Παρασκευή 1 Μάρτη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Διαβάστε σήμερα στο 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία»:
  • «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ» 2019: Σε εποπτεία χωρίς τέλος οι λαϊκές ανάγκες σε όλη την ΕΕ
  • ΕΕ: «Τρέχει» για να καλύψει το χαμένο έδαφος στις τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης και ρομποτικής έναντι των ανταγωνιστών της
  • ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΑΛΛΙΑΣ - ΙΤΑΛΙΑΣ: Μεγαλώνουν διμερείς, γεωπολιτικοί και επιχειρηματικοί ανταγωνισμοί, ωστόσο η αλληλεξάρτηση παραμένει ισχυρή
  • ΕΕ: Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία διαγκωνίζονται μεταξύ τους και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα για «πόστα» στην ανερχόμενη περιοχή του Ινδικού - Ειρηνικού
«ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ» 2019
Σε εποπτεία χωρίς τέλος οι λαϊκές ανάγκες σε όλη την ΕΕ

«Η ανάπτυξη επιβραδύνεται. Για να διατηρηθεί η δυναμική στο μέλλον θα χρειαστεί υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας, καθώς και συνεχής ανοδική σύγκλιση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για να ελευθερωθεί το πλήρες δυναμικό ανάπτυξης των οικονομιών μας. Χρειαζόμαστε επίσης κατάλληλα στοχευμένες επενδύσεις για να ενισχυθεί η αύξηση της παραγωγικότητας σε όλες τις χώρες της Ευρώπης».

Αυτό τόνισε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Β. Ντομπρόβσκις, παρουσιάζοντας την έκθεση για «μακροοικονομικές ανισορροπίες» στην ΕΕ, όπως προβλέπεται στη διαδικασία των «ευρωπαϊκών εξαμήνων», που θα συνεχιστεί μεταξύ άλλων με τη νέα δέσμη ειδικών ανά χώρα συστάσεων για την περίοδο 2019 - 2020.

Την ίδια ώρα, η Κομισιόν διαπιστώνει ότι «η παραγωγικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, η γήρανση του πληθυσμού εντείνεται και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές εργασίας».

Τα παραπάνω έρχονται να οξύνουν τα αντιλαϊκά ανακλαστικά, δίνοντας το «σήμα» για κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και νέο γύρο επίθεσης στους λαούς, ώστε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να κερδίσει πόντους ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Σε αυτό το φόντο, η Κομισιόν εγκαινιάζει και το «διάλογο» αναφορικά με το Πρόγραμμα Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, μέσω του οποίου, με κίνητρο τη χρηματοδότηση νέων κερδοφόρων επενδύσεων, οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών θα «τρέχουν» τις αναγκαίες για το κεφάλαιο αναδιαρθρώσεις με φόντο «την ανάγκη προώθησης των επενδύσεων, άσκησης υπεύθυνων δημοσιονομικών πολιτικών και εφαρμογής καλά σχεδιασμένων μεταρρυθμίσεων».

Η «κανονικότητα» των μνημονίων


Eurokinissi

Στο διά ταύτα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντάσσει και την Ελλάδα στη λίστα με τα κράτη - μέλη που υπάγονται σε «εμπεριστατωμένη επισκόπηση» και μάλιστα για «υπερβολικές ανισορροπίες», δηλαδή σε έναν ακόμα ειδικό εξονυχιστικό έλεγχο, στο πλαίσιο της «κανονικότητας» του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», παράλληλα με το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο».

Ολα μαζί σχηματίζουν το «μεταμνημονιακό» μνημόνιο χωρίς τέλος, με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπα τα λαϊκά στρώματα σε όλη την ΕΕ, ανεξάρτητα από το «χρώμα» των αστικών κυβερνήσεων.

Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι πως πέρα από τα 3 κράτη (Ιταλία, Ελλάδα και Κύπρο) που σύμφωνα με την απόφαση της Κομισιόν αντιμετωπίζουν «υπερβολικές ανισορροπίες», ακόμη 10 οικονομίες (Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σουηδία) σημειώνεται ότι «αντιμετωπίζουν οικονομικές ανισορροπίες», για διάφορους λόγους η καθεμιά. Η Γερμανία, για παράδειγμα, εντάσσεται στη συγκεκριμένη κατηγορία λόγω των μεγάλων πλεονασμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο, ζήτημα που βρίσκεται στο «κάδρο» των ενδοαστικών ανταγωνισμών.

Εξίσου ενδεικτικά είναι και τα κριτήρια - δείκτες που καταρτίζει η Γιούροστατ, μέσω των οποίων παρέχεται η αναγκαία «στατιστική υποστήριξη» για την ετήσια έκθεση του «Μηχανισμού Επαγρύπνησης». Αυτά αφορούν το «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», που με τη σειρά του περιλαμβάνει παραμέτρους όπως το επίπεδο των μισθών και η παραγωγικότητα της εργασίας, η «πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία» κάθε οικονομίας, που αποσκοπεί στην αξιολόγηση της «ανταγωνιστικότητας των τιμών και του κόστους» σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές, η «καθαρή επενδυτική θέση» της κάθε οικονομίας, το κρατικό χρέος, το ισοζύγιο συναλλαγών κ.ά.

Οπως ήδη ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της έναρξης του φετινού «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, αυτή «έχει κάνει σημαντικά βήματα για να μειώσει τις ανισορροπίες ροών και να διαχειριστεί τους συναφείς υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας κινδύνους, όμως οι κληροδοτημένες ανισορροπίες αναμένεται ότι θα συνεχιστούν».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γιούροστατ, η «καθαρή επενδυτική θέση» της ελληνικής οικονομίας ως προς τα άλλα κράτη και τις αγορές είναι αρνητική, φτάνοντας στο -142,5% του ΑΕΠ (με ενδεικτικό όριο έως -35% του ΑΕΠ), το μερίδιο των εξαγωγών στην τελευταία 5ετία έχει μειωθεί κατά 10% (όριο μείωσης μέχρι 6%), το κρατικό χρέος έχει απογειωθεί στο 176% του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη ανεργία το 2017 έφτασε το 23,3%, με το όριο, όπως θέτουν τον πήχη οι ευρωπαϊκοί «θεσμοί», να διαμορφώνεται στο 10% του εργατικού δυναμικού.

Ταυτόχρονα, η έκθεση της Κομισιόν σημειώνει ότι «θα απαιτηθεί η συνέχιση των πρόσφατων βελτιώσεων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», δείχνοντας το δρόμο για νέες παρεμβάσεις τόνωσης των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων (εξαγωγικού προσανατολισμού) στη διαρκή κούρσα για την απόσπαση μεριδίων στις διεθνείς αγορές.

Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων εμποδίζει την αποκατάσταση υγιούς ροής πιστώσεων προς την οικονομία, η οποία είναι απαραίτητη για τη στήριξη της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα», δείχνοντας ξανά προς την κλιμάκωση των εκβιασμών και πλειστηριασμών απέναντι στη λαϊκή κατοικία, ζήτημα που επίσης εντάσσεται στην «εθνική αναπτυξιακή στρατηγική» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις με «μπόνους» στο κεφάλαιο

Την ίδια ώρα, ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2021 - 2027 ενσωματώνει το «Πρόγραμμα Στήριξης Μεταρρυθμίσεων», ύψους 25 δισ. ευρώ (συνολικά στην ΕΕ), για τη χρηματοδότηση των «μεταρρυθμίσεων προτεραιότητας, ιδίως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», σύμφωνα με ανακοίνωση της Κομισιόν.

Σε αυτό το φόντο, η χρηματοδότηση των επενδύσεων θα αξιοποιηθεί στη «μεταμνημονιακή εποχή» ως ένας επιπλέον μηχανισμός παρακολούθησης και επιτάχυνσης των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων και στην Ελλάδα, που βρίσκονται στον πυρήνα των κατευθύνσεων της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μεταρρυθμίσεις στις «αγορές εργασίας και προϊόντων», η «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», οι «μεταρρυθμίσεις» στη δημόσια διοίκηση.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα ακόμη εργαλείο στο πλαίσιο της κλιμάκωσης της αντιλαϊκής πολιτικής, με «αντάλλαγμα» τις κεφαλαιακές ενισχύσεις για την τόνωση των επιχειρηματικών ομίλων μέσω των προϋπολογισμών και των ταμείων χρηματοδότησης της ΕΕ.

Σε συνδυασμό με το παραπάνω, το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο», που εφαρμόζεται ειδικά στην ελληνική οικονομία και παράλληλα με το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», προβλέπει ότι μόνο σε περίπτωση «θετικής αξιολόγησης» (δηλαδή, εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων) θα μεταβιβάζονται ανά εξάμηνο στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών. Αυτά προέρχονται από τα «ακούρευτα» κρατικά ομόλογα μετά την αναδιάρθρωση (PSI) του 2012.

Η διαδικασία επιστροφής των κερδών θα κρατήσει μέχρι το 2022 και βέβαια θα «κουμπώσει» με τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, όπου έχουν ενσωματωθεί τόσο τα ήδη υπάρχοντα μνημονιακά όσο και τα επερχόμενα αντιλαϊκά μέτρα.

«Ζυγισμένη» με κεφάλαιο και ΕΕ η «εθνική αναπτυξιακή στρατηγική»

Με πρόσφατη ανακοίνωσή της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξήγγειλε την προσαρμογή της λεγόμενης «εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής» σε μια σειρά από μετρήσιμους αντιλαϊκούς στόχους, με γνώμονα την κλιμάκωση των αναδιαρθρώσεων που προβλέπονται στο «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο».

Δίνοντας «σάρκα και οστά» στον σχεδιασμό αυτό για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, η κυβερνητική επιτροπή αποφάσισε:

  • Τον περαιτέρω συντονισμό της «εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής» με τις διαδικασίες του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», του πλαισίου «ενισχυμένης εποπτείας» και την κατάρτιση του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων για το 2019, «ώστε να διασφαλίζεται ότι με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο τίθενται κοινές προτεραιότητες και υπηρετούνται κοινοί στόχοι».

Να σημειωθεί ότι η κατάθεση «εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων» προβλέπεται στη διαδικασία των Εξαμήνων. Για το 2019 αναμένεται να ολοκληρωθεί την άνοιξη, ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει την αντιλαϊκή κοπτοραπττική, τόσο για το «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» όσο και για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2019 - 2023, που βέβαια θα έρθει να «κουμπώσει» με τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις.

  • Την εντατικοποίηση και επιτάχυνση της υλοποίησης των πολιτικών και των δράσεων της «αναπτυξιακής στρατηγικής» για την ισχυροποίηση των «θετικών παραγωγικών μετασχηματισμών» που συντελούνται στην ελληνική οικονομία.
  • Την επικαιροποίηση της «αναπτυξιακής στρατηγικής», «αξιοποιώντας την έως τώρα εμπειρία και στη βάση των μεγάλων προκλήσεων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής».

Σε κάθε περίπτωση, η «εθνική στρατηγική» υποτάσσεται στις προτεραιότητες που έχουν θέσει ο ΣΕΒ και οι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι, συμπεριλαμβανομένων βέβαια των τραπεζών. Ταυτόχρονα, η «οικειοποίηση» των αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων που προβλέπονται στη συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς», πλάι με αυτές που περιλαμβάνονται στα «Ευρωπαϊκά Εξάμηνα», βρίσκεται στην προμετωπίδα των αξιώσεων του εγχώριου κεφαλαίου, με στόχο την προσέλκυση ικανής μάζας νέων κερδοφόρων επενδύσεων οι οποίες θα έρθουν να πατήσουν στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής.


Α. Σ.

ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ
Ενα ακόμα πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού με χαμένους τους εργαζόμενους και τους λαούς

Να καλύψει το χαμένο έδαφος έναντι των ανταγωνιστών της στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και της Ρομποτικής επιδιώκει η ΕΕ, καθώς διαπιστώνει ότι ο συγκεκριμένος τομέας ήδη έχει αποκτήσει σημαντικό ρόλο στη συνολικότερη ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στη στρατιωτική βιομηχανία αλλά και άλλους βιομηχανικούς κλάδους κρίσιμης σημασίας στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Στο πλαίσιο των γενικότερων προσπαθειών που καταβάλλει η ΕΕ να μη μείνει πίσω σε αυτήν την κούρσα, εντάσσεται και το ψήφισμα που ενέκρινε στις 12 Φλεβάρη το Ευρωκοινοβούλιο αναφορικά με την προώθηση «μιας ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τη Ρομποτική», στο οποίο ανάμεσα σε άλλα τονίζεται μετ' επιτάσεως ότι στην ΕΕ «απαιτείται επειγόντως μια συντονισμένη προσέγγιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να είναι σε θέση η ΕΕ να ανταγωνιστεί τις μαζικές επενδύσεις που πραγματοποιούν τρίτες χώρες, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και η Κίνα».

Στο ψήφισμα επισημαίνεται το γεγονός ότι σήμερα περίπου το 1/4 όλων των βιομηχανικών ρομπότ και το ήμισυ όλων των επαγγελματικών ρομπότ παροχής υπηρεσιών παγκοσμίως παράγονται από ευρωπαϊκές εταιρείες, γεγονός που αποτελεί πλεονέκτημα της ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνιστικό στίβο. Ωστόσο, για να διατηρήσει τη θέση της, αλλά και να την ενισχύσει, τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αναλάβει άμεσα μια σειρά από πρωτοβουλίες προώθησης των επενδύσεων στον τομέα, αφού οι εξελίξεις στις ανταγωνίστριες οικονομίες, όπως καταγράφουν τα σχετικά στοιχεία, είναι «ανησυχητικές».


Στην ουσία, το Ευρωκοινοβούλιο έρχεται να δώσει «δημοκρατική νομιμοποίηση» στην όξυνση του ανταγωνισμού σε έναν ακόμη τομέα, ζητώντας την απρόσκοπτη χρηματοδότηση από τα κοινοτικά ταμεία των μονοπωλιακών ομίλων του χώρου, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα με πλήρη κυνισμό τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει για χιλιάδες εργαζόμενους στην ΕΕ η είσοδος στην παραγωγική διαδικασία νέων αυτοματοποιημένων τεχνολογιών, αφού στο πλαίσιο του καπιταλισμού η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται για εκείνους «κατάρα», σηματοδοτώντας ανεργία, εκτόξευση της «ευελιξίας» και συνολικά ένταση της εκμετάλλευσης.

Στην κούρσα του παγκόσμιου ανταγωνισμού...

Σε πρόσφατο κείμενο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («USA-China-EU plans for AI: where do we stand?» Γενάρης 2018) αναφορικά με τις εξελίξεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη και τη Ρομποτική, καταγράφονται επακριβώς οι φόβοι των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων, εξαιτίας της ραγδαίας ανόδου που σημειώνουν οι ανταγωνιστές τα τελευταία χρόνια. Στο κείμενο αυτό αναφέρεται ότι οι νέες τεχνολογίες αυτού του τύπου μετασχηματίζουν με γοργούς ρυθμούς την παγκόσμια οικονομία και ο αντίκτυπός τους καταγράφεται στο σύνολο σχεδόν των οικονομιών, «ωστόσο οι ΗΠΑ και η Κίνα ωφελούνται πολύ περισσότερο», ενώ μέχρι το 2030 θα καρπώνονται περίπου το 70% της οικονομικής ανάπτυξης που θα προέρχεται από τις νέες τεχνολογίες.

Υπογραμμίζεται ακόμη ότι οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τους σημερινούς ρυθμούς, θα καταγράψουν την υψηλότερη ανάπτυξη στον τομέα της ΤΝ και της Ρομποτικής τα αμέσως επόμενα χρόνια, αφού υπάρχει πρόσφορο έδαφος από την παράλληλη ανάπτυξη άλλων συναφών τεχνολογιών, όπως η «ανάλυση δεδομένων υψηλής κλίμακας» και το «διαδίκτυο των πραγμάτων» (Big Data analytics - Internet of Things), που ήδη γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σημειώνεται ακόμη πως το «πεδίο» για την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων είναι ορθάνοιχτο, καθώς έχει ήδη διαμορφωθεί μια εκτεταμένη αγορά που μπορεί να απορροφήσει τέτοιου είδους προϊόντα, υπάρχει ο απαιτούμενος «εκπαιδευμένος» πληθυσμός, ενώ παράλληλα εκτελείται ετησίως ένας υψηλός όγκος νέων επενδύσεων.

Ανάλογη είναι η εικόνα που παρατηρείται και στην Κίνα, όπου, παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη που εμφανίζουν οι επενδύσεις στις σχετικές τεχνολογίες είναι μικρότερη σε απόλυτους αριθμούς συγκριτικά με εκείνες των ΗΠΑ, ωστόσο αυξάνονται με πολύ υψηλούς ρυθμούς χρόνο με τον χρόνο. Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο αντίκτυπος από τη σημερινή διαδικασία που εξελίσσεται στην Κίνα θα εμφανιστεί στην οικονομία της χώρας με σαφή και μετρήσιμα αποτελέσματα το 2030, καθώς όλο το διάστημα μέχρι τότε η Κίνα σχεδιάζει τη διαρκή ενίσχυση αυτού του τύπου των επενδύσεων και την προώθηση των ερευνητικών ευρημάτων σε όλους τους σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας και από εκεί στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Τονίζεται επίσης ως εξίσου σημαντικό στοιχείο το γεγονός ότι η Κίνα καταγράφει υψηλότερο βαθμό επανεπένδυσης κεφαλαίων στην έρευνα και την παραγωγή συγκριτικά με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, δεδομένο που ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη αυτού του τύπου των τεχνολογιών.

Ακρως ενδεικτικό της τεράστια προόδου που καταγράφει η Κίνα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί το γεγονός ότι πλέον είναι δεύτερη στον κόσμο στις κατοχυρωμένες πατέντες στον τομέα ΤΝ και αυτοματισμών πίσω από τις ΗΠΑ, ενώ από το 2014 και μετά είναι πρώτη στην ετήσια δημοσίευση επιστημονικών ερευνών στους παραπάνω τομείς. Το 2016 η Κίνα δημοσίευσε περίπου 600 τέτοιου τύπου έρευνες, οι ΗΠΑ δημοσίευσαν περίπου 450, όταν Αγγλία, Γερμανία, Καναδάς, Ιαπωνία και Αυστραλία είχαν η καθεμία κάτω από 100 επιστημονικές δημοσιεύσεις. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι μόλις μερικά χρόνια πριν, το 2012, το σύνολο των κινεζικών επιστημονικών δημοσιεύσεων μετά βίας έφτανε τις 20.

Αλλά και σε επίπεδο απορρόφησης νέων επενδύσεων στον τομέα, ΗΠΑ και Κίνα πρωταγωνιστούν, έχοντας θεσπίσει το «απαιτούμενο νομικό πλαίσιο», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση της Επιτροπής, το οποίο επιτρέπει την προσέλκυση και γοργή απορρόφηση επενδυτικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα σήμερα οι ΗΠΑ να απορροφούν ετησίως τον μεγαλύτερο αριθμό επενδύσεων παγκοσμίως, με την Κίνα να βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Συνολικά, το 2016 οι ΗΠΑ απορρόφησαν επενδύσεις συνολικού ύψους 23 δισ. δολαρίων, η Κίνα 12 δισ. και η ΕΕ συνολικά μόλις 4 δισ. Η παράθεση των ποσών αυτών βέβαια ως απόλυτα νούμερα είναι μόνο ενδεικτική, αφού για να υπάρξει πιο καθαρή εικόνα για το αντίκτυπο αυτών των επενδύσεων σε κάθε χώρα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας, αλλά και το πώς αυτά εντάσσονται στην παραγωγή.

Οπως και να 'χει, για να προσεγγίσουν οι επενδύσεις στην ΕΕ τα επίπεδα των ΗΠΑ και της Κίνας, η Επιτροπή καλεί τους υπόλοιπους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ να διαμορφώσουν το νομοθετικό και ευρύτερα θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, ώστε να αντιμετωπιστεί ο έντονος ανταγωνισμός. Σήμερα στην ΕΕ η Γερμανία είναι αυτή που προς το παρόν ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη - μέλη στον τομέα της ΤΝ και της Ρομποτικής, αφού ήδη έχει ιδρύσει στο κρατίδιο της Βάδης - Βυρτεμβέργης τη λεγόμενη «Cyber Valley», όπου ερευνητικά ιδρύματα, πανεπιστήμια και μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες επενδύουν στην έρευνα νέων τεχνολογιών και ειδικότερα στην Τεχνητή Νοημοσύνη και τη Ρομποτική. Η Γαλλία επίσης επιδιώκει το τελευταίο διάστημα να προωθήσει τον εν λόγω τομέα, έχοντας θέσει την Τεχνητή Νοημοσύνη ως πρώτη προτεραιότητα της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.

...με χορηγό την ΕΕ

Στους παραπάνω γενικούς άξονες κινείται και το ψήφισμα που ενέκρινε το Ευρωκοινοβούλιο και με ξεκάθαρη την έγνοια υποστήριξης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, προτρέποντας τα κράτη - μέλη να αναπτύξουν «πολυμερείς συμπράξεις με τη συμμετοχή του βιομηχανικού κλάδου και ερευνητικών ιδρυμάτων για την ΤΝ» παράλληλα με την παροχή απαιτούμενης χρηματοδότησης. Με δεδομένο ότι σήμερα τα ερευνητικά ιδρύματα ΤΝ στην ΕΕ αντιπροσωπεύουν το 32% των ερευνητικών ιδρυμάτων στον κλάδο παγκοσμίως, σημειώνεται στο ψήφισμα ότι είναι «σημαντικό να συμπληρώνει η ενωσιακή χρηματοδότηση τους ερευνητικούς προϋπολογισμούς που διαθέτουν τα κράτη - μέλη και ο βιομηχανικός κλάδος για την ΤΝ», επικροτώντας πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ΤΝ και αυτοματισμών ύψους 2,5 δισ. ευρώ μέσω του γενικότερου αναπτυξιακού προγράμματος «Ψηφιακή Ευρώπη». Παράλληλα, τονίζει ότι οι συμπράξεις δημόσιου - ιδιωτικού τομέα θα δώσουν «ώθηση στην ιδιωτική χρηματοδότηση», ενώ θα πρέπει να συμπληρώνονται με ενωσιακή χρηματοδότηση από άλλα ευρωπαϊκά ταμεία και επενδυτικές τράπεζες, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (ΕΤΕ) κ.ά.

Παράλληλα, μόνο ως ειρωνεία ακούγονται τόσο οι συστάσεις του ψηφίσματος στην Επιτροπή να μη διατεθεί ενωσιακή χρηματοδότηση για την αναπροσαρμογή της ΤΝ για πολεμική χρήση, την ώρα που (και) στο πλαίσιο της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας» η ΕΕ αναπτύσσει τέτοια δολοφονικά προγράμματα, όσο και οι... ανησυχίες για τον αντίκτυπο που θα έχει η υιοθέτηση αυτού του τύπου των τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, με την «αντικατάσταση» θέσεων εργασίας, καλώντας την Επιτροπή να προωθήσει προγράμματα «επανακατάρτισης των εργαζομένων στις βιομηχανίες που επηρεάζονται ως επί το πλείστον από την αυτοματοποίηση των εργασιών», στέλνοντάς τους δηλαδή στα γνωστά αδιέξοδα της ανεργίας και της «επανακατάρτισης» για τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων.

Η επιστήμη και η τεχνολογία θα γίνουν μέσα λαϊκής ευημερίας μόνο όταν αφαιρεθούν από τα χέρια των καπιταλιστών

Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ καταψήφισε το παραπάνω ψήφισμα, αφού, όπως υπογράμμισε, «προσεγγίζει την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης ως μέσο που θα εκτινάξει την καπιταλιστική κερδοφορία. Εκεί εστιάζεται και το ενδιαφέρον του αστικού πολιτικού προσωπικού, όπως επίσης και στη στήριξη των ευρωπαϊκών μονοπωλίων για να μην υστερήσουν στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ισχυρές καπιταλιστικές χώρες στο πεδίο των νέων τεχνολογιών».

Οπως σημείωσαν οι κομμουνιστές ευρωβουλευτές, αυτός είναι και ο λόγος που προτείνεται και υψηλή χρηματοδότηση με ευρωενωσιακά κονδύλια - χρήματα που προέρχονται από τη φορολογία των εργαζομένων - των σχετικών κλάδων της βιομηχανίας και της έρευνας.

Ενώ σε σχέση με την υποκριτική ανησυχία που καταγράφεται στο ψήφισμα για τις οδυνηρές συνέπειες που θα έχει η ανάπτυξη της Ρομποτικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης σε εργαζόμενους που θα πεταχτούν στην ανεργία, η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος υπογράμμισε ότι πρόκειται για «στοιχείο που επιβεβαιώνει με τον πιο κυνικό τρόπο ότι η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στον καπιταλισμό δεν γίνεται με κριτήριο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του εργαζόμενου, της λαϊκής ευημερίας ευρύτερα, αλλά με κριτήριο το κέρδος των μονοπωλίων».

Τόνισαν, τέλος, ότι το ΚΚΕ είναι υπέρ της πιο πλατιάς ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας προς όφελος των εργαζομένων, ωστόσο η επιστήμη και η τεχνολογία θα γίνουν πηγή και μέσο λαϊκής ευημερίας μόνο όταν αφαιρεθούν από τα χέρια των καπιταλιστών και περάσουν στον εργαζόμενο λαό μαζί με την εξουσία και όλο τον πλούτο που αυτός παράγει.


Φ. Κ.

Πολύπλευρες δοκιμασίες για τη συνοχή της ΕΕ

Ξανά με αφορμή τις εξελίξεις στις σχέσεις Γαλλίας - Ιταλίας

Ενα παράδειγμα των διμερών αντιθέσεων είναι και το «πάγωμα» της εξαγοράς των γαλλικών ναυπηγείων SΤΧ (φωτ.) από την ιταλική «Fincantieri»
Ενα παράδειγμα των διμερών αντιθέσεων είναι και το «πάγωμα» της εξαγοράς των γαλλικών ναυπηγείων SΤΧ (φωτ.) από την ιταλική «Fincantieri»
Οι εξελίξεις στις σχέσεις Γαλλίας - Ιταλίας φωτίζουν τη ρευστότητα που επηρεάζει τον βαθμό συνοχής της ΕΕ, όπου σοβαρές αντιθέσεις πιέζουν όλο και περισσότερο τη γενική πορεία και θέση της Ευρωένωσης στη διεθνή ιμπεριαλιστική σκακιέρα.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η μεγάλη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές του ευρωενωσιακού κεφαλαίου περιπλέκει την κατάσταση. Η ανησυχία της ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας για την ικανότητα αναμέτρησής της με «στρατόπεδα» που ανταγωνίζονται την ΕΕ διευρύνεται, σε μία περίοδο μάλιστα που κλιμακώνεται η αναμέτρηση των Ευρωπαίων με εχθρούς αλλά και με «φίλους» (βλέπε πορεία σχέσεων με ΗΠΑ, με Ρωσία κ.τ.λ.), σε πολλά πεδία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η «συγκατοίκηση» κάτω από την «κοινή σκέπη» της ΕΕ μοιάζει όλο και περισσότερο «αναγκαστική», προσωρινή, μετέωρη, κάτι που φυσικά μεγαλώνει τη λυσσαλέα προσπάθεια κάθε πλευράς να μειώνει χασούρες και να αυξάνει οφέλη για λογαριασμό της. Κάτι που, από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, σε τελική ανάλυση μεταφράζεται σε μια άγρια και ολόπλευρη ένταση της επίθεσης ενάντια στις κατακτήσεις και τις ανάγκες όλων των λαών της Ευρώπης.

Μετά την απόφαση της κυβέρνησης Μακρόν να ανακαλέσει για διαβουλεύσεις τον Γάλλο πρέσβη στη Ρώμη, πολλοί τόνισαν ότι αυτό είχε να γίνει από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πυροδοτώντας πολλές αναλύσεις για τις διαστάσεις που παίρνουν οι διμερείς αντιθέσεις.


Θυμίζουμε ότι αφορμή για την ανάκληση του πρέσβη ήταν η δημόσια συνάντηση του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης Λουίτζι ντι Μάγιο με εκπροσώπους των «κίτρινων γιλέκων», του αντικυβερνητικού «κινήματος» στο οποίο παρεμβαίνουν σχεδιασμένα πολλές αστικές πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας, από τον Εθνικό Συναγερμό της Μ. Λεπέν μέχρι και ρεφορμιστικά σχήματα. Ο πρέσβης, τελικά, επέστρεψε στην ιταλική πρωτεύουσα, ωστόσο η συμπάθεια (αν όχι ανοιχτή στήριξη) της ιταλικής κυβέρνησης στα «κίτρινα γιλέκα» ούτε σταμάτησε, ούτε και είναι τυχαία. Συνοδεύει την ευρύτερη κριτική της ιταλικής κυβέρνησης (όπου συγκυβερνούν τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα «Κίνημα Πέντε Αστέρων» και «Λέγκα») για την πορεία και το μείγμα της πολιτικής διαχείρισης στην ΕΕ, ειδικά για θέματα οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής και εκδηλώνεται με φόντο την αυξανόμενη ανησυχία του ιταλικού κεφαλαίου για τη θέση του, εντός αλλά και εκτός Ευρώπης.

Επιχειρηματικές κόντρες και κολιγιές

Αλλωστε, τον προβληματισμό του ιταλικού κεφαλαίου δυναμώνουν η ίδια η πορεία της ιταλικής καπιταλιστικής οικονομίας, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξής της, αλλά και η απόσταση που τη χωρίζει από άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με έντονα τα σημάδια από τη βαθιά κρίση του 2008 και υπό το βάρος στοιχείων που δείχνουν ότι ίσως σύντομα εκδηλωθεί νέα φάση ύφεσης.

Πολλές αναλύσεις συνδέουν τα τελευταία γεγονότα και με το προβάδισμα που διατηρεί η Γαλλία έναντι της Ιταλίας. Το «Πολίτικο» σημείωνε σχετικά: «Είναι οι Γάλλοι που είναι οι ισχυρότεροι. (Μάλιστα) τα τελευταία 20 χρόνια, γαλλικές εταιρείες έχουν εξαγοράσει ιταλικές με τις οποίες ανταγωνίζονταν, από τον ιταλικό κολοσσό "Parmalat" (γαλακτοβιομηχανία) που πέρασε στη "Lactalis", μέχρι και τον οίκο πολυτελών ειδών ιματισμού "Gucci" (που πέρασε στην "Kering")...».

Το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό «Forbes» σημείωνε πρόσφατα: «Οι δύο χώρες είχαν πάντα στενούς οικονομικούς δεσμούς, που το 2017 απέδωσαν πάνω από 76,6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, οι διμερείς σχέσεις χαρακτηρίζονται από μία ανισορροπία: Η Γαλλία είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παρουσία στην Ιταλία, ελέγχοντας πάνω από 1.900 εταιρείες με 250.000 εργαζόμενους, ενώ η Ιταλία διαχειρίζεται μόνο λίγο παραπάνω από 1.000 στην κεντροευρωπαϊκή χώρα (σ.σ. τη Γαλλία)». Ενδεικτικά:

-- Δύο σημαντικότερες ιταλικές τράπεζες, Generali και Unicredit, τελούν υπό γαλλική διεύθυνση. Ακόμα, οι γαλλικοί χρηματοπιστωτικοί όμιλοι BNP-Paribas και Credit Agricole έχουν σημαντικό μερίδιο μετοχών σε πολλές ιταλικές τράπεζες.

-- Το Forbes καταγράφει ως χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Γάλλου επιχειρηματία από τη Βρετάνη Βινσέντ Μπολορέ που έχει μετοχές σε πολλές ιταλικές εταιρείες, όπως το 8% της Mediobanca (τράπεζες), το 24% της «Telecom Italia» (τη μεγαλύτερη εταιρεία τηλεπικοινωνιών της Ιταλίας ), αλλά και το 28,8% της «Mediaset» (ΜΜΕ).

Το «Forbes» ξεχώριζε ακόμα τομείς όπως τα Τρόφιμα, ο Ιματισμός, η Ενέργεια αλλά και το λιανικό εμπόριο, όπου γαλλικά κεφάλαια έχουν ενισχύσει σημαντικά την παρουσία τους στην ιταλική αγορά.

Ενδεικτική είναι και η εμπλοκή της γαλλοολλανδικής αεροπορικής εταιρείας AIR FRANCE - KLM στην προσπάθεια «διάσωσης» της «Alitalia».

Την ίδια στιγμή, υπάρχουν μεγάλες διμερείς επιχειρηματικές συνεργασίες, για τις οποίες εκφράζονται σοβαρές ενστάσεις ως προς τους όρους που αυτές θα προχωρήσουν, με κάθε πλευρά φυσικά να σταθμίζει πώς θα αποκτήσει μεγαλύτερα πλεονεκτήματα.

Μεταξύ άλλων, ξεχωρίζει η συγχώνευση των ναυπηγείων STX στο Σεν Ναζέρ (δυτική Γαλλία) με την ιταλική ναυπηγική βιομηχανία «Fincantieri shipbuilding company», που, ενώ βρισκόταν στην τελική ευθεία, τελικά «πάγωσε». Η ολοκλήρωσή της θα μεγάλωνε σημαντικά την ιταλική συμμετοχή στην παραγωγή γαλλικών υποβρυχίων, κάτι που φαίνεται ότι προβλημάτισε σημαντικά το γαλλικό κεφάλαιο. Ακόμα, έντονες τριβές έχει προκαλέσει και η μεγάλη επένδυση (αξίας σχεδόν 8,6 δισ. ευρώ) για τη σιδηροδρομική σύνδεση υψηλής ταχύτητας (TAV) ανάμεσα σε Τορίνο (Ιταλία) και Λιόν (Γαλλία). Η Γαλλία έχει επενδύσει πολλά σε αυτό το έργο, ενώ η Ιταλία θέλει τώρα να σταματήσει το έργο, ένα προεκλογικό σύνθημα της κυβέρνησης «Κινήματος» - «Λέγκας» ήταν το «NO TAV».

Η «κούρσα» για την Αφρική

Ενα θέμα που φαίνεται να επηρεάζει όλο και περισσότερο τις διμερείς σχέσεις είναι οι προσπάθειες διείσδυσης στην Αφρική, με δεδομένο ότι η Μαύρη Ηπειρος κυριαρχεί ως προτεραιότητα σε όλο και περισσότερα επενδυτικά και γεωπολιτικά σχέδια. Δεν είναι τυχαίες οι εκτενείς αναφορές σε πολλά ντοκουμέντα της ΕΕ, οι απανωτές συναντήσεις (και από ΗΠΑ, Κίνα) για την ανάγκη να στηριχτεί η «ανάπτυξη» αλλά και η «σταθερότητα» στην Αφρική κ.τ.λ.

Τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι για πολλά χρόνια ήταν αποικιοκρατικές δυνάμεις στην Αφρική. Ο μεγάλος φυσικός πλούτος (υδρογονάνθρακες αλλά και ορυκτά κ.τ.λ.), τα ιδιαίτερα αυξημένα περιθώρια συγκέντρωσης κεφαλαίου, αλλά και τα πεδία που ανοίγει και η λεγόμενη «επιχείρηση αντιμετώπισης της τρομοκρατίας» (η «εξουδετέρωση» αυτονομιστικών και εξτρεμιστικών οργανώσεων που στήνονται με τη βοήθεια αστικών και ιμπεριαλιστικών επιτελείων), ανοίγουν την όρεξη τόσο στη γαλλική όσο και στην ιταλική αστική τάξη. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί όπως η γαλλική «Total» και η ιταλική «Eni» πρωτοστατούν στην «αξιοποίηση» κοιτασμάτων αερίου και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο (βλ. Αίγυπτο), συχνά βέβαια και ως συνεργάτες, όπως συμβαίνει στην κυπριακή ΑΟΖ, όπου συνεχίζουν από κοινού έρευνες.

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η Λιβύη (που ήταν για χρόνια αποικία της Ιταλίας) θα ξεχωρίσει ως «πέτρα του σκανδάλου» στη διμερή κόντρα. Πολλοί Ιταλοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι η επέμβαση του 2011 (στην οποία μετείχαν ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία αλλά η Ιταλία έμεινε εκτός) στη Λιβύη άνοιξε τον «Ασκό του Αιόλου» σε βάρος της «ασφάλειας όλης της περιοχής».

Επίσης, οι Ιταλοί επικρίνουν τη Γαλλία ότι εμποδίζει την Αφρική να «ανεξαρτητοποιηθεί». Πρόσφατα, το ηγετικό στέλεχος του «Κινήματος 5 Αστέρων» Αλεσάντρο ντι Μπατίστα υποστήριξε ότι το CFA (το νόμισμα 14 χωρών της υποσαχάριας Αφρικής που εξακολουθεί να τυπώνεται στη Γαλλία) παραμένει σοβαρό πρόβλημα για τη «νομισματική κυριαρχία» της Αφρικής και πρόσθεσε ότι η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος αφορά και τη μείωση των μεταναστευτικών ροών από την Αφρική. Αλλωστε, δεν είναι τυχαία η σύνδεση που κάνουν πολλά αστικά και ιμπεριαλιστικά επιτελεία ανάμεσα στην «επίλυση» του Μεταναστευτικού και την άμεση παρέμβαση (εννοούν οικονομικά αλλά και στρατιωτικά) και για τη «σταθερότητα» της Αφρικής, όπως φυσικά κάθε πλευρά εννοεί την επενδυτική και γεωστρατηγική διείσδυση στη Μαύρη Ηπειρο.

Σημαντική αλληλεξάρτηση

Την ώρα που οι διμερείς αντιθέσεις και κόντρες μεγαλώνουν σε πολλά πεδία, είναι ισχυρή η αλληλεξάρτηση που δημιουργεί πρώτα απ' όλα η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας.

Πρόσφατα, η αντιπρόεδρος - υπεύθυνη για τις Διεθνείς Σχέσεις - της Ιταλικής Ενωσης Βιομηχάνων Λουσία Ματιόλι, αναφερόμενη σε συνάντηση εκπροσώπων ιταλικών, γαλλικών και άλλων ευρωπαϊκών ενώσεων βιομηχάνων στη Ρώμη, μίλησε για το «Μανιφέστο για μια Ευρώπη της Βιομηχανίας» και υποστήριξε ότι η «συνεργασία με τη Γαλλία και με την Ευρώπη είναι η μόνη δυνατή προοπτική». Επισήμανε ότι παρά τις εκατέρωθεν διαφορές δεν γίνεται να διαφεύγει της προσοχής ο γοργός βηματισμός αντίπαλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, υπογραμμίζοντας ότι «μόνο μία ενωμένη Ευρώπη θα είχε τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα, αλλιώς μένουμε διαχωρισμένοι και μόνοι μας».

Αλλά και ο πρόεδρος της «Confindustria» Βιντσέντζο Μπότσια - κατά την πρόσφατη «κρίση» - κάλεσε την ιταλική κυβέρνηση να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Γαλλία, υπογραμμίζοντας ότι μπορεί να υπάρξουν πολύ μεγάλες αρνητικές συνέπειες. «Οι εξαγωγές μας θα μπορούσαν να υποστούν σοβαρές ζημιές: Η Γαλλία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος μετά τη Γερμανία... Η Γαλλία έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στην Ιταλία... μιλάμε για ποσά που επιτρέπουν στην (ιταλική) οικονομία να κινείται προς τα μπρος...».


Α. Μ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός στην ανερχόμενη περιοχή Ινδικού - Ειρηνικού

Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία διαγκωνίζονται μεταξύ τους και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα καθώς το εμπόριο και η οικονομία μετατοπίζονται σταδιακά προς την Ασία

Ρόλο «παγκόσμιου παίκτη» σε μια εποχή ιμπεριαλιστικών ανακατατάξεων διεκδικεί η ΕΕ με τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού, διαμόρφωση πιο συντονισμένης εξωτερικής, αμυντικής και εξοπλιστικής πολιτικής, με ενίσχυση των στρατιωτικών της αποστολών, παρά τις προσπάθειες να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως ένας «παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης». Η ενεργή συμμετοχή της ΕΕ στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς σε κάθε γωνιά του κόσμου συνεπάγεται μεγάλους κινδύνους για τους λαούς της Ευρώπης.

Μια τέτοια κρίσιμη περιοχή, όπου εντείνεται ο ανταγωνισμός μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων για οικονομική και γεωπολιτική επιρροή, είναι και η ανερχόμενη περιοχή του Ινδικού - Ειρηνικού. Στο προσκήνιο έρχεται και η Νότια Κινεζική Θάλασσα, με στρατηγικής σημασίας εμπορικά περάσματα, όπου συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα μονοπώλια και εδραιώνουν την παρουσία τους οι πολεμικές δυνάμεις χωρών, με πρώτη την Κίνα, αλλά και τις ΗΠΑ. Ο λεγόμενος «εμπορικός πόλεμος» ΗΠΑ - Κίνας, το παζάρι και οι εξελίξεις στην Κορεατική Χερσόνησο, ο ανταγωνισμός με τη Ρωσία, οι αντιθέσεις ΗΠΑ - ΕΕ κ.ά., είναι πτυχές και αυτού του ανταγωνισμού.

Η ΕΕ επιδιώκει πιο ενεργό ρόλο στην οικονομία, στην «ασφάλεια» στην περιοχή Ινδικού - Ειρηνικού και «συντονισμένη εξωτερική πολιτική», όπως εκφράστηκε και στη 12η Σύνοδο Ασίας - Ευρώπης (ASEM), τον περασμένο Οκτώβρη, ενώ παράλληλα φουντώνουν και οι εσωτερικές της αντιθέσεις, πλευρές των οποίων αναδεικνύονται και από το Brexit.

Τρέχουν να πιάσουν «πόστα»

Από τη 12η Σύνοδο ΕΕ - Ασίας (ASEM) τον Οκτώβρη του 2018
Από τη 12η Σύνοδο ΕΕ - Ασίας (ASEM) τον Οκτώβρη του 2018
Τελευταία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία υπογραμμίζουν όλο και πιο έντονα τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες τους στην ευρύτερη περιοχή, ανταγωνίζονται για πόστα στα κράτη που βρίσκονται μεταξύ Ινδίας και Ιαπωνίας, με στόχο να επωφεληθούν από μια γεωπολιτική τάση: Τη μετατόπιση του παγκόσμιου εμπορίου από το δυτικό - ατλαντικό ημισφαίριο, προς την Ασία.

Σύμφωνα με έκθεση της Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ADB), «η Ασία βρίσκεται εν μέσω ενός ιστορικού μετασχηματισμού». Αν συνεχίσει τη σημερινή πορεία της, μέχρι το 2050 θα διπλασιάσει σχεδόν το ποσοστό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ, στο 52%, ανακτώντας την κυρίαρχη οικονομική θέση που κατείχε πριν από περίπου 300 χρόνια, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Τις επόμενες δεκαετίες ενδέχεται το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής να πραγματοποιείται στην Ασία.

Πρωταγωνιστικός, φυσικά, είναι ο ρόλος της Κίνας, ιδιαίτερα με την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος». Βασικό μέρος του σχεδίου είναι και τα λιμάνια κατά μήκος των γειτονικών κρατών του Ινδικού - Ειρηνικού προς τη Δύση, που χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από κινεζικά κεφάλαια, καθώς το 90% του παγκόσμιου εμπορίου διεξάγεται μέσω θαλάσσης, σύμφωνα με το Διεθνές Επιμελητήριο Ναυτιλίας. Η Κίνα διεκδικεί - με ισχυρή Πολεμική Αεροπορία, στόλο, βάσεις - σχεδόν ολόκληρη τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, μια θέση κρίσιμη για αλιευτικά πεδία και εμπορευματικές μεταφορές.

Σε αυτό το φόντο, το μοναδικό γαλλικό αεροπλανοφόρο «Σαρλ ντε Γκολ» εξοπλίζεται για να πλεύσει την άνοιξη στην περιοχή Ινδικού - Ειρηνικού. Το Ηνωμένο Βασίλειο σχεδιάζει να στείλει το νέο αεροπλανοφόρο «Κουίν Ελίζαμπεθ» στο πρώτο ταξίδι του στην Ασία το 2021, ενώ ανακοίνωσε σχέδια για τη δημιουργία βρετανικής στρατιωτικής βάσης πιθανόν στο Μπρουνέι ή στη Σιγκαπούρη. Μέσω των λεγόμενων «Επιχειρήσεων Ελεύθερης Ναυσιπλοΐας» που διεξάγουν οι δύο χώρες - αλλά και οι ΗΠΑ - αμφισβητείται η κυριαρχία της Κίνας στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.

Προτεραιότητα ο Ινδικός - Ειρηνικός μετά το Brexit

Η Βρετανία δεν κρύβει τη στρατηγική «Ινδικού - Ειρηνικού», που προτάσσει ενόψει του Brexit. Ενδεικτικά, κατά την επίσκεψή του στη Σιγκαπούρη το Γενάρη, ο Βρετανός ΥΠΕΞ, Τζέρεμι Χαντ, την αποκάλεσε «ένα από τα πέντε κλειδιά του κόσμου», που «συμβολίζει το δυναμισμό και τη ζωτικότητα της Ασίας». «Και ως φυσική διασταύρωση μεταξύ Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού, η Σιγκαπούρη έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη παγκόσμια αρτηρία εμπορίου, από όπου μόνο το 2017 διήλθαν φορτηγά πλοία 84.000 φορές», είπε.

Εξήγησε ότι η Βρετανία μόλις φύγει από την ΕΕ θα «αρχίσει μια ρεαλιστική αξιολόγηση της παγκόσμιας θέσης της», ως η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στο ΝΑΤΟ, τον τρίτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό «εξωτερικής βοήθειας», ένα από τα δύο μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά κέντρα, με εξαιρετικά αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, παγκόσμιο διπλωματικό δίκτυο κ.ά. «Η Βρετανία ανήκει στις λίγες ευρωπαϊκές χώρες με πρεσβεία ή ύπατη αρμοστεία σε κάθε μέλος της Ενωσης Εθνών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) και φέτος, θα ανοίξουμε μια νέα έδρα την Τζακάρτα», πρόσθεσε ο Τζ. Χαντ.

«Το παγκόσμιο κέντρο οικονομικής βαρύτητας μετατοπίζεται ανατολικά προς την Ασία εδώ και δεκαετίες - και αυτή η τάση δεν δείχνει κανένα σημάδι ύφεσης», συνέχισε, αναφέροντας ότι από τα 30 τρισ. δολάρια επιπλέον κατανάλωσης της μεσαίας τάξης που αναμένονται έως το 2030, μόλις το 1 τρισ. δολάρια θα προέρχεται από τη Δύση. «Η εξουσία ακολουθεί πάντοτε το χρήμα, επομένως η άνοδος της Ασίας θα έχει βαθιές επιπτώσεις στην παγκόσμια ισορροπία», είπε.

Επισήμανε ότι η Βρετανία είναι ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος επενδυτής στη Νοτιοανατολική Ασία, το εμπόριο με την ASEAN φτάνει τα 37 δισ. λίρες και οι βρετανικές επιχειρήσεις ξεπερνούν τις 4.000.

Ολα τα παραπάνω σημαίνουν - σύμφωνα με τον Βρετανό ΥΠΕΞ - ότι η Βρετανία μετά το Brexit θα πρέπει να «λειτουργεί ως μια αόρατη αλυσίδα που συνδέει (...) εκείνες τις χώρες που υποστηρίζουν το ελεύθερο εμπόριο». Σημαίνει «να είμαστε ενεργοί όταν έχουμε ειδικές ευθύνες, όπως η εξασφάλιση της ειρήνης στην Υεμένη» αλλά και ευελιξία στην επιλογή συμμάχων, «όπως με τους Γάλλους στη Λιβύη, το ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία στην Ασία».

Αλλωστε, ο Βρετανός υπουργός Αμυνας, Γκάβιν Γουίλιαμσον, σε συνέντευξή του («Sunday Telegraph», 6/1) ξεκαθάρισε ότι «μετά από μισό αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει μετά το Brexit να επιστρέψει στη στρατηγική του "προς τα ανατολικά του Σουέζ" και να επεκτείνει τη στρατιωτική παρουσία του στην Ανατολή». Τα επόμενα χρόνια οι προτεραιότητες της Βρετανίας «θα αλλάξουν δραστικά». Θα δημιουργηθούν δύο νέες στρατιωτικές βάσεις, στην Καραϊβική και στον Ινδικό - Ειρηνικό, είπε, ώστε η Βρετανία «να υπερασπιστεί την επιρροή της στρατιωτικά μετά το Brexit». «Για δεκαετίες η συζήτηση για την ΕΕ είχε "χρωματίσει" πολύ την εθνική μας οπτική. Τώρα ήρθε η στιγμή να γίνουμε και πάλι ο πραγματικός παγκόσμιος παίκτης - και οι Ενοπλες Δυνάμεις μας διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο», επισήμανε.

Συντελούνται «τεκτονικές μετατοπίσεις»

Χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη ομιλία της Γερμανίδας καγκελαρίου, Αγκελα Μέρκελ, στην Επιτροπή Ασίας - Ειρηνικού των Γερμανικών Επιχειρήσεων: «Συμμερίζομαι την άποψη ότι η Ασία θα διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στον 21ο αιώνα. Ολοι αισθανόμαστε ότι γίνονται τεκτονικές μετατοπίσεις αυτήν τη στιγμή (...) Η Ασία γίνεται όλο και πιο σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης», είπε.

Εξήρε το ρόλο της Επιτροπής στη διείσδυση των γερμανικών ομίλων λέγοντας πως σήμερα πάνω από το 15% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνονται στην περιοχή Ασίας - Ειρηνικού και οι άμεσες γερμανικές επενδύσεις στην περιοχή αυξήθηκαν κατά 50% μεταξύ 2011 - 2016, ανερχόμενες σε πάνω από 170 δισ. ευρώ. «Η σημασία της περιοχής για την οικονομία μας και την παγκόσμια οικονομία θα αυξάνεται. Αυτό φαίνεται και από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των δύο πολυπληθέστερων χωρών - Κίνα, Ινδία - και άλλων ασιατικών χωρών», είπε η Μέρκελ.

Σε αυτό το πλαίσιο, υπογράμμισε τη σημασία των εμπορικών συμφωνιών (από τις οποίες βασικός κερδισμένος είναι η Γερμανία) ΕΕ - Ιαπωνίας, με τη Νότια Κορέα, των συμφωνιών με τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ που θα τεθούν σε ισχύ σύντομα και εμφανίστηκε αισιόδοξη για τις διαπραγματεύσεις με Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, στήριξε μια επενδυτική συμφωνία ΕΕ - Κίνας.

Η Γαλλία προωθεί τα δικά της συμφέροντα, με την εξωτερική πολιτική της να περιλαμβάνει ένα «νέο στρατηγικό Ινδο-Ειρηνικό άξονα», την οικοδόμηση μιας «νέας σχέσης στην Ασία». Με επίκεντρο την Ινδία, την Αυστραλία, τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη, η επίσημη στρατηγική της Γαλλίας για την περιοχή (La France et la Securite en Indo-Pacifique) προτάσσει την ανάγκη να δημιουργηθούν στρατιωτικές και «εξοπλιστικές» συμμαχίες, θεωρώντας ότι η γαλλική πολεμική βιομηχανία αποτελεί βασικό παράγοντα επιβίωσης στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, αλλά και επιρροής (τεχνογνωσία, στρατιωτική εκπαίδευση κ.λπ.).

Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, δεν κρύβει τα λόγια του για τη σημασία που έχει η περιοχή του Ινδικού - Ειρηνικού: «Η Κίνα είναι εδώ, επιδιώκοντας να επεκτείνει την υπεροχή της σε αυτό το κομμάτι του κόσμου». «Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, όμως, δεν θα πρέπει να εγείρονται φόβοι, αλλά να δούμε κατάματα την πραγματικότητα - διότι υπάρχουν πολλές ευκαιρίες», πρόσθεσε. Η κινεζική πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος» είναι «ένα όραμα παγκοσμιοποίησης με αρετές για τη σταθεροποίηση ορισμένων περιοχών, αλλά και ηγεμονική...», σημείωσε.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ