Σάββατο 10 Φλεβάρη 2018 - Κυριακή 11 Φλεβάρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Θολά» και «ευμετάβλητα» τα όρια εθνικισμού - κοσμοπολιτισμού

Eurokinissi

Τα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ενάντια στη χρήση του όρου «Μακεδονία» για την ονομασία της ΠΓΔΜ, αλλά και συνολικά ο καβγάς που επικεντρώνεται στην ονοματολογία γύρω από την ΠΓΔΜ, αποκρύπτουν συνειδητά την ουσία, τους επικίνδυνους σχεδιασμούς των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή, τους οποίους στηρίζει το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις τοποθετήσεις τους πάνω στο ονοματολογικό.

Αλλωστε, όλοι όσοι εμφανίζονται να τσακώνονται σαν τα κοκόρια για το όνομα, συναντιούνται κάτω από την κυρίαρχη αντίληψη ότι η «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων, με καθοριστική συμβολή της Ελλάδας, είναι αδιαπραγμάτευτη και αυτό για το οποίο τσακώνονται είναι οι όροι που θα αποφέρουν στην ελληνική αστική τάξη το μεγαλύτερο δυνατό όφελος.

Οι εθνικιστικές κραυγές των διοργανωτών των συλλαλητηρίων και μερίδας αστικών κομμάτων λειτουργούν ως η καλύτερη «πάσα» στους φορείς του κοσμοπολιτισμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του.

Τα ανιστόρητα εθνικιστικά και αλυτρωτικά συνθήματα στα συλλαλητήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που ανάμεσα στα άλλα ανοίγουν από την ελληνική πλευρά θέμα αλλαγής συνόρων στην περιοχή καθώς και ανατροπής των διεθνών συνθηκών που τα καθορίζουν, όπως τα συνθήματα περί «μίας Μακεδονίας και ελληνικής», επί της ουσίας αμφισβητούν το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας, που δεν ήταν εθνικά ομοιογενής, μοιράστηκε ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και στην (τότε) Σερβία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η λογική αυτή ρίχνει νερό στο μύλο αυτών των σχεδιασμών, βοηθάει την αμφισβήτηση συνόρων (βλέπε: Ερντογάν), «ξεπλένει» φασιστικές οργανώσεις και ταυτόχρονα δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να παρουσιάζει ως τάχα προοδευτική και αναγκαία για τη σταθερότητα και την ειρήνη την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων, όπως και την αναβάθμιση της ελληνικής αστικής τάξης μέσα από αυτήν. Πραγματικά, λοιπόν, «το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο τους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς».

Ως προς αυτό, αξίζει κανείς να δει και ορισμένες άλλες πλευρές για το πόσο ευμετάβλητα είναι τα όρια ανάμεσα στον εθνικισμό και τον κοσμοπολιτισμό. Το πόσο εύκολο, δηλαδή, είναι να βρεθεί κανείς από τη μία πλευρά στην άλλη. Για παράδειγμα, πώς να ξεχάσει κάποιος ότι το 1992 ο τότε κοσμοπολίτης Συνασπισμός καλούσε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια; Και ότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, «διάδοχος» του τότε ΣΥΝ, καταγγέλλει αυτά τα συλλαλητήρια; Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαρήγαγε παλιότερες δηλώσεις στελεχών της ΝΔ, υπενθυμίζοντας ότι ο ίδιος σήμερα διαπραγματεύεται με άξονα τις δικές της θέσεις. Από την άλλη, η ΝΔ αξιοποίησε μέχρι και ρεπορτάζ της «Αυγής» του 1992, το οποίο αποθέωνε τα τότε εθνικιστικά συλλαλητήρια. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ «δικαιώνει» τη γραμμή του επικαλούμενος παλιότερες θέσεις της ΝΔ, ενώ η ΝΔ «δικαιώνει» τη δική της τοποθέτηση επικαλούμενη παλιότερες παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ...

Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, όπως ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται το θέμα τα αστικά Μέσα Ενημέρωσης. Για παράδειγμα ο «ΣΚΑΪ», τα «Νέα», που πρωτοστατούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα στο φιλελεύθερο - κοσμοπολίτικο στρατόπεδο, ανοίγοντας μέτωπο στον «εθνολαϊκισμό», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, που μίλαγαν για «ψεκασμένους» κ.λπ. και φιλοξένησαν θέσεις της αστικής κοσμοπολίτικης ανάγνωσης της Ιστορίας. Τώρα, σήκωσαν ψηλά τη σημαία των συλλαλητηρίων, παρόλο που σε αυτά κυριάρχησαν τα αλυτρωτικά και εθνικιστικά συνθήματα. Βέβαια, τα ίδια πάνω - κάτω ΜΜΕ, όπως αναμετέδιδαν απευθείας το συλλαλητήριο της Αθήνας, αναμετέδιδαν και τα θολά «αντιμνημονιακά» καλέσματα των λεγόμενων «αγανακτισμένων» πριν από 7 χρόνια ως δήθεν «ακομμάτιστα» και ως ένδειξη ότι ο κόσμος «γυρίζει την πλάτη στα συνδικάτα», την ίδια ώρα που από την άλλη επιχειρηματολογούσαν για την ανάγκη «διάσωσης της χώρας» μέσω των μνημονίων.

Ολα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να κρύψουν την ουσία, ότι όλες οι αστικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνουν για το όνομα, συγκλίνουν στο βασικό: Στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή, ως προϋπόθεση και για την υλοποίηση των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης. Το συμπέρασμα επομένως για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα είναι πως η θέση τους είναι στον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους στην περιοχή, για την απεμπλοκή της Ελλάδας απ' αυτούς, ενάντια στο σάπιο σύστημα που γεννάει πολέμους, φτώχεια, εκμετάλλευση.


Κ. Πασ.

ΣΧΕΔΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΠΓΔΜ
Προς «παράκαμψη» αλυτρωτισμών, για ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ

Την «ελπίδα» του ότι μια νέα συνάντηση των ΥΠΕΞ Ελλάδας και ΠΓΔΜ θα γίνει τη βδομάδα που έρχεται, ώστε να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις, εξέφρασε τη βδομάδα που πέρασε ο Σκοπιανός πρωθυπουργός Ζ. Ζάεφ.

Μια τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει την ερχόμενη Πέμπτη 15/2 στη Σόφια, στο περιθώριο του άτυπου συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ ή, κατ' άλλες πηγές, με «συμβολική» απευθείας πτήση του Ελληνα ΥΠΕΞ στο αεροδρόμιο των Σκοπίων, μετά τη μετονομασία του που αποφάσισε η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, ακυρώνοντας το προηγούμενό του όνομα, «Αλέξανδρος ο Μακεδών».

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, εξάλλου, έχει δεσμευτεί ότι μέσα στο Φλεβάρη θα παρουσιάσει στην άλλη πλευρά το σχέδιο «διμερούς Συμφώνου» που ετοιμάζει το ΥΠΕΞ, σύμφωνα με όσα συμφωνήσαν και οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Νταβός και ενώ τον τόνο των «σφιχτών» χρονοδιαγραμμάτων δίνει η προσπάθεια για ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, αλλά και συνολικά η δρομολόγηση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» των Δυτικών Βαλκανίων, όπως δείχνει και η σχετική Στρατηγική της ΕΕ που δημοσιεύτηκε την Τρίτη (βλ. και σελ. 21).

Το σχέδιο Νίμιτς

Σε ένα τέτοιο φόντο, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η συμφωνία που δρομολογείται μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, για να «ξεκλειδώσει» η συμμετοχή της δεύτερης στο ΝΑΤΟ και, σε δεύτερη φάση, στην ΕΕ, όχι μόνο δεν εγγυάται την απάλειψη των επικίνδυνων για τους λαούς αλυτρωτισμών και εθνικισμών, αλλά στην πραγματικότητα θα παρακάμπτει τα κρίσιμα αυτά ζητήματα, με πρώτο - πρώτο βέβαια τις αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.

Είναι, άλλωστε, στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων, όπως έχει αποδείξει και η πρόσφατη ιστορική πείρα, στα Βαλκάνια και ευρύτερα, που φουντώνουν οι αλυτρωτισμοί και εθνικισμοί, το «διαίρει και βασίλευε», δρομολογούνται σχέδια αλλαγής συνόρων και συνολικά επικίνδυνες εξελίξεις για τους λαούς.

Ενδεικτικά από αυτήν την άποψη είναι τα όσα καταγράφονται στις «Ιδέες προς μελέτη/εξέταση από τα Μέρη» που κατέθεσε σε Αθήνα και Σκόπια ο ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ, Μ. Νίμιτς, σύμφωνα με όσα παρουσίασε το «Βήμα» της περασμένης Κυριακής.

Συγκεκριμένα, η πρόταση - στην οποία είναι παραπάνω από εμφανές ότι το «παράθυρο ευκαιρίας» δημιουργείται από τη βιασύνη για ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ - προβλέπει μια «σπονδυλωτή διαδικασία» για το εύρος χρήσης του νέου ονόματος, συνδέοντάς το με τη βήμα - βήμα ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς: Συνδέει την υιοθέτηση μιας νέας και μόνιμης ονομασίας για την ΠΔΓΜ, που θα ισχύει για όλες τις χρήσεις (εντός και εκτός της χώρας) με την ένταξη του γειτονικού κράτους στην ΕΕ, ενώ προβλέπει ότι η ΠΓΔΜ θα μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ χωρίς να αλλάξει το όνομα στο εσωτερικό της και το σημερινό συνταγματικό της όνομα.

Επίσης, στην πρόταση δεν υπάρχει αναφορά σε υποχρεωτική αλλαγή του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, ώστε να απαλειφθούν τα αλυτρωτικά του σημεία, αλλά μόνο μια γενικόλογη αναφορά ότι «τα Μέρη θα επαναβεβαιώσουν ότι αποκηρύσσουν κάθε εδαφική αξίωση και θα συμφωνήσουν να μην αξιώνουν ούτε να ενθαρρύνουν αλυτρωτικούς ισχυρισμούς ή εχθρικές δηλώσεις μεταξύ τους».

Αλλωστε, το «ζουμί» των διευθετήσεων που δρομολογούνται καταγράφεται στο κομμάτι των προτάσεων Νίμιτς με τον τίτλο «Ιδιότητα μέλους σε ΕΕ και ΝΑΤΟ», όπου σημειώνεται: «Το Πρώτο Μέρος (σ.σ. η Ελλάδα) δεν θα εκφράσει διαφωνία στις αιτήσεις του Δεύτερου Μέρους, υπό το όνομα "Republika Gorna Makedonija" (σ.σ. είναι ένα από τα ονόματα που προτείνει και φέρει ως παράδειγμα στο σχέδιο), για ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις αντίστοιχες ενταξιακές διαδικασίες και θα υποστηρίξει ενεργά τη διαδικασία ένταξης και ενσωμάτωσης του Δευτέρου Μέρους στους δύο οργανισμούς».

Στις «καλένδες» οι συνταγματικές αλλαγές

Ανεξάρτητα από τις τελικές «λεπτομέρειες», τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως όλα δείχνουν, θα έχει και το «Σύμφωνο» που ετοιμάζει η κυβέρνηση και που, όπως αφήνει να εννοηθεί, θα αποτελεί «συμφωνία - πακέτο», όπου εκτός από το ζήτημα της ονομασίας και κάποιες αόριστες «εγγυήσεις» για τον αλυτρωτισμό, θα περιλαμβάνεται και ένας «οδικός χάρτης» για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, όπως και για την «αναπτυξιακή συνεργασία» των χωρών της περιοχής, με κριτήριο πάντα τα κέρδη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Δεδομένο σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα πρέπει να θεωρείται ότι αναζητείται, με τη μια ή την άλλη μορφή, ένας τρόπος «παράκαμψης» σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στο Σύνταγμα και την απάλειψη όλων των αλυτρωτικών, εθνικιστικών και άλλων ανιστόρητων διατάξεων και προβλέψεων που περιέχει, είτε με γενικόλογες «εγγυήσεις», είτε με μετατόπιση των αλλαγών σε κάποια μελλοντική φάση. Εξ ου και η κυβέρνηση με κάθε ευκαιρία δηλώνει ότι η ομόλογή της στην ΠΓΔΜ δεν έχει την απαραίτητη πλειοψηφία για να προωθήσει τις συνταγματικές αλλαγές ή αξιοποιεί θέσεις που προβάλλουν και παράγοντες όπως ο Ευ. Βενιζέλος και Κ. Σημίτης, ότι ορισμένες διεθνείς Συνθήκες υπερισχύουν των εθνικών συνταγμάτων.

Θυμίζουμε εδώ ότι πριν από μερικές μέρες, σε συνέντευξή του, ο Ελληνας ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιάς, έλεγε ότι «οι αλλαγές του ονόματος πρέπει να γίνουν με τρόπο που θα διευκολύνουν την είσοδο της γείτονος φίλης χώρας στους οργανισμούς που εκείνη επιθυμεί», προσθέτοντας ότι «οι συνταγματικές αλλαγές θα γίνουν στην ώρα τους».

Αλλά και ο Ζ. Ζάεφ μέσα στη βδομάδα, την ώρα που χαιρέτιζε την κίνηση του Ελληνα ΥΠΕΞ να προετοιμάσει ένα σχέδιο διεθνούς συμφωνίας για το θέμα, πάνω στο οποίο θα παζαρέψουν οι δυο πλευρές, σημείωνε σε ό,τι αφορά το θέμα του σκοπιανού Συντάγματος ότι δεν βλέπει καμία ανάγκη για αλλαγές στο κείμενο. Πρόσθεσε ότι κάθε λύση που θα προταθεί για το όνομα, θα πρέπει να εγγυάται την «ταυτότητα» και την «αξιοπρέπεια» των δύο μερών. Επανέλαβε τη θέση του για κάποιον «γεωγραφικό προσδιορισμό» σε σύνθετη ονομασία και την πεποίθησή του ότι μπορεί να βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση, που να ξεμπλοκάρει την ένταξη της χώρας του σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Ακόμη πιο χαρακτηριστικές ήταν και οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου της ΠΓΔΜ Μ. Μποσνιακόφκσι, που ερωτηθείς μέσα στη βδομάδα «αν αναμένεται η Αθήνα να ζητήσει προσαρμογές των άρθρων 3 και 49 του Συντάγματος» της χώρας, που εμπεριέχουν αλυτρωτικά στοιχεία, απάντησε ότι «τίποτε τέτοιο δεν συζητείται αυτήν τη στιγμή».

Επιβεβαιώνεται και από αυτές τις εξελίξεις ότι όλη η κινητικότητα υποβάλλεται από την ανάγκη γρήγορα τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων να ενταχθούν πρώτα απ' όλα στο ΝΑΤΟ και να ανοίξει ο δρόμος για μελλοντική (με ορίζοντα το 2025) ένταξή τους στην ΕΕ. Η βιασύνη για ένταξη στο ΝΑΤΟ σίγουρα εξηγείται από την ανάγκη ενίσχυσης της ατλαντικής συμμαχίας στην περιοχή, σε συνθήκες μάλιστα που η Τουρκία, ένα πολύ ισχυρό στρατιωτικά και πολιτικά μέλος της και με μεγάλα ερείσματα στα Βαλκάνια, δείχνει στοιχεία αποστασιοποίησης και με δεδομένη την ένταση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ειρήνης και ασφάλειας. Κάτι που άλλωστε απέδειξε με το ρόλο του στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στην εγκληματική πολεμική του δράση. Αποδεικνύεται ακόμη ότι στο εσωτερικό του δεν «λύνονται» διάφορες αντιθέσεις, δεν εξασφαλίζεται το αμετάβλητο των συνόρων, δεν αντιμετωπίζονται οι αμφισβητήσεις (βλέπε π.χ. σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας). Πολύ περισσότερο που το ΝΑΤΟ αναπροσαρμόζει τη στρατηγική του, ειδικά τα τελευταία χρόνια, σε όλο και πιο επιθετική κατεύθυνση, με στόχο την αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας ως δύο βασικών στρατιωτικών και πολιτικών ανταγωνιστών των κρατών - μελών του. Διαμορφώνει δηλαδή διάταξη αντιπαράθεσης και επέμβασης όπου και όποτε χρειαστεί γι' αυτόν το σκοπό.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΓΔΜ
Η πατριδοκαπηλία της αστικής τάξης

Η αστική τάξη «θυσίαζε» πόλεις της Μακεδονίας με αντάλλαγμα τη Μικρά Ασία (φωτ.: Ελληνες στρατιώτες στη Σμύρνη το 1919)
Η αστική τάξη «θυσίαζε» πόλεις της Μακεδονίας με αντάλλαγμα τη Μικρά Ασία (φωτ.: Ελληνες στρατιώτες στη Σμύρνη το 1919)
Διαχρονικά, η αστική τάξη ουδέποτε λογάριασε θυσίες για την ισχυροποίηση της εξουσίας της και του καπιταλισμού συνολικότερα, είτε σε ανθρώπους (ακόμα και δικούς της), είτε σε εδάφη κ.λπ. Ετσι, αν σε μια δεδομένη χρονική συγκυρία οι περιστάσεις απαιτούσαν την αλλαγή συνόρων, άλλοτε με την προσάρτηση εδαφών και πληθυσμών, άλλοτε με την παράδοσή τους («ζυγίζοντας» κάθε φορά τα αντισταθμιστικά οφέλη), η αστική τάξη δεν είχε ποτέ κανέναν ενδοιασμό να προχωρήσει στη μία ή την άλλη επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προείχε και προέχει - ορθά από την σκοπιά της - στον πυρήνα των επιλογών της, ήταν και παραμένει το ταξικό της συμφέρον.

Χαρακτηριστική ως προς αυτό υπήρξε, μεταξύ άλλων, η πρόθεση της ελληνικής αστικής τάξης, το 1915, να παραδώσει μέρος του προσφάτως τότε ενσωματωμένου τμήματος της Μακεδονίας, με αντάλλαγμα μελλοντικά «δικαιώματα» στη νομή της Μικράς Ασίας - κομμάτι των γενικότερων «ευκαιριών» που «προσέφερε» η νέα πολεμική αναμέτρηση για την αναδιανομή του κόσμου (βλέπε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος).

Αυτή η σχετικά άγνωστη πτυχή της Ιστορίας είναι εξαιρετικά επίκαιρη και χρήσιμη, αφού αναδεικνύει με τα έργα και τα λόγια των ίδιων των αστών την πατριδοκαπηλία τους, που γνωρίζει έξαρση για μια ακόμη φορά στις μέρες μας. Καταδεικνύει επίσης το πώς διαστρεβλώνεται η Ιστορία, πώς συσκοτίζονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να γίνουν πράξη οι σύγχρονες αστικές επιδιώξεις (με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ) για αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας (διάβαζε: αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή). Ετσι, το 1992, βασικό μέλημα της αστικής τάξης ήταν η «μάχη» για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Σήμερα, κυρίαρχη έχει γίνει η επιλογή της σύνθετης ονομασίας. Και γύρω από αυτήν διεξάγεται η σύγκρουση «πατριωτών» και «μειοδοτών». Οπως και τότε...

Οταν η αστική τάξη «πρόσφερε» ένα τμήμα της Μακεδονίας στη Βουλγαρία...

Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιδιώκοντας την είσοδο της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο με το μέρος της, η «Αντάντ» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία κ.ά.) απέδωσε στις αντίστοιχες κυβερνήσεις διακοίνωση, «συμβουλεύοντάς» τις να διευθετήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους διαφορές, ενώ ειδικότερα στη Βουλγαρία υποσχέθηκε εδαφικά ανταλλάγματα επί της Μακεδονίας και Θράκης. Η άρχουσα τάξη της τελευταίας ωστόσο προσανατολιζόταν προς τις «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία - Αυστροουγγαρία), τον έτερο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ενώ παράλληλα η Σερβία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, υπό το βάρος της επίθεσης των αυστροουγγρικών δυνάμεων.

Ενόψει της επικείμενης επίθεσης στα Δαρδανέλια, το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στις πολεμικές επιχειρήσεις τέθηκε ακόμα πιο επιτακτικά. Ετσι, «οι Σύμμαχοι προσεκάλεσαν ημιεπισήμως την Ελλάδα όπως τους βοηθήσει εν Δαρδανελλίοις. Αντί της βοηθείας ταύτης τη προσέφερον το βιλαέτιον της Σμύρνης».1

Ο Δ. Α. Κόκκινος αναφέρει σχετικά στο έργο του «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»: «Αι προτάσεις των συμμάχων προς την Ελλάδα ως προς Βουλγαρίαν ήσαν σαφείς. Θα εντάσσοντο συγχρόνως... παρά τω πλευρώ των συμμάχων και η μεν Βουλγαρία θα ελάμβανε προσφερόμενα εκ μέρους της Ελλάδος το Σαρισαμπάν (Νέστος), την Δράμαν και την Καβάλαν, η δε Ελλάς δεκαπλάσιαν έκτασιν εις την Μικράν Ασίαν, όταν θα εγίνετο εκεί επιτυχής εκστρατεία. Δηλαδή η Ελλάς θα έδιδε τμήματα της χώρας και θα ελάμβανε ως αντιστάθμισμα εδάφη τα οποία δεν είχον εις τας χείρας των εκείνοι οι οποίοι τα υπέσχοντο».2Το δέλεαρ ήταν πολύ ελκυστικό για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει.

Ετσι, σε υπόμνημά του στις 11 Γενάρη 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο «να παραχωρηθή προς τους Βούλγαρους το τμήμα Καβάλας, Δράμας, Σαρισαμπάν», υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με τα ανάλογα ανταλλάγματα.3

Το σχετικό κείμενο δημοσιεύτηκε από φιλελεύθερες (φιλοβενιζελικές) εφημερίδες της Αθήνας στις 20 Μάρτη 1915. Βρετανικά κρατικά έγγραφα όμως δείχνουν πως οι σχεδιασμοί της «Αντάντ» για πραγματοποίηση «ικανοποιητικών εδαφικών παραχωρήσεων της Μακεδονίας» προς τη Βουλγαρία δεν περιελάμβαναν αρχικά παρά μια αόριστη νύξη, που συνοψιζόταν στο ότι «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα». Οι παραχωρήσεις αυτές θεωρούνταν «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό»4(διάβαζε: των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της «Αντάντ»).

...ως «θυσία» για την «αληθή μεγάλη Ελλάδα»

«Δεν θα εδίσταζα», τόνισε μεταξύ άλλων ο Βενιζέλος, «όσο οδυνηρά και αν είναι η εγχείρησις, να συμβουλεύσω την θυσίαν της Καβάλας, όπως διασωθεί ο εν Τουρκία ελληνισμός και ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς μεγάλης Ελλάδος...».5Η ουσία βέβαια βρισκόταν στο δεύτερο: Στη δημιουργία «αληθούς μεγάλης Ελλάδος». Η αναφορά στους δοκιμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε παρά το πρόσχημα, ένα περισσότερο «ευγενές» περιτύλιγμα, ή στην καλύτερη περίπτωση έναν δευτερεύοντα παράγοντα, στη στοιχειοθέτηση της εν λόγω επιχείρησης.

Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι περίπου δύο χρόνια πριν, ο Βενιζέλος είχε αντικρούσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραχώρησης προς τη Βουλγαρία, με το εξής σκεπτικό: «Η Ελλάς ουδέν δύναται να παραχωρήση εκ του εδάφους της εις την Βουλγαρίαν... Η Ελλάς εάν επρόκειτο να παραχωρήση τι θα έπρεπε να παραχωρήση ελληνικότατους πληθυσμούς περιλαμβάνοντας και την πόλιν της Καβάλλας, είτε να εκθέση την ασφάλειαν των συνόρων της προς την Θεσσαλονίκην...».6

Στο Β' Υπόμνημά του προς τον βασιλιά στις 17 Γενάρη 1915, προσέθετε: «Αι παραχωρήσεις εν Μ. Ασία, ων εισήγησις μοι εγένετο δύνανται να λάβουν έκτασιν τοιαύτην, ώστε εις την εκ των νικηφόρων προελθούσαν διπλήν Ελλάδα να προστεθή άλλη μία εξ ίσου μεγάλη και όχι βέβαια ολιγότερον πλούσια Ελλάς». Το επιχείρημα του ασύγκριτου - σε σχέση με άλλες διεκδικούμενες περιοχές - πλούτου της Μικράς Ασίας επαναλαμβάνεται και πάλι στη συνέχεια του Υπομνήματος, προτού γίνει καν λόγος για τους ελληνικούς πληθυσμούς.7

«Ως προς τον τρόπον της παραχωρήσεως», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 21 Μάρτη 1915, «ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την σκέψιν ότι διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων θα εξησφάλιζε την υπό της Βουλγαρίας εξαγοράν της περιουσίας των κατοίκων, οι οποίοι θα μετηνάστευον εις την Ελλάδα και ότι θα αντηλλάσσοντο οι Ελληνικοί και Βουλγαρικοί πληθυσμοί εκατέρωθεν, ήτοι οι εν Μακεδονία Βουλγαρικοί και οι εις το παραχωρηθησόμενον τη Βουλγαρία τμήμα Ελληνικοί». Οπως διαπιστώνουμε, το απάνθρωπο μέτρο της ανταλλαγής των πληθυσμών είχε προκύψει για τους ελληνικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς τού υπό διαπραγμάτευση τμήματος της Μακεδονίας πολύ πριν το 1923 (μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή). Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια περιοχή είχαν καταφύγει ήδη δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης που είχε προσαρτήσει η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913).

Ζήτημα «μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν...»

Οι προτάσεις Βενιζέλου δεν έγιναν αποδεκτές από τη φιλοβασιλική μερίδα της αστικής τάξης και το Επιτελείο Στρατού (Ι. Μεταξάς), το οποίο αιτιολόγησε τη στάση του υπογραμμίζοντας πως «η επέκτασις εις την Μικρασίαν ήτο και στρατιωτικώς ασύμφορος και πολιτικώς επικίνδυνος διά την Ελλάδα».8Οι Σύμμαχοι από την άλλη καθιστούσαν σαφές πως οι όποιες μελλοντικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία συνδέονταν άμεσα με την εγκατάλειψη της Καβάλας και των περιχώρων της από τους Ελληνες.9Τελικά, καμιά διπλωματική ενέργεια δεν έλαβε χώρα σχετικά, αφού σύντομα η Βουλγαρία τάχθηκε στο πλευρό των «Κεντρικών Δυνάμεων».

Αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του Παλατιού γύρω από το ζήτημα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνομιλίες μεταξύ του Κωνσταντίνου και του πρέσβη της Βουλγαρίας Πασάρωφ, στον οποίο και δήλωσε εμπιστευτικά στις 18 Αυγούστου 1915: «Ο Βενιζέλος (...) φοβείται ότι, καταλαμβάνοντες την Μακεδονίαν, θα γίνετε κατά 1, 1/2 εκατομμύριον ισχυρότεροι και επικίνδυνοι δι' ημάς. Εγώ δεν συμμερίζομαι την πολιτικήν αυτήν διότι δεν μπορώ να εμποδίσω την πρόοδον του (βουλγαρικού έθνους)... Και αφού οι δύο λαοί είμεθα με την Γερμανίαν, το δυσκολώτερον των ζητημάτων μας, το της Καβάλας, θα το λύσωμεν ικανοποιητικώς διά τας δύο χώρας, διότι το ζήτημα τούτο είναι διά σας μάλλον πολιτικόν και οικονομικόν, παρά εθνικόν».10

Λίγο αργότερα, με τις «ευλογίες» του Βενιζέλου, οι στρατιωτικές δυνάμεις της «Αντάντ» αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, κατέλαβαν τη Μυτιλήνη, το Καστελόριζο και την Κέρκυρα, αντικατέστησαν τις ελληνικές αρχές σε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, ενώ προχώρησαν και στο ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας, με αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων από πείνα. Ακολούθησε η κατάληψη των Κυκλάδων, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, καθώς και ο βομβαρδισμός της Αθήνας και του Πειραιά. Οι βασιλικοί, από τη μεριά τους, θέλοντας να επιβάλουν την πολιτική της «ουδετερότητας» της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέδωσαν αμαχητί στις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας οχυρό του Ρούπελ, το Δ' Σώμα Στρατού, που έδρευε στην Καβάλα (οι άνδρες του οποίου στάλθηκαν στη Γερμανία και εκατοντάδες πέθαναν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες), και κατά συνέπεια ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία.

Ολα τα παραπάνω σπάνια αναδεικνύονται και ακόμα πιο σπάνια αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Οι αναθεωρητές και πλαστογράφοι της Ιστορίας παραγνωρίζουν συνειδητά διαχρονικά στοιχεία της πολιτικής της αστικής τάξης. Πόλεμοι, σφαγές, βίαιες και αναγκαστικές εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών από τις εστίες τους (όπως η ανταλλαγή των πληθυσμών)... Ετσι λύνουν οι άρχουσες τάξεις το «εθνικό ζήτημα» την εποχή του ιμπεριαλισμού, όπου οι εθνικές μειονότητες δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα διαπραγματευτικό «χαρτί» στο μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου.

Παραπομπές:

1. «Εμπρός», 3/3/1915.

2. Κόκκινος Δ. Α., «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», τ. 3, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1971, σελ. 1134.

3. Βεντήρης Γ., «Η Ελλάς του 1910 - 1920», εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1931, σελ. 270.

4. Εγγραφα του Foreign Office, 23 και 26 Ιανουαρίου 1915, Φάκελος 173/11, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

5. Α' Υπόμνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, 11 Ιανουαρίου 1915.

6. Απάντηση Βενιζέλου σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου (τέλη 1912), Φάκελος 173/265, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

7. «Εμπρός», 22/3/1915.

8. Βεντήρης Γ, ό.π., σελ. 269 - 273.

9. Τηλεγράφημα Δ. Σισιλιανού προς το υπουργείο των Εξωτερικών, 8/8/1915, Φάκελος 173/10, Αρχείο Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).

10. Βουρνάς Τ., «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τ.Β., εκδ. «Πατάκης», Αθήνα, 2001, σελ. 167.


Γ. A.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Επιταχύνεται η ενσωμάτωση στη σκιά των ανταγωνισμών με τη Ρωσία

«Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία από τους ηγέτες σχετικά με το πού ανήκουν τα Δυτικά Βαλκάνια και την κατεύθυνση στην οποία κινούνται», σημειώνει τελεσίδικα η νέα Στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή

Στις προτεραιότητες της βουλγαρικής προεδρίας είναι να πάει ένα βήμα πιο πέρα τις σχέσεις των Δυτικών Βαλκανίων με την ΕΕ

Copyright 2018 The Associated

Στις προτεραιότητες της βουλγαρικής προεδρίας είναι να πάει ένα βήμα πιο πέρα τις σχέσεις των Δυτικών Βαλκανίων με την ΕΕ
Ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται το ενδιαφέρον της ΕΕ, αλλά και ξεχωριστά ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, για τη ζώνη των Δυτικών Βαλκανίων, την ενσωμάτωσή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, ώστε με καλύτερες προϋποθέσεις οι επιχειρηματικοί όμιλοι να διευρύνουν και να διασφαλίσουν την παρουσία τους σε μια περιοχή όπου οσμίζονται μπόλικο «ψητό», στην κόντρα τους με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Το χαρακτήρα αυτό έχει η νέα Στρατηγική της ΕΕ για τη διεύρυνσή της προς τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όπως παρουσιάστηκε την Τρίτη στο Ευρωκοινοβούλιο από την ύπατη εκπρόσωπο της ΕΕ, αρμόδια για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, Φεντερίκα Μογκερίνι.

Η Στρατηγική ετοιμάστηκε από τη Διεύθυνση Διεύρυνσης της Κομισιόν, υπό την επίβλεψη του αρμόδιου επιτρόπου, Αυστριακού Γ. Χαν, και αναφέρεται σε προϋποθέσεις και πιθανά χρονοδιαγράμματα για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ των 6 χωρών της περιοχής (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, Αλβανία, Κόσσοβο, ΠΓΔΜ).

Δίνοντας το στίγμα της νέας Στρατηγικής, η ίδια η Μογκερίνι ήταν πολύ καθαρή σε δηλώσεις της στον Τύπο. Οπως είπε, «τα Βαλκάνια είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αγορά για την ΕΕ», αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι στην περιοχή «είναι παρούσα η επιρροή και άλλων, όπως οι Ρώσοι».

Την ανταγωνιστική παρουσία και άλλων τέτοιων «παικτών», που κάνει ακόμα πιο επιτακτική για τα ευρωενωσιακά μονοπώλια την ενσωμάτωση όλης της Βαλκανικής στις δομές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αναγνώρισε και ο Χαν, διεκδικώντας για την Ευρωένωση τον πρώτο λόγο στις εξελίξεις στην περιοχή.

«Αρκεί να δει κανείς τα οικονομικά στοιχεία για να αντιληφθεί ότι ως ΕΕ έχουμε τις περισσότερες Αμεσες Ξένες Επενδύσεις στην περιοχή. Μόνο η Αυστρία έχει 4 φορές περισσότερες επενδύσεις στη Σερβία από τη Ρωσία», έφερε για παράδειγμα. Κάλεσε, ακολούθως, να δει κανείς συνολικά την εικόνα μιας περιοχής με «εύθραυστη ασφάλεια» που επηρεάζει και την ΕΕ και, από την άλλη, «τι προοπτικές και δυνατότητες θα υπάρξουν για όλους μας, αν ενσωματώσουμε αυτήν την αγορά των 80 εκατομμυρίων ατόμων».

«Ευθυγράμμιση» με ΕΕ και ΝΑΤΟ

Αλλά και στη συνεδρίαση, αργότερα, του Ευρωκοινοβουλίου, στην εισήγησή της η Μογκερίνι δεν έκρυψε λόγια: «Τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε επιτύχει ήδη απίστευτα αποτελέσματα. Οι επενδύσεις μας αυξάνονται στα Δυτικά Βαλκάνια. Οι οικονομικοί δεσμοί μας είναι τόσο ισχυροί όσο δεν υπήρξαν ποτέ. Το εμπόριό μας συνεχώς αυξάνεται (...) Η ασφάλειά μας συνδέεται όλο και περισσότερο και η εξωτερική πολιτική μας και η πολιτική ασφαλείας είναι όλο και περισσότερο συντονισμένες. Από τις έξι χώρες της περιοχής, οι δύο, Μαυροβούνιο και Αλβανία, είναι 100% ευθυγραμμισμένες με τις κοινές μας θέσεις εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας». Είναι άλλωστε και οι μόνες από τις 6 που είναι ήδη μέλη του ΝΑΤΟ...

Βάζοντας μπροστά και ένα χρονοδιάγραμμα κινήσεων πρόσθεσε: «Η Στρατηγική ανοίγει δύο μήνες πολύ έντονης εργασίας που έχουμε μπροστά μας. Εχει φτάσει με κάποιον τρόπο η στιγμή της αλήθειας. Το 2018 θα είναι, μπορεί να είναι η χρονιά που η διαδικασία αυτή γίνεται όχι μόνο πιο αξιόπιστη, αλλά και μη αναστρέψιμη. Θα έχουμε τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής (σ.σ. για τις ενδιαφερόμενες χώρες) τον Απρίλιο, θα έχουμε τη διάσκεψη κορυφής ΕΕ - Δυτικών Βαλκανίων στη Σόφια (σ.σ. στις 17/5) - η πρώτη μετά από 15 χρόνια, η Θεσσαλονίκη ήταν η τελευταία - και τελικά πιθανές αποφάσεις του Συμβουλίου τον Ιούνιο».

Με φράσεις που ξεχειλίζουν από κυνισμό, η ΕΕ απευθύνεται στο πολιτικό σύστημα των υπό ένταξη βαλκανικών κρατών και ξεκαθαρίζει: «Η ένταξη στην ΕΕ είναι μία επιλογή. Χρειάζεται πολιτική και κοινωνική συναίνεση και υποστήριξη της καρδιάς και του μυαλού των ανθρώπων. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία από τους ηγέτες σχετικά με το πού ανήκουν τα Δυτικά Βαλκάνια και την κατεύθυνση στην οποία κινούνται». Είναι φανερό ότι η νύξη αφορά τη Ρωσία και τις ιδιαίτερες σχέσεις που διατηρούν μ' αυτήν κυβερνήσεις και κόμματα της περιοχής.

Ελληνική συνεισφορά στη «γεωστρατηγική επένδυση»

Σημειωτέον, στο κείμενο της Στρατηγικής γίνεται ευθύς εξαρχής αναφορά στη συνεισφορά της ελληνικής αστικής τάξης στο ζήτημα της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», όταν επί ελληνικής προεδρίας, «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης, το 2003, υποστήριξε το μέλλον της περιοχής ως αναπόσπαστου τμήματος της ΕΕ».

Ακολούθως, ακτινογραφώντας τις οικονομικές σχέσεις, τονίζεται ότι «το 2016, το συνολικό εμπόριο της περιοχής με την ΕΕ ήταν πάνω από 43 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 80% από το 2008 και με σημαντική περαιτέρω αναπτυξιακή δυναμική. Οι εταιρείες της ΕΕ είναι επίσης οι μεγαλύτεροι επενδυτές στα Δυτικά Βαλκάνια, με περισσότερα από 10 δισ. ευρώ Αμεσων Ξένων Επενδύσεων στην περιοχή τα τελευταία πέντε χρόνια».

Προστίθεται χωρίς περιστροφές ότι η ευρωενωσιακή ενσωμάτωση της περιοχής προωθείται για τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά της: «Πρόκειται για μια γεωστρατηγική επένδυση, για μια σταθερή, ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη βασισμένη σε κοινές αξίες».

Κρίνει, βέβαια, ότι «κρίσιμοι κλάδοι των οικονομιών της περιοχής είναι μη ανταγωνιστικοί» και στη βάση αυτή αυξάνει την πίεση για να επιταχυνθούν μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, και οι οποίες με βεβαιότητα θα έχουν δραματικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα στα υπό ένταξη κράτη. Συγκεκριμένα, το κείμενο της Στρατηγικής εντοπίζει ως μεγάλο πρόβλημα την «υπερβολική πολιτική παρέμβαση και υποανάπτυκτη ιδιωτική οικονομία».

Αναφέρει ότι «καμία χώρα των Δυτικών Βαλκανίων δεν μπορεί σήμερα να θεωρηθεί λειτουργούσα οικονομία της αγοράς ούτε να έχει την ικανότητα να αντιμετωπίσει την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς στην Ενωση. Παρά την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, παραμένουν πολλά διαρθρωτικά ζητήματα, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τις αγορές εργασίας και κυρίως τις ευκαιρίες απασχόλησης για τους νέους».

Σχέδια παραπέρα διασύνδεσης σε Ενέργεια και Μεταφορές

Μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική αστική τάξη και το ρόλο κόμβου που θέλει να παίξει στην περιοχή έχει το κεφάλαιο της Στρατηγικής που βάζει στόχο την «Αύξηση συνδεσιμότητας» των Δυτ. Βαλκανίων, όπως αυτή «κουμπώνει» σε ευρύτερους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για τον έλεγχο δικτύων, αγωγών, διαύλων της Ενέργειας και διαμετακόμισης.

«Τα Δυτικά Βαλκάνια περιβάλλονται γεωγραφικά από τα κράτη - μέλη της ΕΕ και αποτελεί πολιτική προτεραιότητα να συνδεθούν οι υποδομές μεταξύ της ΕΕ και των Δυτικών Βαλκανίων και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη διασυνδεδεμένων διευρωπαϊκών δικτύων στους τομείς των Μεταφορών, της Ενέργειας και των ψηφιακών υπηρεσιών», αναφέρεται στο κείμενο.

Μπαίνει, άλλωστε, στόχος για «προώθηση ολοκληρωμένων οδικών και σιδηροδρομικών σχεδίων», καθώς βαίνει προς υλοποίηση και «μια νέα σιδηροδρομική στρατηγική, για να φέρει τα Δυτικά Βαλκάνια στο κύριο δίκτυο και την αγορά της ΕΕ και να προωθήσει το άνοιγμα της περιφερειακής σιδηροδρομικής αγοράς».

Στο παράρτημα της Στρατηγικής δίνεται, εξάλλου, ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα «δράσεων» προς υλοποίηση έως το 2020, που βαθαίνει τους οικονομικούς και άλλους δεσμούς με την ΕΕ και βοηθάει τα μονοπώλιά της να κατοχυρώσουν θέσεις. Για παράδειγμα:

  • Για το διάστημα 2019 - 2020, να επεκταθεί η περιλάλητη Ενεργειακή Ενωση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια ώστε να διασφαλιστούν η ενεργειακή ασφάλεια (η απρόσκοπτη ροή Ενέργειας), το «άνοιγμα των αγορών».
  • Για το 2018 - 2019, να ολοκληρωθεί η Περιφερειακή Αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στα Δυτικά Βαλκάνια και να διασφαλιστεί η ενσωμάτωση της αγοράς των Δυτικών Βαλκανίων στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.
  • Στο ίδιο διάστημα να στηριχτούν οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ώστε να διευκολυνθεί η συμμετοχή τους στο δίκτυο των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας και των Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς και Διανομής, ιδίως στον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς.
  • Το 2018, να υποστηριχθεί μια νέα σιδηροδρομική στρατηγική, που θα φέρει τα Δυτικά Βαλκάνια στο κύριο δίκτυο της ΕΕ μέσω της προοδευτικής ένταξής τους στους ανατολικοευρωπαϊκούς και μεσογειακούς διαδρόμους.

Ολα αυτά, φυσικά, δουλεύονται συστηματικά, καιρό τώρα, σε πολλά επίπεδα. Ετσι, ανάμεσα στις προτεραιότητες της βουλγαρικής προεδρίας, το τρέχον εξάμηνο στο Συμβούλιο της ΕΕ, διαβάζουμε: «Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων συγκαταλέγεται στις πρωταρχικές προτεραιότητες της βουλγαρικής προεδρίας. Για το λόγο αυτό η προεδρία θα επιδιώξει να εμβαθύνει τη συνεργασία στην περιοχή, όπου ένας από τους κύριους στόχους είναι να δημιουργηθεί και να συνδεθεί η μεταφορική υποδομή (...) Θα επιδιώξει τη συνδεσιμότητα των δικτύων των Δυτικών Βαλκανίων, η οποία θα διασφαλίζει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της περιοχής».

Παρεμβαίνουν ισχυρά καπιταλιστικά κράτη

Σημειωτέον, μια σειρά από ισχυρά κράτη της ΕΕ προωθούν και μια σχετικά πιο αυτοτελή παρέμβαση στα Δυτικά Βαλκάνια, για να κατοχυρώσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μονοπωλιακών τους ομίλων. Για παράδειγμα, η Γερμανία παρουσίασε χρηματοδοτικά «εργαλεία», όπως το «Berlin Plus» (το λεγόμενο και «ειδικό σχέδιο Μάρσαλ» για τα Δ. Βαλκάνια), ώστε να προχωρήσουν υποδομές και εκσυγχρονισμοί, που ισχυροποιούν τη διείσδυση και την παρουσία του κεφαλαίου της χώρας στην περιοχή.

Επιπλέον, το 2014 εγκαινίασε μια στοχευμένη Σύνοδο ειδικά για τα Δυτικά Βαλκάνια, που πήρε την κωδική ονομασία «Διαδικασία του Βερολίνου» («Berlin Process»). Εκτοτε έχει συνεδριάσει και σε άλλες χώρες, όπως πέρυσι στην Τεργέστη, με την παρουσία του Ιταλού πρωθυπουργού, της Γερμανίδας καγκελαρίου και του Γάλλου Προέδρου.

Η επόμενη τέτοια Σύνοδος (χώρια αυτή της ΕΕ το Μάη) θα γίνει στις 10/7/18 στο Λονδίνο, δεδομένης της απόφασης των Βρετανών να αποδείξουν ότι είναι παρόντες στην περιοχή, ανεξάρτητα από το Brexit. Προγραμματίζεται να παραβρεθούν, επίσης, και πρωθυπουργοί, υπουργοί Εξωτερικών και Οικονομίας από τις 6 δυτικοβαλκανικές χώρες, στελέχη ευρωενωσιακών οργάνων, και αξιωματούχοι από Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Σλοβενία, Κροατία και Ιταλία.

Η αποφασιστικότητα της Βρετανίας για παρέμβαση στην περιοχή αναδεικνύεται και σε έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Λόρδων, με θέμα «Το Ηνωμένο Βασίλειο και το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων».

Τονίζεται σε αυτήν ότι η περιοχή είναι «σπουδαίας και συνεχιζόμενης σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο, ανεξάρτητα από τις μεταβαλλόμενες σχέσεις μας με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ». Οτι «η βρετανική εμπλοκή στην περιοχή πρέπει να συνεχιστεί, τόσο για το εθνικό μας συμφέρον όσο και στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης δέσμευσης για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και της στενής συνεργασίας με άλλα κράτη της ΕΕ».

Ακόμα, ότι η Βρετανία πρέπει να στηρίξει την περιοχή «να δημιουργήσει φιλόδοξα επιχειρηματικά περιβάλλοντα που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και θα ενθαρρύνουν τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν».

Για να γίνει αυτό, επιμένει για «συνεχή, συντονισμένη και συνεπή δέσμευση» της Βρετανίας στα Δυτικά Βαλκάνια, «μαζί με τους διεθνείς εταίρους» και «ιδίως μέσω των διεθνών θεσμικών οργάνων που υπάρχουν εκεί επί του παρόντος, μεταξύ των οποίων η KFOR, η EUFOR», το στρατιωτικό πλέγμα, δηλαδή, ΝΑΤΟ και ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια.


Θ. Μπ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ