Οι πηγές χρηματοδότησης έχουν προσαρμοστεί, παρέχοντας πολλαπλές επιλογές, από το «Ευρωπαϊκό ταμείο Αμυνας» (EDF) με σημαντική συμμετοχή ερευνητικών ομάδων από όλα τα ιδρύματα της χώρας μέχρι τα ΝΑΤΟικά προγράμματα, όπως το δίκτυο DIANA που εντάσσει τρία ελληνικά ΕΚ (Δημόκριτος, ΕΚΕΤΑ, ΙΤΕ). Βάρος δίνεται στην ίδρυση διάφορων δικτύων διασύνδεσης Πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και πολεμικής βιομηχανίας (π.χ. DefenceEduNet), συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) που επιχειρείται να διαδραματίσει καίριο ρόλο στο «οικοσύστημα» αμυντικής καινοτομίας. Φυσικά δεν λείπουν και οι συνεργασίες με το κράτος - δολοφόνο του Ισραήλ. Παράλληλα, παρατηρείται εκθετική άνοδος των εκδηλώσεων - διαφήμισης της νέας προοπτικής, που περιλαμβάνουν άμεσες παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ με αξιωματούχους να μπαινοβγαίνουν στα ιδρύματα, εκθέσεις αφιερωμένες στην επίδειξη των καινοτόμων «αμυντικών» τεχνολογιών (DEFEA), υποτροφίες και θερινά σχολεία χορηγούμενα από οπλοβιομηχανίες κολοσσούς («Lockheed Martin»). Ολα αυτά μαρτυρούν μια αναβαθμισμένη πολιτική κατεύθυνση, δεν είναι απλά μεμονωμένες ενέργειες.
Η «πολεμική έρευνα» αναμένεται να πάρει τεράστιες διαστάσεις. Αποκαλυπτική είναι η φετινή ενδιάμεση αξιολόγηση του «Ορίζοντα 2021 - 2027», που αποτελεί το μεγαλύτερο ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΕ. Η σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατέθεσε συστάσεις για το επόμενο Πλαίσιο (FP10) (2028 - 2034), με σκοπό να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή έρευνας και καινοτομίας. Εδώ εντοπίζεται μια μεγάλη αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού (200 - 220 δισ.), δίνοντας ξεκάθαρη κατεύθυνση των κονδυλίων σε τεχνολογίες «διττής χρήσης» και στην κάλυψη των στόχων για την «αμυντική θωράκιση» της Ευρώπης. Λεφτά με το «τσουβάλι» δηλαδή για την πολεμική καινοτομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τρέχον πλαίσιο αγγίζει τα 95 δισ. ευρώ, έχοντας κατακλυστεί από προγράμματα που αφορούσαν την «πράσινη» μετάβαση, αναγκάζοντας πριν μερικά χρόνια τον ερευνητικό κόσμο να προσαρμόσει με το ζόρι τα ενδιαφέροντά του. Τώρα οι αλλαγές στην κίνηση του κεφαλαίου επιφέρουν νέες ταχύτατες ανακατατάξεις, ξαναβάφοντας τα ερευνητικά ενδιαφέροντα από «πράσινα» σε «κατάμαυρα».
Είναι αφύσικο; Τουναντίον. Το περιεχόμενο της έρευνας είναι πάντα άμεσα συνδεδεμένο με τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία σε αυτήν τη φάση μετατρέπεται ολοταχώς σε πολεμική. Ζούμε μια ιστορική εποχή σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ - Κίνα) για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και όξυνσης των ανταγωνισμών στη βάση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που δεν αποδίδουν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Προφανώς από την αντιπαράθεση δεν μπορεί να λείπει ο ανταγωνισμός για την εξασφάλιση της τεχνολογικής υπεροχής.
Και ενώ συντελούνται τα παραπάνω, διάφοροι «καλοθελητές» προσπαθούν να σύρουν περισσότερους επιστήμονες στο άρμα της πολεμικής προετοιμασίας. Διοικήσεις κέντρων, κυβερνητικά στελέχη, αστικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και ερευνητές που ενστερνίζονται αυτόν τον δρόμο θεωρούν ότι πρέπει να υποδεχθούμε τις αλλαγές και να προσαρμοστούμε στις νέες απαιτήσεις. Φυσιολογικά γεννιούνται ορισμένα ερωτήματα καλοπροαίρετα σε εργαζόμενους. Θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ορισμένες απαντήσεις.
Λέγεται ότι:
Γιατί ο επιστήμονας δεν μπορεί να κλείσει μάτια και αυτιά σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Οφείλει να διεκδικεί, ώστε η επιστήμη του να συμβάλλει στην επίλυση σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων και όχι στην αποκόμιση προσωπικού οφέλους επί «πτωμάτων». Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί κανείς να κοιμάται ήσυχος γνωρίζοντας ότι η μελέτη του αξιοποιείται για να σκορπίζουν οι ιμπεριαλιστές τον όλεθρο; Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ως προς αυτό. Οι επενδύσεις στους πολεμικούς εξοπλισμούς προϋποθέτουν τη χρησιμοποίησή τους, ώστε να βρουν κερδοφόρα διέξοδο λιμνάζοντα κεφάλαια. Το ζήτημα δεν είναι υποθετικό, ούτε απλά ηθικό.
Παράλληλα, θα επηρεαστεί συνολικά προς το χειρότερο η καθημερινότητά μας, η ίδια η ανάπτυξη της επιστήμης, οι εργασιακές συνθήκες. Εμείς θα πληρώσουμε το «μάρμαρο» της πολεμικής προετοιμασίας.
Γιατί η εμπλοκή των Πανεπιστημίων και των ΕΚ τα μετατρέπει σε στόχους αντιποίνων. Πέρα από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, στρατηγικής σημασίας θεωρούνται και οι ερευνητικές δομές που συμβάλλουν στην τεχνολογική εξέλιξη των στρατιωτικών μέσων, ειδικά όταν φέρουν τη σφραγίδα συνεργασιών με ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Η πείρα από την πρόσφατη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν είναι αποκαλυπτική. Διαβάσαμε για εξόντωση πυρηνικών επιστημόνων από το Ισραήλ, την εκατέρωθεν επίθεση απέναντι σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ το Ιράν στο πλαίσιο των αντιποίνων του, χτύπησε κέντρο «Βιολογικών ερευνών» στο Τελ Αβίβ.
Επιπρόσθετα, ποιος ευθύνεται για την πετσοκομμένη κρατική χρηματοδότηση; Δεν είναι η πολιτική της ΕΕ που πιστά ακολούθησαν οι κυβερνήσεις, που οδήγησε στο ατέλειωτο κυνήγι προγραμμάτων και στην καθιέρωση της εργασιακής ανασφάλειας; Θα αλλάξει αυτή η κατεύθυνση; Κρύβουν ότι πάνω σε αυτό το έδαφος πατάνε οι προτεραιότητες της έρευνας για πολεμικούς σκοπούς. Δηλαδή ότι και αυτή αναπτύσσεται με όρους επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας. Οντως θα αυξηθούν οι ροές χρηματοδότησης, όμως η κατεύθυνσή τους θα είναι επιλεκτική, θα στερεί πόρους για την ανάπτυξη μιας σειράς επιστημονικών αντικειμένων που δεν θα ιεραρχούνται ως ανταγωνιστικά στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων της «διττής χρήσης», παρά την κοινωνική τους χρησιμότητα. Η μέχρι τώρα εικόνα δείχνει ότι σε όλα τα ΕΚ της χώρας που έχουν ισχυρή παρουσία σε «αμυντικά προγράμματα» δημιουργούνται ινστιτούτα πολλών ταχυτήτων, υπάρχουν αντικείμενα που η χρηματοδότησή τους «κουρεύεται». Παράλληλα, θα υπάρχει και επιλεκτική στήριξη σε ερευνητικές προτάσεις με βάση την «υποσχόμενη» εφαρμογή των επιστημονικών επιτευγμάτων, ακόμα και όταν αυτές βασίζονται στην ίδια θεωρία. Για παράδειγμα, σήμερα συστήματα που χρησιμοποιούνται στη μετεωρολογία και τη μελέτη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (π.χ. Lidar) προωθούνται έντονα από σχετική καινοτόμο επιχείρηση για την ανίχνευση στρατιωτικών στόχων με υψηλή αποδοτικότητα, ωθώντας όσες ερευνητικές ομάδες αναπτύσσουν τη συγκεκριμένη τεχνογνωσία στον επαναπροσδιορισμό του σχεδιασμού τους.
Ορίστε ο ...ελέφαντας στο δωμάτιο, η επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων. Η στροφή στην πολεμική έρευνα θα εντείνει τον υφιστάμενο κατακερματισμό, την αναρχία και την ανισομετρία. Τα ιδρύματα θα συνεχίσουν να στερούνται υποδομές και προσωπικό, ενώ με ευκαιριακό τρόπο θα εξυπηρετούνται οι ανάγκες των τομέων υψηλού ενδιαφέροντος.
Η συγκεκριμένη άποψη παρουσιάζει εσφαλμένα την ανάπτυξη δολοφονικών όπλων ως μοχλό ανάπτυξης γενικά της επιστημονικής γνώσης. Προφανώς, υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα, όμως είναι λογικό να πρέπει να σκοτωθούν χιλιάδες για να κατακτήσουμε νέα γνώση; Οι επιστημονικές ανακαλύψεις βασίζονται στις δυνατότητες που γεννά η προηγούμενη επιστημονική ανάπτυξη, αλλά και στην ύπαρξη των προϋποθέσεων για να λυθούν οι προκλήσεις που τίθενται στην ανθρωπότητα. Η επιστημονική εργασία αποτελεί γενικευμένη παραγωγική δύναμη, η οποία αναπτύσσεται με βάση τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής και τις ανάγκες του συστήματος. Με απλά λόγια, το πρόβλημα είναι το κέρδος ως κίνητρο στην παραγωγή, αφού καθορίζει το αν και το πώς θα αναπτύσσεται κάθε επιστημονικό αντικείμενο, φτάνοντας να το συνδέει με τα μεγαλύτερα εγκλήματα.
Αρκεί να σκεφτούμε πώς αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ανάπτυξη της πυρηνικής και κβαντικής φυσικής; Η ίδια επιστημονική θεωρία που μπορεί να αξιοποιηθεί για τις ενεργειακές ανάγκες, μπορεί να εξοντώσει και να καταστρέψει ολόκληρες πόλεις. Το ότι χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ για την κατασκευή ατομικής βόμβας, ώστε να σταλεί μήνυμα στον βασικό εχθρό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, δηλαδή την ΕΣΣΔ και το κομμουνιστικό κίνημα, δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η πυρηνική φυσική στην δεδομένη ιστορική φάση με έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, με κεντρικό σχεδιασμό που θα έθετε άλλες προτεραιότητες στην παραγωγή. Τελικά, η σύνδεση της έρευνας με τον πόλεμο επιβεβαιώνει τα εμπόδια που προκαλεί ο καπιταλισμός στην ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά και την δυσαναλογία ως προς την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.
Το ερώτημα καταρρίπτεται τόσο ανατρέχοντας στην ιστορική πείρα, αλλά και από τους τομείς που βαφτίζονται σήμερα «διττής χρήσης». Ψάχνοντας τις θεματικές στα χρηματοδοτικά εργαλεία που προαναφέρθηκαν, παρατηρούμε ότι πραγματικά δεν μένει κανένας απ' έξω. Σε εξέχουσα θέση βρίσκονται οι ιατρικές επιστήμες. Για παράδειγμα, στις νέες προκλήσεις του DIANA για το 2025 περιλαμβάνεται η θεματική «Ανθρώπινη ανθεκτικότητα και Βιοτεχνολογικές εφαρμογές» (Human Resilience and Biotechnologies) που περιλαμβάνει επιτεύγματα που υπόσχονται την ενίσχυση των σωματικών ικανοτήτων των στρατιωτών πέραν του φυσιολογικού. Επιπλέον, βαρύτητα δίδεται στη χρήση εφαρμογών τηλεϊατρικής στην αντιμετώπιση τραυματισμών στα πεδία μαχών.
Αντίστοιχα «εισβολή» θα υπάρχει και στις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες, στοχεύοντας στη θωράκιση του συστήματος με όρους μαζικής προπαγάνδας, ικανότητας στην αντιμετώπιση κρίσεων, στην ανάπτυξη κατασταλτικών μεθόδων, στη διαστρέβλωση της Ιστορίας, στα Fake News κ.α. Είναι προκλητικό. Ενώ υπάρχει ανάγκη από μελέτες για μια σειρά σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, όπως τη γιγάντωση των ψυχολογικών διαταραχών, τις εξαρτήσεις, την επίδραση των κρίσεων και της πανδημίας στην ποιότητα ζωής, θα αξιοποιούνται κοινωνικοί επιστήμονες για τον έλεγχο μαζών, για τον σχεδιασμό ψυχολογικών επιχειρήσεων (PsyOps) και την μελέτη επιρροής τους στον πληθυσμό. Τι έχουν να μας πουν τώρα οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας που ευαγγελίζονται τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού; Αυτοί που χρόνια χύνουν λίτρα δάκρυα για την υποβάθμιση των κοινωνικών επιστημών, που ανακαλύπτουν κρίση αξιών. Μήπως έχουμε μπροστά μας μια ευκαιρία να μειωθεί η ψαλίδα ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες με τον πλέον αντιδραστικό τρόπο;
Το ΝΑΤΟ έχει αποδείξει ότι δεν είναι παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης για τους λαούς, αλλά αντιθέτως παράγοντας μεγάλων κινδύνων και γενικευμένου μακελειού όπου βάζει το χέρι του. Επιπλέον, αναλύοντας τον σημερινό τρόπο ανάπτυξης της ερευνητικής διαδικασίας, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η νέα τεχνογνωσία δεν θα «μένει» στη χώρα, γιατί είναι ελεύθερη να κινηθεί στο πλαίσιο της απελευθερωμένης αγοράς.
Ας δούμε μια υποθετική περίπτωση. Μια start-up που αναπτύσσει μια πολεμική καινοτομία, χρηματοδοτείται από κοινοτικά κονδύλια ή απευθείας από το ΝΑΤΟ ή άλλους μηχανισμούς. Σήμερα της δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιεί τις έτοιμες υποδομές των ιδρυμάτων, να αναπτύσσει σχέσεις με εξειδικευμένο προσωπικό. Αύριο όμως εξαγοράζεται - πουλάει όπου υπάρχει διαθέσιμος αγοραστής. Ετσι η «καινοτομία» μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στα χέρια οπλοβιομηχανιών άλλων κρατών - μελών της ΕΕ, των ΗΠΑ ή άλλων στρατηγικών «εταίρων». Μάλιστα, η «ελεύθερη κυκλοφορία της γνώσης, της έρευνας, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης» μετατρέπεται και σε «Πέμπτη διακριτή ελευθερία» για την ΕΕ (σύμφωνα με την έκθεση του Enrico Letta). Εν κατακλείδι, ακόμα και αν παραχθεί μια χρήσιμη αμυντική τεχνολογία, σε αυτήν έχει πρόσβαση όλη η ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Το ΚΚΕ καλεί τους ερευνητές, τους φοιτητές, το προσωπικό των ιδρυμάτων να παλέψουν για έρευνα στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, με αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση, μακριά από τις δεσμεύσεις των ΕΕ - ΝΑΤΟ και των επιχειρηματικών συμφερόντων. Σίγουρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον πόλεμο με γενικά συνθήματα περί ειρήνης. Ο πόλεμος αναπτύσσεται πάνω σε οικονομικά συμφέροντα, έχει αντικειμενικές αιτίες. Μπορούμε όμως να εναντιωθούμε στην εμβάθυνση της εμπλοκής, να αντισταθούμε στη μετατροπή της επιστήμης σε όργανο των πολεμικών μηχανών. Οπως το ταξικό κίνημα παλεύει για να κλείσουν οι ΝΑΤΟικές βάσεις, μπλοκάρει τα πλοία και τα τρένα του θανάτου, αντίστοιχα τα σωματεία στα ιδρύματά μας μπορούν να διατρανώνουν ότι τέτοιου είδους έρευνα είναι ανεπιθύμητη. Χρειάζεται φυσικά και το ατομικό παράδειγμα του ερευνητή που καταδικάζει την μεθόδευση και δεν γίνεται μέρος της. Ταυτόχρονα, βοηθάει να αναδεικνύεται ότι η «διττή χρήση» των καινοτόμων αποτελεσμάτων, που έχει γίνει φράση - κλειδί για να μπορούν τα ιδρύματα να λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις, δεν είναι τίποτα άλλο από προσπάθεια να απενοχοποιηθεί στη συνείδηση των ερευνητών η συμμετοχή τους στον πόλεμο.
Αυτά πρέπει να αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Δεν πάνε πολλά χρόνια απ' όταν οι φοιτητές και εργαζόμενοι του ΕΜΠ μπλόκαραν την έναρξη του προγράμματος «Ragers» για την ανάπτυξη ραντάρ ελέγχου των μεταναστευτικών ροών. Και σήμερα παραμένει ισχυρό το αντιπολεμικό αίσθημα, γεγονός που αποδεικνύεται από τις κινητοποιήσεις που έγιναν σε πολλά ιδρύματα όπως τον Δημόκριτο, το ΙΤΕ κ.ά., τη γενικότερη εκδήλωση αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, μπορούμε να βάλουμε εμπόδια και να αναπτυχθεί ουσιαστικός αγώνας για την επιστημονική πρόοδο. Αγώνας άμεσα συνυφασμένος τόσο με τη διαπάλη για τον προσανατολισμό και τον τρόπο αξιοποίησης της επιστήμης στο σημερινό σάπιο σύστημα, όσο και με τον αγώνα για την οικοδόμηση μιας άλλης νέας κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας η επιστήμη θα τεθεί στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών που όλο και διευρύνονται.