Παρασκευή 10 Γενάρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ για την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης

«Η έμφαση δόθηκε στις πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Η ιδέα ήταν απλή. Η Ευρώπη είναι ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών με διαφοροποιημένες επιδόσεις (...) Η ιδέα αυτή αποτελεί πλήρη αντιστροφή της ίδιας της ιδέας της συγκρότησης της Ευρώπης ως ενιαίας οικονομίας, όπου οι εθνικές οικονομίες αποτελούν τμήματά της αλλά η δυναμική υπερβαίνει το άθροισμά τους. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση εδράζεται στα οφέλη που θα προέκυπταν από την ενιαία αγορά και τη σύγκλιση τιμών και μισθών μέσα από την κινητικότητα των επενδύσεων και των εργαζομένων. Μπορεί αυτό να προσέκρουε σε πολιτισμικούς και άλλους φραγμούς, αλλά εδώ θα ήταν οι μηχανισμοί των Βρυξελλών για να διασφαλίζουν την αναδιανομή πόρων σε υποδομές και ανθρώπους με εξισορρόπιση ευκαιριών και διόρθωση ανισοτήτων. Επί 50 χρόνια ήταν η σύγκλιση των εθνικών οικονομιών, εν μέρει των μισθών, μετά βεβαιότητας του κοινωνικού κράτους, σε κάθε περίπτωση των οικονομικών και κοινωνικών συντεταγμένων που χαρακτήριζε το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Σήμερα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι ανισότητες Βορρά - Νότου μεγαλώνουν, οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό κάθε χώρας επίσης και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδιανομής βρίσκονται σε στασιμότητα (...) Σήμερα ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης τείνει να πολωθεί ανάμεσα στις δυνάμεις της οικονομικής στρατηγικής της λιτότητας και της "ευρωσκλήρυνσης" και τις δυνάμεις που αναζητούν τη διέξοδο μέσα από την ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης και στις τρεις μεγάλες θεματικές, την τραπεζική ενοποίηση, τη διαχείριση του χρέους και την υιοθέτηση μιας ισχυρής αναπτυξιακής και περιβαλλοντικής ατζέντας». Αυτά γράφει ο Γ. Σταθάκης του ΣΥΡΙΖΑ σε άρθρο του για την ΕΕ στο «Βήμα της Κυριακής».

Ποιες συγκλίσεις;

Από τη συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με τον Ο. Ρεν

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ

Από τη συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με τον Ο. Ρεν
Η «ιδέα» της συγκρότησης της ΕΕ, στην οποία αναφέρεται, αποτελούσε το βασικό προπαγανδιστικό εργαλείο των αστών. Ετσι προπαγάνδιζαν τη μετατροπή της ΕΟΚ σε ΕΕ, με πρώτο στάδιο την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά» το 1985, που άνοιγε το δρόμο στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ως τη Συνθήκη που θα οδηγούσε στις συγκλίσεις. Δεν το πάλευαν 50 χρόνια όπως λέει, αλλά του συγχωρούμε αυτό το μικρό ιστορικό λάθος. Αν και οικονομολόγος «ξεχνά» ορισμένες βασικές πλευρές της διαμόρφωσης της ΕΟΚ - ΕΕ. Το γεγονός ότι η ΕΟΚ δημιουργήθηκε ως συνένωση των μονοπωλίων της Δυτικής Ευρώπης κόντρα στα κράτη της σοσιαλιστικής εξουσίας που μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επικράτησαν σε ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης. Συνένωση που στηρίχτηκε βεβαίως στις μεγάλες δυνατότητες καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά την κρίση και τις καταστροφές του πολέμου. Οι τεράστιοι τότε ρυθμοί ανάπτυξης που έφταναν και σε διψήφια νούμερα στους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, έδιναν τη δυνατότητα, υπό την επίδραση του συσχετισμού δυνάμεων με δοσμένη την ύπαρξη του σοσιαλισμού και τους συνδικαλιστικούς αγώνες, να κάνει το κεφάλαιο παραχωρήσεις ενσωμάτωσης εργατικών μαζών. Ετσι αυξάνονταν οι μισθοί, δημιουργήθηκε το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», διαδικασία στην οποία πρωτοστάτησαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αυτό είναι το ένα ζήτημα, το οποίο δεν το αναφέρει. Γιατί η συνέχεια βεβαίως ήταν διαφορετική. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση της δεκαετίας του '70 δημιούργησε δυσκολίες στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και άνοιξε το δρόμο στις αντεργατικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, σημαίνοντας και την αρχή κατάργησης εργατικών κατακτήσεων που είχε παραχωρήσει το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα η αναζήτηση, από τα μονοπώλια της ΕΟΚ, παραπέρα ενίσχυσης της θέσης τους στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που απαιτούσε την προώθηση της παραπέρα ενοποίησης και της εσωτερικής αγοράς της ΕΟΚ. Αυτή ήταν η πολιτική απόφαση, αλλά έπρεπε να στηριχτεί προπαγανδιστικά και εφευρέθηκε η «σύγκλιση».

Εδώ είναι το δεύτερο ζήτημα που συγκαλύπτει ο Γ.Σταθάκης. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα και βεβαίως πάνω στο έδαφος του ανταγωνισμού. Η συγκρότηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς αλλά και η Συνθήκη του Μάαστριχτ με τις τέσσερις ελευθερίες (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού), όπως και η Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση, δεν καταργούν ούτε τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ούτε την ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ. Τα μονοπώλια, οι επιχειρηματικοί όμιλοι όλων των κρατών που στρατηγικά επέλεξαν τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, από τη μια ευνοούνται από την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, από την άλλη αντικειμενικά, αυτή γίνεται πεδίο του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Εδώ κυριαρχεί το ισχυρότερο μονοπώλιο, ο ανταγωνιστής του συνήθως γίνεται υποδεέστερος (ανισομετρία), αυτό ισχύει και σε επίπεδο οικονομιών εντός ευρωζώνης και ΕΕ. Ο συσχετισμός δεν είναι βεβαίως ποτέ στατικός, αλλάζοντας η ισχύς των μονοπωλίων, αλλάζει και ο συσχετισμός. Αρα ποια σύγκλιση; Είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι τα γερμανικά μονοπώλια θα στηρίξουν τα ελληνικά για να γίνουν ισότιμα εντός της ΕΕ. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και με τους μισθούς και με τα έργα υποδομών κ.λπ. Επομένως είναι ουτοπία και τα περί αλληλεγγύης μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών, δηλαδή να συμβάλουν οι ισχυρές για να ενισχυθούν οι αδύνατες. Οι επενδύσεις και οι συμπράξεις μονοπωλίων των ισχυρών με αυτά των πιο αδύνατων κρατών δεν γίνονται με σκοπό την αλληλεγγύη αλλά την εξασφάλιση της κερδοφορίας αμφοτέρων, βεβαίως με μοιρασιά στη βάση της δύναμης. Αυτό όμως δεν καταργεί ούτε την ανισομετρία ούτε τον ανταγωνισμό.

Θέλει βάθεμα της ενοποίησης με άλλο μείγμα

Αυτοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν και την πολιτική διαχείρισης της κρίσης που εκδηλώθηκε γενικευμένα στην ΕΕ ανεξάρτητα από το επίπεδο της κάθε καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και τη φάση του κύκλου. Στην όποια δυσκολία διαχείρισης σε κάθε καπιταλιστική οικονομία επιδρά και το ύψος των ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών. Τυπικά ο Γ. Σταθάκης, μιλώντας με το γράμμα των Συνθηκών, αναζητά ευρωενωσιακή διαχείριση και της κρίσης και των χρεών. Αυτή η λογική αντικειμενικά δεν διαφέρει από τις απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα της ΕΕ μπορούν να λυθούν στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ενοποίησης. Η θέση του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται από αυτές τις λογικές. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η ανισομετρία, ξεπερνούν το γράμμα των Συνθηκών και επιβάλλουν στην πράξη τα συμφέροντα των ισχυρότερων μονοπωλίων. Που σημαίνει ότι ακόμη και να προχωρήσει η ενοποίηση, τα φαινόμενα των αποκλίσεων των οικονομιών δεν θα αλλάξουν. Οπως δεν θα αλλάξουν και τα φαινόμενα αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών. Αλλωστε η αύξηση της κερδοφορίας απαιτεί αύξηση της εκμετάλλευσης. Οπως και αν αυτή επιτυγχάνεται, είτε με αύξηση της παραγωγικότητας, , είτε με μείωση μισθών η ουσία δεν αλλάζει, οι ταξικές ανισότητες μεγαλώνουν.

Βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης θέλει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θέλει και το κυρίαρχο αστικό ρεύμα. Αλλά προβάλλει διαφορετική πολιτική διαχείρισης, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνολικά για την ΕΕ την οποία αντιλαμβάνεται ως ενιαία οικονομική οντότητα, ως ενιαία καπιταλιστική οικονομία, ζητώντας ευρωενωσιακή διαχείριση της κρίσης, του χρέους, ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης και ευρωενωσιακή πολιτική καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί αυτήν τη διαχείριση να την εμφανίσει ψευδώς ως φιλολαϊκή, ότι θα εξασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία.

Η αλήθεια είναι ότι για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, μια διέξοδος υπάρχει. Η πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους, κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, με εργατική λαϊκή εξουσία. Ετσι μόνον η οικονομία, απαλλαγμένη από την καπιταλιστική ιδιοποίηση του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι, θα αναπτύσσεται σε όφελος του λαού, ικανοποιώντας όλες τις σύγχρονες ανάγκες του.


Ι.

ΠΟΕΜ και ΓΣΕΕ στο πλευρό των βιομηχάνων

Τη θέση - αξίωση των βιομηχάνων της χαλυβουργίας για φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα, ώστε οι επιχειρήσεις τους να γίνουν πιο «ανταγωνιστικές», διατύπωσαν χτες σε κοινή συνέντευξη Τύπου οι πλειοψηφίες της ΠΟΕΜ και της ΓΣΕΕ.

Μιλώντας επί της ουσίας ως εκπρόσωποι των βιομηχάνων του κλάδου και με το πρόσχημα ότι έτσι θα διατηρηθούν οι 1.500 θέσεις εργασίας που έχουν απομείνει στα πέντε μεγάλα χαλυβουργεία, οι εκπρόσωποι της ΠΟΕΜ και της ΓΣΕΕ ζήτησαν από την κυβέρνηση να παρέμβει στην Κομισιόν και να εξασφαλίσει στους εγχώριους καπιταλιστές τους ίδιους όρους για το κόστος Ενέργειας που ισχύουν για τους καπιταλιστές σε άλλες χώρες της ΕΕ.

«Να συγκλίνουμε μαζί με τους εργοδότες και μαζί με την κυβέρνηση για να δώσουμε στη χαλυβουργία φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα για να γίνει ανταγωνιστική» ήταν η προτροπή του Δ. Καραγεωργόπουλου, εκ μέρους της ΓΣΕΕ. «Το φθηνό κόστος Ενέργειας είναι η σωτηρία της χαλυβουργίας», ήταν η βασική θέση που προέβαλε ο πρόεδρος της ΠΟΕΜ, Γ. Στεφανόπουλος. Τα ίδια είχε πει και όταν μίλησε σε ημερίδα της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, τον περασμένο Οκτώβρη, στη Θεσσαλονίκη.

Η αποδοχή της καπιταλιστικής «ανταγωνιστικότητας» από το συνδικαλιστικό κίνημα, σαν κριτήριο για να διαμορφώνει τα αιτήματά του, το φέρνει εξ αντικειμένου στην απέναντι όχθη απ' αυτή που στέκονται οι εργαζόμενοι. Με την επίκληση της «ανταγωνιστικότητας», είτε αυτή εξαρτάται από το φτηνότερο ρεύμα, είτε (κυρίως) από την παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, οι μεγαλοεπιχειρηματίες τσακίζουν μισθούς και δικαιώματα, επεκτείνουν τον απλήρωτο χρόνο της εργασίας, απολύουν εργάτες.

Το παράδειγμα της χαλυβουργίας του Μάνεση στο Βόλο είναι ενδεικτικό. Ζήτησε εκ περιτροπής εργασία και μείωση μισθών για να μην κάνει απολύσεις, και μόλις πριν από λίγες μέρες ξεκίνησε να «σχολάει» εργαζόμενους, ξεκινώντας από τους συμβασιούχους. Ολα αυτά στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» της επιχείρησης. Αποδεικνύεται ότι ο συμβιβασμός των εργαζομένων με τη λογική του «ρεαλισμού» που προπαγανδίζουν εργοδότες και εργατοπατέρες, οδηγεί σε υποχωρήσεις δίχως τέλος.

Για τους απολυμένους του κλάδου, δεν βρήκαν τίποτα να πουν οι κατά τα άλλα λαλίστατοι συνδικαλιστές στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Απλά κατέγραψαν τη μείωση των θέσεων εργασίας κατά 50% περίπου στα χρόνια της κρίσης, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι αυτές τις απολύσεις τις έκαναν οι επιχειρήσεις για τις οποίες οι ίδιοι κόπτονται. Η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ ισχυρίστηκε ακόμα ότι μέσα στο 2014 ενδέχεται να κλείσουν δύο από τις πέντε μονάδες χαλυβουργίας στη χώρα μας, και γι' αυτό ζητά να τους δοθούν νέα προνόμια.

Αντί μπροστά σε αυτό το πιθανό ενδεχόμενο να σηκώσει τους εργαζομένους του κλάδου στο πόδι, η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ στέκεται αρωγός στο αίτημα των βιομηχάνων για ακόμα πιο φθηνό ρεύμα και φυσικό αέριο. Αλλά μήπως και στον κλάδο της Ενέργειας οι καπιταλιστές δεν επικαλούνται το δικό τους «κόστος», την κρίση και τη μείωση της κατανάλωσης Ενέργειας για να προβαίνουν και αυτοί σε απολύσεις και μειώσεις μισθών;

Μια ματιά στο τι συμβαίνει σε βάρος των εργαζομένων στη ΔΕΗ, είναι αρκετή. Ετσι, η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ, στο όνομα δήθεν της υπεράσπισης των εργαζομένων του κλάδου, σέρνει τους εργαζομένους στους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, από τους οποίους έχασαν και χάνουν τόσο οι χαλυβουργοί, όσο και οι εργαζόμενοι στην Ενέργεια.

Σε μιά πάντως πληροφορία που δόθηκε στη συνέντευξη, αξίζει να σταθούν και να σκεφθούν οι εργαζόμενοι. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αναφορά των εκπροσώπων της ΠΟΕΜ, ότι ο κλάδος, με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνατότητες, θα μπορούσε σήμερα να διπλασιάσει μέχρι και να τετραπλασιάσει την παραγωγή χάλυβα στη χώρα μας. Αυτό που δεν είπαν φυσικά οι εργατοπατέρες, είναι ότι ακόμα κι αν αυξηθεί η παραγωγή, το κίνητρο θα παραμείνει το καπιταλιστικό κέρδος, και όχι βέβαια οι σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και του λαού.

Σε κάθε περίπτωση, εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στον κλάδο του Μετάλλου είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η αναρχία στην παραγωγή, η ίδια η «ανταγωνιστικότητα» του κάθε ξεχωριστού καπιταλιστή και του κάθε κλάδου απέναντι στους ανταγωνιστές του. Σ' αυτή την «ανταγωνιστικότητα» έχει στρατευτεί και η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ, η οποία επιπλέον, για λογαριασμό των εργοδοτών, επιτίθεται και πολεμάει το ΠΑΜΕ.

Για να δουν άσπρη μέρα οι μεταλλουργοί, πρέπει να πετάξουν από το σβέρκο τους εργατοπατέρες, όπως αυτοί στην πλειοψηφία της ΠΟΕΜ και της ΓΣΕΕ. Να πρωτοστατήσουν με τις ταξικές δυνάμεις για να οργανωθούν ενιαίοι αγώνες, για την απόκρουση της επίθεσης των βιομηχάνων. Να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε τα χαλυβουργεία, όπως και όλα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, να είναι στα χέρια των εργατών και όχι ιδιοκτησία των καπιταλιστών.


Γ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ