Κυριακή 11 Νοέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ενα φωτεινό παράδειγμα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ηταν ένα κυριακάτικο ωραίο φθινοπωρινό δειλινό του περασμένου Νοέμβρη. Αραιά αραιά συννεφάκια εμπόδιζαν την ασθενή επίδραση του ηλιακού φωτός πάνω στην υγρή πλάση. Καμιά χαδιάρικη χρυσή ακτίνα ξεφεύγει για λίγες στιγμές ανάμεσα από τα φευγαλέα σύννεφα και ρίχνεται σα διαμάντι πάνω στα τζάμια των παραθύρων. Ο ήλιος αργά ρυθμικά χαιρετά μ' ένα μελάγχολο χαμόγελο τη γη προχωρώντας ν' αναπαυθεί στα παραμυθένια του παλάτια που κρύβονται πίσω απ' το θολερό ορίζοντα. Την ώρα αυτή η ανθρωποθάλασσα πλημμυρίζει τους δρόμους των πόλεων. Καθένας φλυαρώντας με τη συντροφιά του σκέφτεται πώς και πού θα περάσει το κυριακάτικο αυτό φθινοπωρινό βράδυ. Προχωρώ μ' έναν παλαιό οικογενειακό μου φίλο στην οδό Σμύρνης στη Νίκαια. Εξω από τις πόρτες μερικών σπιτιών κάθονται στις καρέκλες τους μερικά άτομα σιγοκουτσομπολεύοντας τους περαστικούς. Σε μια άλλη πόρτα τρεις - τέσσερις γυναικούλες φλυαρούν κι αυτές το κάθε παράξενο που βλέπουν, ακολουθώντας το αιώνιο χαρακτηριστικό του φύλου τους.

Πλάι στο πεζοδρόμιο περπατεί με ακαθόριστα βήματα προς την κατεύθυνσή μας ένα παιδάκι. Είναι ένα αγόρι ως δεκαπέντε ετών σχεδόν μισόγυμνο. Μια κουρελιασμένη αθλητική φανελίτσα εις τη ρυτιδωμένη του σάρκα ως το βραχίονα κι ένα χωνεμένο παντελόνι, ακατάστατο αποτελούν τη γιορτινή του φορεσιά.

Ξυπόλυτο τελείως και τα μαλλιά ανασηκωμένα δείχνουν ένα λυπητερό φαινόμενο, ένα έρμαιο της τύχης. Στο δεξί του χέρι κρατά κάτι που τραβά την προσοχή των ανθρώπων. Είναι ένα κλουβάκι μικρό με έξι πουλάκια. Αλαλα ακολουθούν κι αυτά μ' αυτόν που τα εξουσιάζει το δρόμο του Γολγοθά. Κάπου κάπου ένα φτερούγισμα ταράζει το ρισματόπλεκτο και κυνικό δεσμωτήριο και απ' ένα λυπητερό επικλητικό μα-μά - πάω - τρι-τρι αφήνει το κάθε πουλάκι να ξεφύγει στην ατμόσφαιρα για να το φέρει ο αέρας εις τα αυτιά του λυτρωτή. Το πέρασμα του μικρού δεσμώτη δεν έμεινε απαρατήρητο από τη γυναικεία παρέα που πόζαρε επιδεικτικά από τη θέση της. Το κάλεσαν κοντά τους γιατί βρήκαν κάποια ευκαιρία ν' ασχοληθούν περισσότερο στη συζήτηση. Μια μεγάλη σειρά ερωτήσεων ήταν κιόλας έτοιμη και μπήκε σε εφαρμογή. Α! μικρέ πού βρήκες αυτό το κλουβί; Πόσα πουλάκια είναι μέσα; Τα πουλάς; Πού τα πηγαίνεις; Δυο τρεις περίεργοι ακόμη πλησίασαν για την ειλικρίνεια. Κι εγώ δεν αποτέλεσα σ' αυτό εξαίρεση μαζί με το φίλο μου. Επάνω στη συζήτηση φάνηκε να πλησιάζει κι ένας γέρος. Είναι άνθρωπος με ευγενικά χαρακτηριστικά και στο πρόσωπό του αντικρίζει κανείς μια θετικότητα ζωντανή να περιβάλλει το χαρακτήρα του. Στο κατάλευκο κεφάλι φορά μια καινούρια τραγιάσκα. Η φορεσιά του από λεπτό κλώστινο ύφασμα ήταν κι αυτή καινούρια και ένα μαύρο ζωνάρι τυλιγόταν στη μέση του πλατύ.

Πλησίασε τον κύκλο σιγά σιγά, σπρώχνοντας τους άλλους έφθασε ως τη μέση κοντά στο παιδί.

Πόσο συγκινούμαι, όταν θυμηθώ εκείνη τη στιγμή!

Πόσο αξίζει το αυθόρμητο αγαθό αίσθημα, που βρίσκεται κλεισμένο στη φθαρτή ανθρώπινη σάρκα! Είναι κάτι το σπάνιο, μοναδικό ίσως ή κάποιο γέννημα που προήλθε από όμοιο πάθημα.

Χωρίς μεγάλη αργοπορία, πιάνει με τη ροζιάρικη παλάμη του το μπράτσο του μικρού και το ρωτά: Ε, τα πουλάς; Ναι, του απαντά ψύχραιμα ο μικρός τυχοδιώκτης. Ενα δεκάρικο το ζευγάρι. Βλέπω το γέρο βιαστικά βιαστικά να βγάζει από το παλιό πορτοφόλι του δέκα χιλιάδες και να τις δίνει στο μικρό. Αυτό πάλι με τη σχετική προφύλαξη ανοίγει την πορτούλα της μικρής φυλακής και πιάνει με το σκελετωμένο του χέρι δυο από τους σκλάβους τους. Τα παίρνει ο γέρος στη μεγάλη του φούχτα και τα κοιτάζει ανάσκελα. Τα καημένα σπουργιτάκια φτερουγίζουν επίμονα, λες προαισθανόντουσαν ένα κάτι. Ο γέρος κάνει το σημείο του σταυρού, ενώ δυο δάκρυα υγραίνουν απαλά το πλατύ του πρόσωπο που τα σπρώχνει ένας βαθύς κατάβαθος αναστεναγμός σα θεϊκή ανακούφιση. Τα φέρνει ως το στόμα και τα φιλά. Επειτα με μια ανάλαφρη σαν παιδική κίνηση, που τη συνόδευε μια αγνή ιερή φράση, είπε: «Αντε! κι η Παναγιά μαζί σας». Δάκρυσα, ένιωσα τον εαυτό μου πολύ μικρό, πολύ ταπεινωμένο, πολύ τιποτένιο μπρος στη μεγάλη αυτή πράξη. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Με ακόμη ένα δεκάρικο ο αλησμόνητος γέρος έστειλε στο χρυσαφένιο κάμπο της ελεύθερης ζωής με τον ίδιο τρόπο όχι όμως τώρα δύο άλλα τρία από τα περίλυπα εκείνα δημιουργήματα. Εμεινε ένα. Ο μικρός ξεκίνησε να φύγει. Η δουλιά του έγινε. Εμεινε ικανοποιημένος κι αυτό το έδειχνε το σαρκαστικό του γέλιο. Αλλά η ισχύς της ελευθερίας θέλει να αγκαλιάσει και τον τελευταίο σκλάβο. Ο γέρος εμποδίζει τον μικρό να ξεκινήσει. Το πλήθος μένει βουβό. Παρακολουθεί με ζωηρό ενδιαφέρον την όλη συμπεριφορά των δύο αντιπάλων. Περιμένει το αποτέλεσμα, που δεν αργεί να φανεί. Ο μικρός ανθίσταται. Ο γέρος επιμένει. Οσα λεφτά θέλεις θα σου τα δώσω, του απαντά αγανακτισμένος. Δεν το πουλώ αυτό, αποκρίνεται ο μικρός με πείσμα. Η φράση αυτή έκρυβε πάρα πολλά για το μικρό.

Το παρελθόν του έκρυβε τόσα πολλά, που αξίζει να χαράξει κανείς δυο γραμμές γι' αυτά. Ο μικρός είναι ορφανός, πεντάρφανος. Κανένα χέρι ευγενικό δεν απλώθηκε ποτέ πάνω του. Κανένας λόγος παρήγορος δε βρέθηκε να του σκορπίσει λίγη ευαισθησία μέσα στη σκληρή εκείνη καρδιά του, ούτε η ευεργεσία των ιδικών του, ούτε της πολιτείας. Γι' αυτό δεν άργησε να δημιουργηθεί ένα σωματικό και ψυχικό ερείπιο, ένα βλαστάρι ακόμη της ζωής, ένα άτομο που από τα ανοιξιάτικα ακόμη χρόνια του άρχισε να ζει με συντροφιά την απονιά και τη σκληρότητα. Σχολείο δεν άνοιξε γι' αυτόν να τον διδάξει, ούτε καμπάνα εκκλησιάς σκόρπισε στα πεπυρωμένα σωθικά του τη γαλήνη του Χριστού. Γι' αυτό δίκαια μπορεί να ονομαστεί της κοινωνίας απόκληρος. Τώρα, δε γνωρίζω πώς βρήκε ένα μέσο που του χάρισε μόνο για το σήμερα λίγη ικανοποίηση, λίγη προστασία, ένα κλουβί, λίγα ψίχουλα ή λίγοι σπόροι είναι τα μόνα μέσα που του δώρισαν αυτά τα δυο πράγματα που γι' αυτόν είναι ισοδύναμα με παραδείσους. Βγαίνει μακριά από την πόλη στο κατάλληλο μέρος, ρίχνει μερικά δολώματα. Ενα πουλάκι που το έχει στο κλουβί αρχίζει να κελαηδεί το απατηλό τρι-τρι. Τα γύρω πουλάκια, ακούγοντας τη γλώσσα τους, πλησιάζουν αμέριμνα κι αθώα τη σκλαβιά. Με ένα πανί τα σκεπάζει ξαφνικά, τα πιάνει και ίσα στο δουλεμπόριο. Σήμερα, η αγορά στήνεται στην οδό Σμύρνης, εκεί που θορυβούν τώρα με τον γενναιόφρονα και φιλελεύθερο γέρο. Να γιατί, λοιπόν, δε θέλει να πουλήσει το τελευταίο, γιατί είναι δόλωμα. Ο γέρος δίνει δέκα χιλιάδες μόνο και δεν αρκεί να το δώσει. Ο πείσμων δεσμώτης επιμένει, του δίνει δώδεκα, τίποτα. Τώρα όμως το πλήθος συγκινείται, συμβάλλει στην προσπάθεια του γέρου και παύει να βρίσκεται σε αμηχανία. Δώσ' το, ακούγεται μια φωνή από πολλά στόματα. Ο νέος στέκει απολιθωμένος μη ξέροντας τι να κάμει. Τώρα αμίλητος ο γέρος τού βάζει στο χέρι το άπονο δυο χαρτονομίσματα. Είναι το ένα δέκα και τ' άλλο πέντε χιλιάδων. Ο νέος υποκύπτει. Του γέρου είναι απερίγραπτη η χαρά και η συγκίνηση μαζί, τώρα αισθάνεται νικητή τον εαυτό του. Τώρα τα δύο βαθουλωμένα μάτια του λαμπυρίζουν, ακτινοβολούν στο πλήθος. Παίρνει στο χέρι το πουλί και και πάλι δε λησμονεί το σημείο του σταυρού και ψιθυρίζει στον εαυτό του δύο λόγια κρυφά. Επειτα με όλο το βάθος της αγνής πράξεως έστειλε στον ελεύθερο ουρανό το μικρό και κυνηγημένο από την τύχη σπουργίτι. Ακούστηκε ένα τρι-τρι μόνο. Τίναξε τα φτερά του και βρέθηκε στην αντικρινή κληματαριά. Τα κλωνιά της σάλεψαν λίγο. Μετά ζυγιάστηκε στην κορφή μιας μαδημένης κλάρας. Γύρισε από δω κι από κει. Εχωσε την γκρίζα μυτίτσα του στο μαλακό πτίλωμα της κοιλίτσας του και ξαφνικά άνοιξε στ' ανοιχτά. Το παρακολουθήσαμε, καθώς έδερνε τα φτερούγια του. Το παρακολουθήσαμε ως τη στιγμή που χάθηκε σαν οπτασία στη θολή και μισοσκότεινη ατμόσφαιρα του φθινοπωρινού δειλινού.

Σιωπηλά διαλύθηκε ο κύκλος και μέσα το πλήθος, χάθηκαν επίσης από αντίθετη εντελώς κατεύθυνση και οι δύο ήρωές μας. Ο ένας ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο της απονιάς για να συνεχίσει κι αύριο το βάρβαρο μέσο του και ο άλλος το δρόμο του φωτεινού παραδείγματος. Δεν υπήρξε τρόπος να καλλιεργηθεί η συμπόνια για τον ένα, βρέθηκε όμως λυτρωτής στα θύματά του. Γιατί υπήρξε κι αυτός ο τώρα λυτρωτής κάποτε θύμα παρόμοιο. Και πέρασαν πολλά χρόνια της ζωής του. Στο ακίνητο όμως κλουβί του, κλείνονταν μόνο άνθρωποι. Επειδή δεν μπόρεσε όμως να μεταδώσει αυτό που απόλαυσε σε συνάνθρωπο, το μεταδίδει στα ζώα, τα πετεινά του ουρανού.

Είναι μια πράξη βαθιά χαραγμένη μέσα στην ξάστερή μου συνείδηση με τα άσβεστα γράμματα της θύμησης. Πόσο, όμως, θα σκιρτούσε η καρδιά κάθε λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου, όταν βρισκόντουσαν τέτοιοι λυτρωταί και για τους πολιτικά φυλακισμένους ανθρώπους...


Του
Χρίστου ΖΗΡΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΗΡΟΥ

Γεννήθηκα στο Χατζή Αιγιαλείας, νομού Αχαΐας, το 1931. Στα 1941 μαθητής Γυμνασίου, 1η τάξη. Οι γονείς μου αγρότες με σχετικό εισόδημα. Στα 1943 Αϊτόπουλο και στα 1944 ΕΠΟΝίτης. Στα 1949-'50 μαθητής στη 7η τάξη στον Πειραιά, εκεί συνέβη το περιστατικό του διηγήματος. Σήμερα είμαι συνταξιούχος ΙΚΑ με 545 ευρώ μηνιαίο μισθό με σχετικές αρρώστιες. Εγώ και η γυναίκα μου μένουμε στο Αίγιο. Απέκτησα μια κόρη και έχουμε δυο εγγόνια. Από το 1974 είμαι μέλος του Κόμματος και αντιστασιακός. Από το 1942 στο πλευρό της Αντίστασης. Μέχρι σήμερα αγωνίζομαι αταλάντευτα για τις αξίες και τα ιδανικά του μαρξισμού - λενινισμού. Θα φύγω με την ελπίδα ότι κάποτε, αργά ή γρήγορα, «θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς» (Βάρναλης).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ