Σάββατο 6 Απρίλη 2024 - Κυριακή 7 Απρίλη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
«Κάποτε θ' ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα»

(Δεύτερο μέρος)

Σε λιγότερο από έναν μήνα, την Τετάρτη 1η του Μάη, είναι η 115η επέτειος της γέννησης του Γιάννη Ρίτσου.

115 χρόνια ο Ρίτσος συνεχίζει να είναι συνεχώς εδώ. Το πιο ισχυρό παρόν. Το πιο δυνατό αποτύπωμα.

Την ποίησή του τραγουδάμε στις μεγάλες συγκεντρώσεις μας, στις πορείες, στις κινητοποιήσεις, στους αγώνες, με τα δικά του λόγια μιλάμε, αυτός βρίσκεται κάτω από τις κόκκινες σημαίες στις απεργίες και στις διεκδικήσεις.

Αυτός που τα δύσκολα και τα επώδυνα που βίωσε, έγιναν κίνητρο δημιουργίας, είναι πάντα μαζί μας για να μας υπενθυμίζει: «Να είμαστε έτοιμοι, γιατί κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα».

Ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής του καιρού μας

Στη συνέντευξη που του πήρα το 1989 και το πρώτο μέρος της δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» το περασμένο Σαββατοκύριακο, είχα ξεκινήσει τον πρόλογό μου, για αυτόν τον άνθρωπο - που ο Λουί Αραγκόν, όταν διάβασε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», αποφάνθηκε πως ο δημιουργός της είναι «ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής του καιρού μας» - γράφοντας:

«Είδηση δεν είναι όταν ένας ποιητής γίνεται 80 ετών. Είδηση είναι, όταν ένας ποιητής 80 ετών παραμένει αισιόδοξος».

Είχαν περάσει 12 χρόνια από τις 2 του Μάη, που είχε τιμηθεί στη Μόσχα με το Διεθνές Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη...

Η γενιά μου ήταν τυχερή που έζησε στην εποχή του, που γνώρισε αυτόν που κάποτε στη Μακρόνησο έγραφε πως «εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία κι η ομορφιά του ανθρώπου».

Εγραφε με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Οραμα»

Αυτόν που ως νεαρό παιδί, το 1924, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων», με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Οραμα».

Ο πολυβραβευμένος συνομιλητής μου εργάστηκε αρχικά ως δακτυλογράφος, μετά αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα, υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας, επιμελητής εκδόσεων του οίκου «Γκοβόστη», διηύθυνε το καλλιτεχνικό τμήμα της Εργατικής Λέσχης, όπου σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις.


Δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια με τους θιάσους της Ζωζώς Νταλμάς, του Ριτσιάρδη, του Μακέδου κ.ά.

Αργότερα εργάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή...

Στον χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε στον «Ριζοσπάστη» και στα «Ελεύθερα Γράμματα».

Οταν το 1926 αρρώστησε από φυματίωση, στη «Σωτηρία» γνωρίστηκε με την Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια.

Αυτός που πίστευε πως «η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή του ψωμιού», το 1934 γράφτηκε στο ΚΚΕ.

Στη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της Κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρ' όλα αυτά είχε δραστηριοποιηθεί στο μορφωτικό τμήμα του ΕΑΜ. Στα Δεκεμβριανά επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή και είχε συναντηθεί με τον Αρη Βελουχιώτη.

Εξορίστηκε λόγω της δράσης του στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Αη Στράτη, στη Γυάρο και στη Σάμο.

Ακολουθεί το β' και τελευταίο μέρος της συνέντευξης...

Η γρίπη, το καρδιογράφημα και το BBC

Το τηλέφωνο χτυπάει κάθε πέντε λεπτά. Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς ζητούν να μάθουν αν τον ταλαιπωρεί ακόμα η παρατεταμένη γρίπη του, εκείνος τους διαβεβαιώνει πως αισθάνεται καλύτερα. Είναι ευγενικός και λιγόλογος, κάποια στιγμή προσπαθεί να εξηγήσει σε κάποιον πόσο δύσκολο του είναι να αντιμετωπίσει, μέσα σε μία μέρα, τους γιατρούς, τις εξετάσεις, ένα καρδιογράφημα και τους δημοσιογράφους του BBC που έρχονταν για τα γενέθλιά του.

Γιάννης Ρίτσος - Μαρία Πολυδούρη
Γιάννης Ρίτσος - Μαρία Πολυδούρη
Το υπουργείο Πολιτισμού, το ΚΚΕ, ο δήμος Αθηναίων και η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών θα διοργάνωναν εκδηλώσεις προς τιμήν του, ενώ είχε προγραμματίσει εκδηλώσεις η Παιδαγωγική Ακαδημία της Κύπρου και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γιώργος Βασιλείου, θα έδινε δεξίωση για τον ποιητή.

Το BBC 2 ετοίμαζε ωριαίο ντοκιμαντέρ και η σοβιετική TV το έχει ήδη φτιάξει. O Κίμων Φράιερ έστηνε μία ανθολογία του έργου του, για τη Νέα Υόρκη. Μπροστά μου βρισκόταν «ολόφρεσκο» ένα ακόμα βιβλίο του στα Γερμανικά, «Τα μονόχορδα».

- Κύριε Ρίτσο, ζήσατε πολλές Πρωτομαγιές, οι περισσότερες δύσκολες, άλλες ματωμένες. Η φετινή Πρωτομαγιά, στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, ποιες σκέψεις σάς δημιουργεί;

- Το στίγμα της Πρωτομαγιάς ήταν πάντα ο αγώνας της εργατικής τάξης για δικαιότερη ζωή. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα, υπήρχε ο αγώνας όλων των ανθρώπων με αυτό το ιδανικό. Σήμερα, αποκτάει μία ιδιαίτερη σημασία. Οταν χειροτερεύουν οι καταστάσεις σε μία χώρα, ο αγώνας είναι έντονο και επιτακτικό αίτημα. Ολες οι δυσκολίες αναπτύσσουν, μέσα σε αυτούς που αδικούνται και καταπιέζονται, περισσότερες δυνάμεις για την αποτίναξη του ζυγού.

- Παρακολουθείτε τις προεκλογικές ομιλίες των πολιτικών αρχηγών; Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι λόγοι αυτοί απευθύνονται στο θυμικό των Ελλήνων. Συμφωνείτε;


- Ποτέ δεν υπήρχαν εκλογές, στις οποίες οι αρχηγοί να μην προσπαθούν να πείσουν το ακροατήριό τους πως αν τους ψηφίσει, θα βρει όλα τα καλά του κόσμου.

- Λοιπόν; Τι κάνουμε;

- Λοιπόν, υπεύθυνος είναι ο καθένας μας να κρίνει, να συγκρίνει, να θυμηθεί, να λογαριάσει και να αποφασίσει.

Ο φωτογράφος φεύγει. Χαιρετώντας τον, λέει: «Να τα εκατοστήσετε, κύριε Ρίτσο». Κι εκείνος: «20 χρόνια ακόμα... Α, πα, πα... δεν θα το αντέξω».

Εμείς συνεχίζουμε την κουβέντα.

- Πιστεύετε πως η υλοποίηση μιας πολιτικής που αναγνωρίζει τη σημασία και την προτεραιότητα της πολιτιστικής ανάπτυξης, πρέπει να επαφίεται στο κράτος ή είναι και υπόθεση του κάθε πολίτη;

- Είναι υπόθεση όλων μας. Ομως όταν η τηλεόραση αφιερώνει ατελείωτες ώρες στο ποδόσφαιρο και ελάχιστο χρόνο στις τέχνες και στα γράμματα, ο πολίτης από πού θα ενημερωθεί; Οσο για την επαρχία, ο πολιτισμός δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ευκαιριακά, αλλά με τη δημιουργία εκεί μόνιμων πολιτιστικών πυρήνων.

Πάλι μας διακόπτουν τα τηλεφωνήματα. Ανάμεσά τους και συνάδελφοί μου που του ζητούν συνέντευξη. Αρνείται ευγενικά.

Παρατηρώ τον χώρο του. Παντού πίνακες. Ο πιο εντυπωσιακός μου φαίνεται πως είναι ο Αγιος Σεβαστιανός του Τσαρούχη. Δίπλα μου πολλά γλυπτά, μετάλλια, δίσκοι, βουνά από ζωγραφισμένες πέτρες, αγάλματα, παλιές φωτογραφίες, εικόνες και πολλά βιβλία. Αμέτρητα τα δικά του βιβλία. Τα 253 έχουν ήδη μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες.

- Κύριε Ρίτσο, όλο αυτό το πολύτιμο υλικό, ποια τύχη θα έχει, το σκεφτήκατε ποτέ;

- Ο,τι θέλει ας γίνει. Ο,τι μπόρεσα έκανα.

- Ξέρετε, θα μου επιτρέπατε να σας κάνω μία ερώτηση, που ίσως σας ενοχλήσει;

- Παρακαλώ...

- Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είστε ένας καλός ποιητής που όμως τον έκαναν «μεγάλο» οι συγκυρίες, οι εποχές, τα γεγονότα, όχι το ταλέντο και η τέχνη του...

- Πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Ισως έχουν δίκιο. Συχνά, υπάρχει μία παρεξήγηση. Μυθοποιούν τον ποιητή και ίσως και το έργο του. Ο χρόνος θα αποφανθεί για το ποιος έχει δίκιο. Ομως, κάποιος με προσωπικότητα δεν μπορεί να μην έχει αντιπάλους. Η Μαρία Κάλλας όταν την έβριζαν έλεγε: «Αυτό με ενθουσιάζει, σημαίνει ότι διατηρώ τη φωνή μου».


Της
Σεμίνας Διγενή

Η «Λαϊκή Σκηνή» ζωντανεύει στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»

Η Σ. Μελετίου και ο Π. Μιχαλόπουλος μιλούν στον «Ριζοσπάστη» με αφορμή την παράσταση «Τα Μαγικά Βουνά»

Στο Αγρίνιο με τη «Λαϊκή Σκηνή» του ΕΛΑΣ. Ο Γ. Κοτζιούλας τρίτος στην πίσω σειρά
Στο Αγρίνιο με τη «Λαϊκή Σκηνή» του ΕΛΑΣ. Ο Γ. Κοτζιούλας τρίτος στην πίσω σειρά
1944: Δημιουργείται ο θίασος της «Λαϊκής Σκηνής», με ηθοποιούς αντάρτες και αντάρτισσες της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ιδρυτής και εμψυχωτής του θιάσου ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας.

2024: Η σκηνή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» μεταμορφώνεται σε μια ορεινή πλαγιά στο Βουργαρέλι της Πίνδου, εκεί όπου πρωτοπαίχτηκαν τα έργα. Μέσα στον θεατρικό χώρο ο σημερινός θεατής συναντάται με το θέατρο του βουνού... «Τα Μαγικά Βουνά» περιμένουν να μας υποδεχτούν κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.

Ο «Ριζοσπάστης» είχε τη χαρά να συζητήσει με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και επιστημονικό σύμβουλο της παράστασης, και την Σωτηρία Μελετίου, φιλόλογο, μέλος της οικογένειας Κοτζιούλα. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει το θέατρο του βουνού, ποια ήταν η δράση του Γιώργου Κοτζιούλα την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, ποια είναι η ιστορία πίσω από τη διάσωση του αρχείου του; Σε αυτά και άλλα πολλά αναφέρονται οι άξιοι συνομιλητές μας και τους ευχαριστούμε πολύ.

***

-- Ενα μάθημα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει όλη αυτή η θεατρική διαδρομή...

Π. Μιχαλόπουλος: Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, στο οποίο έγινε εκτενής αναφορά στη θεατρική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, με ιδιαίτερη αναφορά στην προσωπικότητα και τη δράση του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα. Ανάμεσα στους φοιτητές ήταν και η Δέσποινα Αναστάσογλου, επικεφαλής μαζί με τον Δημήτρη Αγαρτζίδη της θεατρικής ομάδας «Elephas Tiliensis», η οποία με την ολοκλήρωση των μαθημάτων άρχισε να επεξεργάζεται το ενδεχόμενο της σκηνικής μεταφοράς του δραματουργικού έργου του Κοτζιούλα. Σε εκείνη λοιπόν ανήκει η ωραία πρωτοβουλία. Στο ίδιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, άλλωστε, φοιτούν και άλλοι συντελεστές της παράστασης «Τα Μαγικά Βουνά» (οι ηθοποιοί Μαρκέλλα Γιαννάτου και Αρης Λάσκος και η δραματολόγος της παράστασης Ρόζυ Δούνια), αλλά και απόφοιτοι του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών (η ηθοποιός Βίκυ Κατσίκα). Εδώ πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι αυτή η μάλλον σπάνια συνθήκη, να προκύψει μια παράσταση από ένα μάθημα, οφείλεται και στην αλληλοτροφοδότηση θεωρίας και πράξης που συντελείται στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Στο μεταπτυχιακό μας πρόγραμμα φοιτούν και καλλιτέχνες του θεάτρου, ενώ στο διδακτικό προσωπικό περιλαμβάνονται συστηματικά και διακεκριμένοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί.


Σχετικά με την προετοιμασία της παράστασης αξίζει να αναφέρουμε ότι όλος ο θίασος και οι συντελεστές μελέτησαν για πολλούς μήνες το συγγραφικό έργο του Κοτζιούλα (θεατρικά έργα, ποιήματα, χρονικά, αλληλογραφία) και εντρύφησαν σε ιστορικές μελέτες γύρω από την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, τα οργανωτικά ζητήματα του αντάρτικου κινήματος και τη ζωή στην ύπαιθρο τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Η ομάδα εργάστηκε με αμείωτο ενθουσιασμό, που είναι ολοφάνερος και στην παράσταση, καθώς ήρθε σε επαφή με λιγότερο γνωστές όψεις της νεοελληνικής δραματουργίας αλλά και με μια διαφορετική αντίληψη οργάνωσης του παραστασιακού γεγονότος, όπως εμφανίστηκε στις θεατρικές ομάδες που έδρασαν στους κόλπους της Αντίστασης. Για μένα, αυτή η συνεργασία και αυτή η «διαδρομή», από το μάθημα στις πρόβες και από εκεί στην παράσταση, ήταν ασφαλώς μία από τις πλέον συγκινητικές στιγμές στη διδακτική μου εμπειρία.

-- Εχετε ασχοληθεί με τη δεκαετία του 1940. Η διατριβή σας άλλωστε που έχει δημοσιευθεί έχει τίτλο «Το Εθνικό Θέατρο 1940 - 1950. Οι διοικήσεις, το καλλιτεχνικό έργο και η θέση του σκηνοθέτη». Εστιάζοντας στο θέατρο του βουνού, ποια είναι τα στοιχεία που κατά τη γνώμη σας ξεχωρίζουν, ποια είναι η διαφορά του από το «τυπικό», το αστικό θέατρο;

Π. Μ.: Η θεατρική δραστηριότητα που σημειώθηκε σε όλη την επικράτεια μέσα στην Κατοχή, και εντός του ΕΑΜικού κινήματος, συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας πρωτόγνωρης στα ελληνικά χρονικά εκδοχής πολιτικού θεάτρου, που έφερε για πρώτη φορά ομάδες πληθυσμού της υπαίθρου σε επαφή με τη σκηνική πράξη. Σε σχέση με το τότε αστικό θέατρο - όπως το ονομάζετε - οι διαφορές ήταν μεγάλες, αφενός στο πεδίο της δραματουργίας και αφετέρου στον τρόπο οργάνωσης της παράστασης. Εν συντομία, τα δραματικά κείμενα πραγματεύονταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός εκείνη την περίοδο και ασκούσαν δριμεία κριτική τόσο στις κατοχικές κυβερνήσεις όσο και στη μεταξική δικτατορία που είχε προηγηθεί, ενώ ο τρόπος οργάνωσης των θιάσων που όργωναν την Ελεύθερη Ελλάδα ερχόταν σε πλήρη ρήξη με το μοντέλο της θιασαρχικής ιεραρχίας που επικρατούσε, και στο οποίο γύρω και κάτω από τον πρωταγωνιστή του θιάσου «συνωστίζονταν» οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης.

Οι δύο αυτές παράμετροι θεωρώ πως αφορούν και τον σύγχρονο καλλιτέχνη, αλλά και το σημερινό κοινό. Η καθαρή θέση που συναντά κανείς σε εκείνα τα κείμενα για τη ζωή και τον καθημερινό αγώνα, το πνεύμα συνεργασίας και η διάθεση αλληλεγγύης και αυτοθυσίας, αποτελούν πάντα ζητούμενο.

***

-- Θέλετε να μας πείτε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή του Γ. Κοτζιούλα που αναδεικνύουν πλευρές της ξεχωριστής προσωπικότητάς του;

Σ. Μελετίου: Ο Γιώργος Κοτζιούλας, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, ασυμβίβαστος ιδεολόγος και στην Τέχνη και στη ζωή του, γίνεται στις τάξεις του αντάρτικου και θεατράνθρωπος, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της ιστορικής στιγμής, για να εμψυχώσει, να ψυχαγωγήσει και να συνεγείρει τόσο τους αντάρτες όσο και τους χωρικούς της Ηπείρου.

Εξαιρετικός φιλόλογος, που πονούσε για τη γλώσσα, με ποικίλα διαβάσματα, σε όλη του τη ζωή αντιμετωπίζει οξύτατα προβλήματα βιοπορισμού, που οδηγούν στη φθορά της εύθραυστης υγείας του. Για να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα τον χειμώνα του 1941 καταφεύγει στην πατρώα γη της Ηπείρου. Του προκαλούν ευφορία η επάρκεια της τροφής, η επανασύνδεση με τους δικούς του και τη φύση. Μεταφράζει Λατίνους (Οράτιο, Θεόκριτο, βουκολικούς), Αίσωπο, Πλούταρχο και γράφει αδιάλειπτα. Ακολουθεί τις αντάρτικες ομάδες που εμφανίζονται στα χωριά του και όταν αργότερα ο λαογράφος, ιστορικός και μετέπειτα στέλεχος του ΕΑΜ Χρήστος Σούλης φροντίζει να διοριστεί ο Κοτζιούλας στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, ο ποιητής αρνείται, λέγοντας ότι «προτιμάει να διδάξει στο γυμνάσιο του ΕΑΜ».

Στα τέλη του 1943, κυνηγημένος για δεύτερη φορά από τους ΕΔΕΣίτες, ορκίστηκε να μην ξαναπέσει στα χέρια τους ζωντανός και κρύβεται σε σπηλιές, μεταφράζοντας Αίσωπο, ώσπου αποφασίζει να διαβεί τον Αραχθο, φυσικό σύνορο της επικράτειας του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Οπως δηλώνει ο ίδιος: «Απέναντι ήταν οι δικοί μας αντάρτες. Αν γλίτωνα θα σωζόμουν. Κι αν πνιγόμουν, θα πέθαινα ελεύθερος...».

-- Ποια είναι η ιστορία γύρω από τη διάσωση του αρχείου του Γ. Κοτζιούλα;

Σ. Μ.: Μόνιμη αγωνία του φτωχού, «ανέστιου και φερέοικου» ποιητή, κάθε φορά που εγκατέλειπε τα πατάρια και τους περιστερώνες που διαβιούσε, είτε για τα γύρω από την Αττική βουνά - ήταν φυματικός - είτε για την πατρίδα του, την Πλατανούσα, ήταν η τύχη της βιβλιοθήκης και των χειρογράφων του. Πολλά από αυτά χάθηκαν στη Μεταξική δικτατορία και λόγω των συνθηκών της διαβίωσής του.

Την πνευματική παραγωγή της περιόδου 1941 - 1945, που αποτελείται από μεταφράσεις, ποιήματα, πεζά, θέατρο καθώς και αλληλογραφία, σημειώματα, διαταγές του ΕΛΑΣ, ημερολόγια και άλλα αφηγήματά του, τα μεταφέρει ο Κοτζιούλας μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας στην Ελασσόνα, όπου καταφεύγει στο σπίτι του φίλου του, γιατρού της 8ης Μεραρχίας Γ. Σαμαρά. Ο ίδιος σημειώνει ότι η διάσωση του αρχείου του οφείλεται στην «πρόνοια της αγράμματης μάνας μου» και στη «σταθερή συνδρομή της οικογένειας του Γ. Σαμαρά».

Στην Ελασσόνα η συναγωνίστριά του και σύζυγος του Γ. Σαμαρά, Βαγγελίτσα, κατά τη διάρκεια της σουρλικής τρομοκρατίας έκρυβε τα χειρόγραφα μέσα σε έναν τενεκέ κάτω από το πάτωμα του σπιτιού της, έως το 1952, που τα παρέδωσε στην σύζυγο του ποιητή, Ευμορφία.

Αλλά η οδύσσεια των χειρογράφων του δεν τελείωσε εκεί. Κατά την προδικτατορική περίοδο είχαν παραχωρηθεί στις εκδόσεις «Θεμέλιο», με σκοπό να αποτελέσουν το δεύτερο βιβλίο του ιστορικού αρχείου του Γ. Κοτζιούλα με τίτλο «Θέατρο στο Βουνό», αφού είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο βιβλίο της σειράς «Οταν ήμουν με τον Αρη». Με την επιβολή της δικτατορίας, τα χειρόγραφα κρύφτηκαν και χάθηκαν. Ο γιος του ποιητή περιέγραφε με μεγάλη συγκίνηση την ανεύρεσή τους τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, μαζί με τον Μίμη Δεσποτίδη, μέσα σε έναν χάρτινο κύλινδρο κάπου στο κέντρο της Αθήνας.

***

-- Δύο είναι οι βασικοί εκπρόσωποι του θεάτρου του βουνού, ο Βασίλης Ρώτας και ο Γιώργος Κοτζιούλας. Ποια είναι τα κοινά στοιχεία τους και ποια αυτά που τους ξεχωρίζουν;

Π. Μ.: Η «Λαϊκή Σκηνή» της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ (Κοτζιούλας) στην Ηπειρο και ο «Θεατρικός Ομιλος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας» (Ρώτας) στη Θεσσαλία αποτελούν τις πλέον γνωστές θεατρικές ομάδες που έδρασαν εκείνη την περίοδο, μαζί με τον θίασο του Γιώργου Καφταντζή στη Δυτική Μακεδονία.

Κοινός στόχος ήταν η εκπολιτιστική δράση, καθώς θεωρούσαν πως μαζί με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της χώρας ήταν αναγκαία και η πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού, η διάδοση των νέων ιδεών που αντιπροσώπευε η Αντίσταση.

Οι διαφορές έχουν να κάνουν τόσο με τους δύο δημιουργούς του θιάσου όσο και με την οργάνωση των δύο καλλιτεχνικών συγκροτημάτων. Ο Ρώτας ήταν εκείνη την εποχή ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος της ελληνικής σκηνής (δραματουργός, μεταφραστής θεατρικών έργων, παιδαγωγός), με διατυπωμένες απόψεις γύρω από το λαϊκό θέατρο. Ο Κοτζιούλας ήταν σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, ωστόσο δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τη θεατρική πράξη μέχρι τη συγκρότηση της «Λαϊκής Σκηνής». Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν είχε δει παρά ελάχιστες παραστάσεις στη ζωή του. Ο θίασος του Ρώτα διέθετε μέλη με καλλιτεχνική εμπειρία, ενώ ο Κοτζιούλας εργάστηκε με ερασιτέχνες ηθοποιούς, με αντάρτες που στελέχωσαν τον θίασο.

Εχει πολύ ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι μετά την Απελευθέρωση ο Κοτζιούλας δεν ασχολήθηκε ξανά με το θέατρο. Το γεγονός αυτό δείχνει από τη μία την ευσυνειδησία του, καθώς ανέλαβε και έφερε σε πέρας την ευθύνη που του ανατέθηκε χωρίς να έχει μέχρι τότε σχέση με τη θεατρική πράξη, από την άλλη ότι απέκτησε σε ελάχιστο χρόνο την πείρα και τη γνώση να γράψει έργα και να οργανώσει τον θίασο, αλλά και να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τους στόχους ενός πολιτικού θεάτρου. Από την άλλη, βέβαια, τόσο η περίπτωση του Κοτζιούλα όσο και εκείνες των υπόλοιπων θεατρικών ομάδων αποδεικνύουν τη δύναμη της θεατρικής τέχνης, που μπορεί να προσαρμόζεται και να ανθίζει ακόμα και σε ακραίες συνθήκες, ιδίως όταν ο στόχος είναι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.


Α. Π.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ