παιδιά (δηλ. 4,8 εκατομμύρια λιγότερα παιδιά, ή - 52% σε σχέση με τα σοσιαλιστικά χρόνια). Νεότερα στοιχεία, για το 2001, που έχει δημοσιοποιήσει το υπουργείο Παιδείας της Ρωσίας, δείχνουν τη συνέχιση της παραπάνω τάσης. Ετσι, το 2001 στη χώρα είχαν απομείνει 53,9 χιλιάδες ιδρύματα προσχολικής αγωγής, στα οποία πήγαιναν 4,26 εκατομμύρια παιδιά. Σήμερα στους παιδικούς σταθμούς πηγαίνει λιγότερο από το 55% των παιδιών προσχολικής ηλικίας της Ρωσίας. Τα τελευταία σοσιαλιστικά χρόνια αυτός ο δείχτης έφτανε στο 67%. Οι ρυθμοί δείχνουν πως περίπου 3.000 παιδικοί σταθμοί κλείνουν κάθε χρόνο στη Ρωσία (!), η μείωσή τους είναι δηλαδή κατά 4-5% ετησίως.