Κυριακή 11 Νοέμβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "95 ΧΡΟΝΙΑ ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ"
95 ΧΡΟΝΙΑ ΟΧΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Για τις οικονομικές σχέσεις στο σοσιαλισμό

Με αφορμή την επέτειο των 95 χρόνων από τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ο «Ριζοσπάστης» παρουσίασε, τις τέσσερις προηγούμενες Κυριακές στο ένθετο Ιστορία, όλη την εξέλιξη μέχρι τη νίκη της Επανάστασης από τον Απρίλη του 1917 έως τον Οχτώβρη του 1917. Σήμερα, στο πλαίσιο των 95 χρόνων από την Οχτωβριανή Επανάσταση θα αναφερθούμε στις οικονομικές σχέσεις σχέσεις στο σοσιαλισμό με βάση την Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό». Επίσης, στο Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ: «Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ».

***

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 18ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ:

«B. OI ΘEΩPHTIKEΣ ΘEΣEIΣ ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO ΩΣ ΠPΩTHΣ, KATΩTEPHΣ BAΘMIΔAΣ TOY KOMMOYNIΣMOY»

2. O σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Eίναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός.

H πλήρης επικράτηση των νομοτελειών του κομμουνισμού προϋποθέτει το ξεπέρασμα των στοιχείων ανωριμότητας που χαρακτηρίζουν την κατώτερη βαθμίδα του, το σοσιαλισμό.

Aνώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή και την κατανομή. Iσχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής: «Αναλογική παραγωγή για τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών».

Kοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά αρχικά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Διαμορφώνονται μορφές παραγωγικών συνεταιρισμών, όπου το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ακόμη δεν επιτρέπει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Oι μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας αποτελούν μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας, ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική, και όχι ανώριμη μορφή κομμουνιστικών σχέσεων.

Eνα μέρος των κοινωνικών αναγκών καλύπτεται καθολικά δωρεάν. Oμως, ακόμα μεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για ατομική κατανάλωση κατανέμεται σύμφωνα με τη αρχή «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ενώ ο καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του». Σε συνθήκες αναπτυγμένου κομμουνισμού η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος γίνεται «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Στο σοσιαλισμό, στη βάση της οικονομικής ανωριμότητάς του, παραμένουν κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στους εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες πρέπει σταδιακά, σχεδιασμένα να εξαλείφονται.

Kατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η εργατική τάξη σταδιακά, και όχι ενιαία, αποκτά τη δυνατότητα να έχει ολοκληρωμένη γνώση των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, της επιτελικής δουλειάς, ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της εργασίας. Ως συνέπεια των δυσκολιών αυτής της διαδικασίας είναι ακόμη δυνατό εργαζόμενοι, με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης, να αυτονομούν το ατομικό ή και το ομαδικό συμφέρον τους από το κοινωνικό συμφέρον, να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η «κομμουνιστική στάση» απέναντι στην εργασία.

Tο άλμα που συντελείται κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δηλαδή κατά την επαναστατική περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον αναπτυγμένο κομμουνισμό, είναι ποιοτικά ανώτερο από κάθε προηγούμενο, αφού οι κομμουνιστικές σχέσεις, ως μη εκμεταλλευτικές, δε διαμορφώνονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Διεξάγεται ένας αγώνας των «φύτρων» του νέου ενάντια στις «επιβιώσεις» του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, πάλη για ριζική αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ' επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές.

H κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας και στη διαμόρφωση της οικονομικής βάσης για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη, αλλά επεκτείνεται σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία, περιλαμβάνει τη σοσιαλιστική ανάπτυξη για την προσέγγιση της ανώτερης κομμουνιστικής βαθμίδας. Kατά το μακρόχρονο αυτό πέρασμα από την καπιταλιστική στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, με καθοδηγητική δύναμη το Kομμουνιστικό Kόμμα, αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση, στην πλήρη και ανεπίστρεπτη κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων, όχι βουλησιαρχικά αλλά στη βάση των νομοτελειών του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.

Eτσι, συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης - σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα - όχι μόνο στην περίοδο της σοσιαλιστικής θεμελίωσης, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Eίναι διαρκής πάλη, για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής και της μικροαστικής συνείδησης που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Eίναι αγώνας, για τη διαμόρφωση ανάλογης κοινωνικής συνείδησης και στάσης απέναντι στην άμεσα κοινωνική εργασία. Eπομένως, είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου, ως όργανο της ταξικής κυριαρχίας και ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο», για την εδραίωση της νέας εξουσίας, την υλοποίηση των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών, αλλά και κατά τη σοσιαλιστική ανάπτυξη μέχρι την ωρίμανσή της στην ανώτερη, κομμουνιστική βαθμίδα.

3. H σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Aρχικά, διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Στη συνέχεια, οι νέες σχέσεις επεκτείνονται και βαθαίνουν, αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις και ο νέος άνθρωπος σε ένα ανώτερο επίπεδο που κατοχυρώνει την ανεπίστρεπτη κυριαρχία τους, εφόσον έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παγκόσμια ή τουλάχιστον στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χώρες.

Στη σοσιαλιστική πορεία εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό. H οπισθοδρόμηση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην κοινωνική εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο στην Ιστορία της. Eίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια κι έξω στην Ιστορία. Tο πέρασμα από μια κατώτερη φάση ανάπτυξης σε μια ανώτερη δεν ήταν ευθύγραμμα ανοδική διαδικασία. Aυτό αποδεικνύει και η ίδια η ιστορία επικράτησης του καπιταλισμού.

4. Eίναι λαθεμένη η προσέγγιση, που υποστηρίζει την ύπαρξη «μεταβατικών κοινωνιών», με ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό, όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό. Στη βάση αυτής της θεώρησης ερμηνεύεται λαθεμένα η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Kίνα και το Bιετνάμ ως μεταβατική «πολυτομεακή κοινωνία».

Δεν παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου, η οποία, στη μαρξιστική βιβλιογραφία, εμφανίζεται με τον όρο «μεταβατική περίοδος», κατά την οποία η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των ανώριμων κομμουνιστικών (σοσιαλιστικών) σχέσεων, που μόλις ξεκινά η διαμόρφωσή τους, ενάντια στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί πλήρως. H ιστορική πείρα έδειξε ότι η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη. Στην EΣΣΔ, ολοκληρώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. H πάλη με τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βάσης οξύνονταν, λόγω της φεουδαρχικής και πατριαρχικής κληρονομιάς σε πρώην αποικίες της τσαρικής Pωσίας. O Λένιν σημείωνε ότι η έκταση, η διάρκεια και η φύση των μεταβατικών μέτρων εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό.3 Eπεσήμαινε, επίσης, ότι προκειμένου για χώρες με περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις.

H μεταβατική περίοδος δεν αυτονομείται από τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αφού σε αυτήν διαμορφώνεται η βάση για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας στην πρώτη της φάση.

Eίναι λάθος, επίσης, η άποψη που περιορίζει αποκλειστικά στη μεταβατική περίοδο κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις που έως ένα σημείο υπάρχουν και στην ανώριμη (σοσιαλιστική) φάση του κομμουνισμού (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού). H προσέγγιση αυτή αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό ως μια κοινωνία αταξική με μόνη διαφορά ως προς τον αναπτυγμένο κομμουνισμό τη διατήρηση της αντίθεσης χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Eτσι, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, στη σοσιαλιστική βαθμίδα συντελείται η απονέκρωση του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου. H άποψη αυτή απομακρύνεται από την ταξική προσέγγιση στο ζήτημα του κράτους, στο ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό. Yποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ως άποψη τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας, στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.

5. H διαμόρφωση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής ξεκινά με την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον Κεντρικό Σχεδιασμό, την κατανομή του εργατικού δυναμικού στους διάφορους κλάδους, τη σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, τη διαμόρφωση θεσμών εργατικού ελέγχου. Στη βάση αυτών των νέων οικονομικών σχέσεων αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς οι παραγωγικές δυνάμεις, ο άνθρωπος και τα μέσα παραγωγής, οργανώνεται η παραγωγή και όλη η κοινωνία. Eπιτυγχάνεται η σοσιαλιστική συσσώρευση, ένα νέο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.

Tο νέο επίπεδο κάνει δυνατή τη σταδιακή επέκταση των νέων σχέσεων στο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, που προηγούμενα δεν ήταν ώριμο να ενταχθεί στην άμεσα κοινωνική παραγωγή. Oλοένα και διευρύνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση κάθε διαφοράς στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων, στην άμεσα κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές υπηρεσίες, για τη συνεχή μείωση του υποχρεωτικού χρόνου εργασίας.

Eίναι λάθος η άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Eπίσης, λανθασμένη είναι η θέση ότι διαφοροποιείται η «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Oι θέσεις αυτές τείνουν να αμφισβητήσουν το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας.

H κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό, όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και κοινωνίας, πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Kομμουνιστικού Kόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο.

H πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, το πέρασμα στην ανώτερη βαθμίδα του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση των τάξεων. Γι' αυτό πρέπει να καταργηθεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία, αλλά κάθε ατομική και ομαδική ιδιοκτησία στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής, να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων της χειρωνακτικής και των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας, που αποτελεί μια από τις πιο βαθιές πηγές της κοινωνικής ανισότητας, να εξαλειφθούν οι εθνικές αντιθέσεις.4

Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοίχισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιτυγχάνει αρχικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί την παραπέρα «επαναστατικοποίηση» των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων, στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής τους σε κομμουνιστικές, μέσω της επαναστατικής πολιτικής. Oπως αποδείχθηκε και στην πράξη, η όποια καθυστέρηση, και πολύ περισσότερο η υποχώρηση, στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής. Στη βάση αυτή, οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη. Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην EΣΣΔ.

6. H ανάπτυξη του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική, είναι διαδικασία για την εξάλειψη της κατανομής του κοινωνικού προϊόντος με χρηματική μορφή. H κομμουνιστική παραγωγή - και στην ανώριμη βαθμίδα της - είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή: O καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή, δε διαμορφώνεται μέσω της αγοράς, τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα.

O καταμερισμός εργασίας στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής γίνεται με βάση το σχέδιο που οργανώνει την παραγωγή και προσδιορίζει τις αναλογίες της, με στόχο την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, την κατανομή των προϊόντων (αξιών χρήσης). Δηλαδή, είναι κεντρικά σχεδιασμένος καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας και εντάσσει άμεσα - όχι μέσω της αγοράς - την ατομική εργασία, ως μέρος, στη συνολική κοινωνική εργασία. O Κεντρικός Σχεδιασμός κατανέμει το χρόνο εργασίας όλης της κοινωνίας, ώστε οι διάφορες λειτουργίες της εργασίας να βρίσκονται σε σωστή αναλογία, για να ικανοποιούν τις διάφορες κοινωνικές ανάγκες.

O Kεντρικός Σχεδιασμός εκφράζει τη συνειδητή αποτύπωση αντικειμενικών αναλογιών της παραγωγής και κατανομής, καθώς και την προσπάθεια για την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Γι' αυτό το λόγο, δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής, που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Συμπεριλαμβάνει συνειδητή σχεδιασμένη επιλογή κινήτρων και στόχων στην παραγωγή και αποβλέπει στη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής). Oι νομοτέλειες του Kεντρικού Σχεδιασμού δεν ταυτίζονται με το κάθε φορά σχέδιο, στο οποίο θα πρέπει να αποτυπώνονται επιστημονικά αυτές οι αντικειμενικές αναλογίες.

Στα προβλήματα του Κεντρικού Σχεδιασμού υπάγεται το σύνθετο ζήτημα του προσδιορισμού των κοινωνικών αναγκών και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες, όπου ο καπιταλισμός διαμορφώνει μια στρεβλή συνείδηση γι' αυτές. Oι κοινωνικές ανάγκες προσδιορίζονται με βάση το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί τη δεδομένη ιστορική περίοδο. Oι ανάγκες, δηλαδή, πρέπει να κατανοούνται με την ιστορική τους έννοια, ότι μεταβάλλονται ανάλογα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Aντίστοιχα, θα πρέπει να εξελίσσεται και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται ο βασικός νόμος του κομμουνισμού, με στόχο να ξεπεραστούν οι ανεπάρκειες και οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κάλυψη των αναγκών.

7. Xαρακτηριστικό της πρώτης βαθμίδας των κομμουνιστικών σχέσεων είναι η κατανομή ενός μέρους των προϊόντων «ανάλογα με την εργασία». Γύρω από το «μέτρο» της εργασίας αναπτύχθηκε θεωρητική και πολιτική διαπάλη. H κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής «σύμφωνα με την εργασία» (που ως προς τη μορφή μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή)5είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κληρονομιάς. O νέος τρόπος παραγωγής δεν την έχει αποβάλει, γιατί δεν έχει ακόμα ανάλογα αναπτύξει την ανθρώπινη παραγωγική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στις αναγκαίες διαστάσεις με ευρύτατη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας. H παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιτρέπει ακόμα αποφασιστικά μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου, εξάλειψη των βαριών εργασιών και της εργασιακής μονομέρειας, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη του κοινωνικού καταναγκασμού προς εργασία.

H σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής σημαίνει και σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. H κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν μπορεί να γίνεται μέσω της αγοράς, στη βάση νομοτελειών και κατηγοριών της εμπορευματικής ανταλλαγής. Σύμφωνα με τον Mαρξ, ο τρόπος της κατανομής θα αλλάζει όταν αλλάζει ο ιδιαίτερος τρόπος του ίδιου του κοινωνικού παραγωγικού οργανισμού και το αντίστοιχο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγών6(δηλαδή, άλλο το επίπεδό τους στην EΣΣΔ τη δεκαετία του 1930 και άλλο στην EΣΣΔ της δεκαετίας του 1950, του 1960).

O μαρξισμός προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο εργασίας ως το μέτρο της ατομικής συμμετοχής του παραγωγού στην κοινή εργασία. Eπομένως, ο χρόνος εργασίας προσδιορίζεται και ως μέτρο του μέρους που του αναλογεί από το προϊόν που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση και διανέμεται ανάλογα με την εργασία.7Eνα άλλο μέρος (Παιδεία, Υγεία, φάρμακα, θέρμανση κ.λπ.) ήδη διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες. O «χρόνος εργασίας»8στο σοσιαλισμό δεν είναι ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» που αποτελεί μέτρο της αξίας για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων στην εμπορευματική παραγωγή. O «χρόνος εργασίας» είναι το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος. Aναφέρεται χαρακτηριστικά στο «Kεφάλαιο»: «Στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση. H κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Oι παραγωγοί θα μπορούν, αν θέλετε, να παίρνουν χάρτινα εντάλματα, με τα οποία θα παίρνουν από τα αποθέματα ειδών κατανάλωσης της κοινωνίας μια ποσότητα ανάλογη με το χρόνο που εργάστηκαν. Tα εντάλματα αυτά δεν είναι χρήμα. Δεν κυκλοφορούν».9

H πρόσβαση στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται «ανάλογα με την εργασία» καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς να διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι. Mέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κ.λπ., ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κ.λπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.

H σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής θα πρέπει να απελευθερώνει όλο και περισσότερο χρόνο από την εργασία, ο οποίος θα αξιοποιείται για το ανέβασμα του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου του εργάτη, για τη συμμετοχή του στην άσκηση των καθηκόντων εξουσίας και διεύθυνσης της παραγωγής κ.λπ. H ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, ως παραγωγικής δύναμης, στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων (μεταξύ αυτών και η κομμουνιστική στάση στην άμεσα κοινωνική εργασία) είναι σχέση αμφίδρομη. Aνάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της.

H ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού και η επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς κάνει σταδιακά περιττό το χρήμα, αφαιρώντας το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας.

8. Mέσω των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ανταλλάσσεται το προϊόν της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από την αγροτική, με το προϊόν της σοσιαλιστικής. H συνεταιριστική παραγωγή υπάγεται σ' ένα βαθμό στον Κεντρικό Σχεδιασμό, ο οποίος καθορίζει το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στο κράτος και την κρατική τιμή, ανώτατες τιμές για το μέρος της παραγωγής που διατίθεται στη συνεταιριστική αγορά.

H κατεύθυνση της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, είναι: H συνένωση των αγροτών - παραγωγών στην κοινή χρήση μεγάλης έκτασης γης, για την παραγωγή κοινωνικού προϊόντος, με σύγχρονη μηχανοποίηση και άλλα μέσα της επιστημονικοτεχνικής προόδου, που παρέχονται από το σοσιαλιστικό κράτος και ανήκουν σε αυτό, για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. H δημιουργία ισχυρών υποδομών για τη διαφύλαξη του προϊόντος από τις απρόβλεπτες καιρικές μεταβολές. H υπαγωγή της άμεσα κοινωνικής εργασίας για την παραγωγή της αγροτικής πρώτης ύλης και της βιομηχανικής επεξεργασίας της σε ενιαίους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Aυτή η κατεύθυνση υπηρετεί τη μετατροπή όλης της αγροτικής παραγωγής σε μέρος της άμεσα κοινωνικής παραγωγής.

3. B. I. Λένιν, «Aπαντα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τόμος 43, σελ. 57 και σελ. 79, τόμος 44, σελ. 191 - 200.

4. B. I. Λένιν, «Aπαντα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τ. 39. σελ. 15.

5. K. Mαρξ, «Kριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή» σελ. 22.

6. K. Mαρξ, «Tο Kεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τόμος 1, σελ. 91 - 92.

7. K. Mαρξ, «Kριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», σελ. 21, 22, 23 και Φρ. Eνγκελς, «Aντι-Nτύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 2006, σελ. 328 - 329 - 330.

8. K. Mαρξ, «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 91 - 92. Ο «χρόνος», ως μέτρο της εργασίας στη σοσιαλιστική παραγωγή, πρέπει να αντιμετωπίζεται «μόνο σαν παραλληλισμός με την εμπορευματική παραγωγή».

Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ*

Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ο Κ. Μαρξ στην αρχή του έργου του «Το Κεφάλαιο», μελετώντας το «εμπόρευμα», έκανε την εξής διαπίστωση: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι' αυτό, η έρευνα μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος»1.

Εμπορεύματα είναι τα προϊόντα που παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή. Η εμφάνιση των εμπορευμάτων είναι ιστορικό φαινόμενο. Ξεκίνησε με τη λίγο πολύ τυχαία ανταλλαγή προϊόντων που «περίσσευαν», ενώ στη συνέχεια άρχισε η παραγωγή προϊόντων για την ανταλλαγή, δηλαδή η εμπορευματική παραγωγή που τη χαρακτηρίζουμε ως απλή σε διάκριση από την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.

Η διαδικασία της ανταλλαγής εξελίχθηκε ιστορικά από τις πιο απλές σε πιο σύνθετες μορφές. Στην αρχή, η ανταλλαγή γινόταν άμεσα με προϊόντα, π.χ. ο παραγωγός σιτηρών αντάλλασσε σιτηρά με τσεκούρια, με αλέτρι και ό,τι άλλο του χρειαζόταν. Στη συνέχεια, η ανταλλαγή αναπτύχθηκε και εμφανίστηκε η ανταλλαγή με τη μεσολάβηση ενός εμπορεύματος (γενικό ισοδύναμο), με το οποίο συγκρίνονταν όλα τα εμπορεύματα και έπαιζε το ρόλο του μέσου ανταλλαγής. Το ρόλο αυτό έπαιζαν αρχικά διαφορετικά εμπορεύματα (π.χ. ζώα). Στη συνέχεια, το μέσο ανταλλαγής λειτούργησε καθαρά ως μέσο πληρωμών και αποθησαύρισης, χρήμα. Για το ρόλο του χρήματος ήταν πιο κατάλληλα από φυσική άποψη (δε φθείρονται εύκολα κλπ.) τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, αργυρός). Ετσι έγινε δυνατή η χρονική απόσταση ανάμεσα στην πώληση του ενός προϊόντος και την αγορά του άλλου. Ο Λένιν χαρακτήρισε επιγραμματικά την εμπορευματική παραγωγή σαν «παραγωγή απομονωμένων μεταξύ τους παραγωγών, που συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω της αγοράς»2.

Η ουσία και τα κύρια χαρακτηριστικά της εμπορευματικής παραγωγής είναι: ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το ξεχώρισμα (αυτοτέλεια, απομόνωση) των παραγωγών, η μετατροπή των προϊόντων εργασίας σε εμπορεύματα, η σύνδεση των παραγωγών μέσω της αγοράς.

Στους παλιότερους τρόπους παραγωγής (δουλοκτητικό και φεουδαρχικό) υπήρχε αλλά δεν κυριαρχούσε η παραγωγή με σκοπό την ανταλλαγή. Το εμπόριο και η αγορά είχαν πιο περιορισμένη έκταση.

Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κυριαρχούσε η φυσική μορφή παραγωγής, η παραγωγή γινόταν με σκοπό την άμεση κατανάλωση στο πλαίσιο του νοικοκυριού που παρήγαγε ή του ιδιοκτήτη (δουλοκτήτη, φεουδάρχη) στον οποίο υπαγόταν. Τα βασικά μέσα επιβίωσης (τρόφιμα, ένδυση κ.λπ.) παράγονταν στo πλαίσιο του ατομικού αγροτικού φεουδαρχικού ή δουλοκτητικού νοικοκυριού.

Η εμπορευματική παραγωγή έγινε κυρίαρχη σε ένα ανώτερο στάδιο ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας όταν είχε βαθύνει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, όταν είχε επιτευχθεί ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όταν η ίδια η εργατική δύναμη αποσπάστηκε από τα μέσα παραγωγής που κατείχε και έγινε εμπόρευμα (πώλησή της στον κατέχοντα μέσα παραγωγής), δηλαδή στις συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Ποτέ οι διαστάσεις της εμπορευματικής παραγωγής στο διάβα των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο στην εποχή του καπιταλισμού.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Οπως σημειώσαμε προηγούμενα, εμπόρευμα είναι το προϊόν της εργασίας που παράγεται για την ανταλλαγή. Αν εξετάσουμε το εμπόρευμα στη μορφή που παρουσιάζεται στη διαδικασία της ανταλλαγής, διακρίνουμε δύο ιδιότητες: Την αξία χρήσης και την αξία.

α) Η αξία χρήσης.

Το εμπόρευμα ικανοποιεί ορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Αυτή η ιδιότητά του λέγεται αξία χρήσης. Οι αξίες χρήσης αποτελούν το υλικό περιεχόμενο του πλούτου σε κάθε κοινωνία - τρόπο παραγωγής. Ορισμένες αξίες χρήσης τις παίρνουμε από τη φύση σε έτοιμη μορφή και δεν αποτελούν προϊόντα ανθρώπινης εργασίας (π.χ. αέρας). Ο βασικός όμως όγκος των αξιών χρήσης είναι προϊόν εργασίας.

Το προϊόν της εργασίας για να γίνει εμπόρευμα πρέπει να παράγεται για την ικανοποίηση των αναγκών όχι των ίδιων των παραγωγών, αλλά άλλων μελών της κοινωνίας, πρέπει να αποτελεί μια κοινωνική αξία χρήσης.

β) Η αξία και η μορφή εμφάνισης τής, η ανταλλακτική αξία.

Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης είναι ο υλικός φορέας μιας κοινωνικής ιδιότητας: της ανταλλακτικής αξίας, δηλαδή το εμπόρευμα ανταλλάσσεται σε ορισμένες αναλογίες με άλλα εμπορεύματα π.χ. 1 σακάκι = 1.000 καρφιά.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνονται μεταξύ τους διάφορα εμπορεύματα, που έχουν τις πιο διαφορετικές ιδιότητες και ικανοποιούν όχι συγκρίσιμες μεταξύ τους ανάγκες;

Το κοινό στοιχείο που τα κάνει συγκρίσιμα είναι η εργασία, το γεγονός ότι όλα τα εμπορεύματα είναι προϊόντα ανθρώπινης εργασίας.

Η αξία είναι η υλοποιημένη (ενσωματωμένη) στο εμπόρευμα εργασία. Μέτρο της εργασίας και επομένως μέτρο της αξίας είναι ο χρόνος εργασίας.

Η αξία εμφανίζεται με τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας. Δηλαδή, η αξία εμφανίζεται μόνο ως αναλογία στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων και όχι άμεσα ως ποσότητα χρόνου εργασίας. Π.χ. στην ανταλλαγή 1 σακάκι = 1.000 καρφιά σημαίνει ότι για το 1 σακάκι έχει δαπανηθεί τόσος χρόνος εργασίας όσος για 1.000 καρφιά, χωρίς να γνωρίζουμε πόσος είναι αυτός ο δαπανημένος χρόνος εργασίας. Να προσεχθεί το εξής: Οταν λέμε ότι ο χρόνος εργασίας προσδιορίζει την αξία του εμπορεύματος, δε σημαίνει ότι π.χ. το προϊόν ενός αργού ράφτη είναι μεγαλύτερης αξίας από του γρήγορου ράφτη, γιατί μιλώντας για χρόνο εργασίας δεν εννοούμε τον ατομικό χρόνο εργασίας που δαπανά ο παραγωγός, αλλά τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Ως τέτοιος προσδιορίζεται ο χρόνος που απαιτείται για την παραγωγή του δοσμένου εμπορεύματος με το μέσο -σε μια κοινωνία- επίπεδο επιδεξιότητας και εντατικότητας της εργασίας (είναι οι συνθήκες όπου παράγεται η βασική μάζα του εμπορεύματος). Διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για χρόνο που απαιτείται τη στιγμή της ανταλλαγής και όχι αυτόν που απαιτείται όταν παράγεται το εμπόρευμα. Ο χρόνος αυτός μπορεί να έχει μειωθεί ή αυξηθεί αν έχει αυξηθεί ή μειωθεί αντίστοιχα το μέσο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας.

γ) Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας. Συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία.

Εδώ προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα: Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους τόσο διαφορετικά ποιοτικές εργασίες, όπως του σιδηρουργού, της υφάντρας κ.ο.κ.;

Η σύγκριση μπορεί να γίνει γιατί η εργασία που παράγει εμπορεύματα έχει διπλό χαρακτήρα:

Από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία που καταναλώθηκε για τη διαμόρφωση μιας αξίας χρήσης, δηλαδή εργασία συγκεκριμένης μορφής, ειδικότητας, π.χ. του ράφτη, του ξυλουργού, του γεωργού κ.ο.κ.

Από την άλλη, είναι ανθρώπινη εργασία γενικά, κατανάλωση ανθρώπινης εργατικής δύναμης, αφηρημένη εργασία (έχει «αφαιρεθεί» κάθε συγκεκριμένος προσδιορισμός, ειδικότητα). Η αφηρημένη εργασία διαμορφώνει την αξία των εμπορευμάτων που είναι συγκρίσιμα ως υλοποίηση όμοιας -αφηρημένης- ανθρώπινης εργασίας, που έχει μόνο ποσοτικό προσδιορισμό το χρόνο εργασίας.

Υπογραμμίζουμε το εξής: Η ιδιότητα της εργασίας να δημιουργεί αξία δεν είναι ιδιότητα φυσική, αλλά κοινωνική. Αν δεν υπάρχει εμπορευματική παραγωγή δεν υπάρχει αξία. Κι όπου λείπει η αξία δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία. Συνεπώς, η αφηρημένη εργασία είναι μια ειδική οικονομική κατηγορία της εμπορευματικής παραγωγής που αντανακλά συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής.

Ο Μαρξ αποκάλυψε για πρώτη φορά το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα και που εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα στον ατομικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, που χαρακτηρίζει την εμπορευματική παραγωγή. Από την μια, ο παραγωγός είναι ιδιώτης ανεξάρτητος παραγωγός (επιχείρηση), ο οποίος παράγει προς ίδιον όφελος και, από την άλλη, το προϊόν του προορίζεται να ικανοποιήσει ανάγκες άλλων, της κοινωνίας. Το προϊόν του είναι εμπόρευμα και αποδείχνει την κοινωνική του χρησιμότητα μόνο στην αγορά και μέσω της αγοράς.

δ) Ο νόμος της αξίας.

Η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ανταλλαγή ισοδύναμων, ανταλλαγή ίσων ποσοτήτων κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας. Ετσι -σε τελευταία ανάλυση- ρυθμίζονται οι αναλογίες, στις οποίες ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα. Αυτός είναι ο νόμος της αξίας, ο οποίος δρα πάντα όπου τα προϊόντα της εργασίας παίρνουν εμπορευματική μορφή.

Η ανταλλαγή ισοδυνάμων δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση ανταλλαγής, αλλά ως μέσος όρος σε μακρόχρονες σχετικά περιόδους. Ο νόμος πραγματοποιείται μέσω των διακυμάνσεων των τιμών (χρηματική έκφραση της αξίας) πάνω και κάτω από την αξία.

Ο νόμος της αξίας είναι ο αυθόρμητος «ρυθμιστής» των αναλογιών μεταξύ των κλάδων στην εμπορευματική παραγωγή. Αυτό γίνεται γιατί η διακύμανση των τιμών πάνω - κάτω από την αξία (ανάλογα με την προσφορά - ζήτηση) προκαλεί μετακινήσεις εργασίας από τον ένα κλάδο στον άλλο.

Στον καπιταλισμό το εμπόρευμα περιέχει στην αξία του -ως μέρος της- την υπεραξία, δηλαδή το απλήρωτο μέρος της εργασίας του εργάτη. Ο Μαρξ τόνιζε ότι η παραγωγή υπεραξίας ή κέρδους είναι ο απόλυτος νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως, καθορίζει όλη την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας. Ετσι ο νόμος της αξίας ισχύει στον καπιταλισμό -που είναι εμπορευματική οικονομία- εμφανίζεται όμως με τροποποιημένη μορφή, γιατί οι αξίες «μετασχηματίζονται» σε τιμές παραγωγής που είναι παραλλαγμένη μορφή της αξίας. Η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος είναι έξω από την αποστολή του παρόντος κειμένου.

Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης. Η κοινωνικοποιημένη εργασία, όταν υπάρχει κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κεντρικός σχεδιασμός, γίνεται άμεσα κοινωνική, που σημαίνει ότι δεν επιβεβαιώνει την κοινωνική χρησιμότητά της μέσω της αγοράς, αλλά εκ των προτέρων υπολογίζονται οι κοινωνικές ανάγκες, με βάση αυτές σχεδιάζεται η κατανομή της εργασίας στους διάφορους τομείς της κοινωνικής παραγωγής και εντάσσονται ανάλογα και οι ατομικές εργατικές δυνάμεις.

Σκοπός της κομμουνιστικής παραγωγής και βασικός οικονομικός νόμος είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σε ολοένα ανώτερο επίπεδο. Πραγματοποιείται με τον κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο.

Ο αναγκαίος για να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες χρόνος εργασίας για το σύνολο των προϊόντων ή για το προϊόν ενός κλάδου ή για τη μονάδα του προϊόντος δεν είναι ταυτόσημη σχέση με τον «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας» που ισχύει για την ανταλλαγή ισοδυνάμων (νόμος της αξίας). Μόνο φαινομενική είναι η ομοιότητά του, γιατί στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής η δαπάνη εργατικής δύναμης (η κατανομή των εργαζομένων σε κλάδους και επιχειρήσεις κ.λπ.) είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένη με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Ετσι, το προϊόν δεν παίρνει τη μορφή εμπορεύματος, η παραγωγή δεν είναι εμπορευματική, τα προϊόντα δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή τους, κατά συνέπεια στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής δεν έχει ισχύ ο νόμος της αξίας.

«Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ ως αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας»3.

Ο κεντρικός σχεδιασμός είναι νομοτέλεια της κομμουνιστικής παραγωγής, είναι κοινωνική σχέση με την έννοια ότι εκφράζει τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, θέτοντας τους στόχους της παραγωγής, κατανέμει υλικά μέσα και εργατική δύναμη, συσχετίζει τους κλάδους της παραγωγής και καθορίζει τις αναλογίες μεταξύ τους, προγραμματίζει την παραγωγή μέσων παραγωγής και την εκπαίδευση και εξειδίκευση της εργατικής δύναμης, προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της διευρυμένης αναλογικής ανάπτυξης. Ομως, ούτε η κατανομή των μέσων παραγωγής, ούτε η κατανομή της εργατικής δύναμης γίνεται μέσω της αγοράς. Επομένως και η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος διέπεται από το βασικό οικονομικό νόμο του (διευρυνόμενη κοινωνική ευημερία) και τις σχέσεις της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού και του εργατικού ελέγχου κι όχι από ξένους προς αυτόν.

Στην κατώτερη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, στο σοσιαλισμό, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων - και κατά συνέπεια της συνείδησης - επιβάλλει το νόμο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με την εργασία του».

Το μέτρο της εργασίας δεν μπορεί να είναι άλλο από το χρόνο εργασίας, δηλαδή το χρόνο με τον οποίο συμβάλλει ο καθένας ατομικά στη διαμόρφωση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος στο πλαίσιο της κοινωνικής παραγωγής.

Η χρηματική αμοιβή της εργασίας («μισθός») δεν αντιπροσωπεύει την αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώθηκε, αφού η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα, αλλά είναι μορφή με την οποία η κοινωνία - στη βάση σχεδίου - επιστρέφει ατομικά στον εργαζόμενο ένα μέρος από αυτό που της προσέφερε, ρυθμίζοντας την πρόσβαση και για ορισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε περιορισμένη ποσότητα. Ομως, από την αρχή ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών αναγκών ικανοποιείται ανάλογα με τις ανάγκες με δωρεάν δημόσια παροχή (π.χ. παιδεία, φροντίδα υγείας κ.ά.).

Οπως επιβεβαιώθηκε και από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, στον ανώριμο κομμουνισμό, το σοσιαλισμό, ο νόμος της αξίας έχει ισχύ στο βαθμό που παραμένουν μορφές της εμπορευματικής παραγωγής, είτε ατομικής είτε ομαδικής (συνεταιριστικής), αλλά χωρίς εκμετάλλευση ξένης εργασίας. Στο βαθμό δηλαδή που δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί όλα τα μέσα παραγωγής, αλλά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας (π.χ. στην ΕΣΣΔ ατομικά αγροκτήματα και συνεταιρισμοί), εξαιτίας ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Τα προϊόντα αυτών των μορφών είναι εμπορεύματα και ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα με τα προϊόντα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής με βάση το νόμο της αξίας, που όμως η λειτουργία του περιορίζεται από τη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού, ο οποίος καθορίζει πλάνα παραγωγής και τιμές για τα συνεταιριστικά προϊόντα και με άλλους οικονομικούς μοχλούς (π.χ. φόρους). Η ατομική και η συνεταιριστική παραγωγή είναι υποταγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και στον κεντρικό σχεδιασμό. Ο νόμος της αξίας δεν είναι ρυθμιστής των αναλογιών στη σοσιαλιστική οικονομία. Δεν εναρμονίζεται με το νέο τρόπο παραγωγής, δεν αποτελεί νόμο του. Είναι στοιχείο ξένο προς αυτόν, είναι σε αντίφαση με τον κεντρικό σχεδιασμό και την κοινωνική ιδιοκτησία. Αυτή η αντίφαση πρέπει να ξεπεραστεί με τη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Δηλαδή, στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού κάθε μορφής ατομική και ομαδική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της παραγωγής πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Επίσης, στο σοσιαλισμό ο νόμος της αξίας διέπει τις ανταλλαγές προϊόντων (εμπορευμάτων) μεταξύ της σοσιαλιστικής κοινωνίας και των καπιταλιστικών κοινωνιών (τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε ως ξεχωριστούς εμπορευματοπαραγωγούς). Η εξάλειψη αυτού του φαινομένου θα έρθει ως αποτέλεσμα εξάλειψης των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κοινωνιών, με την ανατροπή του καπιταλισμού στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες και με τη διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ διαφορετικών σοσιαλιστικών κρατών στη βάση της αλληλοβοήθειας και του σχεδιασμού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η «αγορά», η εμπορευματική παραγωγή, είναι ιστορικό φαινόμενο. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο διάβα της ανθρώπινης Ιστορίας και τελικά κυριάρχησε στον καπιταλισμό όταν έγινε εμπόρευμα και η εργατική δύναμη. Δε θα υπάρχει αιώνια. Η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η ανάπτυξη και πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής θα οδηγήσουν την ανταλλαγή και την αγορά στο τέλος της.

Η αγορά δεν είναι ένας «οικονομικός μηχανισμός» ανεξάρτητος από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά συνδέεται με την ύπαρξη εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής γενικά και των καπιταλιστικών σχέσεων ειδικότερα. Στον καπιταλισμό οι σχέσεις κατανομής που πραγματοποιούνται μέσω της αγοράς καθορίζονται από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές - εκμεταλλευτικές - σχέσεις παραγωγής. Δηλαδή, από το γεγονός ότι οι άμεσοι παραγωγοί που δεν είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και συνεπώς ούτε των προϊόντων της παραγωγής, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους πρέπει να αγοράζουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν με την πώληση της εργατικής τους δύναμης. Η δυνατότητα πρόσβασης των άμεσων παραγωγών στα προϊόντα που παράγουν (και προορίζονται για πώληση) καθορίζεται από το μισθό τους, από το πόσο δηλαδή πούλησαν την εργατική τους δύναμη.

Η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ απέδειξε στην πράξη την ιστορική δυνατότητα να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: Από παραγωγή με σκοπό την κερδοφορία των καπιταλιστών σε παραγωγή με σκοπό την ικανοποίηση των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Μέσω του κεντρικού σχεδιασμού έγινε κατορθωτό να ικανοποιηθούν μαζικά μια σειρά βασικές ανάγκες των εργαζομένων: Εξασφαλίστηκε η δωρεάν ή η πολύ φτηνή παροχή μιας σειράς υπηρεσιών, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (εφαρμογή τεχνολογικών επιτευγμάτων, εκπαίδευση και ειδίκευση εργατικού δυναμικού κ.λπ.) σε σχέση με το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Προβλήματα υποκειμενισμού στο εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού δεν ακυρώνουν την αναγκαιότητα και τη δυναμική του στη διευρυμένη κοινωνική ευημερία.

Ιστορικά αποδείχθηκε ότι η προσπάθεια αξιοποίησης των νομοτελειών της «αγοράς», της εμπορευματικής παραγωγής ως «συστατικών στοιχείων» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης οδήγησε στο αδυνάτισμα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής. Ενίσχυσε τις επιβιώσεις ή αναβίωσε στοιχεία του παλιότερου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και εξέθρεψε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Η αντεπαναστατική εξέλιξη και η ανατροπή του σοσιαλισμού δεν αποδεικνύει την ανωτερότητα της αγοράς σε σχέση με τον κεντρικό σχεδιασμό. Το αντίθετο, ήρθε ως αποτέλεσμα της παραβίασης των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ήρθε ως αποτέλεσμα υποχώρησης από την προσπάθεια για παραπέρα επέκταση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών - ανώριμων κομμουνιστικών - σχέσεων παραγωγής, για την πλήρη κυριαρχία τους. Η αντεπαναστατική εξέλιξη και ανατροπή του σοσιαλισμού ήρθε ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης του κεντρικού σχεδιασμού, της παραβίασης των αντικειμενικών αναλογιών που θα πρέπει να αντανακλώνται στο κάθε σχέδιο. Στα αντεπαναστατικά γεγονότα συντέλεσε ακριβώς το γεγονός της υιοθέτησης των κριτηρίων της αγοράς ως κριτηρίων και στοιχείων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Στις σημερινές συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού βαθαίνει και οξύνεται σε πρωτοφανείς διαστάσεις η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής. Η αντίφαση αυτή εκδηλώνεται με πολλές μορφές και τρόπους στις δυσαναλογίες που εμφανίζονται στην παραγωγή ανάμεσα σε διάφορους κλάδους, στα φαινόμενα κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας που ούτε η αγορά ούτε όμως και τα διάφορα μείγματα διαχείρισης και της λεγόμενης «ρύθμισης της αγοράς» μπορούν να τα αντιμετωπίσουν. Τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα είναι εκδήλωση των παραπάνω αντιφάσεων και επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα και ρεαλιστικότητα του σοσιαλισμού.

* Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 49.

2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 1, σελ. 425.

3. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 21.

9. K. Mαρξ, «Tο Kεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τ. 2, σελ. 357.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ