Eurokinissi |
Στο πρόσφατο «συμπληρωματικό μνημόνιο» χαρακτηριστικά τονίζεται: «Η Ελλάδα θα συνεχίσει να σχεδιάζει και να εφαρμόζει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που όχι μόνο διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της ΕΕ, αλλά θα στοχεύουν επίσης στην επίτευξη ευρωπαϊκών βέλτιστων πρακτικών».
Εξίσου ενδεικτικά είναι τα σχέδια αναφορικά με την ίδρυση της «Αναπτυξιακής Τράπεζας», όπου τονίζεται ότι η δομή της και οι κανονισμοί που θα τη διέπουν θα αποφασιστούν μετά από διαβούλευση με τους «θεσμούς».
Σύμφωνα με πληροφορίες, το «πάνω χέρι» στην «Αναπτυξιακή Τράπεζα» θα έχει η πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που με τη σειρά της, στη δέσμη προτάσεων αναφορικά με την «εμβάθυνση της ΟΝΕ», προβλέπει την «παροχή στήριξης στα κράτη - μέλη για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέσω ενός εργαλείου για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και τεχνικής στήριξης κατόπιν αιτήματος των κρατών - μελών».
Σε αυτό το πλαίσιο, η χρηματοδότηση των επενδύσεων θα αξιοποιηθεί στη «μεταμνημονιακή» εποχή ως ένας επιπλέον μηχανισμός παρακολούθησης και επιτάχυνσης των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, που βρίσκονται στον πυρήνα των κατευθύνσεων της ΕΕ.
Ενδεικτικά αναφέρονται οι μεταρρυθμίσεις στις «αγορές εργασίας και προϊόντων», η «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», οι «μεταρρυθμίσεις» στη δημόσια διοίκηση, ζητήματα δηλαδή που έχουν τεθεί με τη μορφή των προαπαιτούμενων και στο πλαίσιο των «αξιολογήσεων» των μνημονίων στην Ελλάδα, ενώ επεκτείνονται και στην «επόμενη μέρα», όπως αποτυπώνουν οι πρόσφατες εκθέσεις ΟΟΣΑ και Κομισιόν.
Την ίδια ώρα, ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2021 - 2027 ενσωματώνει το «Πρόγραμμα Στήριξης Μεταρρυθμίσεων», ύψους 25 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των «μεταρρυθμίσεων προτεραιότητας», ιδίως στο πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», σύμφωνα με την ανακοίνωση της Κομισιόν.
Χαρακτηριστικά είναι και όσα καταγράφονται στο κυβερνητικό σχέδιο για το παραπέρα τσάκισμα της Κοινωνικής Ασφάλισης, εκεί όπου η κυβέρνηση έρχεται να διαβεβαιώσει τους επενδυτές ότι «από το 2025 και μετά, η κρατική χρηματοδότηση θα καλύπτει μόνο την εθνική σύνταξη (4,8% του ΑΕΠ) και δεν θα είναι απαραίτητη πρόσθετη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι το έλλειμμα θα έχει εξαλειφθεί».
Κατά τις πληροφορίες, μάλιστα, το συγκεκριμένο απόσπασμα «εμφιλοχώρησε» στο κυβερνητικό σχέδιο μετά από «πρόταση» της Κομισιόν και ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε πρόσφατη έκθεση για την «επάρκεια των συντάξεων στην ΕΕ», σε ό,τι αφορά την Ελλάδα υπογράμμιζε την «επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί πλήρως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού του 2016 και να εγγυάται ένα αξιοπρεπές επίπεδο παροχών υπό τους περιορισμούς που δημιουργεί το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με το επίπεδο των πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού».
Τα ίδια εξάλλου καταγράφονται και στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ που ο πρωθυπουργός υποδέχτηκε «μετά βαΐων και κλάδων», όπου ανάμεσα στα άλλα η «συνταγή» της ανάκαμψης που «προτείνεται» προβλέπει:
-- Αύξηση της «πραγματικής ηλικίας» συνταξιοδότησης κατά 4 έτη μέχρι το 2030.
-- Ευέλικτη «αγορά εργασίας». Προτείνεται ο «διάλογος» των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο, χωρίς αυτόματη επέκταση και μάλιστα με ευελιξία ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της επιχείρησης. Επισημαίνεται ότι είναι προτιμότερο ο υποκατώτατος μισθός να συνδέεται με την εμπειρία και όχι με την ηλικία.
-- «Εξοικονομήσεις δαπανών» στα προγράμματα κοινωνικής προστασίας με βάση τις συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Γίνεται λόγος για «ενοποίηση των κατακερματισμένων προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας», των οικογενειακών παροχών, του επιδόματος θέρμανσης...
Πρόκειται για στόχους που μαζί με τους υπόλοιπους που καταγράφει η έκθεση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού, όπως π.χ. την περαιτέρω απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου στις αγορές προϊόντων, τη «σταδιακή αλλά σταθερή μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων» κ.ο.κ., τους συναντά κανείς ατόφιους και στο «αναπτυξιακό σχέδιο» της κυβέρνησης.
Από τη μεριά του, ο ΣΕΒ παρεμβαίνοντας στη συζήτηση αναφορικά με το υπό διαμόρφωση «αναπτυξιακό σχέδιο» επισημαίνει πως προϋπόθεση για την ανάκαμψη είναι να «προωθηθούν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που δεν περιλήφθηκαν ποτέ στα προγράμματα προσαρμογής».
Επισημαίνοντας ότι πρέπει να αποκατασταθεί το «σημαντικό επενδυτικό κενό, ύψους 100 δισ. ευρώ, που αφήνει πίσω της η μακροχρόνια κρίση και ύφεση», ο ΣΕΒ εστιάζει στα «εμπόδια» που αφορούν τη «μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα», διεκδικώντας βέβαια τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία.
Μεταξύ άλλων, ο ΣΕΒ βάζει στο αντιλαϊκό τραπέζι τη σταδιακή μείωση κατά 30% των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης, τον «εξορθολογισμό του μείγματος» των έμμεσων και ειδικών φόρων και την εφαρμογή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων.
Δείχνοντας εξάλλου προς την κατεύθυνση επέκτασης της αντεργατικής επίθεσης και τα επόμενα χρόνια, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας έλεγε την Τρίτη, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου, ότι «η επιστροφή στην κανονικότητα δεν σημαίνει επ' ουδενί επιστροφή σε όσα μας οδήγησαν το 2009 στην κρίση και τη χρεοκοπία» και ότι «η συνταγή για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας είναι μία: Μεταρρυθμίσεις για επενδύσεις, ευημερία και δουλειές», υπογραμμίζοντας ότι απαραίτητη προϋπόθεση για νέες επενδύσεις είναι η «μεταρρυθμιστική υπέρβαση».
Εκτιμώντας, εξάλλου, ότι για το κρατικό χρέος θα υπάρξει «κάποια αναδιάρθρωση ώστε να καταστεί βιώσιμο», σε συνδυασμό βέβαια, όπως ο ίδιος τόνισε, με την «αυξημένη εποπτεία» και την «αυστηρή τήρηση των ήδη ψηφισμένων μέτρων», σημείωνε ότι θα υπάρχει και «μεγαλύτερη ευελιξία σε επιμέρους εθνικές πολιτικές», ουσιαστικά δηλαδή σε μέτρα που αφορούν την ανταγωνιστικότητα των ομίλων.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ως κεντρικά ζητήματα της «επόμενης μέρας» ανέφερε τη θέσπιση ειδικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων καθώς και σειρά από άλλες μεταρρυθμίσεις, που θα «καθοδηγούν το Αναπτυξιακό Σχέδιο της Ελλάδας».
Ειδική αναφορά έκανε στη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα ανταποκρίνεται ακόμα πιο στενά στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, λέγοντας ότι «ως Ελληνες εργοδότες, διεκδικούμε μερίδιο ευθύνης και συναπόφασης στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό», τονίζοντας ότι «το χάσμα δεξιοτήτων μεταξύ αγοράς εργασίας και εκπαιδευτικού συστήματος» προκαλεί «σοβαρό κίνδυνο να εγκλωβιστούμε στην κατηγορία των χωρών χαμηλής εξειδίκευσης, παραγωγικότητας και μισθών», επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις του Συνδέσμου για λειτουργία και ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ενδεικτικά μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι τα όσα καταγράφονται σε πρόσφατο κείμενο του τμήματος αναλύσεων του Ευρωκοινοβουλίου1 όπου επισημαίνεται ότι οι αυξανόμενες εντάσεις στα δυτικά Βαλκάνια, τα μετατρέπουν ξανά σε «πυριδιταποθήκη της Ευρώπης», υπονομεύοντας έτσι «την πρόοδο, τη σταθερότητα και την ευημερία» της ευρύτερης περιοχής. Το ίδιο κείμενο εργασίας, που αναφέρεται στο ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή, σημειώνεται ότι η Μόσχα μπορεί να μην είναι ο μοναδικός παράγοντας που διαμορφώνει τις ανησυχητικές αυτές εξελίξεις, ωστόσο «έχει σίγουρα συμβάλει "παίζοντας" με τις εθνικές εντάσεις και τη δυσαρέσκεια στη μετα-γιουγκοσλαβική περίοδο».
Σε ό,τι αφορά την οικονομική επιρροή της Ρωσίας, η μελέτη την εντοπίζει κατά κύριο λόγο στον ενεργειακό τομέα, καθώς σήμερα η Ρωσία προμηθεύει σχεδόν το 100% του φυσικού αερίου που καταναλώνουν ετησίως η Σερβία, η ΠΓΔΜ και η Βοσνία. Από αυτήν την άποψη, αντιμετωπίζεται βεβαίως με θετικό τρόπο η ακύρωση του σχεδίου για την κατασκευή του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου «South Stream», μετά από την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αφού, όπως υπογραμμίζεται, το έργο αυτό «θα παγίωνε την κυριαρχία της Ρωσίας» στην ενεργειακή αγορά της περιοχής.
Υπενθυμίζουμε ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε την «αντιμονοπωλιακή» νομοθεσία της ΕΕ, για να ακυρώσει το έργο του «South Stream», την ίδια στιγμή που εξίσου έντονη και αρνητική προς το έργο υπήρξε και η αμερικανική παρέμβαση στις Βρυξέλλες αλλά και στη Βουλγαρία, χώρα πρώτης υποδοχής του αγωγού.
Τα επόμενα χρόνια, ΕΕ και ΗΠΑ προώθησαν τα έργα κατασκευής αγωγών μεταφοράς αζέρικου φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά (TANAP που διασχίζει την Τουρκία και η προέκτασή του ΤΑΡ που διασχίζει την Ελλάδα, την Αλβανία και καταλήγει στην Ιταλία), σχεδιάζοντας τη συμμετοχή και την τροφοδοσία των Δυτικών Βαλκανίων από αυτήν την πηγή, παράλληλα βέβαια με το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο.
Φαίνεται, πάντως, ότι η Ρωσία δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδιά της να δημιουργήσει μια «νότια όδευση» για την προμήθεια φυσικού αερίου της Ευρώπης. Τα έργα για τον «Turkish stream» προχωρούν ταχύτατα, τη στιγμή που αναπτύσσεται έντονο παρασκήνιο για την κατασκευή μιας διακλάδωσης που θα περνά, ξανά, μέσα από την Βουλγαρία.
Πολύ πιο σημαντική πάντως σε οικονομικό επίπεδο είναι η παρουσία της Κίνας στην περιοχή, η οποία χρηματοδοτεί μια σειρά από έργα στους τομείς της Ενέργειας και των υποδομών Μεταφορών. Κείμενο που δημοσίευσε πρόσφατα η επίσημη ενημερωτική ιστοσελίδα της ΕΕ, «euroactive»2, επισημαίνει την τεράστια διείσδυση της Κίνας στους σημαντικούς αυτούς τομείς της οικονομίας.
Εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία «η ΕΕ είναι απασχολημένη με τα οικονομικά της, η Κίνα έχει μετατραπεί σε βασικό πιστωτή του ανατολικού τμήματος της Ηπείρου». Η παρουσία της αυτή, σύμφωνα με το άρθρο, εντάσσεται στη μακροπρόθεσμη στρατηγική της Κίνας «Μία Ζώνη ένας Δρόμος» που αποσκοπεί στη δημιουργία μεγάλων δικτύων επικοινωνίας σε ξηρά και θάλασσα, που για την υλοποίησή του, το Πεκίνο δεν φείδεται οικονομικών πόρων, παρεμβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο σε ευρύτερους ευρωπαϊκούς στρατηγικούς ενεργειακούς και μεταφορικούς τομείς.
Σήμερα η Κίνα χρηματοδοτεί τουλάχιστον πέντε νέους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής Ενέργειας στα δυτικά Βαλκάνια (ένας στη Σερβία και τέσσερις στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, οι οποίοι χρηματοδοτούνται από μεγάλες κινεζικές τράπεζες, την «China Exim Bank» και την «Industrial Commercial Bank of China»), σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν παύσει τη χρηματοδότηση τέτοιων έργων στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής που ακολουθεί η ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών ρύπων.
Τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων ωστόσο, συνεχίζει το άρθρο, «αποζητώντας ζεστό χρήμα συνάπτουν επιχειρηματικές συμφωνίες με την Κίνα, που θα μπορούσαν να αποδειχτούν προβληματικές κατά την πορεία των χωρών αυτών να γίνουν μέλη της ΕΕ».
Το άρθρο σημειώνει ότι με τα σημερινά δεδομένα κανένα από τα παραπάνω έργα δεν είναι σύμφωνο με τα όρια εκπομπής ρύπων που θέτει η ΕΕ, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η «νομιμότητα» της χρηματοδότησής τους, γεγονός που, όπως λέει, μπορεί να εγείρει ζητήματα παραβίασης της «Συμφωνίας για την Ενεργειακή Ενωση της ΕΕ». Καταλήγει μάλιστα - εν είδει προειδοποίησης - σημειώνοντας ότι «οι κυβερνήσεις των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων θα ενδιαφερθούν για τα ευρωπαϊκά ''στάνταρντ'' μόνο όταν διαπιστώσουν ότι υπάρχουν σοβαρές συνέπειες για όσους δεν τα ακολουθούν, αλλά και όταν δουν τι μπορούν να κερδίσουν όσοι τα ακολουθούν».
Στον τομέα των Μεταφορών, επίσης, καταγράφεται σημαντική διείσδυση των κινεζικών κεφαλαίων. Την τελευταία δεκαετία οι κινεζικές επενδύσεις συνολικά στην Ευρώπη φτάνουν τουλάχιστον τα 320 δισ. ευρώ σύμφωνα με ανάλυση του «Bloomberg»3, οι οποίες, χονδρικά, διαμοιράζονται σε επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας στη δυτική Ευρώπη και στρατηγικής σημασίας υποδομές στην ανατολική και νότια. Σημαντικότερες επενδύσεις αυτήν τη στιγμή θεωρούνται, εκτός από το λιμάνι του Πειραιά, το διεθνές αεροδρόμιο των Τιράνων που εξαγοράστηκε από την «China Εverbright ltd» και ο τερματικός σταθμός στο λιμάνι της Κωνστάτζα της Ρουμανίας από την «Cofco Corp.».
Δεν σταματά εκεί, βέβαια, η κινεζική διείσδυση στην ευρύτερη περιοχή. Σημαντικές είναι επίσης οι κινεζικές επενδύσεις και στο δίκτυο σιδηροδρόμων, έχοντας υπογράψει σχετικό μνημόνιο συνεργασίας με τη Σερβία και την Ουγγαρία για την κατασκευή σιδηροδρόμου υψηλών ταχυτήτων, που θα συνδέει το Βελιγράδι με τη Βουδαπέστη. Το έργο κόστους 2,5 δισ. δολαρίων βρίσκεται σε εξέλιξη και χρηματοδοτείται άμεσα από κινεζικές τράπεζες, ενώ εμπλέκεται επίσης η κρατική κατασκευαστική εταιρεία «China Railway and Construction Corporation» (CRCC). Σύμφωνα με στοιχεία του σέρβικου υπουργείου μεταφορών που επικαλείται το «Βloomberg»4 οι κινεζικές επενδύσεις στη Σερβία, έχουν φτάσει τα 3 δισ. ευρώ και αναμένεται να διπλασιαστούν το αμέσως επόμενο διάστημα.
Τα σιδηροδρομικά έργα στον συγκεκριμένο άξονα αποτελούν άλλωστε σημαντικό τμήμα στη στρατηγική της Κίνας για την ανάπτυξη του «νέου δρόμου του μεταξιού». Θυμίζουμε ότι στο ίδιο τμήμα των σχετικών σχεδιασμών που αφορούν την Ευρώπη, η Ελλάδα και το λιμάνι του Πειραιά αποτελούν βασικό ευρωπαϊκό σταθμό της Κίνας για την ενίσχυση των εξαγωγών της προς την Ευρώπη.
Το προηγούμενο διάστημα η κινεζική παρουσία σε λιμενικές εγκαταστάσεις της χώρας επεκτάθηκε και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μέσω του κινεζικού ομίλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων «CMA», ο οποίος έχει το 49% του μετοχικού κεφαλαίου του γαλλικού ομίλου διαχείρισης λιμενικών εγκαταστάσεων «Terminal Link SAS», ενώ αξίζει να θυμίσουμε ότι στην ίδια κοινοπραξία, που απέκτησε το 67% του ΟΛΘ, συμμετέχουν επίσης οι «Deutsche Invest Equity Partners GmbH» (γερμανικό επενδυτικό ταμείο) και η «Belterra Investments Ltd.» (Ιβ. Σαββίδης).
Παραπομπές:
1. http://www.europarl.europa.eu/ RegData/etudes /ATAG/2017 /608627/ EPRS_ATA%28 2017%29 608627 _ EN.pdf
2. https://www.euractiv.com /section /energy /opinion /china -the -western- balkans- and- the- eu-can- three -tango/
3. https://www.bloomberg.com /graphics /2018-china- business- in- europe/
4. https://www.bloomberg.com/ news/articles/ 2018-05-16 /global-powers -square -up -for- influence-in-europe- s- balkan- flank
Συνεργασίες και αντιθέσεις ανέδειξε η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου στην Κίνα
Την ίδια στιγμή, τόσο η Γερμανία όσο και η Κίνα εφαρμόζουν αντίστοιχα μέτρα «προστατευτισμού», για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των δικών τους ομίλων. Η Γερμανία για να εμποδίσει τις «επιθετικές» κινεζικές εξαγορές γερμανικών στρατηγικών επιχειρήσεων και η Κίνα πριμοδοτώντας τις κινεζικές επιχειρήσεις στο έδαφός της σε βάρος των ξένων επενδυτών.
«Χτίζουμε στρατηγικές σχέσεις», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος από την Κίνα, δίνοντας έμφαση στη σημασία που δίνουν οι γερμανικοί μονοπωλιακοί όμιλοι στην κινεζική αγορά. Οι σχέσεις Γερμανίας - Κίνας έχουν φτάσει σε ένα «πρωτοφανές εύρος και βάθος» και «οι προοπτικές είναι πολλά υποσχόμενες», σημείωσε ο Πρόεδρος Σι. Συνεργασίες και αντιθέσεις «βαδίζουν χέρι - χέρι» στις δυο από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου, με τον ανταγωνισμό σε μια σειρά τομείς - ιδιαίτερα στις νέες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση - να οξύνεται.
Σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της, η Αγκ. Μέρκελ ζήτησε ευθέως ευκολότερη πρόσβαση των γερμανικών επενδύσεων στην κινεζική αγορά με «ίδιους όρους», ιδιαίτερα σε τεχνολογικούς τομείς που «η Κίνα είναι ο απόλυτος ηγέτης». «Διαφορετικά θα οδηγηθούμε σταδιακά να θέσουμε κι εμείς - ίσως πάρα πολλούς - περιορισμούς, κι αυτό δεν θα ήταν καλό», προειδοποίησε.
Η καγκελάριος σημείωσε πως οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει περισσότερο στη Γερμανία. Οι γερμανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, διαμαρτύρονται εδώ και πολύ καιρό για την έλλειψη ισότιμων όρων ανταγωνισμού και την ανομοιογενή πρόσβαση στη γιγαντιαία κινεζική αγορά. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν διογκωθεί: Οι ετήσιες κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην ΕΕ αυξήθηκαν από 700 εκατ. ευρώ το 2008 σε περίπου 35 δισ. ευρώ το 2016, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μελετών της Κίνας (MERICS). Οι επενδύσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, ωστόσο, καθυστέρησαν.
Ο πρωθυπουργός Λι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της καγκελαρίου υποσχέθηκε στις γερμανικές επιχειρήσεις ένα περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις υπηρεσίες. Επίσης, ικανοποίηση εκφράστηκε από τη γερμανική πλευρά για τη μείωση των εισαγωγικών δασμών σε αυτοκίνητα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ανακοίνωσε η κινεζική κυβέρνηση λίγο πριν την άφιξη της Μέρκελ. Οι κινήσεις «καλής θέλησης» της Κίνας θεωρήθηκαν ως αποτέλεσμα πίεσης της αμερικανικής κυβέρνησης και της εμπορικής «σύγκρουσης».
Επίσης, τόνισε ότι επιθυμεί πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία για την προστασία των επενδύσεων μεταξύ ΕΕ - Κίνας, η οποία «θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για μεταγενέστερη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών», παζαρεύοντας βέβαια σκληρά η κάθε πλευρά τους όρους μιας τέτοιας συμφωνίας. «Η Γερμανία είναι έτοιμη να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες της μεταρρύθμισης της Κίνας, να ανοίξει και να επεκτείνει τη συνεργασία για το εμπόριο και τις επενδύσεις», υπογράμμισε η καγκελάριος. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, με το συνολικό διμερές εμπόριο να ανέρχεται σε περίπου 186,6 δισ. ευρώ (2017).
Ενα κομβικό σημείο στο παζάρι για τους όρους συνεργασιών και επενδύσεων είναι η λεγόμενη «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας», δηλαδή της τεχνογνωσίας των γερμανικών ομίλων, αλλά και η προστασία των δεδομένων στην ψηφιοποιημένη βιομηχανία. Και σε αυτό το μέτωπο, Γερμανία και ΗΠΑ έχουν κοινό συμφέρον απέναντι στην Κίνα, χωρίς να αναιρούνται οι μεταξύ τους αντιθέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, και η Αγκ. Μέρκελ έθεσε με επιμονή τη δημιουργία «αξιόπιστου πλαισίου» στην προστασία των δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις, καθώς «τα δεδομένα είναι οι πρώτες ύλες του μέλλοντος» και «η ασφάλειά τους είναι το Α και το Ω για τις εταιρείες». Ο νέος κινεζικός νόμος για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο είναι αμφιλεγόμενος, επειδή οι γερμανικές εταιρείες στην Κίνα πρέπει να αποθηκεύουν δεδομένα που συλλέγονται σε τοπικούς διακομιστές. Γι' αυτό φοβούνται για την ασφάλεια των δεδομένων που μπορεί να «πέσουν» στα χέρια κινεζικών επιχειρήσεων και κυβερνητικών αρχών.
Σημείωσε πως η συνεργασία μεταξύ Κίνας και Γερμανίας πρέπει να τεθεί σε μια εντελώς νέα βάση στην εποχή της ψηφιοποίησης. «Είμαστε πολύ σημαντικοί εμπορικοί εταίροι ο ένας για τον άλλο, αλλά επίσης όλο και περισσότερες κινεζικές εταιρείες εισέρχονται στη γερμανική αγορά, μερικές φορές σε τομείς με πολύ εξελιγμένες τεχνολογίες», δήλωσε κατά τη συνάντησή της με τον Πρόεδρο Σι σχετικά με την προστασία της «πνευματικής ιδιοκτησίας» και πρόσθεσε: «Αυτό θα μας συνοδεύσει τα επόμενα χρόνια και έτσι το ζήτημα της πρόσβασης στην αγορά και η αμοιβαιότητα θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο».
Οι στοχευμένες παρεμβάσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου γίνονται στο φόντο των οξυμένων αντιθέσεων, με την Κίνα να φιλοδοξεί να καταστεί η κορυφαία βιομηχανική δύναμη στον κόσμο τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο μιας δεκαετούς στρατηγικής που ονομάζεται «Made in China 2025», η κινεζική οικονομία επαναπροσδιορίζεται από την έντονη και χαμηλής αξίας παραγωγή προς την πιο κερδοφόρα παραγωγή με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Περιλαμβάνει σχέδια για τη βελτίωση της καινοτομίας, την ενσωμάτωση τεχνολογίας - βιομηχανίας, την ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης, την προώθηση των κινεζικών εμπορικών σημάτων και την επιβολή της πράσινης βιομηχανίας.
Επιπλέον, στοχεύει στην προώθηση καινοτομιών σε 10 βασικούς κλάδους, όπου η Κίνα θέλει να είναι ηγέτης στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών της πληροφορικής, της ρομποτικής, της αεροδιαστημικής, των σιδηρόδρομων και των ηλεκτρικών οχημάτων. Μεταξύ άλλων, η κινεζική κυβέρνηση σχεδιάζει να συνεχίσει την κρατική στήριξη της καινοτομίας, με την ίδρυση 40 κέντρων βιομηχανικής καινοτομίας έως το 2025. Δεδομένων των προνομίων που θα εξακολουθήσουν να παρέχονται στις εγχώριες εταιρείες, τα γερμανικά και άλλα μονοπώλια ανησυχούν ότι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν διακριτική μεταχείριση και «αθέμιτο ανταγωνισμό» στην Κίνα. Ετσι, οικονομολόγοι και στελέχη επιχειρήσεων θεωρούν σημαντική την πίεση από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ προς την κινεζική κυβέρνηση για «μεταρρύθμιση» και «απελευθέρωση» της οικονομίας.
Στην Ευρώπη κινδυνεύουν ιδιαίτερα τα γερμανικά συμφέροντα, καθώς οι γερμανικοί όμιλοι έχουν το κατεξοχήν πλεονέκτημα στην προηγμένη βιομηχανική παραγωγή. Μέχρι στιγμής η Κίνα είναι μεγάλος αγοραστής εμπορευμάτων «Made in Germany», αλλά υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία στο Βερολίνο ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από την κυβέρνηση στοχεύουν όλο και περισσότερο να αποκτήσουν βασικές τεχνολογίες, με την απόκτηση γερμανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών σε στρατηγικούς βιομηχανικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ρομποτικής, των ενεργειακών συστημάτων και της βιοϊατρικής.
Μια μελέτη (Bertelsmann media group) που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείχνει ότι από τις 175 επιχειρήσεις που αγοράστηκαν εν μέρει ή εντελώς από Κινέζους επενδυτές μεταξύ του 2014 και του 2017, οι 112 βρίσκονταν σε τομείς τους οποίους η Κίνα ιεραρχεί στη στρατηγική της «Made in China 2025».
Αμερικανική «δεξαμενή σκέψης» ανησυχεί για το πώς οι εργαζόμενοι θα εγκλωβιστούν στις ανάγκες του κεφαλαίου στην εποχή ραγδαίων αλλαγών στην παραγωγή και σφοδρού διεθνούς ανταγωνισμού
AP |
Στα τέλη του περασμένου μήνα, λοιπόν, το CFR έκανε μία πρωτοτυπία. Αντί να ασχοληθεί, ως συνήθως, με τα τεκταινόμενα στη μεγάλη «μπαρουταποθήκη» της Μέσης Ανατολής, τα σκληρά παζάρια της κυβέρνησης Τραμπ στην Κορεατική Χερσόνησο ή τις επικείμενες εκλογές στο Μεξικό και τους ανταγωνισμούς των δυτικών μονοπωλίων με τη Ρωσία, επέλεξε να ασχοληθεί με τις σαρωτικές αλλαγές που αναμένεται να προκαλέσουν σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο καινοτόμες τεχνολογικές εξελίξεις - όπως οι εφαρμογές της Τεχνητής Νοημοσύνης και της αυτοματοποίησης πολλών μέσων μαζικής παραγωγής. Δημοσιοποίησε λοιπόν μία πολυσέλιδη έκθεση με τον εύγλωττο τίτλο «Η εργασία μπροστά» («Work Ahead»), προτείνοντας στην αστική τάξη, στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, να ασχοληθούν σοβαρά και πιο επισταμένα με τη «θύελλα» της ρομποτικής και της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Γιατί; Επειδή, όπως επισημαίνουν, θα πρέπει «να προετοιμάσουν» (ενσωματώσουν) την εργατική τάξη ώστε να ...συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα.
Το ακόλουθο απόσπασμα της έκθεσης είναι χαρακτηριστικό:
«Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σήμερα είναι να ανοικοδομήσουν τους συνδέσμους μεταξύ εργασίας, ευκαιριών, οικονομικής ασφάλειας για όλους τους Αμερικανούς, ενόψει της επιταχυνόμενης τεχνολογικής αλλαγής. Κυβερνήσεις, επιχειρηματίες, εκπαιδευτικοί, και άλλοι θεσμοί, πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα για να βοηθήσουν τους Αμερικανούς να προσαρμοστούν και να ευδοκιμήσουν, ενόψει των διασπαστικών δυνάμεων (απορρύθμισης των εργασιακών και άλλων σχέσεων). Αν αποτύχουν, τότε θα αυξηθούν οι πιέσεις λιτότητας που ήδη αναγκάζουν τις ΗΠΑ να κάνουν βήματα πίσω από τη θέση παγκόσμιας ηγεσίας. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής που δεν μπορούν να παράσχουν καλύτερες θέσεις δουλειάς, προοπτικές καριέρας και καλύτερη οικονομική ασφάλεια για τους πολίτες τους θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικές και θα συνιστούν ένα αδύνατο μοντέλο - πρότυπο διεθνώς. Θα έχουν λιγότερους διαθέσιμους πόρους για την εθνική ασφάλεια. Η εσωτερική διαπάλη για το μοίρασμα των οικονομικών κερδών θα διασπάσει και θα διχάσει περαιτέρω τη χώρα και θα την κάνει λιγότερο πρόθυμη και ικανή να δράσει αποτελεσματικά στην υφήλιο. Καθώς η τεχνολογία απορρυθμίζει και διαταράσσει τον έναν μετά τον άλλο κλάδο της βιομηχανίας, οι ΗΠΑ πρέπει να βρουν καλύτερους τρόπους για να βοηθήσουν τους Αμερικανούς να αποκτήσουν πρόσβαση στις πολλές νέες ευκαιρίες που δημιουργεί η τεχνολογία. Ιδιαίτερα με την ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στην εκπαίδευση και τις προοπτικές απασχόλησης. Η χώρα χρειάζεται ισχυρή υποστήριξη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα θέσεων με καλύτερους μισθούς. Πρέπει επίσης τα προσόντα και οι δεξιότητες για δουλειά να καταστούν πολύ πιο διαφανή, ώστε αυτοί που αναζητούν εργασία να ξέρουν τι χρειάζονται για να μπορούν να προωθήσουν τις καριέρες τους. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι Αμερικανοί μπορούν να κερδίσουν τις δεξιότητες και τη γνώση που θα εξασφαλίσει επιτυχία και στους ίδιους και στην Αμερική».
Στα παραπάνω μπορεί κανείς, μεταξύ πολλών άλλων, να παρατηρήσει το «άγχος» της αστικής τάξης για το πώς θα αξιοποιήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις προκειμένου αφενός να διατηρήσει αδιαμφισβήτητη την εξουσία της, αφετέρου να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εργασιακής απασχόλησης και εκμετάλλευσης των εργαζομένων με κάθε τρόπο. Ταυτόχρονα, διακρίνεται και η «αγωνία» της να διατηρήσει το προβάδισμα στον ανταγωνισμό ώστε να εξασφαλίσει ηγεμονική γεωπολιτική ισχύ και την υπεροχή της σε βάρος των μονοπωλίων σε Ευρώπη, Ασία κ.α.
Πάντως, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς προσεγγίζει το πρόβλημα και τι θεωρεί σε πρώτη φάση «λύση» το CFR. Σύμφωνα με τη «δεξαμενή σκέψης», ήδη το 36% του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ (κάπου 57.000.000 άτομα) είναι αυτοαπασχολούμενοι ή «εργολάβοι» (γνωστοί και ως «gig workers»), οι οποίοι στην ουσία προσφέρουν έργο μισθωτών χωρίς τα δικαιώματα των τελευταίων (πλήρεις αποδοχές, επιδόματα, άδεια ασθενείας, ιατροφαρμακευτική κάλυψη κ.ά.).
Το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν από λίγες μέρες η «Ενωση Ελευθέρων Επαγγελματιών» (Freelancers Union), ανέρχεται στο 47% του εργατικού δυναμικού εργαζομένων που ανήκουν στη λεγόμενη γενιά των «Μιλένιαλς» (έχουν γεννηθεί δηλαδή από τη δεκαετία του '90 και έπειτα). Σύμφωνα με διάφορες προβλέψεις - που προφανώς κρύβουν την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης - μέχρι το 2027 οι λεγόμενοι «αυτοαπασχολούμενοι» θα είναι πάνω από τα 2/3 του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ.
Αυτό που προβληματίζει είναι ότι η αυτοματοποίηση σε τομείς της μεταποίησης, των υπηρεσιών κ.α. θα καταστρέψει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, που φυσικά και οι ίδιοι οι αστοί ξέρουν ότι δεν γίνεται να αντικατασταθούν από τους λεγόμενους «αυτοαπασχολούμενους», οι οποίοι είναι λογικό να βαίνουν μειούμενοι όσο κυριαρχούν τα μονοπώλια και συνεχίζεται η αντικειμενική διαδικασία της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.
Οι ερευνητές του CFR δεν κρύβουν πως η επιτάχυνση της υιοθέτησης τεχνολογικών καινοτομιών «είναι κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και την οικονομική τους ανταγωνιστικότητα» και προτείνουν μέτρα ως «πρώτες βοήθειες». Επικρίνοντας εμμέσως πλην σαφώς τις πολιτικές εμπορικού «προστατευτισμού» της κυβέρνησης Τραμπ, οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν επίσης ότι:
Οι τεχνοκράτες προτείνουν επίσης διάφορα μέτρα που επί της ουσίας επιχειρούν να τονώσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου και παρουσιάζονται αντεστραμμένα, ως δήθεν μέσο και για την ευημερία των εργαζομένων. Λένε:
Για να θολώσει στα μάτια των εργαζομένων η πραγματικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γίνονται και ανάλογες κινήσεις. Στις 10 Μάη πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Οίκο, παρουσία του Προέδρου Τραμπ, ευρεία σύσκεψη κυβερνητικών αξιωματούχων και διευθυντικών στελεχών δεκάδων τεχνολογικών μονοπωλίων, όπως «Google», «Facebook», «Amazon», «Nvidia», «Intel» και «Oracle», αλλά και βιομηχανιών όπως «Ford», «Land O' Lakes», «MasterCard», «Pfizer», που πέρυσι ξόδεψαν πάνω από 21 δισ. δολάρια σε διάφορα έργα και εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης. Εκεί αποφασίστηκε η συγκρότηση επιτροπής επιστημόνων, ακαδημαϊκών και εκπροσώπων μονοπωλίων (γνωστή ως «Επίλεκτη Επιτροπή για την Τεχνητή Νοημοσύνη», Select Committee on Artificial Intelligence), που θα ενημερώνουν τον Τραμπ και την κυβέρνηση μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις καινοτόμων τεχνολογιών και τις επιπτώσεις τους στις αγορές εργασίας, και θα υποβάλλουν προτάσεις για την (από οικονομική και κοινωνική σκοπιά) «ομαλότερη» μετάβαση προς την «4η Βιομηχανική Επανάσταση».